ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ του Ανδρέα: ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ, ΟΚΤΩ ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ 2020, Βιβλιοπαρουσίαση

Από τα προλεγόμενα του Ν. Λούντζη ξεχωρίζουμε ένα τμήμα, που περιλαμβάνει όσα πρέπει να γνωρίζουμε για την Επτανησιακή πολιτισμική ιδιοτυπία.
Ο όρος «πολιτισμική ιδιοτυπία» δεν περιορίζεται σε ήθη και έθιμα, αλλά περιλαμβάνει και αυτό που θα ονομάζαμε τοπική ιδιοσυγκρασία∙ τη χαρακτηριστική ψυχολογική αντίδραση μιας κοινωνίας στις εξελίξεις της ζωής.
Αν αναζητήσει κανείς το κύριο χαρακτηριστικό της επτανησιακής πολιτισμικής ιδιοτυπίας, θα κατέληγε σίγουρα στην «φιλοπαίγμονα ιδιοσυγκρασία». Σε μια ιδιοσυγκρασία δηλαδή η οποία στέκει κριτικά απέναντι στα γεγονότα, διακρίνει το κωμικό στοιχείο που κρύβεται σε πολλές σοβαρές καταστάσεις, αποκτά έτσι ελεύθερη στάση, και, τελικά, ιχνηλατεί τη φαιδρότητα, χαίρεται τη φαιδρότητα και πιστεύει στην κινητήρια φαιδρότητα του ανθρωπίνου δράματος γενικότερα.
Από τα «Ερωτήματα» του συγγραφέα επιλέγουμε μια παράγραφο που σχετίζεται με τα παραπάνω:

Ας με συγχωρήσει, παρακαλώ, ο φίλος αναγνώστης για την αναδρομή σε πρόσωπα της οικογένειάς μου. Αυτό συμβαίνει γιατί η προσέγγιση είναι βιωματική, μέσα από σπαρταριστές αφηγήσεις του πατέρα μου, που συνδύαζαν αγάπη και νοσταλγία για την παράδοση, ανάμικτη με ανατρεπτική σκέψη, σεβασμό στους προγόνους, αλλά και κριτική, και κυρίως ανάλαφρη και φιλοπαίγμονα διάθεση∙ αυτή την οπτική γωνία των πραγμάτων, που είναι το αλατάκι στην έκφραση της κεφαλονίτικης σκέψης.

Έχοντας ήδη μια ιδέα, στη συνέχεια αναφερόμαστε στην Κεφαλονίτικη Μεταφυσική, ένα όμορφο, καλοδουλεμένο και με πολύ ξεχωριστό τρόπο δοσμένο έργο, του Ληξουριώτη Ντίνου Λασκαράτου, απόγονου της οικογένειας του εξαίρετου ποιητή μας Ανδρέα Λασκαράτου. Ο συγγραφέας σε κεφαλονίτικη διάλεκτο και με μοναδική γλαφυρότητα, μας γνωρίζει το ιδιαίτερο πνεύμα του Κεφαλονίτη και θέλει μεταξύ άλλων να δώσει στον φίλο αναγνώστη που θα θελήσει να μπει περισσότερο στην «ατμόσφαιρα» της εποχής, μια πληροφόρηση που θα του επιτρέψει να δώσει «βάθος» σ΄ αυτό που διαβάζει, να το «ζήσει»
Το έργο είναι ένα δημιούργημα, το οποίο περιλαμβάνει οκτώ μικρές Ληξουριώτικες ιστορίες, που κάθε μια παρουσιάζει την εποχή, που όλα ήταν φυσικά, θαυμαστά και δημιουργικά στην απλότητά τους. Η εποχή αυτή έφυγε, όμως άφησε πίσω της ένα είδος ζωής πραγματικά ζηλευτής και νοσταλγικής για τους μεγαλύτερους συμπολίτες, που στη διήγησή τους κομπιάζουν από συγκίνηση.
Ο Ντίνος Λασκαράτος άφησε για λίγο την πένα του επιτυχημένου, διακεκριμένου και βραβευμένου δικηγόρου της Αθήνας και για να χαλαρώσει από το βουητό της πολυάσχολης πόλης, καταπιάστηκε με τις διαλεχτές ιστορίες του, τις οποίες μας πρόσφερε απλόχερα, για να τις απολαύσουμε και να χαλαρώσουμε και εμείς από τις ποικίλες έγνοιες μας.
Κάθε μια και μια διαφορετική υπόθεση.
Η πρώτη ιστορία, που είναι σουρεαλιστική, με τίτλο Κεφαλονίτικη Μεταφυσική, αναφέρεται σε ένα περιστατικό, στην ταβέρνα του Μπάμπη, στην παραλία του Ξι. Δείχνει πώς ο Μπάμπης αντιμετώπισε με ψυχραιμία την παρουσία άγνωστων ναυτικών, με το λοστρόμο τους για κάπο (αρχηγό), που από τις κουβέντες τους κατάλαβε πως ήταν διαόλοι, που είχαν έρθει με το καράβι τους, για να τον πάρουν μαζί τους. Στον έντονο διάλογό τους, ο Μπάμπης έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.

