Γλώσσα ή κάτι άλλο;

Οταν αποδέχτηκα την πρόσκληση να συνεισφέρω στη στήλη «Εξ αφορμής», είχα κατά νου να γράφω κι εδώ, όπως κι αλλού, για εκείνα ακριβώς τα γλωσσικά θέματα που συνήθως δεν τραβούν την προσοχή του κοινού. Ηθελα να γράψω για τις συναρπαστικές ανακαλύψεις της Γλωσσολογίας τα τελευταία σαράντα χρόνια. Είχα σκοπό να συμβάλω (έστω και λίγο) στην εκλαΐκευση των γλωσσικών επιστημών και να μιλήσω για όσα έχουν αποκαλύψει για τη φύση και τη λειτουργία της γλώσσας.

Δυστυχώς όμως οι αφορμές για τέτοιου είδους συζητήσεις είναι δυσεύρετες. Στις κοινωνίες με μακρά (και ένδοξη) γραπτή παράδοση, η γλώσσα γίνεται συνήθως αφορμή να κουβεντιάζονται άλλα ζητήματα. Δηλαδή, ενώ φαίνεται να συζητάμε για τη γλώσσα, στην πραγματικότητα οι προβληματισμοί μας δεν αφορούν την ίδια τη γλώσσα παρά κάποια σχετιζόμενα θέματα, θέματα ενδεχομένως σημαντικά αλλά πάντως όχι γλωσσικά.

Στην Ελλάδα και αλλού γίνονται εκτενείς και όλο παρεκβάσεις κουβέντες για την ιστορία και τη συνέχεια της γλώσσας. Κατά κανόνα αναλύεται με ακρίβεια και συνέπεια σχεδόν ψυχαναλυτική η σχέση μας με κάποιες παλιότερες μορφές της γλώσσας και με επιλεγμένα κείμενα γραμμένα σε αυτές. Νομίζουμε λοιπόν ότι μιλάμε για τη διαχρονία της γλώσσας, ενώ στην πραγματικότητα μεταφέρουμε στον λόγο για τη γλώσσα την πολιτισμική αγωνία κάθε γενιάς που πρέπει να αναμετρηθεί με κείμενα του παρελθόντος. Μια διαχρονική αγωνία κάθε λαού με ουσιώδη γραπτή παράδοση, από τους αρχαίους Ινδούς μέχρι τους σύγχρονους Αμερικανούς – και εμάς, βεβαίως.

Αλλοτε «ανησυχούμε για το μέλλον της γλώσσας μας», ιδίως στην Ελλάδα. Και πάλι όμως τελικά συζητούμε τη θέση της νεοελληνικής κουλτούρας και του νεοελληνικού πολιτισμού: κατά τον 20ό αιώνα μέσα στον Δυτικό Κόσμο, κατά τα τέλη του 20ού αιώνα μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη και -στις μέρες μας- μέσα στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας.

Συχνά πάλι πραγματευόμαστε σχοινοτενώς μια χούφτα ελλιπέστατα τεκμηριωμένα φαινόμενα (όταν δεν είναι επινοημένα) όπως η «λεξιπενία» ή αυτό που πάρα πολλοί ακυρολεκτικά λένε «δυσλεξία», εννοώντας όχι δυσχέρειες στη γραφή και στην ανάγνωση, αλλά την απουσία ευφράδειας και καλλιέπειας. Σε αυτές τις περιπτώσεις συζητάμε για «γλώσσα» αλλά -στην καλύτερη περίπτωση- μας απασχολούν ο γραμματισμός, η ακριβολογία και η καλλιέπεια. Ετσι, ενώ εξετάζουμε λεξιλογικά, συμφραστικά και ορθογραφικά θέματα, στην πραγματικότητα προβληματιζόμαστε για την πνευματική καλλιέργεια ή την ιδεολογική ταυτότητα ομάδων (όπως οι μαθητές) ή ατόμων (λ. χ. δημόσιων προσώπων ή πολιτικών). Μάλιστα, τέτοιοι προβληματισμοί συχνά βασίζονται στην πλάνη ότι οι γλωσσικές δυσκολίες είναι πάντα δείκτης χωλής νόησης. Σε κάθε περίπτωση, δεν ασχολούμαστε με τη γλώσσα, αλλά με το τι νομίζουμε ότι μας λέει για τη νόηση και τα φρονήματα.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πολλές φορές συγχέουμε τους προβληματισμούς μας για τον προσανατολισμό και την ποιότητα της εκπαίδευσης με έναν γενικό λόγο περί γλώσσας. Ενώ κατ’ ουσία μας απασχολεί το κατά πόσο τα σχολεία μας διδάσκουν γραμματισμό και τα πανεπιστήμιά μας ακριβολογία και σαφήνεια στην έκφραση, καταλήγουμε να νοσταλγούμε την καθαρεύουσα ή να φαντασιωνόμαστε υπολογιστές για τη διδασκαλία της γραμματικής και του λεξιλογίου…

