Βατρα-Χ: για τους απονευρωμένους «Βατράχους» του Λιγνάδη

Ο Γεωργουσόπουλος εκρήγνυται. Ο Βίδος στο Βήμα είναι καυστικότατος. Εθνικά σκεπτόμενοι δικηγόροι ξεσπαθώνουν. Ομαδικές αποχωρήσεις από την παράσταση της Επιδαύρου. Η Espresso αγαλλιά με το θέαμα υπερμεγέθους φαλλού πλάι στην Ματσούκα. Οι περισσότεροι μοιάζουν μάλλον μπερδεμένοι και με διάθεση αμφίλογη. Η παράσταση Βατρα-Χ του Λιγνάδη (Δελφοί, 4 Ιουλίου, Επίδαυρος, 11 και 12 Ιουλίου, κατόπιν περιοδεία σε όλη την Ελλάδα) δεν πέρασε απαρατήρητη από την κριτική. Και η σχετική συζήτηση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα διαρκώς επανερχόμενα ερωτήματα που αφορούν τις παραστάσεις του αρχαίου δράματος γενικά και της αριστοφανικής κωμωδίας ειδικότερα στην Επίδαυρο. (Στην ιστοσελίδα του «Αθηνόραμα», όπου παρουσιάζεται η παράσταση υπάρχει πλούσια και ενίοτε θυελλώδης συζήτηση μεταξύ θεατών. Δες και την ενδιαφέρουσα και πλούσια συζήτηση στο μπλογκ «Ενεργοί Πολίτες Σάμου». Εκτενής παρουσίαση, την οποία αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς, στο μπλογκ του ardalion.) Θα ασχοληθούμε λιγάκι με αυτή την συζήτηση. Σχόλιο πάνω στα σχόλια (παλιά μου τέχνη, κόσκινο).
Ο Λιγνάδης διασκευάζει τους Βατράχους του Αριστοφάνη και το δηλώνει ρητά (σε συνεντεύξεις και παρασυνεντεύξεις, καθώς και με τον ίδιο τον τίτλο της παράστασης). Διασκευάζει σημαίνει τρία κυρίως πράγματα: 1) Γράφει νέα χορικά ή βάζει τον Μαρίνο να τραγουδήσει παλιά αγαπημένα τραγούδια. 2) Εισάγει την θεατρολόγο Ματσούκα/Μούσα να υποδεικνύει πώς λειτουργεί η κωμωδία και η τραγωδία. Γενικώς τονίζει ιδιαίτερα την μεταθεατρική διάσταση, παρουσίαζει μια κωμωδία που (θέλει να) μιλάει για τις παραστάσεις της αρχαίας κωμωδίας σήμερα. 3) Παρεμβαίνει ριζικά στην εξέλιξη της υπόθεσης του δράματος επιβραβεύοντας και τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη με επάνοδο στον πάνω κόσμο.
Η συζήτηση εστιάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ο Λιγνάδης συνδέει τον αγώνα των τραγικών ποιητών με “απρεπή” περιβάλλοντα, παρουσιάζοντάς τον ως ντέρμπυ μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού ή βάζοντας το κοινό να ψηφίσει τον νικητή σαν να επρόκειτο για ριάλιτι. Κατά την γνώμη μας καλώς καμωμένο είναι τούτο, αν και το εύρημα καταλαμβάνει υπερβολικά πολύ χώρο. Σε κάθε περίπτωση ο Αριστοφάνης δεν φοβάται να βάλει τα πιο αταίριαστα γλωσσικά και κοινωνικά περιβάλλοντα δίπλα-δίπλα, να βάλει συγκεκριμένα τους τραγικούς «να βρίζονται σαν αρτοπώλιδες», όπως σημειώνει ο Διόνυσος (Αρ. Βατρ. 857-858), όπως δεν φοβάται πιθανότατα να παρουσιάσει τον αγώνα μεταξύ Δίκαιου και Άδικου Λόγου στις Νεφέλες σαν κανονική κοκορομαχία.
Το πρόβλημα της παράστασης (που είναι και πρόβλημα της συζήτησης σχετικά με αυτήν) θα έπρεπε ίσως να αναζητηθεί αλλού.
Θυμίζουμε την υπόθεση των αριστοφανικών Βατράχων (σε αδρότατες γραμμές): ο θεός του θεάτρου, ο Διόνυσος, λίγο μετά τον θάνατο του Ευριπίδη είναι απελπισμένος με την κατάσταση του τραγικού θεάτρου στην Αθήνα και αποτολμά να κατέβει στον Αδή για να επαναφέρει τον Ευριπίδη για τον οποίο τρελλαίνεται. Το ταξίδι αν και περιπετειώδες είναι επιτυχημένο, στον Άδη όμως περιμένει τον Διόνυσο μια μικρή έκπληξη: Αισχύλος και Ευριπίδης λίγο απέχουν να πιαστούν στα χέρια διεκδικώντας τον θρόνο της τραγωδίας στον Άδη. Ο Διόνυσος ορίζεται κριτής του αγώνα, κατά τον οποίο με την σειρά ο κάθε ποιητής κάνει φύλλο και φτερό τις τραγωδίες του άλλου. Η τελική κρίση ευνοεί τον Αισχύλο, ο οποίος κερδίζει ταυτόχρονα και τον θρόνο της τραγωδίας και το δικαίωμα επανόδου από τον Άδη. Η τελευταία σκηνή της κωμωδίας (έξοδος) είναι ακριβώς η έναρξη αυτής της επανόδου. (Σημ. Υπάρχουν και άλλες «αφηγηματικές γραμμές» στους Βατράχους, πολύ σημαντικές, με κυριότερη αυτή της «δοκιμασίας» του Διονύσου. Τις αφήνουμε στην άκρη, γιατί — δυστυχέστατα — η παράσταση του κ. Λιγνάδη τις αγνοεί παντελώς.)

