Λογιστική δι’ αρχαρίους

Ένα ωραίο πρωινό, ο κυρ-Φάνης (υπάλληλος στη Eurobank, παντρεμένος με δυο παιδιά) πηγαίνει το φιατάκι του για σέρβις στο συνεργείο του κυρ-Τάσου, κάπου στη Νέα Χαλκηδόνα.
Το μεσημέρι που πηγαίνει να το πάρει, του δίνει ο μάστορας την αναφορά (“μπουζιά, πλατίνες, τακάκια” κλπ.) και στο τέλος του σερβίρει τη λυπητερή: “Τρακόσα ευρά”.
Κι εκεί που ο κυρ-Φάνης προσπαθεί να το χωνέψει, τον αρχίζει ο κυρ-Τάσος στο πρέσινγκ: “Άμα βέβαια θες και τιμολόγιο, πάει 354 με το φιπιά. Άμα δε θες, δώσε 280 και είμαστε ‘ντάξει”, του πετάει ενώ ανάβει τσιγάρο και στρέφει το βλέμμα τάχα στο εξώφυλλο της “SportDay”, που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι -με την άκρη του ματιού του όμως κιαλάρει τον κυρ-Φάνη και περιμένει να κόψει αντίδραση.

Το σκέφτεται ο κυρ-Φάνης: “Εβδομήντα τέσσερα ευρώ διαφορά-τα ψώνια της εβδομάδας από το σουπερμάρκετ…”. Έλα όμως που τον πιάνει και το φιλότιμο, όχι που θέλει να είναι ντε και καλά σωστός και νομοταγής πολίτης, αλλά “γιατί να τα πάρει μαύρα ο κερατάς”; Το ξανασκέφτεται ένα λεπτό, και στο τέλος “κόψε τιμολόγιο” του λέει.

Μετά από καμιά δεκαριά μέρες, χτυπάει το τηλέφωνο στο συνεργείο του κυρ-Τάσου και είναι ο κυρ-Βασίλης ο λογιστής, “που έχει το λογιστήριο στη γωνία, δίπλα στο ψιλικατζίδικο”.
-Τάσο, ο Βασίλης είμαι. Πήρα να σου πω ότι τελειώνει το δίμηνο και πρέπει να πας στην εφορία να πληρώσεις τον ΦΠΑ.
-Ναι ρε συ Βασίλη, αλλά, ξέρεις, έχω παραγγείλει μια παρτίδα αμορτισέρια γιαπωνέζικα και πρέπει να δώσω μπροστάντζα στην αντιπροσωπεία, γιατί δεν μου κάνουν άλλο βερεσέ. Γάμησέτονα το φιπιά, το άλλο δίμηνο.

Το άλλο δίμηνο, ξανά τηλέφωνο ο κυρ-Βασίλης: “Άσε Βασίλη μη μου λες τίποτα, σπάσανε τα καλοριφέρια στο σπίτι και με ξετίναξε ο υδραυλικός, είμαι πανί με πανί. Ποιο φιπιά τώρα και ιστορίες -την άλλη φορά”.

Την άλλη φορά όμως ήταν η πενταήμερη και το πλεϊστέησον του πιτσιρικά, και την άλλη φορά το καινούργιο αμαξάκι της μεγάλης -της το είχε τάξει δώρο άμα έμπαινε στο πανεπιστήμιο-, και την άλλη φορά το χειρουργείο της πεθεράς (“τώρα βρήκε η ευλογημένη να πάθει βουβωνοκήλη;”), και για να μην τα πολυλογούμε, τα δίμηνα περνούσανε και ο φιπιάς εκεί, καμαρωτός και απλήρωτος.

Κι έτσι, κάτι τα πρόστιμα, κάτι οι προσαυξήσεις, κάτι οι τόκοι υπερημερίας, ο κυρ-Τάσος βρέθηκε να χρωστάει στην εφορία, μόνο από τον φιπιά, καμιά δεκαπενταριά χιλιάρικα ευρώ.

