ΜΑΣΟΝΟΙ, Η ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Ο ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΑΪΤΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ

Έπειτα από την καταστροφή του Ναού του Σολομώντα από τους Βαβυλώνιους το 486 π.Χ., η πόλη της Ιερουσαλήμ είχε κατακτηθεί κατά σειρά από τους Πέρσες, τους Έλληνες, τους Ρωμαίους και την χριστιανική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία διατήρησε τον έλεγχο στην περιοχή έως το 638 μ.Χ. Τότε εμφανίστηκε μία νέα δύναμη που κατέλαβε την πόλη στο όνομα μίας νέας θρησκείας, που είχε ήδη επικρατήσει στην Αραβία. Με επικεφαλής τον χαλίφη Ομάρ, οι ισλαμικές δυνάμεις είχαν νικήσει τον βυζαντινό στρατό του Ηρακλείου στο Γιαρμούκ το 636. Ακολούθως πολιόρκησαν την Ιερουσαλήμ, η οποία παραδόθηκε χωρίς μάχη τον Φεβρουάριο του 638. Καθώς υπήρχε μία παράδοση ότι ο Μωάμεθ, ο προφήτης και ιδρυτής του Ισλάμ, όταν βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ, είχε αναληφθεί στους ουρανούς κατά τρόπο θαυμαστό προτού επιστρέψει στη γη, για να κηρύξει την πίστη, η πόλη θεωρείτο ιερή για τους μουσουλμάνους. Για να τιμήσουν το ταξίδι αυτό του προφήτη, ανήγειραν δύο ιερά κτίσματα, το Τέμενος του Ομάρ και το τζαμί Αλ-Ακσά, στην θέση του αρχικού ναού του Σολομώντα και του νέου ναού, που είχε ανεγερθεί από τον βασιλιά Ηρώδη και καταστραφεί από τους ρωμαίους το 70 μ.Χ.
Τους πρώτους δύο αιώνες μετά την αραβική κατάκτηση, οι σχέσεις μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών ήταν αρμονικές. Η αμοιβαία αυτή ανοχή, ωστόσο, διαταράχθηκε έπειτα από την στέψη του Καρόλου, μετέπειτα Καρλομάγνου, ως βασιλέα των Φράγκων από τον πάπα Λέοντα Γ’ το 800. Ο χαλίφης αλ-Χαρούν αλ-Ρασίντ προσκάλεσε τις αρχές της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να ανεγείρουν έναν ξενώνα στην Ιερουσαλήμ. Το γεγονός αποτέλεσε την απαρχή μίας ανανεωμένης χριστιανικής παρουσίας στην περιοχή, που προκαλούσε ανησυχία στους μουσουλμάνους. Δύο αιώνες αργότερα ήταν οι χριστιανοί που ανησυχούσαν, αφού στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κατέφθαναν αναφορές για επιθέσεις των μουσουλμάνων στους χριστιανούς ταξιδευτές και τα ιερά προσκυνήματα.
Ο πάπας Ουρβανός Β’, που ανησυχούσε έντονα για τις επιθέσεις αυτές, με ομιλία του στο συμβούλιο του Κλερμόντ την άνοιξη του 1096, ζήτησε από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να ενωθούν σε έναν ιερό πόλεμο που θα απελευθέρωνε την Ιερουσαλήμ από τους «απίστους». Όσοι έπαιρναν τα όπλα στο όνομα του Χριστού θα κέρδιζαν άφεση αμαρτιών. Ο Ουρβανός διακήρυξε ότι η εκστρατεία ήταν «θέλημα Θεού» (Deus il vult).
Την επομένη ημέρα μετά την έκκληση, το συμβούλιο παρείχε τα προνόμια που είχε υποσχεθεί. Όσοι έλαβαν τα όπλα για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης φορούσαν έναν ερυθρό σταυρό ως έμβλημα και ονομάστηκαν «Σταυροφόροι». Για τους Αγίους Τόπους ξεκίνησαν αρχικά 60.000 στρατιώτες, που συνοδεύονταν από πλήθη αμάχων χωρικών και προσκυνητών, με γυναικόπαιδα, που ακολουθήθηκαν το φθινόπωρο του 1096 από πέντε ακόμη στρατούς. Έπειτα από κοπιαστική πορεία ενός έτους, οι Σταυροφόροι έφθασαν στις πύλες της Ιερουσαλήμ. Μετά την κατάληψη της πόλης, οι Σταυροφόροι συνέρευσαν στον ιερό ναό του Αγίου Τάφου (την θέση όπου πραγματοποιήθηκε η Σταύρωση και η Ανάσταση). Εκεί ένας από τους πολέμαρχους, ο Ρεϋμόνδος της Αγίλης, θεώρησε ότι το γεγονός αυτό «θα ήταν φημισμένο σε όλους τους μεταγενέστερους αιώνες, καθώς μετέτρεψε τους κόπους και τις λύπες μας σε χαρά και αγαλλίαση». Για τον Ρεϋμόνδο και τους συμπολεμιστές του αυτή ήταν «μία ημέρα δικαίωσης για όλο τον χριστιανισμό, ταπείνωσης των απίστων και ανανέωσης της πίστης».