– Εμένανε , βωρέ, ήρτατε να πάρετε;
– Μπα! Και ποιος είσαι ελόγου σου και μας αψηφάς; μίλησε ο λοστρόμος θυμωμένα …
– Καλά, βωρέ, δεν ξέρεις ότι οι Κεφαλονίτες, και μάλιστα οι Ληξουριώτες, στην Κόλαση δεν πάνε; …
– Τότε τι γίνονται οι Κεφαλονίτες άμα πεθάνουν;
– Στο ταβερνάκι του Αγγελοδιονύση πηαίνουνε, με την ωραία κληματαριά, τσι μπουκανβίλιες, το δροσερό κρασάκι και τσι γλυκές καντάδες, που ’ναι αναμεσό Παραδείσου και Κόλασης!

Η σιγουριά κι η θάρρητα του κάπελα βάλανε σε συλλοή τον λοστρόμο … που κατάλαβε ότι είχε λάθος οδηγίες. Η γραφειοκρατία τση Κόλασης είχε ξεχάσει ότι ο Μπάμπης ήτουνε Κεφαλονίτης και μάλιστα Κατωησιάνος! Έμεινε τώρα ο λοστρόμος να τηράει ιμπαράτσος (αμήχανος) τον Μπάμπη …, ο οποίος έξυπνα τους πρότεινε:

-Καθίστε, βωρές παιδία, μιας και κάνατε ολάκαιρο ταξίδι τζάμπα, καθίστε να σας τρατάρω αυγά τσιρτσιριστά (τηγανητά) με μπόλικο βούτυρο φρέσκο, ψωμί μοσχοβολιστό, πρέτζα (κεφαλονίτικο τυρί), τσιγαρίδια, σκουράτζο (ρέγγα) και βοστιλίδι πρώτο! Να πούμε και καμιά κανταδούλα και μετά γυρνάτε στο καράβι!

Έτσι κατάφερε με το τρατάρισμα και το τραγούδι, να αλλάξει την εχθρική διάθεση και το σκοπό του ερχομού τους και να τους μεταβάλει σε καλοταϊσμένους, χορτασμένους και ικανοποιημένους διαόλους, που λίγο ακόμη θα γίνονταν και φίλοι του.
Όταν έφυγαν, ο Μπάμπης έφτυσε τον κόρφο του, έκανε τον σταυρό του στρωτά τρεις βολές, τήραξε το εικονοστάσι και είπε:

– Τι κάζο (πάθημα)κι εφτούνο! Σχώρνα με, Άγιε Χαράλαμπε …

Αυτή είναι μια νόστιμη ιστορία, με την οποία ο συγγραφέας προσπαθεί να περιγράψει την απερίγραπτη κεφαλονίτικη ψυχή.
Η επόμενη ιστορία, που ονομάζεται Ληξουριώτικη Αεροπορία, αρχίζει με τη συζήτηση μιας παρέας τριών κολέηδων (φίλων), το καλοκαίρι του 1728 στο Ληξούρι, στη γωνιά μιας μπακαλοταβέρνας του Μεμά του Μπάκα (με τη μεγάλη κοιλιά), οι οποίοι απορούν για κάποιες περίεργες κινήσεις του σιορ Αντρία του ντετόρου, (γιατρού) και του σέμπρου του Μικέλη, που αφού μάζεψαν διάφορα, ξύλα, βέργες, καραβόπανα, λουριά και άλλα, κάτι μαστορεύανε κλεισμένοι σε μια αποθήκη. Ούτε η Μαργετίνα, η ξαδέλφη του ενός φίλου, που δούλευε στου γιατρού, ήξερε κάτι να τους πει. Οι άλλοι γιατροί πάλι, που μαζεύονταν στο Φαρμακείο και έλεγαν τα δικά τους, δε γνώριζαν τίποτε και απλά σχολίαζαν.
Ο Αντρίας στην αποθήκη εξηγούσε στο Μικέλη ότι από τον καιρό που σπούδαζε γιατρός στην Πάντοβα, κατάφερε να πάρει κάποια στοιχεία από ένα έργο του Ντα Βίντσι και με βάση αυτά, αποφάσισε να κατασκευάσει ένα ανεμοπλάνο, με το οποίο από μια μικρή σε ύψος απότομη πλαγιά θα πετούσε, θα γλιστρούσε δηλαδή για λίγο στον αέρα, για να πέσει απαλά στη θάλασσα από κάτου Τον δυσκόλευε όμως η καμπύλη της φτερούγας, (κούρμπα), αλλά στο τέλος τα κατάφερε. Χειριστής θα ήταν αυτός, που θα λεγόταν αεροπόρος. Ο Μικέλης θαύμαζε το γιατρό με όσα του εξηγούσε για την επιστήμη και τις γνώσεις του και βοηθούσε να γίνουν όλα σωστά, με πολύ ζήλο και καμάρι.
Όταν ήταν τελείως έτοιμοι, ένα πρωινό με λίγο αεράκι πήγαν στα Λέπεδα, να βάλουν σε εφαρμογή το επίτευγμα. Αλλά δεν ήταν μόνοι. Όλοι είχαν μάθει από κάτι για το έργο του γιατρού τους. Μέχρι και η μάνα του κατέφτασε μαλώνοντας τον άμυαλο γιο της. Ο Ανδρέας ανέβηκε, πέταξε και κατέβηκε! Ο κόσμος το διασκέδαζε. Η μάνα του ανησυχούσε από τη μια και τον έβριζε από την άλλη. Η ιστορία έκλεισε με χωρατά.
Ο αναγνώστης θα ευθυμήσει, αλλά και θα θαυμάσει το ευφυές σχέδιο του ντοτόρου Αντρία.
Η τρίτη ιστορία έχει την ονομασία Ο Αμερικάνος. Ο περίεργος τίτλος για το Ληξούρι εξηγείται, γιατί ο πρωταγωνιστής, ενώ ήταν Ιρλανδέζος, με το όνομα Patrick O’ Brien, κατά την εξέλιξη της ιστορίας βρέθηκε να κατοικεί στην Κεφαλονιά, που όλοι τον έμαθαν ως «ο Αμερικάνος».
