Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε μια μεγάλη πόλη ένας σπουδαίος ζωγράφος, που ήταν πια πολύ γέρος.
Το σπίτι του ήταν περίεργο: τα παράθυρά του ήταν πολύ ψηλά και ένας μεγάλος φεγγίτης φώτιζε το χώρο που ζωγράφιζε ο κύριος Δάνης.
Όλο το σπίτι ήταν χτισμένο με κόκκινο τούβλο. Τα δωμάτια έβλεπαν από την μια μεριά στο ατελιέ του ζωγράφου και από την άλλη σ’ ένα μεγάλο καταπράσινο κήπο.
Ο κύριος Δάνης, ο ζωγράφος, είχε έναν ανιψιό, τον Αντωνάκη. Επειδή δεν είχε παιδιά αγαπούσε όλα τα παιδιά του κόσμου, αλλά πιο πολύ τον Αντωνάκη. Ο Αντωνάκης επισκεπτόταν συχνά τον θείο Δάνη και μαζί του πήγαινε και ο φίλος του ο Αντρίκος.
Τα χρόνια πέρασαν και ο ζωγράφος γέρασε. Δεν μπορούσε πια να σηκωθεί από το κρεβάτι. Οι δυο φίλοι συνέχισαν να τον επισκέπτονται και να του κάνουν παρέα. Ο κύριος Δάνης χαιρόταν πολύ που τους έβλεπε και κάθε φορά τους έλεγε ενδιαφέροντα πράγματα από τη ζωή του καθώς και για το πώς του ερχόταν η έμπνευση και ζωγράφιζε αυτούς τους τεράστιους πίνακες με τα περίεργα σχήματα.
Έτσι και κείνη τη μέρα. Τα δυο παιδιά τον άκουγαν με μεγάλη προσοχή. Το μόνο που τους διέκοπτε ήταν ένα νιαούρισμα από τον κήπο πού και πού. Ξαφνικά ο κύριος Δάνης σταμάτησε να μιλάει και έκλεισε τα μάτια του. Τα παιδιά φοβήθηκαν και έτρεξαν να φέρουν βοήθεια. Περνώντας μέσα από τον κήπο είδαν ένα πολύ πολύ μικρό γατάκι, που μάλλον είχε χαθεί από τη μαμά του. Ήταν ασπρόμαυρο, είχε δυο τεράστια μπλε μάτια και το μουστάκι του ήταν γυριστό προς τα πάνω.
Ο Αντρίκος αμέσως το πήρε στην αγκαλιά του και αποφάσισε να το κρατήσει. Ο Αντωνάκης έσκυψε και το χάιδεψε και είπαν και δυο μαζί με μια φωνή: «Θα το ονομάσουμε Νταλί». Μεριά το τσιγκελωτό του μουστάκι, μεριά που το βρήκαν στον κήπο του Δάνη Πινελιάδη, το όνομα ταίριαζε απόλυτα. Και το έφερε έτσι η μοίρα το γατάκι Νταλί να γίνει τόσο διάσημο όσο και ο Ισπανός ζωγράφος Σαλβατόρ Νταλί.
Ο Αντρίκος πήρε από κείνη τη μέρα το γατάκι σπίτι του. Μαζί κοιμόντουσαν, μαζί έπαιζαν και όταν ο Αντρίκος διάβαζε τα μαθήματά του η Νταλί καθόταν κάτω απ’ το πορτατίφ και ρονρόνιζε. Το γατάκι μπήκε για τα καλά στη ζωή του, τόσο καλά που κυριαρχούσε και στα όνειρά του. Φανταστείτε ότι συχνά έβλεπε στο όνειρό του ότι η Νταλί φορούσε γυαλιά, κρατούσε τσάντα και πήγαιναν μαζί σχολείο πιασμένοι χέρι χέρι.
