(1) – Τέλειας είναι διάπλασης φυσικής.
(2) – Εξαιρετική ελαστικότητα και λεπτότητα του νευρικού συστήματος, τον κάνει υπερευαίσθητο στην αρμονία των ήχων. Ικανό να νιώσει τη μουσική υπεράνω όλων, όντας, από τη φύση, γεννημένος μουσικός.
(3) – Διαθέτοντας οξύτατη και υπέροχη αίσθηση και φαντασία, αποτυπώνει στο πνεύμα το αντικείμενο στο οποίο προσηλώνεται. Το αποσυνθέτει και ταυτόχρονα το ανασυνθέτει, διεισδύοντας στην ουσία και δρέποντας την αλήθεια χωρίς να το επιζητήσει. Η αλήθεια μπαίνει μέσα του, φυσιολογικά, με τη μορφή μιας περιεκτικής ιδέας.
(4) – Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η αίσθηση, μέσα του, γίνεται το συνολικό αντικείμενο που μιλάει στο πνεύμα του.
(5) – Χάρη σε μια θαυμαστή ρυθμική-αρμονική έφεση της διάνοιας, το αληθινό αποκαλύπτεται μέσα του, μεμιάς, διαισθητικά. Με σημάδια αυθεντικά, ανάλογα με τη φύση του αντικειμένου που παρατηρεί, όπως εκείνο ξεπετιέται από τα απειροελάχιστα άκρα ή από τις ρίζες για να ολοκληρωθεί. Γ ια το λόγο αυτό, μέσα του, αντικείμενο, ιδέα και όνομα σχηματίζουνε μια τέλεια τριάδα. Μια τριάδα αρμονική, ταυτόχρονη, αδιαίρετη.
(6) – Όσο πιο αφηρημένη είναι μια ιδέα τόσο, εκφράζοντάς την, τη συγκεκριμενοποιεί με το λόγο. Την παρουσιάζει στο πνεύμα των άλλων: καθαρή στο βάθος της, απλή στην πολυπλοκότητά της, θεωρητικά αληθέστατη.
(7) – Κάθε ιδέα του, αποτελεί οντότητα νέα κατά την ουσία και τον τρόπο που τη βλέπει. Και κάθε λέξη του, αποτελεί ζωτικό μέσο προορισμένο, ζωηρά, να εντυπωσιάσει το πνεύμα και την ακοή. Καθώς σ’ αυτόν, η λέξη μάλλον από το πνεύμα βγαίνει παρά από το στόμα. Το πνεύμα, όντας γεμάτο από την ιδέα, εμψυχώνει από αυτήν το λόγο, που μέσα του είναι σκέψη.
(8) – Στις δυνατότητες των φωνητικών του οργάνων οφείλει την ποιότητα της φωνής του. Που είναι αρμονική, ευλύγιστη, εκφραστική, ικανή να εμπνεύσει και έτοιμη ν’ αποδώσει την τονικότητα των στίχων του. Ενστικτωδώς, γι’ αυτό, δημιουργεί το μεγαλύτερο μέρος τους τραγουδώντας. Αυτοσχεδιάζοντας δηλαδή μελωδίες, στις οποίες ακούγεται η έκφραση της ποιητικής ιδέας συγκεκριμενοποιημένη από ένα ηχηρό πνεύμα.
(9) – Έχοντάς τον πολλές φορές ακούσει να δημιουργεί έτσι, κατάλαβα ότι σχηματίζει την ποιητική αρμονία με την αλληλουχία των τόνων που αρθρώνει χρησιμοποιώντας μια καταπληκτική και αρμονικότατη ποικιλία αυτοσχεδιασμών. Από τις πιο πάνω αρθρώσεις, βγαίνουνε λόγοι απλούστατοι, από μόνοι τους ικανοί να εκφράσουνε το ρυθμό, την ιδέα και την αρμονία του στίχου.
(10) – Καθώς, κάποτε, μου απάγγελλε αποσπάσματα ενός νέου εθνικού ποιήματος ανομοιοκατάληκτου (που μια μέρα θα δείξει τη δύναμη που ήξερε να υψώνει την τέχνη), εντυπωσιάστηκα! Εντυπωσιάστηκα, τόσο από την απόλυτα νέα για το αφτί μου μετρική, όσο από τις τονικές αρμονίες. Τελικά, ενώ μετριόφρονα μου έλεγε πως του φαινότανε πως βελτίωνε τούτο το μέτρο ή εκείνο, αναγκάστηκα να του παρατηρήσω ότι δεν είχε επίγνωση του τι έκανε. Παρακινημένος από μένα, τότε, λες και μιλούσε για έναν τρίτο, σκέφτηκε την ομορφιά του στιλ της ποιητικής αρμονίας του και άρχισε την πράξη του να συνειδητοποιεί. Αυτή η μετρική μπορεί κανείς να πει ότι προσφέρει, σχετικά με το ρυθμό, οποιαδήποτε δυνατή παραλλαγή του μουσικού χρόνου. Παρουσιάζοντας ρυθμικές συνηχήσεις νέες, που προκύπτουν από τους αρμονικότερους συνδυασμούς των μακρών και των βραχέων, ο ποιητής μας παραλλάσσει τον τονισμό του στίχου. Δίνοντας την αρμόζουσα, την αληθινή ηχητική μορφή στη σκέψη ή, ενίοτε, σχηματίζοντας βάσεις νέες, πολυσύλλαβες, μιας τονικότητας μοναδικής, ανήκουστης, ωραιοτάτης.