Μετά από μια ειδική αναφορά, μαθαίνουμε ότι αυτός ο Πάτρικ είχε φτάσει στη Σικελία, ασχολήθηκε με την εξαγωγή του κρασιού Μαρσάλα στην Αγγλία και τελικά βρέθηκε να υπηρετεί στο Αμερικανικό Ναυτικό, όπου πήρε μέρος στον πρώτο πόλεμο της Μπαρμπαριάς εναντίον των πειρατών και, μετά από τον πόλεμο στη Λιβύη, παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο Τζέφερσον για τις υπηρεσίες του.
Όταν ο Γερασιμάκης Λασκαράτος, ο σπουδαίος έμπορος σταφίδας στο Ληξούρι, σκέφτηκε να πουλήσει το προϊόν του, όχι με τους μεσολαβητές, αλλά απευθείας στην Αγγλική αγορά, κερδίζοντας περισσότερα χρήματα, αναζητούσε ένα έξυπνο και ικανό πρόσωπο, για να αναλάβει αυτό το έργο. Το είχε κουβεντιάσει και με τον καραβοκύρη Διονύση Μουσούρη από τις Μηνιές, που θα μετέφερε το φορτίο.
Κατέφυγε τότε στο Μαρίνο, τον επιστάτη του, που ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης και ορκίζοντάς τον για την εχεμύθειά του, του ζήτησε βοήθεια. Ο Μαρίνος άκουγε με μεγάλη προσοχή, κονσολάδος (ευχαριστημένος) για την εμπιστοσύνη του αφεντός.
Ο Μαρίνος τότε του μίλησε για τον Αμερικάνο, είπε τα προσόντα του, την εξυπνάδα του, τις δραστηριότητές του, το παράσημο, για τη Λόντρα, το Παλέρμο, το εμπόριο σταφίδας στη Ζάκυνθο και μάλιστα ότι εδώ και δυο χρόνια έμενε στην Κεφαλονιά!
Στουπίρισε (έμεινε έκπληκτος) ο Γερασιμάκης, με τσι ινφορματσιόνες (πληροφορίες) του Μαρίνου και ευχαριστήθηκε πολύ.
Όταν έγιναν όλα, όπως τα υπολόγισε, και ο Αμερικάνος, με τη βεργέτα στο αυτί, ανέλαβε και έφερε εις πέρας τη συμφωνία, μετά από κάποια προβλήματα που όμως τακτοποιήθηκαν, ο Γερασιμάκης θέλησε να ικανοποιήσει και αυτός με τη σειρά του, την τελική υπόσχεση προς τον Αμερικάνο, για μια ξεχωριστή επιθυμία του.
Η ιστορία είναι πανέμορφη, με μοναδικές πληροφορίες, γνώσεις, περιπέτεια, φόβους και επιτυχίες, που διατηρεί το ενδιαφέρον αμείωτο, μέχρι να τελειώσει.
Η τέταρτη ιστορία του συγγραφέα φέρει τον τίτλο: «1821» και υποθέτουμε πως ό,τι αναφερθεί, θα είναι σχετικό με τα γεγονότα του έτους αυτού.
Πράγματι, ο Γερασιμάκης γυρόφερνε τη Στέλλα, τη γυναίκα του, για να της εκθέσει τη σκέψη του, να βοηθήσει τους επαναστατημένους Έλληνες στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στη μάχη του Λάλα.
Η Γερασιμάκαινα, έκπληκτη, κατάλαβε πως ο άντρας της σκέφτηκε να πάρει μέρος στη μάχη μαζί με τους Κεφαλονίτες , που θα έσπευδαν εκεί για βοήθεια και αναστατώθηκε:

– Τι έκανε λέει; Θα πας να πολεμήσεις εθελοντής στα γεράματα,
βωρέ;!

Όμως ο Γερασιμάκης της εξήγησε ότι θέλει να αγοράσει και να στείλει όπλα και προσπαθούσε να την πείσει ότι όλα τα έχει προβλέψει και δεν θα υπάρξει πρόβλημα, πιστεύοντας ότι τίποτα και κανείς δεν θα τον προδώσει στους Εγγλέζους.
Αργότερα, κάποια μέρα, όταν ο Γερασιμάκης ήταν στα κτήματα, βρέθηκαν στο σπίτι τους ο Εγγλέζος αξιωματικός με στρατιώτες, έχοντας στο χέρι ένα έγγραφο για να κάνουν έρευνα. Η Γερασιμάκαινα, μολονότι τρομοκρατήθηκε από την εξέλιξη αυτή, διατήρησε την ψυχραιμία της και επέτρεψε να περάσουν στο σπίτι, να ελέγξουν και ζήτησε μάλιστα από
τον αξιωματικό να καθίσει στο σαλόνι για να τον κεράσει, όσο οι στρατιώτες θα πραγματοποιούσαν το έργο τους. Επίσης και η ίδια βοήθησε στην έρευνα, ανοίγοντας και τα μυστικά συρτάρια ή ό,τι άλλο ήθελαν.
Όταν η έρευνα ολοκληρώθηκε, χωρίς στο σπίτι να βρεθεί τίποτα, ο νεαρός Εγγλέζος πήρε την ομάδα του και χαιρετώντας έφυγε.
Στην επιστροφή του ο Γερασιμάκης ενημερώθηκε για την επίσκεψη και κατατρόμαξε πιστεύοντας ότι οι Εγγλέζοι βρήκαν αποδεικτικά στοιχεία, έγινε κάτασπρος … Τήραξε (κοίταξε) τη γυναίκα του, σπαβεντάδος (τρομαγμένος) για το τι έγινε. Αλλά η γυναίκα του, ήρεμη τώρα, τον καθησύχασε βεβαιώνοντάς τον ότι βρήκε τρόπο να μην ανακαλυφθεί απολύτως τίποτα, λέγοντάς του:

– Δε βρήκανε τίποτσι και πήανε καλιά τσου.