Είναι λοιπόν δύσκολο να βρεθεί αφορμή για να μιλήσει κανείς για τη γλώσσα καθαυτή. Αλλωστε, η γλώσσα βρίσκεται στο κέντρο της ανθρώπινης φύσης, αρθρώνει τη νόησή μας και συναρμόζει τις ανθρώπινες σχέσεις και τον κοινωνικό μας βίο: ξεκινώντας να μιλάμε γι’ αυτήν, σχεδόν μοιραία καταλήγουμε κάπου αλλού.

ΕΥΘ. ΦΟΙΒΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
* Ο Ευθ. Φοίβος Παναγιωτίδης είναι επ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

2 σχόλια

  • @ Δεν βρίσκω άτοπη την διαπίστωση ότι μιλώντας πολλές φορές και πολλοί για την γλώσσα -όπως και για περίπου όλα τα θέματα οι Ελλαδίτες- καταλήγουμε να εννοούμε άλλα και να προσεγγίζουμε άσχετα ή λίγη έχοντα σχέση με το επίμαχο θέματα. Και θα συμφωνήσω με την γενική άποψη που κατατίθεται στην προτελευταία παράγραφο του άρθρου, όπως θα διαφωνήσω και με αναφορές του τύπου: “Αλλοτε «ανησυχούμε για το μέλλον της γλώσσας μας», ιδίως στην Ελλάδα”. Το «Και πάλι όμως τελικά συζητούμε τη θέση της νεοελληνικής κουλτούρας και του νεοελληνικού πολιτισμού: κατά τον 20ό αιώνα μέσα στον Δυτικό Κόσμο, κατά τα τέλη του 20ού αιώνα μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη και -στις μέρες μας- μέσα στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας» ως αιτιολόγηση της λανθασμένης κατεύθυνσης της ανησυχίας μας «για το μέλλον της γλώσσας μας» δεν οδηγή παρά στο ερώτημα: Ποιοι, ενώ ανησυχούν «για το μέλλον της γλώσσας μας», συζητούν για «τη θέση της νεοελληνικής κουλτούρας και του νεοελληνικού πολιτισμού»; Και γιατί; Τι τους εμποδίζει να επικεντρωθούν στο θέμα;
    Αυτά όμως τι σημαίνουν; Ότι δεν υφίσταται γλωσσικό πρόβλημα; Ή ότι λόγω μιας τέτοιας προσέγγισης από τους «ειδικούς» το θέμα χάνει την αξία του ή ότι είναι ελάσσονος σημασίας;
    Φοβούμαι πως μια τέτοια ανάλυση ορίζει την σπουδαιότητα ενός θέματος ανάλογα με την γωνία και την δυνατότητα προσέγγισης του καθενός. Το αν αδυνατούμε να προσεγγίσουμε και αναλύσουμε ένα θέμα, αυτό δεν αφορά στο θέμα και την σπουδαιότητά του. Ένα θέμα είναι σπουδαίο ή όχι αφ’ εαυτού του. Π.χ. ο ήλιος είναι ζωοδότης για τον πλανήτη μας, ανεξαρτήτως του αν αυτός περιστρέφεται γύρω από την Γη (όπως η θρησκειολογία επέβαλλε επί ποινή θανάτου) ή το αντίθετο.
    Το πώς λοιπόν αντιμετωπίζουμε το θέμα «Γλώσσα» δεν ορίζει την σημαντικότητά του. Ως φορέας του πολιτισμού του κάθε λαού που την ομιλεί, το θέμα «γλώσσα» είναι σημαντικό αφ’ εαυτού του. Εμείς μπορούμε να το αναδείξουμε ή -όπως συμβαίνει στην χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας- να το ευτελίσουμε.
    Και προς τα ‘κει τείνουν όλες οι προσπάθειες. Μένει να διερευνηθή το «Γιατί».

  • ΦΩΤΙΑ. Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΤΗΣ

    Η ελληνική γλώσσα, και σίγουρα όχι μόνον αυτή, ξεκίνησε την πορεία της από την εποχή που ανακάλυψαν – έμαθαν να ανάβουν – την φωτιά οι άνθρωποί της. Αυτή την άποψη θα επιχειρήσω να στηρίξω με το παρόν άρθρο.