Στις αρνητικές (έως κατεδαφιστικές) κριτικές για την παράσταση του κ. Λιγνάδη εντοπίζουμε ως σημαντικότερες τρεις αιχμές: α) Το ίδιο το γεγονός ότι πρόκειται για διασκευή του αρχαίου πρωτοτύπου. β) Απουσία ουσιαστικής συνοχής μεταξύ των κωμικών ευρημάτων, αλλά και μεταξύ των συντελεστών της παράστασης, απουσία προσανατολισμού και στόχου. γ) Απρέπεια, κυρίως λόγω της χρήσης ευτελών περικειμένων (ποδοσφαιρικό ματς, ριάλιτι σόου) στην παρουσίαση του αγώνα Αισχύλου και Ευριπίδη.

Στην θυελλώδη συζήτηση που διεξάγεται πολέμιοι, υποστηρικτές αλλά και ο ίδιος ο Λιγνάδης συμφωνούν ωστόσο σε ένα σημείο: μέτρο και κριτήριο έσχατο ο «σεβασμός στο αριστοφανικό κείμενο». “Μην μου το κάνεις αυτό και τους αφήσεις απείραχτους άρα νεκρούς” είπε το φάσμα του Αριστοφάνη αυτοπροσώπως στον κ. Λιγνάδη — βεβήλωση του Αριστοφάνη, του πνεύματός του, της ουσίας του έργου του βλέπουν οι σφοδροί επικριτές.

Αλαζονεία; Φτώχεια επιχειρημάτων; Και τα δυο μαζί; Πάντως σίγουρα όλοι όσοι επικαλούνται το αριστοφανικό πνεύμα, σαν να είναι κάτι εύκολα ορίσιμο και δεδομένο, ενώ μιλούν για ένα πυκνότατο και αντιφατικότατο κείμενο για το οποίο μάλιστα ιδέα δεν έχουμε πώς παραστάθηκε και το οποίο γίνεται αντικείμενο των πιο διαφορετικών μεταξύ τους ερμηνειών, μιλούν για κάτι που δεν έχει σχέση ούτε με τους Βατράχους ούτε με τον Αριστοφάνη αλλά με τις προσωπικές τους προβολές.

Λαθροχειρία κανονική δηλαδή, η οποία όμως είναι εξόχως αποκαλυπτική. Γιατί μπορεί Γεωργουσόπουλος και Λιγνάδης να διαφωνούν για το πώς θα σωθεί η ελληνική παράδοση συμφωνούν όμως στο κρίσιμο: ότι υπάρχει μία παράδοση και σκοπός των σύγχρονων παραστάσεων κωμωδίας είναι να την διασώζει. Στο πλαίσιο αυτό η κρίσιμη επιλογή του Λιγνάδη να αναθέσει στο κοινό να ψηφίσει για την επανόδο του Αισχύλου ή του Ευριπίδη και να επιλέξει τελικά και τους δύο βγάζει νόημα.