Τα υπόλοιπα ; Πραγματικά απίστευτα. Η Γερασιμάκαινα; Απολαυστική!
Στην επόμενη ιστορία, που έχει τον τίτλο: Το κανόνι «Κάρλος», ο
σιορ Γερασιμάκης, κάνοντας τη βόλτα του στο λιμάνι, κάθισε να ξεκουραστεί απά στο κανόνι «Κάρλος», πεσμένο στο μώλο του Ληξουριού… Τ’ άλλα δυο κανόνια … χωμένα μέχρι τη μέση στο κρηπίδωμα τση προκυμαίας, τα ’χανε για δέστρες και λυπόταν γι’ αυτό που έβλεπε.
Θυμόταν τα γεγονότα, που έλαβαν χώρα στο νησί, όταν οι Βενετοί μετέφεραν την πρωτεύουσα από το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στο Αργοστόλι, ένα μικρό ψαροχώρι και όχι στο Ληξούρι, τη μεγαλύτερη πόλη της Κεφαλονιάς, πράξη που στενοχώρησε πολύ τους Ληξουριώτες, και όσα επίσης ακολούθησαν, οι Γάλλοι, ο Ρώσος Ουσακώφ, η Επτάνησος Πολιτεία, ο Καποδίστριας, ξανά οι Γάλλοι και μετά οι Εγγλέζοι με την «Προστασία» τους.
Ενώ τα σκεφτόταν όλα αυτά, γύρισε στο σπίτι. Έφαγε τον μπακαλιάρο με την αλιάδα και τα βραστά ραδίκια, ήπιε το δροσερό βοστιλίδι του και ικανοποιημένος, τελειώνοντας, πήγε για το μεσημεριανό του ύπνο.
Τα όνειρά του, που ακολούθησαν, είχαν απ’ όλα. Είδε δόγηδες, αυτοκράτορες, ναυάρχους, αποφασισμένους τους Ληξουριώτες να πάρουν τα όπλα ενάντια στους Αργοστολιώτες, για να διεκδικήσουν το δίκιο τους, τα εμπόδια που συνάντησαν σ΄ αυτή τους την απόφαση, αλλά και άλλες ταραχές, εξελίξεις, πολλά, πάρα πολλά γεγονότα, τα οποία
αναστάτωσαν τόσο το Γερασιμάκη, που ξύπνησε ιδρωμένος.
Δεν ήτουνε ονείρατα ευτούνα, κακιά φάουσα (ασθένεια) ήτουνε, να σε φιδοτρώει (ανησυχεί) και να σε βουρλίζει … Και στενοχωριόταν για όλα, όσα περνούσε το νησί.
Μια όμορφη ακόμη ιστορία με τίτλο: «Ο Κέφαλος»», εξελίσσεται στο Ληξούρι, όταν ο Κωνσταντάκης πληροφορεί τη γυναίκα του Άντζολα ότι σκέφτεται να καλέσει για φαγητό τον Σπύρο Δελλαπόρτα, της γνωστής Ληξουριώτικης Οικογένειας, που είναι ένας από τους θεωρειούχους του θεάτρου «Κέφαλος» στο Αργοστόλι.
Η Άντζολα εκφράζει αμφιβολία, αν σε δυο μέρες θα προλάβει να ετοιμάσει όσα απαιτούνται για την περίπτωση, αλλά θα προσπαθήσει με τη βοήθεια της Ανεζίνας. Ο άντρας της θα ήθελε ακόμα τέτοια φαγητά και τέτοια σερβίτσια, που να εντυπωσιάσουν τον καλεσμένο, με τον οποίο θα συζητήσει τα θέματά του.
Η Άντζολα αρχίζει τις προετοιμασίες και η Ανεζίνα, που γνωρίζει πολύ καλά τη φραντσέζικη κουζίνα και την ιταλική, την καθησυχάζει,πιάνοντας αμέσως δουλειά, για να ετοιμάσει, στον προβλεπόμενο χρόνο, ένα δείπνο τέλειο.
Στο τραπέζι που ακολούθησε την ορισμένη μέρα και ώρα, ο Σπυρέτος φάνηκε ενθουσιασμένος. Χάρηκε και απόλαυσε το υπέροχο φαγητό και με την κουβέντα, πέρασαν και στην όπερα Τραβιάτα του Βέρντι, που θα παιζόταν στα εγκαίνια του Θεάτρου Κέφαλος, στο Αργοστόλι, όπου θα ερχόταν και το ζευγάρι, καλεσμένο από το Σπύρο Δελλαπόρτα, όπως και έγινε. Η παράσταση ήταν πολύ όμορφη και ο κόσμος, ενθουσιασμένος, χειροκρότησε θερμά. Υπήρξαν όμως και κάποιες δυσκολίες, κατά την επιστροφή του ζεύγους στο Ληξούρι, που τελικά ξεπεράστηκαν. Μόνο η Άντζολα, επιστρέφοντας στο Ληξούρι, είπε τον καημό της στην Ανεζίνα, που την περίμενε με τον άντρα της στο λιμάνι, φοβισμένη με την άργητα τση κυράς της.

– Διαλεπαρέτονε τον Βέρντι, τον Αλφρέντο και τη Βιολέτα, που κοντέψαμε να γένουμε κολέηδες με δαύτηνε στον άλλο κόσμο σήμερα το βράδυ!

