Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το …μελάνι από τα όσα ενδιαφέροντα διημείφθησαν στο παρόν ηλεκτρονικό περιοδικό, με αφορμή την παράσταση του Λιγνάδη «Βάτρα-Χ» και το κοινό ξεσηκώθηκε με τη «Μήδεια» του Ευριπίδη, στην Επίδαυρο.
Μία παράσταση, με σκηνοθέτη τον Ανατόλι Βασίλιεφ και συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και του Ελληνικού Φεστιβάλ.
Μετά τις τόσο συχνές σκηνοθετικές παρεμβάσεις που αλλοιώνουν, ουσιαστικώς, το έργο των δημιουργών –σε σημείο ώστε ο εκάστοτε σκηνοθέτης να μετατρέπει εαυτόν σε …σχοινοθέτη- πιστεύω ότι κοντεύουμε να ξεχάσουμε την έννοια της Τέχνης, όσο και αν η έννοια της μπορεί να δέχεται πολλές ερμηνείες.
Εφ’ όσον όμως αυτός που κάνει Τέχνη –ή πιστεύει ότι κάνει Τέχνη- δεν την κλείνει μέσα σ’ ένα δωμάτιο, αλλά την εκθέτει στο κοινό και στο θεμιτό δικαίωμα κριτικής, Τέχνη –όπως έχω ξαναγράψει- μπορεί να είναι, δικαιολογημένα, αυτό που αρέσει στο κοινό, και όχι αυτό που ο δημιουργός νομίζει ως Τέχνη.
Βεβαίως, τίθεται και το ερώτημα αν, αυτό το ίδιο το κοινό, στο οποίο απευθύνεται κάθε καλλιτέχνης –υπό στενή ή ευρεία έννοια- πρέπει να αντιλαμβάνεται την δημιουργία για να συνιστά το έργο του δημιουργού Τέχνη.
Πολλοί θα απαντήσουν αρνητικά, στο μέτρο που δεχόμαστε ότι μία έμπνευση δεν μπορεί να μπαίνει σε συγκεκριμένα καλούπια, ώστε να την κατανοεί ο καθένας.
Τότε όμως γιατί ο δημιουργός αποζητεί την καταξίωση μέσω του κοινού;
Και αφού την αποζητεί τόσο, γιατί θέτει (ο δημιουργός ο ίδιος) σε μας το ερώτημα: Τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης;
ΝΙΚΟΣ ΣΙΜΟΣ -(Φωτογραφία: Γραφείο Δημοσίων Σχέσεων παραγωγής παράστασης)
Το ζήτημα που θέτεις είναι περισσότερο θέμα άποψης, γιαυτό και η κριτική της τέχνης έχει τόσες θεωρίες.
Ένας καλλιτέχνης μπορεί να αρέσει στο κοινό, αλλά να μην θεωρείται ιδιαίτερα ποιοτικός από τους ειδικούς και το αντίστροφο. Επίσης μπορεί να κάνει κάτι τόσο πρωτοποριακό που ούτε από τους κριτικούς να βρίσκει ανταπόκριση, ενώ σε κάποια χρόνια, ίσως και μετά το θάνατό του, να γνωρίσει τη δόξα.
Ο σκηνοθέτης δεν έχει καμία διαφορά από τον ζωγράφο ή τον γλύπτη ή τον ποιητή που δημοσιεύει την τέχνη του. Είναι ο μόνος δρόμος βιοπορισμού γιαυτόν, παρότι μπορεί να μην ενδιαφέρεται ποσώς για τη γνώμη του κοινού.
Το κοινό επίσης νομίζω ότι δεν είναι μονολιθικό. Υπάρχει μια μεγάλη πλειοψηφία που συμφωνεί (μέσος θεατής), αλλά από κει και πέρα υπάρχει πάντα όλη η γκάμα των απόψεων, η οποία διαφοροποιείται με βάση και τις ειδικές γνώσεις για το αντικείμενο προς κρίση. Στη μεγάλη πλειοψηφία που συνήθως έχει λίγες έως καθόλου ειδικές γνώσεις παίζουν μεγαλύτερο ίσως ρόλο τα εξής: προηγούμενες εμπειρίες (αν ξεφεύγει αυτό που βλέπουν από το σύνηθες), φήμη του δημιουργού, τάσεις της εποχής (ένας Μινωτής σήμερα ίσως να μην ενθουσίαζε τόσο πολύ), επιρροή των υπόλοιπων.