Μεταξύ των ετών 1096 και 1250 πραγματοποιήθηκαν επτά σταυροφορίες. Η συνέχιση των σταυροφοριών διευκόλυνε τα ταξίδια πολλών χιλιάδων χριστιανών από και προς την Ιερουσαλήμ, όμως τα καραβάνια αυτά των προσκυνητών δέχονταν συχνά τις επιθέσεις των μουσουλμάνων. Για να προστατευτούν οι προσκυνητές, ιδρύθηκε το 1118 στην Γαλλία ένα τάγμα πολεμιστών μοναχών. Ιδρυτές ήταν δύο ιππότες, ο Ούγος ντε Παγιέν (Hugues de Payens) από την Βουργουνδία, και ο Γοδεφρείδος του Σαιν Ομέρ (Godefroid de St. Omer), από τη νότια Γαλλία. Το τάγμα ονομάστηκε «Πτωχοί Ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντος» και τα μέλη του ανέλαβαν όρκο πτώχειας. Το τάγμα καθαγιάστηκε από την Καθολική Εκκλησία το 1128 στο συμβούλιο της Τρουά (Troyes), ενώ ο εσωτερικός κανονισμός του γράφτηκε από τον Άγιο Βερνάρδο του Κλαιρβώ. Οι Ναΐτες σύντομα απέκτησαν φήμη για την πολεμική τους δεινότητα. Οι Ναΐτες έγιναν δεκτοί στην Ιερουσαλήμ μετά την Πρώτη Σταυροφορία από τον Βαλδουίνο Α’, αυτοανακηρυγμένο βασιλιά της Ιερουσαλήμ, και εγκαταστάθηκαν σε τοποθεσία κοντά στον παλαιό ναό του Σολομώντα.
Οι Ναΐτες αναφέρονται από τον αρχιεπίσκοπο της Τύρου Γουλιέλμο, το κείμενο του οποίου χρονολογείται στα έτη 1170-1174. Ο Γουλιέλμος αναφέρει ότι «ορισμένοι ευγενείς, ευσεβείς και αφιερωμένοι στον θεό άνδρες της τάξης των ιπποτών, εντάχθηκαν στην υπηρεσία του Χριστού ενώπιον του Πατριάρχη [της Ιερουσαλήμ]» και ότι υποσχέθηκαν να ζήσουν «χωρίς προσωπικά αγαθά, δεσμευμένοι από όρκους αγνότητας και υπακοής». Καθώς δεν είχαν κάποιο ναό «ούτε κάποια συγκεκριμένη κατοικία, ο βασιλιάς τους παραχώρησε για ορισμένο χρονικό διάστημα ένα μέρος για να εγκατασταθούν, στη νότια πτέρυγα του παλατιού, κοντά στον Ναό του Κυρίου. Οι ιερείς του Ναού του Κυρίου τους παραχώρησαν, με κάποιους όρους, μία περιοχή που κατείχαν οι ίδιοι κοντά στο παλάτι, την οποία οι ιππότες χρησιμοποίησαν ως χώρο εξάσκησης. Ο βασιλιάς και οι ευγενείς του, καθώς και ο Πατριάρχης και οι επίσκοποι της εκκλησίας τους έδωσαν προνόμια στις περιοχές κυριότητάς τους, άλλα για λίγο καιρό και άλλα σε μόνιμη βάση. Τα προνόμια αυτά εξασφάλιζαν τους ιππότες στο θέμα της τροφής και της ενδυμασίας. Το βασικό καθήκον τους, που τους είχε αναθέσει ο σεβαστός Πατριάρχης και οι λοιποί επίσκοποι, ώστε να απαλλαχθούν από τις αμαρτίες τους, ήταν η προστασία των οδών και των διαδρομών προς τα προσκυνήματα από τις επιθέσεις κλεφτών και κακοποιών. Διασφάλιζαν έτσι τους προσκυνητές».
