“Αυτά που κάψαν το σανίδι”. Ηρώδειο, Φεστιβάλ Αθηνών, 27&28 Ιουνίου

Φόρο τιμής των σημερινών πενηντάρηδων στους θεράποντες του Θεάτρου από το Μεσοπόλεμο και δω αποτέλεσε η μουσική αυτή παράσταση του Ελληνικού Φεστιβάλ. Ξεκίνησε από μια ιδέα του προέδρου του Γιώργου Λούκου και υλοποιήθηκε μετά από προσπάθεια που κράτησε καιρό πολύ –ήταν εμφανές αυτό- από τον Σταμάτη Κραουνάκη.
«Ο θίασος είναι πολυπληθής. Δεν θα λείψει κανείς», έλεγε ο Κραουνάκης κι όντως εμφανίστηκαν επί σκηνής ή έγιναν εμμέσως πλην σαφώς εμφανή, στις περιπτώσεις που έχουν φύγει από τη ζωή, ονόματα μυθικά, από εκείνα που όντως «έκαψαν το σανίδι» .
Η Άννα Καλουτά, η Σπεράντζα Βρανά, η Ζωζώ Σαπουντζάκη, η Μάρω Κοντού, ο Γιώργος Μαρίνος, η Μάρθα Βούρτση, η Ζωή Φυτούση, η Άννα Παναγιωτοπούλου αυτοπροσώπως και οι νεότεροι Κατιάνα Μπαλανίκα, Λάκης Λαζόπουλος,, Γρηγόρης Βαλτινός, Σόνια Θεοδωρίδου, Δημήτρης Μπάσης, Χρήστος Στέργιογλου, Μελίνα Τανάγρη, Μάρθα Φριντζήλα, Γιάννης Χαρούλης και η ομάδα Σπείρα Σπείρα ανάλαβαν να εκπροσωπήσουν όσους πλέον λείπουν.
Όλοι τους τραγούδησαν σημαντικά και σημαδιακά τραγούδια από την ιστορία του ελληνικού θεάτρου, το βαριετέ, την επιθεώρηση, το σύγχρονο μουσικό θέατρο, την αττική κωμωδία, Κείμενα εύστοχα, αλλά κι απολαυστικές παρλάτες της Λίνας Νικολακοπούλου, που εκφωνούσαν ανάμεσα από τα τραγούδια ο (και) κομπέρ Σταμάτης Κραουνάκης και η κομμέρ Ελένη Ουζουνίδου, αποτέλεσαν τις γέφυρες των εποχών.
«Ορνιθες» και «Ματωμένος γάμος», ιστορικές παραστάσεις με μουσική του Χατζηδάκι, έργα με πολιτική αξία, όπως το «Μεγάλο μας τσίρκο» και το «Ένας όμηρος», αλλά και τραγούδια για κοινωνική χρήση πχ. «Ολα σπάσ’ τα», «Ριρίκα», «Χαστούκι» και άλλα όμοιά τους κινούμενα πάντα στους ίδιους άξονες έδωσαν ένα . μουσικό σπονδυλωτό έργο με πολλά στοιχεία λαϊκής όπερας, με συνθέτες της πολλούς και διαχρονικούς. Πρωθιερέας ο Χατζιδάκις και μαζί του ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Χρήστος Λεοντής, ο Θάνος Μικρούτσικος στα μπρεχτικά του , οι «Αχαρνής» του Σαββόπουλου , ο Κηλαηδόνης, ο Μουζάκης, ο Σουγιούλ, ο Ριτσιάρδης,
«Ξύπνησαν τα νιάτα όλων μας», είπε ο Κραουνάκης, που σε όλη του την πορεία είναι ένας συνθέτης/σκηνοθέτης θεάτρου, κι όντως. Το θαυμαστό με αυτόν είναι πως πατάει με το ένα πόδι στο παλιό και με το άλλο στο σήμερα, κατορθώνοντας το αποτέλεσμα να είναι εξόχως σύγχρονο, καθόλου μελό και χωρίς τη μελαγχολία της νοσταλγίας. Υπονομεύοντας το παρελθόν το αναδεικνύει και το τιμά!
Ξυπνήσαν όμως και οι σκέψεις: Πώς είναι δυνατόν μια γενιά που γαλουχήθηκε και συγκινήθηκε από ποίηση αληθινή, μελοποιημένη από τέτοιους συνθέτες, που θαύμασε τις ερμηνείες όλων των ιερών τεράτων να καταλήξει να παραδώσει στα παιδιά της μιαν Ελλάδα με τον πολιτισμό της στη σημερινή του κατάντια;
Αποκάλυψη ερμηνείας ήταν ο Χρήστος Στέργιογλου στους ρόλους του Μεσοπολέμου. Μια παρουσία που απέπνεε αξιοπρέπεια και ήθος ήταν εκείνη της Ζωής Φυτούση.
Η Ζωζώ Σαπουντζάκη, ελάχιστα διαφορετική από την εποχή που «έκαιγε» τα σανίδια.
Ο Γρηγόρης Βαλτινός με ιδιαίτερη επίγνωση του ελέγχου της σκηνικής παρουσίας του και της κίνησης.
Η λυρική καλλιτέχνις Σόνια Θεοδωρίδου χειροκροτήθηκε ιδιαίτερα στο «Ματωμένο Γάμο».
Πολύ καλή η Μάρθα Φριντζήλα στα μπρεχτικά.
Ο Λάκης Λαζόπουλος δεν άντεξε και το έρριξε κι εκεί στην αυτοσχεδιστική σάτιρα με ιδιαίτερη τη στιγμή που αποφάσισε «μιας και είμαστε στο Ηρώδειο να παίξω και μια δραματική σκηνή» κι άρχισε να εκφωνεί με στόμφο περίσσιο το Αμλετικό «Να Ζίμενς κανείς ή να μη Ζίμενς»! Και η πιο συγκινητική η Άννα Καλουτά, στο επίκεντρο της σκηνή του φινάλε, που αφού «τσακώθηκε» κάμποσες φορές με τον Κραουνάκη, επειδή άρχιζε να μιλά εν μέσω θυελλωδών χειροκροτημάτων του κοινού και «της έκοβε τα παλακάμια», στο τέλος έκανε τη θλιβερή διαπίστωση, πως μάλλον «αυτή θα είναι και η τελευταία φορά που έρχεται σε επαφή με το κοινό».
Τι έγκλημα, αλήθεια, η καταστροφή στα τελευταία τριάντα χρόνια όλου αυτού του πολιτισμικού πλούτου, για τον οποίο εδώ και έναν αιώνα κάποιοι αφιέρωσαν τη ζωή τους ώστε να κτιστεί σιγά-σιγά! Και πότε άραγε θα μπορέσουμε να ανακάμψουμε;
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΒΙΤΣΟΣ  -(Φωτογραφία: Aρχείο φουστανΕΛΛΑΣ)