Προσωπικά πιστεύω συνεπώς ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση στην ερώτηση που θέτεις παρά μόνο κατά προσέγγιση συνισταμένη προσωπικής γνώμης, γνώμης ειδικών και γνώμης του καλλιτέχνη.
Ασφαλώς και ισχύουν αυτά που λέτε. Και ασφαλώς το τι αρέσει και τι όχι είναι κάτι το υποκειμενικό. Αυτό που έθεσα εγώ είναι ότι στο επίκεντρο της αξιολόγησης ενός έργου, καλώς ή κακώς μπαίνει το κοινό, στο οποίο ο καλλιτέχνης δέχεται να εκτεθεί. Άλλωστε κατά τον ιστορικό της Τέχνης τον Gombrich, στην πραγματικότητα η Τέχνη δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο οι καλλιτέχνες. Είναι μία άποψη που ασφαλώς και επιτρέπει τη διατύπωση μεγάλης γκάμας απόψεων και, βεβαίως, αρκετή επιείκεια για τους καλλιτέχνες
Το κακό ξεκινάει από τη στιγμή που οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς δεν… καλύπτονται από τον νόμο περί Προστασίας Πνευματικού Έργου. Και επειδή η ελληνική πολιτεία ποτέ δεν έχει δείξει κάποια σχετική ευαισθησία, παραμένει ανοιχτό το πεδίο για παραβίαση και βιασμό των Ελλήνων τραγικών, από τον κάθε αντιγραφέα, rewriter και εκμεταλλευτή ξένου έργου, είτε αυτός ονομάζεται Ουΐλλιαμ Σαίξπηρ, είτε Πήτερ Μπρουκ, είτε και Ανατόλι Βασίλιεφ…
Το μεγάλο ερώτημα είναι: Αφού είναι ποινικώς κολάσιμο, εάν αλλαχτεί μία λέξη από στίχο, ή μία νότα από μουσική τραγουδιού π.χ. της κυρίας Μπεντζετάκου, γιατί δεν συμβαίνει το ίδιο με όσους «διασκευάζουν», ανασκευάζουν, αποπατούν και βιάζουν την κάθε τραγωδία, ή «σκοτώνουν» τις Μήδειες και «βγάζουν τα μάτια» στους Οιδίποδες;
Έχει δίκιο ο κ. «Σταρχεία μου» σε αυτό που αναφέρει περί Μινωτή, διότι πολλοί είπαμε… «και στα δικά μου!» και έτσι πέρασε μία 20ετία πλέον που το ελληνικό Θέατρο ακολουθεί την πολιτισμική κατάπτωση του τόπου και καταφέρνει μέσα σε ένα δίωρο θέαμα να αναδεικνύει την όλη κατάντια του πολιτιστικού επιπέδου μας.
Παρά το γεγονός ότι το Θέατρο κατά τον Μπρεχτ είναι «καθρέπτης ζωής» και όμως υπάρχει η δυνατότητα να αποτελέσει το έναυσμα για αντίσταση κατά της ασχήμιας. Σαν παράδειγμα, οι κατά Ευαγγελάτο «Φοίνισσες» (Βαλάκου – Φυσσούν) που παρουσίασε στην Επίδαυρο το «Αμφι-Θέατρο» και που θα παρουσιάσει στις 10 Σεπτεμβρίου στο «Κατράκειο». Ένα ανέβασμα – σωστή διδασκαλία, που παρά την διασκευή και την κάπως μιουζικαλοποίησή του (Μικρούτσικος), ξεχωρίζει ο σεβασμός στον λόγο του Ευριπίδη και το δίδαγμα του μύθου, ότι η αλαζονεία επισύρει την άνωθεν τιμωρία. Ένα μήνυμα του άλλοτε και του τώρα, για σημερινούς και αυριανούς δημιουργούς του Θεάτρου και συναυτουργούς στην πολιτιστική μας κακομοιριά. Ας αναμένουμε την θεία εκδίκηση για το κακό που γίνεται, χωρίς να περιμένουμε κάποιον από μηχανής Θεό…
Ο κ. Ανατόλι Βασίλιεφ σε συνέντευξή του σ’ ΤΟ ΒΗΜΑ (3.8.08) διέγραψε με μια μονοκονδυλιά το ελληνικό θέατρο. Απο την άλλη μεριά, το ελληνικό κοινό απέρριψε την παράσταση της Μήδειας που παρουσιάστηκε με τη δική του σκηνοθεσία. Περιμένω κάποια σχόλια, για να καταλάβω κι εγώ!