Οι Ναΐτες είχαν κοσμική ενδυμασία για εννέα έτη μετά την ίδρυσή τους, ενδυμασία που τους είχε δωριθεί. Το 1125, όμως, ένα συμβούλιο στην Γαλλία αποφάσισε να καθιερωθεί ως ενδυμασία τους ένας λευκός μανδύας. Εκείνη την περίοδο υπήρχαν εννέα ιππότες, ο αρχιεπίσκοπος Γουλιέλμος, ωστόσο, παρατηρεί ότι «ο αριθμός τους άρχισε να μεγαλώνει και η ιδιοκτησία τους να πολλαπλασιάζεται». Έως το 1174 το τάγμα είχε αυξηθεί τόσο, ώστε, «υπάρχουν σε αυτό το τάγμα σήμερα περίπου 300 ιππότες που φέρουν λευκούς μανδύες».
Το τάγμα είχε συγκεντρώσει σημαντικό πλούτο, όπως παρατηρούσε ο Γουλιέλμος: «Λέγεται ότι κατέχουν τεράστια περιουσία τόσο εδώ όσο και overseas, ώστε να μην υπάρχει τώρα μία περιοχή του χριστιανικού κόσμου που να μην έχει παραχωρήσει στους εν λόγω αδελφούς ένα μέρος των αγαθών της. Μερικοί σήμερα υποστηρίζουν ότι ο πλούτος τους είναι ίσος με τους θησαυρούς των βασιλέων. Ονομάζονται Αδελφοί του Τάγματος του Ναού, διότι διαθέτουν στρατόπεδο στο παλάτι, δίπλα στον Ναό του Κυρίου. Αν και για μεγάλο διάστημα τίμησαν το τάγμα τους με την δράση τους και εκπλήρωσαν με επαινετή σύνεση την αποστολή τους, αργότερα, επειδή παρέβλεψαν την ταπεινότητα (που ως γνωστόν είναι ο φύλακας όλων των αρετών και δεν μπορεί να χαθεί, αφού βρίσκεται στην χαμηλότερη θέση), απομακρύνθηκαν από το Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ, από το οποίο είχε ιδρυθεί το Τάγμα τους και από το οποίο είχαν λάβει τα πρώτα προνόμιά τους. Αρνήθηκαν να υπακούουν στο Πατριαρχείο, σε αντίθεση με τους προκατόχους του. Επίσης αφαίρεσαν χρήματα και καρπούς από τους ναούς του Κυρίου, προκάλεσαν αναστάτωση στις ιδιοκτησίες του Πατριαρχείου και κατέστησαν ιδιαίτερα ενοχλητικοί».
Η συσσώρευση πλούτου από τους Ναΐτες αποτέλεσε, εννέα αιώνες μετά την άφιξη των Σταυροφόρων στους Αγίους Τόπους στο όνομα του Χριστού, την βάση της πλοκής του θεωρούμενου ως καλύτερου αμερικανικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Στο έργο του Ντάσιελ Χάμμετ Το Γεράκι της Μάλτας, ο χοντρός, άπληστος και ύπουλος Κάσπαρ Γκούτμαν αναφέρει την ιστορία ενός χαμένου αγαλματιδίου, ένθετου με κοσμήματα, που παρίστανε «ένα μαύρο πουλί» και το οποίο είχε κατασκευάσει το σταυροφορικό τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ιερουσαλήμ, δώρο προς τον βασιλιά Κάρολο της Ισπανίας. Ο Γκούτμαν παρατηρεί στο έργο ότι οι ιππότες «ήταν πάμπλουτοι» χάρις στα λάφυρα των επιχειρήσεών τους, και συνεχίζει: «Όλοι μας γνωρίζουμε ότι για αυτούς, όπως και για τους Ναΐτες, ιερός πόλεμος σήμαινε ουσιαστικά λεηλασία».