Αφήνουμε για λίγο τον κυρ-Τάσο στις σκοτούρες του, και περνάμε σε έναν άλλον κύριο -έναν κύριο με τα όλα του, με τα κοστούμια του, τις γραβάτες του, το ωραίο του γραφείο στην οδό Καραγεώργη Σερβίας: τον κύριο Γενικό (Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών).
Ο κύριος Γενικός δεν ξέρει ούτε τον κυρ-Τάσο, ούτε τον κυρ-Φάνη, ούτε τον κυρ-Βασίλη. Ξέρει όμως ότι κάπου εκεί έξω (“δόξα τω θεώ, όχι ακριβώς απ’ έξω”) υπάρχουν καμιά ογδονταριά χιλιάδες κυρ-Τάσοι, που χρωστάνε τον ΦΠΑ -άλλος δέκα, άλλος δεκαπέντε, άλλος είκοσι χιλιάρικα- και ότι, άμα κάνεις τη σούμα, βγαίνουνε τα χρωστούμενα κάμποσα εκατομμύρια.
Και ξέρει ότι δεν υπάρχει τρόπος να τα εισπράξει -του το λένε όλοι, υποδιευθυντές, γραμματείς, προϊστάμενοι-, ότι ούτε προσωπικό υπάρχει, ούτε μέθοδος. “Και τώρα, τι σκατά να κάνω;”, σκέφτεται (από μέσα του -προς τα έξω διατηρεί πάντα σοβαρό προφίλ). Πίνει μια γουλιά από τον καπουτσίνο του… και του κατεβαίνει Η ΙΔΕΑ!

Ξαναγυρνάμε στο γνωστό μας συνεργείο της Νέας Χαλκηδόνας, όπου ο κυρ-Τάσος έχει μόλις κλείσει την εφημερίδα. Συνοφρυωμένος: “τι μαλάκες αυτοί οι δημοσιογράφοι, άντε να καταλάβεις έτσι όπως τα γράφουνε”!
Σηκώνει το τηλέφωνο και παίρνει τον κυρ-Βασίλη:
-Λέγετε;
-Έλα, Βασίλη, ο Τάσος ο φαναρτζής είμαι.
-Α, έλα Τάσο, όλα καλά;
-Καλά, μωρέ, ‘ντάξει… Να σου πω ρε Βασίλη, τι ιστορία είναι αυτή με τη ρύθμιση που λένε οι εφημερίδες;
-Α, είναι απλό. Κάνεις μια αίτηση στην εφορία, πληρώνεις το 5 % του κεφαλαίου, και τα υπόλοιπα τα διακανονίζεις σε δόσεις -από μία μέχρι εξήντα. Ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων, σου κάνουν έκπτωση από τις προσαυξήσεις, από 50 μέχρι 80 % και…
-Όπα Βασιλάκη, όπα, δεν κατάλαβα Χριστό. Για κάν’ το μου πιο λιανά…
(αρχίζει να εκνευρίζεται ο κυρ-Βασίλης) Ρε παιδί μου, εσύ από ΦΠΑ πόσα χρωστάς; Θυμάσαι;
-Εεεεε, με τα προστίματα θά ‘ναι καμιά δεκαπενταριά χιλιάρικα…
-Ε, λοιπόν. Από αυτά τα δεκαπέντε, τα δέκα είναι κεφάλαιο -τα υπόλοιπα είναι τα προστίματα που λες και οι προσαυξήσεις. Θα πας λοιπόν στην εφορία μέχρι το τέλος του αλλουνού, θα πληρώσεις επιτόπου 500 ευρώ, θα κάνεις και μια αίτηση και αμέσως-αμέσως τα δεκαπέντε που χρωστάς θα γίνουν δωδεκάμιση. Και μείον 500 που θα πληρώσεις, δώδεκα. Θα στα κάνουν εξήντα δόσεις, και θα πληρώνεις διακόσα το μήνα, αρχίζοντας από το καλοκαίρι…
-Σώπα ρε Βασίλη, σοβαρά; Αυτό είναι όλο δηλαδής;
-Ε, άμα θες, μπορείς και να πληρώσεις έντεκα χιλιάρικα με τη μία και να ξεμπερδεύεις…
-Όχι ρε, τι λες τώρα, τρελός είσαι;!; Το πρώτο το κόλπο θα κάνουμε, αυτό με τις δόσεις!