Στο πρωτότυπο, αριστοφανικό κείμενο ο Διόνυσος έχει όντως πρόβλημα να επιλέξει μετά τον αγώνα των τραγικών ποιητών. Χρησιμοποιεί ένα «παράδοξο» κριτήριο που πονοκεφαλιάζει τους φιλολόγους: “διαλέγω αυτόν που ποθεί η ψυχή μου”, και επικαλείται και την επιθυμία του κοινού για να αντιμετωπίσει τις αιτιάσεις του Ευριπίδη, ο οποίος ξεσπά εναντίον της επιλογής. Όπως και αν ερμηνεύσει κανείς το κείμενο, είναι σίγουρο ότι στους αριστοφανικούς Βατράχους η επιλογή μεταξύ Ευριπίδη και Αισχύλου είναι από την αρχή εξαιρετικά φορτισμένη και παραμένει τέτοια ως το τέλος. Στους Βατρά-Χ οι εντάσεις λείπουν ή τουλάχιστον δεν είναι τόσο σημαντικές ώστε να συνδεθούν με τον αγώνα και το αποτέλεσμά του. Πολύ πιο σημαντικό είναι να επιλέξει κανείς την (μία και αδιαίρετη) παράδοση. Ο Αριστοφάνης σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για την Αθήνα θεματοποιεί με ποικίλους τρόπους την κρίση, στο φόντο της πασχίζει να εξετάσει τις δύσκολες σχέσεις μεταξύ δράματος και πολιτικής και στην διαδικασία αυτή ξέρει και να ορίσει την παράδοση (οι Βάτραχοι είναι η πρώτη φορά που ορίζεται αυτό που αργότερα γίνεται γωνστό ως τριάδα των τραγικών ποιητών) αλλά και να επιλέξει από το σώμα της. Ο Διόνυσος των Βατρα-Χ, όσο ανανεωμένος με ευρήματα του performance theater κι αν είναι, μένει άκριτα παραδοσιολάγνος, αβοήθητος και ανίκανος να επιλέξει. Και το κοινό φεύγει στην καλύτερη περίπτωση ευδιάθετο από τα κωμικά ευρήματα, με μια γλυκιά νοσταλγία, χωρίς αιχμή, χωρίς αγωνία. Μια νοσταλγία που μοιάζει λίγο με το αποτυχημένο, ασυγχρόνιστο play-back του Μαρίνου: είναι ολοφάνερα κίβδηλη.

Αν θέλεις να «σεβαστείς» το πνεύμα μια κωμωδίας που είναι η μοναδική (από τις σωζόμενες) που τελειώνει με κατάρες εναντίον σύγχρονων πολιτικών, που είναι η μοναδική που κονταροχτυπιέται με την ίδια την έννοια της παράδοσης κάνεις μάλλον κάτι άλλο. Αν αδιαφορείς για το (υποτιθέμενο) «πνεύμα» του Αριστοφάνη και θέλεις να παρουσίασεις μια δυνατή (όχι απλώς «φρέσκια» διανθισμένη με ευρήματα της δεκαετίας του ῾70) κωμωδία σήμερα κάνεις επίσης κάτι άλλο. Σε κάθε περίπτωση δεν πετάς με ελαφριά καρδιά το γεγονός της δύσκολης και επώδυνης επιλογής, το νεύρο των αριστοφανικών Βατράχων.