Από ό,τι καταλαβαίνω μόλις δημοσιευθεί η κριτική του κ. Κ. Γεωργουσόπουλου στα “Νέα” για τη “Μήδεια” θα φανεί ότι ταυτίζεσθε μαζί της, όπως ταυτιστήκαμε με με την κριτική του εν λόγω κριτικού για τους «Βάτρα-Χ».
Όπως νομίζετε!
Όμως διαβάστε και το πιο κάτω κείμενο που δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ της 21ης Αυγούστου 2008 για να θαυμάσετε τον αγαπημένο σας κριτικό, ακόμη μια φορά:
“Ο κ. Ανδρόνικος Ρουμπής, φιλόλογος, γράφει για την κριτική του Κ. Γεωργουσόπουλου για την παράσταση «Βάτρα-Χ» που σκηνοθέτησε ο κ. Λιγνάδης:
«Δεν διαφωνώ με την επίκριση- και εγώ έχω ενστάσεις επί της συγκεκριμένης παράστασης- αρκεί αυτή να εκφράζεται με τρόπο κόσμιο. Αντίθετα, η έλλειψη επιχειρημάτων επί της σκηνοθεσίας, το λεξιλόγιο πεζοδρομίου, τα προσβλητικά, προσωπικά σχόλιακαι ελάχιστα επί της παράστασης-, υπονοούμενα σχετικά με τη φιλολογική κατάρτιση ακόμη και τις ρίζες του σκηνοθέτη, απειλές για μεγαλύτερες αποκαλύψεις (άραγε και αυτές επί προσωπικού επιπέδου;) θεωρώ ότι είναι άστοχα και ακατάλληλα για υπολογίσιμη στήλη κριτικής θεάτρου σοβαρής εφημερίδας και μόνο σκοπιμότητα, κακοπροαίρετη διάθεση και προσωπική εμπάθεια υποδηλώνουν. Όλη η “κριτική” έμοιαζε με λάσπη που από καιρό ήταν δουλεμένη και έτοιμη να εκτοξευθεί και απλά αναζητούνταν η χρονική αφορμή. Αλήθεια, πού είναι η τήρηση του μέτρου , της βασικής αρετής του αρχαίου κόσμου, που τόσο καλά ισχυρίζεται ότι τον έχει μελετήσει ο έμπειρος κριτικός;».
Η απάντηση του Κ. Γεωργουσόπουλου είναι η εξής:
Απαντώ στον επιστολογράφο σας με την ιδιότητά του ως φιλολόγου και όχι ως απλού θεατή. Τον πληροφορώ λοιπόν ότι έκανε λάθος να διαβάσει την κριτική μου ως θεατρική εκτίμηση, γιατί νομίζω ότι ήταν εμφανής η θέση μου να απαντήσω με τους ίδιους όρους σε ένα κατά τη γνώμη μου ηθικό σύμπτωμα της σαπρής εποχής μας. Και για να αντιπαρέλθω τις υποθετικές για το πρόσωπό μου προθέσεις, τον πληροφορώ και πάλι ότι ο κ. Λιγνάδης εκτός από το να είναι γιος προσωπικού και αγαπητού μου φίλου υπήρξε και προσωπικός μου μαθητής και δη στα Αρχαία Ελληνικά. Άρα λοιπόν είχα κάθε ηθικό δικαίωμα και δημόσια να διαμαρτυρηθώ για τον εκτροχιασμό του”.