Κι έτσι ο κυρ-Τάσος πήγε στην εφορία, πλήρωσε τα 500 (“ασπιρίνες να τα φάτε κερατάδες!”), και πήρε και τη φορολογική ενημερότητα που τόσο χρειαζόταν.
Κι έτσι τώρα θα μπορέσει να πουλήσει εκείνο το δυαράκι στην Κολοκυνθού, που του το άφησε ένας πρωτοξάδερφος της μάνας του (“πέθανε χωρίς παιδιά ο μακαρίτης, θεόςσχωρέστονε”) και του το ζήταγε ο Πακιστανός που το νοικιάζει (“τρακόσα το μήνα, χωρίς χαρτιά και μαλακίες”), αλλά δεν μπορούσανε να κάνουνε συμβόλαια γιατί δεν είχε ενημερότητα.
Θα τραβήξει μια μπροστάντζα από τον Πακιστανό, να πάει να πληρώσει και τον φόρο κληρονομιάς (που είναι χρόνια απλήρωτος), και μετά θα κάνει τα συμβόλαια.
Και με τα λεφτά από το δυαράκι θα ξοφλήσει την αντιπροσωπεία των γιαπωνέζων, που τους έχει φορέσει ένα φέσι πασαλήδικο, και μπορεί να κάνουνε και τους αρραβώνες της μεγάλης. Κι όσο για τις δόσεις του φιπιά, έχει ο θεός…

Βέβαια, ο κυρ-Τάσος έχει και κάτι πάρε δώσε με το ΙΚΑ, γιατί πλάκωσε μια φορά ο Έλεγχος και του βρήκανε τον άλλο τον Πακιστανό, τον Χακίμ, που τον έχει βοηθό στο συνεργείο, του δίνει μια πεντακοσαρού το μήνα και δεν τον έχει δηλωμένο.
Πήγε να τους παραμυθιάσει, ότι τάχα ήτανε ο γιος μιανού ξαδέρφου του που έχει παντρευτεί τσιγγάνα -γι’ αυτό και το παιδί βγήκε μελαμψό-, πού ‘ρχεται να μάθει τη δουλειά, αλλά ο ΙΚΑτζής δε μάσησε.
Και τώρα, εκτός από τα προστίματα, τονε τρέχουνε και στα δικαστήρια -αλλά ευτυχώς, κάτι οι δημοτικές εκλογές, κάτι μια απεργία των δικαστικών, κάτι που πήρανε τηλέφωνο για μπόμπα και αδειάσανε όλη την Ευελπίδων-, το δικαστήριο πάει από αναβολή σε αναβολή. “Και στο αναμεταξύ, πού θα πάει, όλο και θα κάνει και το ΙΚΑ καμιά ρύθμιση”, λέει ο κυρ-Τάσος και κλείνει το μάτι με νόημα, κατεβάζοντας το ουζάκι του…

Ηθικόν δίδαγμα

Και βέβαια έχει και ηθικόν δίδαγμα η ιστορία, -πληρώνεις κάτι παραπάνω, αλλά η εξυπηρέτησις είναι άψογη. Το ηθικόν δίδαγμα, λοιπόν, θα μας το πει ο κυρ-Φάνης, ο υπάλληλος της Eurobank:

“Κατάλαβες, αδερφέ μου; Εγώ τά ‘σκαγα του κυρ-Τάσου για να είμαι εντάξει, σωστός και νομοταγής, να μη χάνει και το κράτος το φιπιά του -κι ο κυρ-Τάσος τά ‘κανε πλεϊστέησον του πιτσιρικά και προικιά της κόρης. Κι έρχεται αυτός ο να-μην-πω ο Υπουργός, και σου λέει θα αυξήσει το φιπιά… Για να κάνει και το νυφικό της η κόρη του κυρ-Τάσου, κατάλαβες… Τι; Τι είπες; Τιμολόγιο; Άμα ξαναζητήσω εγώ τιμολόγιο, να μου κοπεί το ένα αρχίδι”!

ΧΑΣΟΔΙΚΗΣ -(Φωτογραφία: Πόστερ της Ροσίνα Γουωτσμέιστερ)

http://xasodikis.blogspot.com/