Η ιστορία που ακολουθεί, με τίτλο Τα συγχαρίκια, έχει μια διαφορετική πλοκή απ’ όσα μάθαμε ως τώρα. Γιατί εδώ υπάρχει ο έρωτας, στην εποχή εκείνη, που τα κορίτσια περίμεναν υπομονετικά την ώρα του γάμου, έτοιμα από όλα, όσα χρειάζονταν σε μια νύφη, προικιά, χρήματα, χρυσαφικά και τέτοια, και να πηγαινοέρχονται οι προξενιές, μέχρι οι γονείς να επιλέξουν για το κορίτσι τους τον καλύτερο γαμπρό. Ο Κωνσταντάκης ενημέρωσε την Άντζολα ότι ο Παναγής ο Κοσπέτος, αρραβώνιασε τη μοναχοκόρη του τη Φορτουνάτα. Από τη μισοαδιάφορη αντίδραση της γυναίκας του, τη ρώτησε, αν θα πάει να δώσει τα συγχαρίκια στη φιλενάδα της, τη σιόρα Μπεμπέκα την
Παναγάκαινα, μητέρα της κόρης. Με την οργισμένη απάντησή της ότι δε θα πάει, προβληματίστηκε και ζήτησε να μάθει την αιτία, για να λάβει την απάντηση, ότι ο αρραβωνιαστικός, μολονότι προέρχεται από καλή οικογένεια, είναι ένας αλήτουρας, ένας θεομπαίχτης και ένας τζογαδόρος. Στην απορία του άντρα της, πώς ο πατέρας δέχτηκε τον αρραβώνα,του είπε:

– Δεν είναι προξενιό. Είναι έρωτας!

Και συνέχισε λέγοντας ότι,

όταν ο πατέρας της έμαθε τα σχετικά για το νεαρό, αρνήθηκε, αλλά η Φορτουνάτα πήγε και φαρμακώθηκε και τη γλιτώσανε στο παρά πέντε!

Οπότε τι να έκαναν και οι γονείς; Υποχώρησαν και έγινε ο αρραβώνας.
Όταν πέρασε ο καιρός και έμαθε η Άντζολα ότι ο αρραβώνας χάλασε, χαρούμενη πήρε την απόφαση, συνοδευόμενη από την Ανεζίνα, να πάει τώρα για τα συγχαρίκια και με ευχές για έναν καλό μελλοντικό γάμο, που δεν θα αργούσε πια. Τα γεγονότα έτρεχαν όμως πολύ πριν από την Άντζολα και την επίσκεψή της, που της επεφύλασσε άλλα, όπως φάνηκε και με την αντίδραση της Ανεζίνας.
Στην τελευταία ιστορία με τίτλο Πατρινή λεμβωδία, ο γιατρός Γερασιμάκης Λασκαράτος, προσπαθούσε ένα απόγευμα για πολλή ώρα, στο ιατρείο του στην Πάτρα, καλοκαιράκι του 1896, να μεταφράσει στα Ελληνικά, τους στίχους από την άρια «Ρομάντσα» του Ναντίρ, από την πρώτη πράξη της όπερας του Μπιζέ «Αλιείς Μαργαριταριών». Η δυσκολία δεν ήταν τόσο η μετάφραση αυτή καθ’ εαυτή όσο το να ταιριάξουν οι ελληνικοί στίχοι στις νότες. Οι μουσικές του ανησυχίες τον απασχολούσαν κάθε Τρίτη και Πέμπτη απόγευμα, που δεν είχε επισκέψεις, πλην εκτάκτων περιπτώσεων. Τα δυο αυτά απογεύματα τα αφιέρωνε σε ό,τι του άρεσε, δηλαδή στη μουσική και στην επιπλοποιία.
Είχε ένα σχέδιο στο μυαλό του, για μια βαρκαρόλα, μια μουσική βραδιά δηλαδή, στο λιμάνι της Πάτρας, με μαντολίνα, κιθάρες, κρασί και μεζέδες, σε βάρκες, κάτω από ένα γεμάτο φεγγάρι. Δυο Κεφαλονίτες, που ζούσαν στην Πάτρα, συστημένοι από το φίλο του Ευάγγελο Λαγγούση, που ήταν γραμματέας του Συλλόγου των εν Πάτραις Κεφαλλήνων «Ο Άγιος Γεράσιμος», ερασιτέχνες μαντολινίστες, βρέθηκαν κοντά του, άκουσαν την ιδέα του, τους άρεσε και αποφάσισαν να το αποτολμήσουν. Εκτός από τη δική του βάρκα, θα λάβαιναν μέρος και άλλες δύο, η μία του Τοπάλη για να τραγουδήσουν το «Νυχτομπάτης Χαρωπός» του Ναπολέοντα Λαμπελέτ και η άλλη του Χαιρέτη, με την «Αυγούλα», του Σολωμού, σε μελοποίηση του Ξύνδα.
Αφού ξεκαθάρισαν και το στίχο και τη μεταγραφή, την επόμενη Πέμπτη, κάνοντας την πρόβα τους, μείνανε ευχαριστημένοι και με τις επόμενες δοκιμές θα ήταν τελείως έτοιμοι, για την όμορφη βραδιά τους.
Φυσικά ο Γερασιμάκης είχε φροντίσει και για την προετοιμασία των φαγητών και του κρασιού, για όλη την παρέα, βρήκε και τον λεμβούχο και τα κανόνισε όλα. Την ορισμένη βραδιά κατέβηκαν όλοι στο λιμάνι, μπήκαν στις βάρκες και ξεκίνησε η βαρκαρόλα, ενώ στην παραλία κατέφθασαν οι Πατρινοί, για να την παρακολουθήσουν. Όλα πήγαιναν καλά, ως που ήρθε και το απρόοπτο, όταν ο μικρός του Φαρμακείου αναζήτησε το γιατρό και η όλη εκδήλωση εξελίχθηκε διαφορετικά, οπότε και τα σχόλια που ακολούθησαν, έδωσαν μια εξήγηση, που όμοιά της δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.