    Κατ’ αρχάς, η εκδοχή αυτή είναι καταχωρισμένη στην ελληνική μυθολογία. Πρόκειται για το κλέψιμο της φωτιάς του Διός και η απόδοσή της στους ανθρώπους από τον Προμηθέα. Προσέξτε παρακαλώ, πρόκειται για τον προ – μηθέα.
    Για να δούμε τι σημαίνει το -μηθεας. Προκύπτει σαφώς από το μα(ν)θάνω (α>η). Αλλά και ο μύθος από το μανθάνω κατάγεται. Μάθος >μύθος (α>υ, όπως σάρξ>σύρξ). Τι θα πει μύθος; Θα πει, ομιλία, λόγος, διήγημα, ιστορία, απόφαση, σκοπός, σχέδιο, συμβουλή, γνώμη και απόφθεγμα!
    Επίσης, μήτις (θ>τα) θα πει, σοφία, σύνεση, ευφυΐα, σύμβουλος… Και η Μούσα έχει την ίδια ρίζα. Μάλιστα πλην των άλλων γνωστών μούσα σημαίνει και το πρέπον, το προσήκον, η ευπρέπεια.
    Θα μου πείτε τι σχέση έχουν ολ’ αυτά με την φωτιά. Εμείς ξέρουμε ότι με την ανακάλυψη και την χρήση της φωτιάς ο άνθρωπος ανέπτυξε σιγά-σιγά την τεχνολογία.
    Εκτός που δεν θέλει να παραδεχτεί ο χοντροκέφαλος ο άνθρωπος ότι είναι ξάδελφος των πιθήκων, ξεχνά πολύ εύκολα ότι το είδος του έζησε κατά το ασυγκρίτως μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ύπαρξής του ευρισκόμενο σε άκρως πρωτόγονη κατάσταση, όπως αποδεικνύουν όλα τα ευρήματα ανά τον κόσμο.
    Πριν λοιπόν ανακαλύψουν οι άνθρωποι το άναμμα της φωτιάς, μόλις έμπαιναν το σούρουπο στις σπηλιές τους, έπεφταν ξεροί στον ύπνο, μετά από τις ατέλειωτες ταλαιπωρίες της ημέρας, αφού ολημερίς έπρεπε να κυνηγούν το φαγητό τους. Μέσα στο σκοτάδι τι να δει και τι να πει και τι να συζητήσει κανείς.
    Όταν όμως τέλος πάντων έμαθαν να ανάβουν οι άνθρωποι τη φωτιά – βρέθηκαν πολλές τέτοιες μέσα σε σπηλιές, και φυσικά αυτό δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη – τότε το τοπίο άλλαξε άρδην. Τώρα με το φώς της φωτιάς άρχισε το μεγάλο ζόρι της συζήτησης. Από τη μια να εξιστορήσει κανείς τα παθήματα της προηγηθείσης ημέρας κι από την άλλη να καταστρώσει σχέδια για την επόμενη, ομού μεθ’ όλων των μελών της οικογένειας ή ομάδας.
    Για τον λόγο αυτόν φαίνεται ότι μύθος θα πει, ομιλία, λόγος, διήγημα, ιστορία, απόφαση, σκοπός, σχέδιο, συμβουλή, γνώμη. Βλέπετε ότι οι λέξεις σέρνουν πίσω τους ακόμη ολόκληρες ιστορίες. Διότι όλ’ αυτά συνέβαιναν μέχρι προχθές. Ναι, προχθές. Τόσο λίγο είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο βγήκε ο άνθρωπος από τις σπηλιές, σε σχέση μ΄αυτό που ζούσε μέσα τους. Για να μη πω τώρα ότι πάρα πολλοί άνθρωποι, αν και ζουν πλέον εκτός σπηλαίων, συμπεριφέρονται χειρότερα κι από τους ανθρώπου που ζούσαν μέσα σ’ αυτές!
    Άναψε λοιπόν η φωτιά και μεταξύ των άλλων που φανερώθηκαν, φάνηκε αναγκαστικά και ο κομπασμός της γλώσσας. Αυτό κι αν είναι ζόρι. Κι αρχίσανε τα: καλά βρε ζώον τίποτα δεν κατάλαβες τόση ώρα που σου τα εξηγούσα με το νι και με το σίγμα; Ή τα: καλά γυναίκα, αυτό το παιδί μας είναι τελείως βόδι. Χαμπάρι δεν παίρνει από λόγια! Και χίλια μύρια παρόμοια. Από εκείνη την εποχή μάλλον βγήκε και το «άλλα λέει η θειά μ’ κι άλλ’ ακούν τ΄αυτιά μ’».
    Κοντολογίς, τώρα που υπήρχε χρόνος για κουβέντες, γύρω από την φωτιά, αναγκαστικά άρχισε να εμπλουτίζεται η γλώσσα και η εκφραστικότητά της. Μια φυσική και φυσιολογική εξέλιξη.