(11) – Αυτοσχεδιαστής της σκέψης του, με έμπνευση άμεση και στιγμιαία, είναι αληθινός ρομαντικός ποιητής. Τα ποιήματά του στην ενότητά τους προσφέρουνε λειτουργία λυρική, επική και δραματική σ’ ένα ιδεώδες αφ’ εαυτού αληθινό, απόλυτα νέο και τέλειου ύφους. Τα χαρακτηριστικά των πλασμάτων της φαντασίας του είναι: πρωτοτυπία, βάθος, απλότητα και ρομαντισμός.
(12) – Ικανός είναι να εισδύσει σε όποια, και όσο ψηλή, περιοχή της επιστήμης- και μάλιστα ευκολότερα όσο λιγότερα κατέχει στοιχεία. Όπως επίσης και κάθε τέχνης, όπου συλλαμβάνει απόλυτα τη δημιουργική πράξη του αριστουργήματος. Ξαναδημιουργώντας το μέσα του, ανακαλύπτει με τις προσωπικές του δυνάμεις ό,τι περικλείει αληθινό και μυστικό· και μαζί το σφραγίζει με την πράξη του.
(13) — Πάντα στις πνευματικές του θέσεις: κάθετος!
(14) — Όταν δημιουργεί, δε μιμείται αλλά εφευρίσκει!
(15) — Όσο πιο πρωτότυπος είναι στη δημιουργία του, τόσο αργεί να την τιθασεύσει καθώς, ζωηρή, διατηρείται στο πνεύμα του η ιδέα από την οποία αδυνατεί να ελευθερωθεί αν εκείνη δεν ηρεμήσει.
(16) — Ικανός είναι να επηρεάσει το συνάνθρωπό του, προσηλώνοντάς τον απόλυτα, διεγείροντας ζωηρά τη συμπάθειά του, εντυπωσιάζοντάς τον όσο αντέχουν, εκείνου, οι δυνάμεις.
(17) — Έτοιμος και σθεναρός στο να δώσει την προσοχή του σε ό,τι μπορεί να τον ενδιαφέρει- ανυπόμονος και οργίλος στο ν’ ανεχθεί την κενότητα.
(18) — Μου λέει, συχνά, ότι δημιούργησε ποιητικά με μουσική έμπνευση. Γι’ αυτό νιώθω βεβαιότατος! Πιστεύω, μάλιστα, ότι τα πιο πρωτότυπα και αφηρημένα μέρη των ποιημάτων του, που υποστηρίζει ότι προκύψανε χωρίς καμία συνθετική προπαρασκευή, από τέτοιες προέρχονται εμπνεύσεις. Οι εμπνεύσεις αυτές πιστοποιούν κάποια καλλιτεχνικά κέντρα μυστικά, στα οποία κατευθύνεται με ορμή κυνηγώντας, ταυτόχρονα, διάφορα αξεδιάλυτα αντικείμενα.
(19) — Αληθινός, ζωηρότατος και πάντα πρωτότυπος στις εικόνες που πραγματοποιεί, με τρόπο εντελώς νέο για τη, μέχρι σήμερα, γνωστή τέχνη. Θα έλεγε κανείς: ψυχές και σώματα που ζούνε ταυτόχρονα.
(20) — Μεταξύ των υπερβατικών τάσεων της φαντασίας του υπάρχει μία που, κάποτε, μπορούσε να γίνεται νοσηρή. Είναι εκείνη του να ιδεάζεται, με επιμονή, ασθένειες από τις οποίες ενδεχόμενα θα υπέφερε.
(21) — Είναι μπορετό να απατηθεί από την καλή του πίστη αλλά και από τις καχυποψίες του εκείνη ενός άπειρου παιδιού, εκείνες ενός αρχιπανούργου. Έτσι, κάποτε, δεν αξιολογεί στην πρώτη περίπτωση την υποκρισία και στη δεύτερη την αφέλεια.