υγ. Ο Λιγνάδης μοιάζει να επαίρεται για τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της δουλειάς του. Στην Ευρώπη και την Αμερική κάποιες αριστοφανικές κωμωδίες έχουν γνωρίσει εξαιρετικές διασκευές, με σημαντικότερη, κατά την γνώμη μας, την διασκευή της Ειρήνης από τον Peter Hacks. Ειδικά οι Βάτραχοι έχουν μια πλούσια ιστορία διασκευών με ορόσημο την διασκεύη του Sondheim (που παραστάθηκε το 1974 στην πισίνα του Πανεπιστημίου Yale) η οποία ξαναδιασκευάστηκε και ανέβηκε στο Vivian Beaumont Theater του Broadway το 2004 από τον Nathan Lane (για πρώτες πληροφορίες βλ. εδώ). Από την άποψη αυτή ο Λιγνάδης δεν κάνει κάτι συνταρακτικότερο από το να διασκευάσει ξανά μια κωμωδία η οποία έχει ήδη εμπνεύσει σημαντικές διασκευές. Να ισυρίζεσαι ότι πρωτοπορείς μόνο για αυτόν τον λόγο είναι λίγο. Ας σημειωθεί ότι στην διασκευή του Sondheim ο Ευριπίδης αντικαθίσταται από τον B. Shaw ενώ ο Αισχύλος από τον W. Shakespeare. Ο Διόνυσος αποφασίζει στον δύσκολο αγώνα. Κατά την λογική του Λιγνάδη δεν θα έπρεπε.

υγ. Μας γαργαλά η ιδέα μια σύγχρονης μεταφοράς τους διλήμματος «Ευριπίδης ή Αισχύλος» στα νεοελληνικά δεδομένα: «Χατζιδάκις ή Θεοδωράκης» ή «Ι. Καμπανέλλης ή Λ. Αναγνωστάκη»; Κάτι τέτοιο, ναι, θα ήταν αιχμηρό. Αρκεί ο Διόνυσος να είχε το θάρρος να διαλέξει.

μαυροΧαλι

Κείμενο που στάλθηκε στο φουστανΕΛΛΑΣ από το blog:
http://maurochali.wordpress.com/

(Φωτογραφία: από το blog μαυροΧαλι)

7 σχόλια

  • Κι όμως δεν παύει να είναι μια παράσταση που προκάλεσε συζητήσεις, το οποίον δεν είναι λίγο με όλα αυτά τα άχρωμα που παρουσιάζονται από το Φεστιβάλ Αθηνών.

  • Εξ άλλου, ο Αριστοφάνης δεν ζει, συγγενείς δεν υπάρχουν, τα χρόνια έχουν περάσει και ο εν Ελλάδι πολιτισμός ρεμβάζει. Δεν ξέρω ποια θα ήταν η επιτυχία της αττικής κωμωδίας εάν έπαιζε η κυρία Μπεντζετάκου.

  • Διασκευή σημαίνει μία τελείως διαφορετική απόδοση και τελείως διαφορετική οπτική ενός θέματος. Το βέβαιο, στην περίπτωση αυτή που ο διασκευάζων θέλει ουσιαστικώς “να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη”, είναι ότι καταστρέφει την έμπνευση του δημιουργού, ο οποίος συνέλαβε ένα συγκεκριμένο θέμα και θέλει να το αποδώσει με τον συγκεκριμένο δικό του τρόπο, για να το “προσλάβει” αναλόγως και το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Ας τολμήσουν οι διασκευάζοντες -και είναι πολλοί συνήθως- να εμπνευστούν ένα δικό τους ανάλογο θέμα και να το παρουσιάσουν όπως αυτοί θέλουν. Δεν είναι δυνατόν να εμφανίζεται ως Αριστοφάνης ή ως Σαίξπηρ ένα έργο αλλοιωμένο από τον κύριο Τριτσιμπιδαρόπουλο, ακριβώς επειδή αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει τα κότσια να παρουσιάσει κάτι το πρωτογενές. Αν θέλει κότσια να ανταγωνιστείς κάποιον κλασσικό, μήπως είναι αβελτηρία να θέλεις να το ..μετασκευάσεις με τις παραμέτρους του δικού σου, του απλοϊκού μυαλού;