Κάθε άποψη ειναι σεβαστή και υπ’ αυτήν την έννοια και του κ. Γεωργουσόπουλου. Δεν διατυπώνουμε άποψη περιμένοντας την κριτική του κ. Γεωργουσόπουλου και επομένως αν ληφθούν υπ’ οψιν οι ημερομηνίες της ανάρτησης της κριτικής, στο ηλεκτρονικό μας περιοδικό και οι ημερομηνίες της κριτικής του κ. Γεωργουσόπουλου, βγαίνει το συμπέρασμα ότι αυτός ταυτίζεται με μάς και όχι εμείς με αυτόν (χωρίς βεβαίως, επ ουδενί λόγω να υπονοώ ότι μας αντιγράφει).
Αν η δική μας κριτική διαφέρει της κριτικής εκείνου οφείλεται στο γεγονός ότι εμείς αξιολογούμε την κάθε δήθεν πρωτοποριακή παράσταση, από την πλευρά του κοινού και, βεβαίως της παιδειας που έχουμε λάβει (ευτυχώς προλάβαμε και διδαχθήκαμε και αρχαία ελληνικά) ο δε κ. Γεωργουσόπουλος ασκεί κριτική υπό το πρίσμα του ειδικού. Και επειδή είναι ανακατεμένος, επαγγελματικά, με το θέατρο, έχει το πλεονέκτημα ίσως της βαθύτερης και λεπτομερειακής γνώσης, αλλά και το μειονέκτημα της επαγγελματικής μονομανίας και της επιρροής που δέχεται από τις σχέσεις που επί τόσα χρονια έχει διαμορφώσει στο θέατρο.
κ. Σίμο,
Είναι γνωστή η συνήθεια του κ. Γεωργουσόπουλου να επιτίθεται εναντίον των μαθητών του, όταν κάποιοι από αυτούς καταφέρουν να κάνουν κάτι στο Θέατρο.
Προφανώς δεν γνωρίζετε -ή δεν θυμάστε- το επιθετικότατο κείμενό του για το βιβλίο του κ. Ηλία Μαλανδρή, “Αισχύλου Αχιλληίς”, το οποίο μάλιστα εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, του συνεργάτη σας Διονύση Βίτσου. “Να επέμβη ο εισαγγελέας εναντίον του εκδοτικού οίκου” έγραφε τότε όλος μένος.
Λοιπόν ο κ. Μαλανδρής ήταν ένας άλλος, εκτός από τον κ. Λιγνάδη, στους οποίους έκανε ο κ. Γεωργουσόπουλος “ιδιαίτερα”, όταν ήταν μαθητές.
Πώς το βλέπετε εσείς αυτό; Τότε είπαν, πως ενοχλήθηκε, επειδή ήθελε αυτός πρώτος να επιχειρήσει έκδοση της “Αχιλλιήδος”.
Κι ας θεωρήσουμε πως όλο αυτό είναι μια ιδιορρυθμία του.
Δεν θα θυμάστε όμως, μάλλον, και σειρά επιστολών του εναντίον του καθηγητή κ. Δημ. Μαρωνίτη, από τα ΝΕΑ πάντα, στις οποίες λιβελογραφούσε εναντίον του καθηγητή, επειδή τόλμησε να βάλει κακό βαθμό …στην κόρη του κ. Γεωργουσόπουλου, την οποία είχε φοιτήτρια και η οποία τώρα λύνει και δένει, με την αξία της, στο Θεατρικό Μουσείο.
Όσο για το ότι ταυτίζεσθε με τις απόψεις του κ. Γεωργουσόπουλου, ήταν μόνο σχήμα λόγου. Ατυχές μάλλον.
Από αυτά που γράφει ο κ. Γεωργουσόπουλος είναι προφανές ότι δεν ασχολείται με την ουσία. Είναι σύνηθες για κάποιον που θεωρείται (από όσους θεωρείται) αυθεντία.
Τη συγκεκριμένη παράσταση δεν τη γνωρίζω, όμως πιστεύω ότι στην τέχνη τα πνευματικά δικαιώματα δεν τα καθορίζει ο νόμος, αλλά το κοινό, εφόσον το έργο γίνεται γνωστό.