Διαβάζοντας λοιπόν τα πανέμορφα δημιουργήματα του Ντίνου Λασκαράτου, βλέπουμε ότι κάθε ένα δείχνει και μία άλλη όψη της ζωής. Πρόσωπα ξεχωριστά, υποθέσεις διαφορετικές, απλές ή πολύπλοκες, προβληματικές ή ευχάριστες. Χαρακτήρες με τα γνωρίσματά τους, στα οποία διακρίνεται η ευστροφία, η ευγένεια, η λεπτότητα, το πείραγμα, ο αυθορμητισμός, ο θυμός, η οργή, το γέλιο, το τραγούδι, η ευθυμία, η φαιδρότητα, η ακεραιότητα, η τιμιότητα και γενικά η Επτανησιακή ιδιοσυγκρασία.
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα στοιχεία, πολλά από τα οποία κάθε φορά συνθέτουν το χαρακτήρα του Κεφαλονίτη, όπως αυτός παρουσιάζεται στις ιστορίες του συγγραφέα, στις οποίες μας εντυπωσιάζουν ακόμη οι υποσημειώσεις με το πλούσιο λεξιλόγιο, τις πολλές πληροφορίες για την Ιστορία, τη Γεωγραφία, τη Λαογραφία, τη Γλώσσα και άλλα, που δεν αφήνουν καμία απορία.
Ευχαριστούμε τον Ντίνο Λασκαράτο, για όσα μας πρόσφερε με τις χαριτωμένες ιστορίες του, που μας δείχνουν ότι και ο ίδιος, φαίνεται να ακολουθεί την παράδοση της οικογένειάς του.
Στην αρχή, με την ευχάριστη εκφορά του λόγου του, μας κινεί το ενδιαφέρον, αναζητώντας τις απαντήσεις στα ερωτήματά του, ενώ για το τέλος, μας προκαλεί εύθυμη διάθεση, όταν μας πληροφορεί ότι τις Κεφαλονίτικες ιστορίες μπορούν να τις διαβάσουν (με δικό τους ρίσκο) και κανονικοί άνθρωποι.
ΝΙΚΗ ΛΑΣΚΑΡΗ-ΜΠΑΛΑ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
“Κεφαλληνιακά Χρονικά” , τόμος 21, 2021