  • Ο κ. Νίκος Σίμος θέτει έμμεσα ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Είναι θεμιτό να γίνονται διασκευές θεατρικών έργων που ο πολιτισμός μας αναγνωρίζει ως κλασικα;
    Είναι σαφές ότι οριστική απάντηση δεν μπορεί να υπάρξει.
    Έχει όμως σημασία να σκεφτούμε ότι ο πολιτισμός μας παρουσίαζει μια ιδιαίτερη μανία, να θέλει να ερμηνεύει, εξετάζει, απολαμβάνει, διασκευάζει πολιτισμικά προϊόντα που κατατάσσει (μέσα από πολύπλοκες διαδικασίες) στην κατηγορία των κλασικών. Σκεφτείτε μόνο ότι οι κλασικοί φιλόλογοι που ασχολούνται με την έρευνα παλεύουν να «δουν» κανούρια πράγματα σε κείμενα τα οποία μελετώνται αδιάκοπα εω και 600 περίπου χρόνια.
    Σκεφτείτε επίσης ότι ήδη στον 4ο αιώνα π.Χ. στο αθηναϊκό θέατρο παρουσίαζονται «πειραγμένες» παραστάσεις των (ήδη) κλασικών τραγικών, με προσθήκες, αφαιρέσεις και φυσικά νέα «σκηνοθεσία».
    Αν έχει μια σημασία να εκφράσουμε την γνώμη μας: έχουν αξία οι διασκευές, και γιατί αποκαλύπτουν σημαντικά πράγματα για τον δικό μας πολιτισμός. Είναι όμως εγχείρημα εξαιρετικά απαιτητικό, γιατί ο διασκευαστής αναμετριέται και με ολόκληρη την προϋπάρχουσα παράδοση πρόσληψης.

  • Πολύ σωστή η παρατήρηση. Αρκεί, όπως λέτε κύριε Μαυροχάλι (που κάθε άλλο παρά μαύρο χάλι είναι αυτά που γράφετε και αξίζουν, ως άποψη, σεβασμού)να μπορούν οι διασκευές να δημιουργήσουν συνειρμούς για τη σύγχρονη εποχή μας και για τον τρέχον…μαυροχάλι μας

  • Μπράβο, ειλικρινά, είναι το μόνο κείμενο που έχω διαβάσει το οποίο, σε αντίθεση με τα περισπούδαστα κείμενα ευυπόληπτων κριτικών, δε στέκεται στην επίφαση και προχωράει στην ουσία.

    Τώρα βέβαια, κατά τη γνώμη μου, άλλο ένα θέμα που θέτει αυτή η παράσταση, σε ακόμα πιο γενικό πλαίσιο, είναι ο τρόπος που βλέπουμε, γενικότερα, την ελληνική παράδοση. Κι ο τρόπος με τον οποίο τη βιώνουμε. Από τη μια, η οπτική που θέλει τους αρχαίους προγόνους ως αγάλματα σε ανυπέρβλητο βάθρο. Από την άλλη, μια άλλη οπτική που τους θέλει παππούδες μας, με τους οποίους μπορούμε να παίζουμε σαν παιχνιδιάρικα εγγονάκια.

    Αυτό ίσως να είναι κι ο λόγος που έχει θιχτεί τόσο πολύ ο Γεωργουσόπουλος (ως αυτόκλητος τιμητής της ελληνικότητος).

  • Δεν θα διαφωνήσουμε καθόλου, κ. Κουσουράτε. Ο ίδιος ο Λιγνάδης προτείνει μάλλον την οπτική «παππούς και εγγονάκια». Εμείς πάλι, όσο περισσότερο ασχολούμαστε με τα αρχαία κείμενα, τόσο λιγότερα καταλαβαίνουμε. Οπότε προτιμούμε να προσεγγίζουμε τους αρχαίους «μας» περισσότερο σαν να είναι ξένοι παρά οικείοι. Σίγουρα κάθε οπτική (ναι, ακόμα και εκείνη του «αγάλματα σε ανυπέρβλητο βάθρο») έχουν κάτι να προσφέρουν. Το κρίσιμο για εμάς όμως είναι να μπορεί κανείς να παραμένει έντιμος και να ομολογεί ότι δεν καταλαβαίνει ό,τι δεν καταλαβαίνει.

    Ως προς τους λόγους για τους οποίους εξανίσταται ο κ. Γεωργουσόπουλος (ο οποίος σατιριζόταν στην παράσταση) πιστεύουμε ότι έχετε σε μεγάλο βαθμό δίκιο. Δεν είμαστε όμως σίγουροι ότι πρέπει να αποκλείσουμε και ταπεινότερους προσωπικούς λόγους (γράφουμε σχετικά σε σχόλια στο μπλογκ μας.)

Κλικάρετε εδώ για να σχολιάσετε