Έκλεβε ο Πικάσσο, όταν αποδομούσε κλασσικούς πίνακες δημιουργώντας νέα αριστουργήματα;
Οι αρχαίοι δε χρειάζονται πνευματικά δικαιώματα. Και μόνο το γεγονός ότι οι σύγχρονοι τους χρησιμοποιούν ως πηγή έμπνευσης, είναι η μεγαλύτερη αναγνώριση.
@ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΝ ΠΟΛΙΤHN: Ο μακαρίτης ο Καραμανλής μου είχε πει για κάποιον γνωστό πολιτικό ότι είναι σαν την…μαϊμού: Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει τόσο φαίνεται ο πισινός του. Αυτό ισχύει για πολλούς ανθρώπους εφ’όσον δεν διαθέτουν, άλλος έρμα χαρακτήρος, άλλος έρμα γνώσης, και πάντως όλοι μας το “γνώθι σαυτόν”. Σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες ανήκει προφανώς και ο κ.Γεωργουσόπουλος, ο οποίος εξ ίσου προφανές είναι ότι δε γνωρίζει να γερνάει και γι’αυτό προϊούσης της ηλικίας κάνει περισσότερους εχθρούς παρά φίλους, απ’ ό,τι κι εγώ ακούω στη δική μας πιάτσα.
@ Σταρχεία μου: Και μόνο το γεγονός ότι οι σύγχρονοι χρησιμοποιούν τους κλασσικούς ως πηγή έμπνευσης θα έπρεπε να τους κάνει να σέβονται περισσότερο την ξένη έμπνευση στην οποία βασίζονται για να διαπράξουν, τις περισσότερες φορές, τα δικά τους πνευματικά ανουσιουργήματα
Θα θέλαμε να παραμείνουμε στο θέμα των “πνευματικών δικαιωμάτων” και του “σεβασμού”. Σκηνοθεσία σημαίνει σε κάθε περίπτωση ερμηνεία. Ασφαλώς υπάρχουν συμβατικοί τρόποι ερμηνείας, τρόποι δηλαδή που έχουν καθιερωθεί, έχουν “εκπαιδεύσει” το κοινό να τους αποδέχεται ως κλασικούς και ως εκ τούτου θεωρούνται “ορθοί”. Το ενδιαφέρον με τους συμβατικούς τρόπους ερμηνείας είναι ότι γίνονται κατά μια έννοια “αόρατοι”. Το εκπαιδευμένοι κοινό δεν καταλαβαίνει ότι βλέπει την ερμηνεία του Κουν για το τάδε ή δείνα δράμα αλλά θεωρεί ότι παρακολουθεί το ίδιο το δράμα. Αντιθέτως οι αντισυμβατικοί τρόποι ερμηνείας / σκηνοθεσίας είναι απαιτητικά (ενίοτε ίσως και φορτικά) παρόντες και συχνά το μη-εκπαιδευμένο κοινό αδυνατεί να δει οτιδήποτε άλλο από την ερμηνεία χάνοντας την τραγωδία (εν προκειμένω) από τα μάτια του.
Στην διαμάχη μεταξύ συμβατικών και αντισυμβατικών τρόπων ερμηνείας η ίδια η αρχαία τραγωδία έχει μια σημαντική συνεισφορά: γιατί η τραγωδία παίζει, συχνά πολύ τολμηρά με παραδοσιακές, παγιωμένες αφηγήσεις, με τους μύθους, και τους ερμηνεύει και παραλλάσσει, ενίοτε σκανδαλωδώς.
Αν το συμβατικό, παγιωμένο και αενάως επαναλαβανόμενο ταιριάζει στις ιεροτελεστίες, το αντισυμβατικό, νέο, αυτό που “ξεβολεύει” ταιριάζει περισσότερο στην τέχνη η οποία δίνει προτεραιότητα στην αισθητική απόλαυση.
Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη που επανέρχεται όταν κρίνονται αρνητικά αντισυμβατικές σκηνοθεσίες αρχαίου δράματος είναι ο “σεβασμός”. Ο οποίος ταιριάζει περισσότερο σε κάτι “ιερό”, που πρέπει να “διατηρείται” ανέπαφο.