Μετά την ανάκτηση της Ιερουσαλήμ από τους μουσουλμάνους το 1239, οι Ναΐτες απέκτησαν το νησί της Κύπρου ως έδρα του τάγματος, ενώ χρησιμοποίησαν τον τεράστιο πλούτο που είχαν συσσωρεύσει, για να καθιερωθούν στην Γαλλία ως διεθνείς τραπεζίτες και οικονομικοί σύμβουλοι. Ο «Ναός του Παρισιού» κατέστη η καρδιά της παγκόσμιας οικονομίας τον 13ο αιώνα, έτσι που οι Ναΐτες, αρχικά γνωστοί ως «Πτωχοί Ιππότες του Χριστού» ήταν πλουσιότεροι από κάθε άλλη κυβέρνηση στην Ευρώπη, ενώ διέθεταν 9.000 οικήματα και κάστρα. Οι τάξεις του Τάγματος περιελάμβαναν 15-20.000 ιππότες και κληρικούς, καθώς και χιλιάδες squires, υπηρέτες και υποτελείς.
Αν και οι περισσότεροι Σταυροφόροι φαίνεται ότι ενδιαφέρονταν περισσότερο να κερδίσουν χρήματα παρά να καταστήσουν τους Αγίους Τόπους τόπο ασφαλή για τους χριστιανούς, η εισδοχή ενός νεαρού στο Τάγμα που ονομαζόταν Ζακ ντε Μολαί (Jacques de Molai) φαίνεται ότι οφειλόταν αποκλειστικά στην ευσέβειά του. Ο ντε Μολαί, που είχε γεννηθεί το 1244 στο Βίτρεϋ της Γαλλίας, εισήλθε στο Τάγμα των Ναϊτών το 1265, σε ηλικία εικοσιενός ετών. Αφού ανήλθε γρήγορα στα αξιώματα του τάγματος, έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα στην Αγγλία. Τελικά ορίστηκε γενικός επόπτης του τάγματος σε όλη την Αγγλία, ενώ μετά τον θάνατο του Τέοβαλντ Γκωντέν, 22ου μάγιστρου, κατέστη επικεφαλής του τάγματος. Τότε μετακινήθηκε από την Αγγλία στην Κύπρο. Το φθινόπωρο του 1307 πληροφορήθηκε ότι είχε ανακληθείς την Γαλλία με εντολή του βασιλιά Φιλίππου Δ’ του Ωραίου και του πάπα Κλημέντιου Ε’. Πιστεύεται ότι η δίκη που ακολούθησε ήταν αποτέλεσμα του φόβου του βασιλιά και του πάπα για την αυξημένη ισχύ και τον τεράστιο πλούτο των Ναϊτών. Μία άλλη ερμηνεία υποστηρίζει ότι ο Φίλιππος είχε τεράστιες οφειλές προς το Τάγμα, το οποίο εξάλειψε, για να τις τερματίσει.
Την Παρασκευή, 13 Οκτωβρίου 1307, βασιλικοί δικαστικοί αξιωματούχοι εισέβαλαν στο αρχηγείο των Ναϊτών στο Παρίσι και συνέλαβαν τους ιππότες. Οι ιππότες φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν και αναγκάστηκαν να ομολογήσουν ότι ήταν ένοχοι αίρεσης, λατρείας του Διαβόλου και σεξουαλικών διαστροφών. Τους προσφέρθηκε η δυνατότητα να αποκηρύξουν τις πεποιθήσεις τους, ειδάλλως θα θανατώνονταν. Ενώ ο ντε Μολαί ομολόγησε έπειτα από βασανιστήρια, σύντομα την αποκήρυξε. Μαζί με έναν άλλο καταδικασμένο Ναΐτη ιππότη, οδηγήθηκε σε ένα νησάκι στον Σηκουάνα, κοντά στον καθεδρικό της Νοτρ Νταμ και πέθανε στην πυρά το 1312. Σύμφωνα με έναν θρύλο, όταν τον τύλιγαν οι φλόγες, προφήτευσε ότι ο βασιλιάς και ο πάπας θα πέθαιναν σε έναν χρόνο. Η προφητεία επαληθεύτηκε, πριν όμως ο πάπας πεθάνει, είχε διαλύσει το τάγμα και προειδοποίησε ότι όποιος σκεπτόταν να ενταχθεί σε αυτό θα αφοριζόταν και θα κατηγορείτο ως αιρετικός.