(22) — Έχει την τάση να πλησιάζει ανοιχτόκαρδα τα πρόσωπα της υπηρεσίας του. Τα ίδια πρόσωπα, ωστόσο, κινδυνεύουνε να υποστούνε την οργίλη συμπεριφορά του για κάποιο μικρό, τυπικό, παράπτωμα. Γ ι’ αυτό, πάντως, μετανιώνει και προσπαθεί τα πράγματα ν’ αποκαταστήσει.
(23) — Σταθερό και ζωηρότατο, μέσα του, είναι το αίσθημα της φιλίας. Αγαπάει εγκάρδια τους φίλους του, νιώθοντας τα καλά και τα κακά τους σαν δικά του. Γ ι’ αυτό, κάποτε, δοκιμάζει τις πιο έντονες συγκινήσεις.
(24) — Αρκεί, ένα πρόσωπο που αντιπαθεί, να δυστυχήσει για ν’ αρχίσει να το αγαπάει.
(25) — Όντας μετριόφρων υπερβολικά, συχνά αδυνατεί ν’ αξιολογήσει τον έπαινο. Προερχόμενο από φίλο τον θεωρεί υπερβολή, από άλλους: κολακεία.
(26) — Είναι επιρρεπέστατος στο γέλιο και μάλιστα το ξεκαρδιστικό· φτάνοντας καμιά φορά στα όρια νευρικού σπασμού. Άλλο τόσο εύκολος είναι στο κλάμα, για την παραμικρή ψυχική συγκίνηση. Αυτή η αντίθεση που, κάποιες φορές, εναλλάσσεται στιγμιαία δείχνει τη μεγάλη ευαισθησία των νεύρων του’ αλλά και την ισορροπία του οργανισμού του.
(27) — Χάρη σε μιαν ενόραση, εντελώς διαισθητική, είναι ικανός να βλέπει στο μέλλον.
(28) — Είναι χαριτωμένα περιπαιχτικός και κυρίως μίμος.
(29) — Η συχνότητα και η ποικιλία της αφηρημάδας που πέφτει ο λογισμός του, κάποτε, τον κάνει να μην ξέρει τι θέλει. Συχνά είναι ανακόλουθος στις επιθυμίες του, νιώθοντας ταυτόχρονα, λανθάνουσες, άλλες αντίθετες. Για παράδειγμα: πολλές φορές επιθυμεί τη συντροφιά του φίλου και δοκιμάζει, βλέποντάς τον, ευχαρίστηση μεγάλη. Σε λίγο, όμως, μια αφηρημάδα που τον θέλει ολότελα δικό της, τον κάνει να επιθυμεί τη μοναξιά. Χωρίς να του το εκφράσει, τότε, του το διαμηνύει μ’ ένα παίξιμο του ματιού.
(30) — Είναι ικανός, όταν διαισθάνεται ή εμπνέεται, να περάσει από την αρχική φυσιολογική κατάσταση στην πιο ακραία αντίθεση. Και από εκεί, αβίαστα, σε άλλη. Και όσο εισδύει στη διαίσθηση, τόσο ελευθερώνονται οι αισθήσεις του για να ξεχωρίσει οποιοδήποτε αντικείμενο.
(31) — Είναι ικανός, με δυνάμεις θαυματουργές, να διατηρεί τη φυσικότητά του. Γ ι’ αυτό θα μείνει για πάντα παιδί στην αγνότητα, νεαρός στις δυνάμεις της καρδιάς και του νου και γέρος στη σοφία της σκέψης.
(32) — Μη ανεκτικός μικρών παρενοχλήσεων, είναι καρτερικότατος στις μεγαλύτερες συμφορές. Έτοιμος είναι, όποτε τύχει, να νιώσει το θάνατο του σώματος σαν ζωή του πνεύματος! Στρέφει συχνά, μυστικά, τη σκέψη και την αγάπη του στον ωραίο κόσμο που τον προσμένει. Γιατί οι βαθύτερες διαισθήσεις που χαρακτηρίζουνε το πνεύμα του, βρίσκονται στην αιωνιότητα και στο άπειρο.
(33) — Είναι απόμακρος από εξωτερικά τυπικά αλλά αισθάνεται, έντονα, τη θρησκεία. Τρεις αγάπες τρέφει στην ψυχή του: του Θεού, του πλησίον και κάθε χριστιανικής αρετής.
(34) — Απλός και ανοιχτός στους τρόπους, αντιτίθεται σε κάθε προσποίηση. Είναι εχθρός της ψευτιάς που, ίσως, περισσότερο από καθετί τον απωθεί.
(35) — Γεννημένος είναι να ζει μακριά από τον κόσμο, με τον εαυτό του ή με τα παιδιά. Μολονότι αγαπάει τον άνθρωπο και αισθάνεται ζωηρό τον πόθο να φανεί χρήσιμος.