Μια μέρα, όταν είχε πια μεγαλώσει, ο Αντρέας ξεφύλλιζε ένα μεγάλο λεύκωμα με ζωγραφιές του Δάνη Πινελιάδη και θυμόταν όλα αυτά που είχε ζήσει σε κείνο το ατελιέ. Η Νταλί έφυγε από τη συνηθισμένη θέση της κάτω από το πορτατίφ και άρχισε να παρατηρεί τις ζωγραφιές με μεγάλη προσοχή. Τότε του Αντρέα του ήρθε μια τρελή ιδέα. Άφησε το βιβλίο και έτρεξε στο μαγαζί του πουλούσε είδη ζωγραφικής. Αγόρασε μερικά τελάρα και πολλά χρώματα.
Γύρισε γρήγορα στο σπίτι του, κατέβηκε στο υπόγειο, έβαλε κάτω πολλές παλιές εφημερίδες, πήρε τα χρώματα, τα έβαλε μέσα σε πιατάκια και τα έβαλε γύρω γύρω από ένα τελάρο κάτω στο πάτωμα.
Η Νταλί κατέβηκε στο υπόγειο να τον αναζητήσει. Μόλις είδε τα χρώματα, άρχισε ένα τρελό παιχνίδι με αυτά. Πατούσε μέσα στα πιατάκια και μετά πάνω στο τελάρο. Ανακάτευε το κόκκινο με το κίτρινο, το κίτρινο με το μπλε, το μπλε με το κόκκινο. Τα χρώματα της ανατολής φάνηκαν στον πίνακα. Ο Αντρέας κρέμασε τον πίνακα στο δωμάτιό του. Αυτό το παιχνίδι συνεχίστηκε για μήνες. Έτσι όλο το σπίτι γέμισε με πίνακες της Νταλί.
Ένα κυριακάτικο πρωινό ήρθε στο σπίτι μια φίλη του Αντρέα, σπουδαία ζωγράφος, η Μάρω Παλέτα. Αυτή μόλις είδε τους πίνακες ενθουσιάστηκε. Ο Αντρέας, μεγάλος χωρατατζής, της είπε ότι ο ζωγράφος ήταν ένας Ολλανδός φίλος του, ο Σ. Ντ. Κατ, και ότι ήθελε να οργανώσει μια έκθεση ζωγραφικής στην Ελλάδα. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι ο ζωγράφος Σ. Ντ. Κατ ήταν μυστήριος και δεν θέλει να εμφανίζεται.
Η Μάρω Παλέτα ενθουσιάστηκε. Έριξε πίσω το σάλι της και αναφώνησε: «Άξεστε!! Δεν μπορείς να καταλάβεις τον καλλιτέχνη. Θα οργανώσω εγώ την έκθεση!» . Έτσι και έγινε! Όρισαν ημερομηνία, τύπωσαν προσκλήσεις και αφίσες και έστειλαν δελτία τύπου με το βιογραφικό του ζωγράφου Σ. Ντ. Κατ.
Σε δυο μήνες έγιναν τα εγκαίνια της έκθεσης στη γνωστή γκαλερί «Cut Art». Ήρθαν πολλοί καλλιτέχνες, διανοούμενοι, καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών, ακόμα και ο Πρύτανης, δημοσιογράφοι και κάτι πολύ περίεργοι τύποι, που αν και ήταν καλοκαίρι και έβραζε ο τόπος αυτοί φορούσαν μακρύ φουλάρι. Δεν έλειψε βέβαια και ο Αντρέας, που συνεχίζοντας την πλάκα, φόρεσε ένα ολόλευκο λινό κοστούμι, ένα καπέλο ψάθινο με μια πολύχρωμη κορδέλα και ένα μακρύ φουλάρι, που το τύλιγε τρεις φορές γύρω απ’ το λαιμό, και είχε στην αγκαλιά του μια ασπρόμαυρη γάτα. Όλοι θαύμαζαν τα έργα και κουβεντιάζοντας μεταξύ τους έλεγαν κάτι ακαταλαβίστικες λέξεις όπως ντανταϊσμός. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο ζωγράφος ήταν ανάμεσά τους.
Την άλλη μέρα όλος ο τύπος έγραφε για τον καταπληκτικό και μυστηριώδη ζωγράφο. Κανείς μα κανείς δεν έγραψε κάτι εναντίον του εκτός από τον κριτικό Νίκο Φαρμακίδη, ο οποίος όμως ποτέ δεν έχει πει καλή κουβέντα για άνθρωπο.