    Όμως η ιστορία αυτή, επί πλέον αποτυπώθηκε και στους χρόνους των ρημάτων. Για ποιο λόγο ονομάστηκαν ρήματα, δηλαδή λεγόμενα; Διότι αυτά αποτελούν τον σκελετό της κάθε γλώσσας. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να γίνει συζήτηση, ενώ χωρίς τα επίθετα ή τα άρθρα γίνεται. Πώς όμως έγινε η συγκεκριμένη αποτύπωση;
    Όταν λοιπόν πάλευα να συντάξω το ετυμολογικό λεξικό (παρέχεται δωρεάν από την παρούσα ιστοσελίδα), μεταξύ των άλλων παρατήρησα ότι οι ρίζες των ρημάτων βρίσκονταν στην αρχέγονή τους μορφή, κυρίως στους παρελθόντες και μέλλοντες χρονικούς τύπους παρά στον ενεστώτα. Παράδειγμα; Τρώγω, β΄ αόρ. έ-τραγ-ον. Τυγχάνω, μελλ. τεύ-ξομαι. Και σε χίλιες δυο άλλες περιπτώσεις.
    Πώς εξηγείται το φαινόμενο αυτό; Νομίζω στις ανάγκες που έπρεπε να καλύψει πρωταρχικά η γλώσσα. Όταν εισέρχονταν οι πρωτόγονοι στη σπηλιά και κάθονταν γύρω από την φωτιά, σίγουρα άρχιζαν να διηγούνται τα παθήματα της μόλις παρελθούσας ημέρας. Άρα δια της χρήσης παρελθόντων χρόνων. Κατόπιν έπρεπε να συνεννοηθούν για τα της επαύριον. Άρα δια της χρήσης μελλόντων χρόνων των ρημάτων. Ο ενεστώτας ασφαλώς απουσίαζε διότι κανείς δεν θα μιλούσε γι’ αυτό που έκανε εκείνη τη στιγμή, αφού φαίνονταν.
    Η φωτιά φανέρωνε (φαίνω) και γύρω της μιλούσαν (φημί, έ-φα-ν, φάσκω). Για τον λόγο αυτόν τα δυο ρήματα φαίνω και φημί (=λέγω) έχουν την ίδια ρίζα και κοινούς χρονικούς τύπους.
    Να τι γράφω στο λεξικό:
    φάος [φάFος, ο πρωτόγονος άνθρωπος για να ανάψει φωτιά, αλλά και για να την διατηρήσει, έπρεπε να φυσά προς την εστία του πυρός τακτικά. Φουφού λέγεται ακόμα και τώρα η εστία του πυρός και το μαγκάλι. Μόλις δε ανάψει η φωτιά, φωτίζει (φά-ει) και φα-νερώνει τα γύρω της αντικείμενα. Γύρω από το φώ-ς της φω-τιάς αρχίζουν να ακούγονται οι φω-νές των ανθρώπων, για την περιγραφή των συμβάντων της προηγηθείσης ημέρας, φά-σκω = βεβαιώ, ισχυρίζομαι, προσποιούμαι (διότι η γλώσσα τους ήταν φτωχή και έπρεπε και δια προσποιήσεων να παραστήσουν κάποια συμβάντα). Η ρίζα φα- (φάσις = καταγγελία, λόγος και εμφάνιση) έχει την σημασία του φέρω στο φως, φανερώνω, φανερώνω δια του λόγου, καθιστώ γνωστό (βλ. φαίνω και φημί). Για τον λόγο αυτόν οι τύποι του παθητικού παρακειμένου του φημί και του φαίνω είναι ακριβώς ίδιοι. Το φαίνω συνδυάζει τα δύο ρήματα φάω και φημί, περιέχων και τις δύο έννοιες, αφού σημαίνει φέρω στο φως, δεικνύω, φανερώνω, παρέχω φως, εκθέτω (επί διανοημάτων), καταγγέλλω κάποιον, προδίδω, λέγω. Το φαύω (φάFω) παραπέμπει κατ’ ευθείαν στη φουφού, το φύσημα για το άναμμα της φωτιάς]- φως (αο>ω).
    Έπειτα απ’ όλ’ αυτά δεν θα ήταν και τόσο υπερβολικό λοιπόν να πούμε ότι η φωτιά είναι η μητέρα της γλώσσας.

    Σταύρος Βασδέκης
    Μαυροκορδάτου 31
    Σέρρες 62100
    Τηλ. 2321052462
    vasdekis@athriskos.gr

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση όλων των άρθρων δίχως την άδεια του συγγραφέα και χωρίς αναφορά στην πηγή.

Κλικάρετε εδώ για να σχολιάσετε