(36) — Ζώντας μοναχός όσο γίνεται περισσότερο, διατηρεί άθικτο το ένστικτό του. Του οποίου κύρια χαρακτηριστικά είναι: η αγνότητα, η ταπεινοφροσύνη, η γαλήνη, η αγαθοεργία, η μεγαλοψυχία και η δικαιοσύνη. Καθώς και μια παιδιάστικη αθωότητα, περισσότερο από κάθε άλλο, ικανή να του εξασφαλίζει την ηρεμία.
(37) — Όσο υψώνεται στη δημιουργία τόσο, μυστικά, νιώθει τα τρία πρώτα χαρακτηριστικά του ενστίκτου του. Μέσα σ’ αυτά, μετά τη δημιουργία, αναπαύεται σαν παιδί ξανοιγμένο σε ευχάριστο όνειρο, με το πνεύμα κρυφά στραμμένο στο Θεό.
(38) — Είναι προορισμένος, από τη φύση του άγνωστου εαυτού του, να οδηγεί σε προστριβή συνεχή τις πνευματικές του δυνάμεις. Δημιουργώντας, αυτές αυξάνονται όσο περισσότερο εμπνέεται από τη διαίσθηση, κάνοντάς τον ικανό να νιώσει συνειδητά τον εαυτό του.
(39) — Αγαπάει τον άνθρωπο όσο περισσότερο τον βλέπει- αλλά και τον πλάθει στη φαντασία του.
(40) — Μια απλή ανθρώπινη επαφή είναι ικανή να τον ταράξει και να τον οδηγήσει στην υπερβολή. Σε τρόπο που να μην μπορεί να συνέλθει χωρίς προσπάθεια.
(41) — Είναι ικανός να εξεγερθεί από τα πάθη και στο βρασμό τους να φτάσει στις πιο βίαιες υπερβολές. Επανακτώντας ωστόσο συνείδηση των πράξεών του, μετανοεί και κρίνει τον εαυτό του αυστηρά.
(42) — Αυτά που λεχθήκανε για το φίλο, είναι όσα μπόρεσα να δω μέχρι τα τώρα. Εγώ που, περισσότερο από τον όποιον άλλο, πέρασα κοντά του ένα μέρος της ζωής. Τελικά, σε βάθος κανείς δεν θα μπορέσει να εισχωρήσει στην ύπαρξή του. Ούτε ο ίδιος θα φθάσει να γνωρίσει απόλυτα τον εαυτό του. Και τούτο, γιατί το πνεύμα του διαρκώς αναπτύσσει φρέσκιες δυνάμεις και ανανεώνεται.
Σημείωμα του μεταφραστή
Ο Σπύρος Δε Βιάζης, το 1880, μαζί με τα τότε γνωστά «Άπαντα του Σολωμού»(α), εξέδωσε μια σειρά από παρατηρήσεις του Κερκυραίου μουσουργού Νικόλαου Χαλικιόπουλου-Μάντζαρου[Κέρκυρα, 26 Οκτωβρίου 1795–Κέρκυρα, 12 Απριλίου 1872, συνθέτης, ιδρυτής της μουσικής Επτανησιακής Σχολής, συνθέτης του Εθνικού Ύμνου],που αφορούσανε τον ποιητή.
Το κείμενο Δε Βιάζη έχει χρονολογία 1850 και θεωρήθηκε, εσφαλμένα πιστεύω, σαν αντίγραφο. Ο Ντίνος Κονόμος, το 1957, δημοσίευσε το σωζόμενο πρωτότυπο με χρονολογία 31 Δεκεμβρίου 1848, μαζί με πρόχειρη μετάφραση («ανάγνωση») του καθηγητού Γ. Ζώρα.
Η μετάφραση που παρατίθεται εδώ, είναι από το χειρόγραφο Ζώρα-Κονόμου του 1948 (με τις παραπομπές).
Το εγχείρημα αποδείχτηκε δύσκολο, εξαιτίας: τόσο της διαφοράς της γλώσσας όσο και της ιδιότυπης σύνταξης της εποχής.
Τελικά, ανάμεσα στην πίστη και στην τόλμη επέλεξα τη δεύτερη! Αν προτιμάτε, τόλμησα να είμαι πιστός, όχι απόλυτα, αλλά με το δικό μου τρόπο. Αν ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος-Μάντζαρος έγραφε σήμερα, και έγραφε ελληνικά, πιστεύω πως θα ερχότανε… στα λόγια μου. ΝΙΚΙΑΣ ΛΟΥΝΤΖΗΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΟΣ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, ΤΕΥΧΟΣ 46-47, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1999
Προσθήκη σχολίου