Μία από τις πολλές ιστορίες, θρύλους και μύθους που αναπτύχθηκαν για τους Ναΐτες είναι ο ισχυρισμός ότι κατείχαν μυστικές γνώσεις. Ένα αρχαίο κειμήλιο, γνωστό ως το ντοκουμέντο Ρούμπαντ, ανέφερε ότι οι ιππότες είχαν «μυστικές γνώσεις», τις οποίες είχαν αποκτήσει από «διάφορα βιβλία». Αυτή η «ολοκληρωμένη και απόλυτη γνώση» μίας μυστικής σοφίας είχε αποκαλυφθεί μόνο στους «μυημένους». Ο Ραούλ ντε Πρέσλε, ένας νομικός της εποχής, ανέφερε ότι το τάγμα διατηρούσε με τρόπο αυστηρό ένα μυστικό, που ήταν τόσο σημαντικό, ώστε τα μέλη του τάγματος θα προτιμούσαν να αποκεφαλιστούν παρά να το αποκαλύψουν. Υποτίθεται ότι ο ντε Μολαί, λίγο πριν τον θάνατό του, είχε πει στους εξεταστές του ότι θα ήθελε να τους πει «κάποια πράγματα», αλλά δεν ήταν κατάλληλοι να τα ακούσουν.
Όσον αφορά αυτήν την κρυφή πλευρά των Ναϊτών, ο ιστορικός της μασονίας Κ.Γ. Ληντμπήτερ γράφει ότι το τάγμα ήταν «ένα από τα θησαυροφυλάκια της Κρυφής Γνώσης της Ευρώπης τον 12ο και 13ο αιώνα, αν και τα μυστήρια στο σύνολό τους αποκαλύπτονταν μόνο σε μερικούς».
Η τύχη των Ναϊτών, μετά την εκτέλεση του ντε Μολαί και το παπικό διάταγμα που καταργούσε το τάγμα, αποτελεί θέμα αμφιλεγόμενο μεταξύ των ιστορικών του ελευθεροτεκτονισμού. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι οι εναπομείναντες Ναΐτες κατέφυγαν στη Σκωτία, όπου προστάτευσαν τον πολεμιστή βασιλιά Ρόμπερτ Μπρους. Ο Μπρους, που πολεμούσε τους Άγγλους, δεν διέθετε ισχυρές δυνάμεις από μόνος του, οπότε διακήρυξε ότι όλοι οι Ναΐτες ήταν καλοδεχούμενοι. Στη μάχη του Μπάννοκμπερν, στις 24 Ιουνίου 1314, οι Σκώτοι παρέταξαν στρατό πεζών, οπλισμένων με δόρατα, και τοξοτών.H μάχη εξελισσόταν σε βάρος των Σκότων, όμως προς το τέλος της μάχης εμφανίστηκε το ιππικό των Ναϊτών. Οι Άγγλοι τους εξέλαβαν για ενισχύσεις του αντιπάλου και υποχώρησαν. Μετά την επιτυχία αυτή οι Ναΐτες εγκαταστάθηκαν σε κάποια νησιά, στα δυτικά παράλια της Σκωτίας, για ογδόντα χρόνια. Στα τέλη του 14ου αιώνα μετακινήθηκαν στα ανατολική παράλια και εγκαταστάθηκαν στο Άμπερντην, μετονομαζόμενοι σε ελευθεροτέκτονες.
Αυτός ο μετασχηματισμός των Ναϊτών από πολεμιστές ιππότες που υπεράσπιζαν τους προσκυνητές των Αγίων Τόπων σε ελευθεροτέκτονες ερμηνεύεται με την ανάμειξη των δογμάτων των Ναϊτών με τις δοξασίες των αρχαίων μυστηριακών λατρειών των Κελτών. Η συγχώνευση αυτή τελικά κατέληξε στο σχηματισμό ενός από τους πιο σημαντικούς κλάδους του ελευθεροτεκτονισμού: του Βασιλικού Τάγματος της Σκωτίας. Γνωστό ως Σκωτικό Τυπικό, άνθησε σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, ενώ αργότερα μεταδόθηκε και ευδοκίμησε στην Αμερική.
Μία άλλη άποψη για την τελική τύχη των Ναϊτών ιπποτών μετά την εκτέλεση του ντε Μολαί και την παπική απαγόρευση του τάγματος αμφισβητεί τον ισχυρισμό ότι οι Ναΐτες ήταν οι πραγματικοί πρόγονοι του ελευθεροτεκτονισμού. Ο ιστορικός Τζάσπερ Ρίντλεϋ (Jasper Ridley) θεωρεί ότι απλώς ορισμένοι ελευθεροτέκτονες επέλεξαν να πιστεύουν ότι θα ήταν πιο ρομαντικό για τον τεκτονισμό να κατάγεται από ένα καταδιωγμένο θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα παρά από εμπορικές ενώσεις Άγγλων λιθοξόων.