Για λόγους που θα είχε ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς, τα λεγόμενα “κλασικά ελληνικά κείμενα” τρέφονται από την διαρκή διαδικασία ερμηνείας τους. Συχνά σκανδαλώδους ερμηνείας τους. Εμείς, ως εκπαιδευμένοι να προτιμάμε συμβατικές παραστάσεις θεατές μπορεί να παθαίνουμε εγκεφαλικό, όταν βλέπουμε Βασίλιεφ, η Μήδεια του Ευριπίδη είναι σίγουρο ότι δεν παθαίνει τίποτα, όπως τίποτα δεν έπαθε και ο μύθος της Μήδειας επειδή ο Καρκίνος (τραγωδός του 4ου αιώνα) την έβαλε να μην σκοτώνει τα παιδιά της.
Είναι άλλο θέμα τι επιλογές κάνει ένα φεστιβάλ και αν τελικά θέλει να φέρει σε “επαφή” ένα κοινό εκπαιδευμένο με τρόπο χ και τον Βασίλιεφ που σκηνοθετεί Ευριπίδη με τρόπο ψ ή ίσως και -χ και μάλιστα σε μαζικούς χώρους.
Σε αυτή τη συζήτηση όμως, που έχει την σημασία της, θεωρούμε πιο έντιμο, να αφήνουμε τα αρχαία κείμενα και τα επιχειρήματα περί σεβασμού στην άκρη.
Αλλοίμονο αν ο εκπολιτιστικός σκοπός της κάθε Τέχνης θα προϋπέθετε την ύπαρξη εκπαιδευμένου κοινού. Πρόκειται για ελιτισμό που
“απαγορεύει” στην Τέχνη να απευθύνεται σε όλους. Υπ’ αυτήν την έννοια, κάθε αντισυμβατική ερμηνεία θα έπρεπε να απευθύνεται μόνο σε θεατρολόγους. Ασφαλώς δε, είναι συζητήσιμο, όχι αν η παράσταση του Λιγνάδη ή του Βασίλιεφ ξεβολεύουν αλλά αν, επειδή ξεβολεύουν, αποτελούν μία τέχνη που ικανοποιεί την αισθητική απόλαυση. Οι αντιδράσεις του κοινού δεν προκλήθηκαν επειδή δεν καταλάβαινε τη μεταφορική έννοια της παράστασης αλλά επειδή δεν ικανοποιούσε ως τέχνη την αισθητική απόλαυση. Με άλλα λόγια το κοινό ΔΕΝ απόλαυσε…
Ομολογώ ότι δεν κατανοώ τη σημασία του να αφεθούν στην άκρη τα αρχαία κείμενα και ο σεβασμός του πρωτότυπου. Εφ’όσον αποτελούν τη βάση της σημερινής κριτικής, είναι ως και αν δεν θα πρέπει να τιθεται στη βάσανο της κριτικής κάθε σκηνοθετική πρωτοτυπία ή, ακόμη περισσότερο, κάποια ερμηνευτική παραδοξολογία ενός κλασσικού έργου
Φοβούμαστε ότι δεν έγινε απολύτως κατανοητό το σχόλιό μας. Δεν υπάρχει «μη-εκπαιδευμένο» κοινό. Υπάρχει κοινό εκπαιδευμένο έτσι, αλλιώς, παραλλιώς.
Προφανώς την τέχνη να επικοινωνείς με το (σημερινό ελληνικό) κοινό, να του προσφέρεις κάτι που αισθητικά το ικανοποιεί, του ανοίγει νέους ορίζοντες χωρίς να το σοκάρει ο κ. Βασίλιεφ δεν την κατέχει. Και επίσης προφανώς την παράστασή του το κοινό δεν την απόλαυσε: ο τίτλος τους άρθρου είναι απολύτως δικαιολογημένος.
Σε αυτά νομίζουμε ότι συμφωνούμε.
Σχετικά με τον «σεβασμό» των αρχαίων κειμένων θα επιμείνουμε στην διαφωνία που σαφώς προκύπτει.