Οι πίνακες πουλήθηκαν όλοι πανάκριβα. Αγόρασε ακόμα και ο γνωστός συλλέκτης Κίτσος Μαζούλας. Αυτή η ιστορία συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Κάθε φορά που γινόταν έκθεση, όλες οι εφημερίδες έγραφαν αποκλειστικές ειδήσεις για τον ζωγράφο και τις καλύτερες κριτικές για τα έργα του.
Μια μέρα δυο κακόμοιρα γατάκια βρήκαν καταφύγιο στο χαλάκι της εξώπορτας του Αντρέα. Το πρωί που ξεκίνησε να πάει στη δουλειά έπεσε πάνω τους και αμέσως τα περιμάζεψε, τα έβαλε μέσα σ’ ένα χάρτινο κουτί για να ζεσταθούν και τα τάισε. Στο δρόμο για τη δουλειά του ήρθε η έμπνευση να φτιάξει ένα κέντρο για τα αδέσποτα γατάκια. Αμέσως έβαλε μπροστά το σχέδιό του με τα λεφτα που είχε μαζέψει τόσα χρόνια από τις εκθέσεις ζωγραφικής της Νταλί και σ’ ένα χρόνο το κέντρο ήταν έτοιμο.
Διοργανώθηκε μία ακόμα έκθεση και μετά ο διάσημος ζωγράφος Σ. Ντ. Και εξαφανίστηκε. Ποτέ ο Αντρέας δεν αποκάλυψε το μυστικό. Πάντα όμως ζούσε μαζί με την Νταλί και πάντα ένιωθε ότι χρωστούσε κάτι στο αγαπημένο του γατάκι. Έδωσε το όνομα Νταλί σ’ ένα κρασί που έφτιαχνε, στο εστιατόριο που άνοιξε σε ένα προάστιο της πόλης, κι έγραψε κι ένα παραμύθι με τίτλο «Νταλί», που έγινε μπεστ σέλερ.
Έτσι όλοι για τον έναν ή τον άλλο λόγο έλεγαν συχνά το όνομα Νταλί.
Είναι φαίνεται γραφτό όποιος λέγεται Νταλί να γίνεται διάσημος.
Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, μα πιο καλά απ’ όλους έζησαν τα αδέσποτα γατάκια.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Κωνσταντίνος Θεοδωρακόπουλος είναι 11 ετών και πηγαίνει στο Δημοτικό Σχολείο.
Μπράβο του!!! Να συνεχίσει!!
kl bro eisai talento !
fovero t parami9aki
eimai i sis enos tromerou siggrafea !
Κώστα γεια σου διάβασα το παραμύθι σου και μου άρεσε πολύ έχεις μεγάλο ταλέντο στο γράψιμο είσαι φοβερός ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ!!!!!!!!!!!!!!!
ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΕ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑ ΚΑΙ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΗΤΑΝ ΤΕΛΙΟ ΙΔΙΚΑ ΑΥΤΗ Η ΦΟΤΟ ΜΕ ΤΟ ΓΑΤΑΚΙ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΟΛΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ!!!!!!!!!!!!!!
TELIOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOOO!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ατσα comm ο αδερφο μου :P
kl kws!!! einai pl wraio! prepei na sinexiseis kai allo vivlio alla akoma kltr na to sinexiseis auto kai na to ekdoseis!!!! pl pl filakia!(kl tha itan na eixes kai esu ena gataki kai na to evgazes i na to zografizes!!)
re viki sorry kiolas alla ti or8ografia einai auti?to ”teleio” ”telio”!eleos!mi mou peis tpt sto sxoleio!!!!!filakia pollaaaaaaaa!!kai oxi mono auto alla…alla…ALLA…kala asto!
ΕΙΝΑΙ ΓΑΜΑΤΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ.ΡΕ!!!!!!!!!!!!!!!ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΕΤΣΙ!!!!!!!!!!!!!
kala re mai pws kaneis etsi apla mou xefyge!!!!!!!k ti ALLO 8es na mou peis??????:-D