Επαναλαμβάνουμε: «σεβασμός» στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί παρά να σημαίνει: παραμένω σε γνωστούς τρόπους ανάγνωσης και πρόσληψης. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι το πρωτότυπο κείμενο γράφτηκε για να παρασταθεί 1) μία και μοναδική παράσταση, 2) μπροστά σε κοινό που έχει ως μητρική γλώσσα την γλώσσα του πρωτότυπου, 3) με μουσική, χορό και θεατρικούς κώδικες που μας είναι παντελώς άγνωστοι, 4) με υποκριτές που φορούν μάσκες (για να αναφέρουμε λίγες μόνο από τις παραμέτρους) καταλαβαίνουμε αμέσως ότι ο δικός μας «σεβασμός» στο πρωτότυπο δεν μπορεί παρά να σημαίνει «σεβασμό» σε έναν δεδομένο τρόπο πρόσληψης του πρωτοτύπου. Αν είναι έτσι, ας ονομάσουμε αυτόν τον σεβασμό όπως του πρέπει.
Κλείνοντας: δεν είμαστε καθόλου σίγουροι, πώς ορίζεται η «ερμηνευτική παραδοξολογία». Αυτό που σήμερα είναι κοινός τόπος ήταν εχθές παράδοξο (στην φιλολογία, στο θέατρο, στην επιστήμη, στη λογοτεχνία). Είναι, κατά την γνώμη μας, απολύτως θεμιτό να αντιτείνει κανείς στην «ανάγνωση» του Βασίλιεφ μια άλλη ανάγνωση ή να την επικρίνει επειδή παραβλέπει εκείνο ή υπερτονίζει χωρίς λόγο το άλλο. Όχι όμως επειδή δεν σέβεται το κείμενο. Γιατί το κείμενο (το πολύ σημαντικό αλλά όχι μοναδικό κομμάτι μιας χαμένης για εμάς σύνθετης θεατρικής εμπειρίας) υπάρχει όχι για να το σεβόμαστε αλλά για να το «διαβάζουμε».
υγ. Δεν νομίζουμε ότι Βασίλιεφ (αλλά και Τερζόπουλος) από την μια και Λιγνάδης από την άλλη, μπορούν να μπουν στο ίδιο τσουβάλι. Αντιθέτως οι μεν, με τις συνθετικές, πυκνές σχεδόν μονομανείς τους αναγνώσεις βρίσκονται στον αντίποδα του δε.
Τα τελευταία χρόνια μελετάω την εξέλιξη του ελληνικού θεάτρου. Παρατηρώ ότι παρόλο που υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις από ταλαντούχους συντελεστές, δυστυχώς υπάρχουν κάποιοι που προσπαθούν μανιασμένα να το αποδημήσουν και να το εξευτελίσουν. Δυστυχώς, όπως αποδεικνύεται, αυτοί φαίνετε να έχουν και ισχυρές διασυνδέσεις, π.χ. φτάνοντας μέχρι και υπουργικά έδρανα. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν το αίσχος της «Μείδιας», από έναν απατεώνα που κουβάλησε η ατάλαντη «κυρία», σε μία οργανωμένη προσπάθεια να ξευτιλίσει ένα αρχαίο δράμα παγκόσμιας ακτινοβολίας, μέσα στο ίδιο το λίκνο του αρχαίου αλλά και του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, αυτό της Επιδαύρου. Κατά τη γνώμη μου οι υγιείς οργισμένες αντιδράσεις το κοινού θα έπρεπε να πυροδοτήσουν και εισαγγελικές αντιδράσεις για το μέγεθος της προσβολής. Διότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν επρόκειτο για ελευθερία ερμηνείας στην θεατρική τέχνη, αλλά για οργανωμένη σκευωρία προσβολής της ιστορίας και των παραδόσεων ενός ολόκληρου λαού. Ελπίζω κάποτε να το συνειδητοποιήσουν αυτό κάποιοι σοφοί άνθρωποι οποιονδήποτε κυβερνήσεων και να λάβουν μέτρα προκομμένου να διασωθεί η κληρονομιά του λαού μας από τους ατάλαντους κακεντρεχείς, διότι λαός που δεν σέβεται την ιστορία, τις παραδόσεις και την κουλτούρα του, δεν έχει μέλλον.