ΤΟ ΜΑΩΜΑ ΤΩΝ ΕΛΙΟΝΕ ΚΑΙ ΤΑ ΛΙΤΡΟΥΒΕΙΑ

Ένα ατσιτέντε, συμβάν, που επαναλαμβάνεται χιλιάδες χρόνους με παραλλαγές κάθε τέτοια εποχή στο λιτρουβείο.

Μίανε, τέτοια θα ειπώ και ελόου μου.

Ήρθε, λοιπόνε για άλλο ένα χρόνο η, ώρα τση ελιάς. Ευρήκανε τσου αργάτες, παστρέψανε τα λιθάρια, παστρέψανε τα λιμπία, λαδώσανε το βίτζι, κοιτάξανε τα λουρία, τα σκοινιά, το καμίνι, ελέξανε τη μεγάλη λαντσιόνα, που στίβει τη γκαραγκιόζα, λαδώσανε τη βίδα, και στερνά επλύνανε τσου σάκους. Ούλα, το λοιπόνε έτοιμα, ούλα σένια. Τα λιτρουβεία είχανε εξελιχτεί δε νείναι με ζα. Ήρθανε μεγάλες μηχανές με πετρέλαιο, με ίσκα και μανουβέλα.

Ούλο, γιατιπουλέτε, το χωριό έτοιμο στην εντέλεια, πανιά, σκάλα διπλή, σκάλα μόνη, λούρους και κατσουρίδες, πιργιόνια, μαλαθούνια, σακιά, ούλα τα αγγειά τση δουλειάς, και απαραίτητο το αγγειό που θα κουβάλειε το φαητό. Αρχινάανε, γιατιπουλέτε, από τσι ντόπιες, αφού πρηχού είχανε μαώξει για βλαστάδες και νερό, και άμα ετελέβανε επηαίνανε στα κορονέικα, ετούτα είναι  λιγαθινά, εβαίστητα και δε θέλουνε πολύ λούρο και κατσουρίδα.

Οι κυράδες από χάμου και τα πανιά, οι άντρες απάνου και το πιργιόνι. Λιγωμένοι το βράδυ τρώανε μία χαψία και λιγουλάκι προσφάι, και πέφτανε ξεροί, έπρεπε να τελέψουνε ογλήγορα τη θα ’ρχοντουνα νερά και γιάτσα και δε θα μπόρειανε. Μέσ’ τα κοκκινοπήλια, και πρι τσου πάρει ο Μορφέας κάνανε και μία ανασκόπηση, αύριο θα μαζώξουμε εκειό εκεί, ύστερα τα αχαμνά, και εκειά τα δυσκολοστρώσιμα, και εφτούνα εφτού που είναι γιομάτα κολορίζια, και τσούκου αποκοιμιώντουνε.

Άμα εμαώνανε τρία- τέσσερα στάματα ειδοποίανε το λιτρουβάρη να τα κάμουνε. Εκειός, έστερνε τη μούλα και τα εκουβάλειανε τω λιτρουβείω, και τόνε εβάνανε στην αράδα εβάνανε και ένα ασένιο, σημάδι, μήγαρις και μπουρδουκλωθούνε, και ακαρτέραε την αράδα του.  Η μηχανή εβέρειε νύχτα-μέρα, έβανε ο αργάτης το σακί το δίρριγο τω νώμω και το εσκρόπαε τα λιθάρια λάου-λάου. Άμα εκειό εγενότουνα  ζυμάρια το εβάνανε τσου σάκους, και τη γκαραγκιάζα, και με μία τόρτσα τσου φέρνανε στα ίσα. Κατηβάζανε τη βίδα και έπιανε δουλειά ο βίτζης. Εμάζωνε ολοτρόυρα το σκοινί πούτανε δεμένο τω λατσιόνι, ένα μεγάλο ξύλο, που η μία άκρη ήτουνα στη βίδα και η άλλη δεμένη στο βίτζι, εμαζώνε το σκοινί,  έστιβε η βίδα, άφινε το σκοινί και ένα βαρίδι που κρεμότουνα το ’παίρνε πάλε από την αρχή, ρίχνοντας ζεματιστό νερό τσου σάκους, το λάδι έρεε τω λιμπί. Το λιμπί ήτουνα χωρισμένο στη μέση με μία τρούπα κάπου χαμηλά να διαχωρίζει το νερό από το λάδι, ένας αργάτης μάζωνε τό λάδι σε μια λίτρα και απόκια στο ασκί. Εβάσταέ το αξάητο, το εκουβάλιε τω κονάκι, το αδειάζανε τσι πίλες ή στα πλιθάρια.

Εφτούνο ήτουνα ούλο, και ο παρτσινέβελος ’φχαριστημένος που θα ’χε το λαδάκι τση χρονιάς, και άμα επέρσεβε το πούλειε κιόλας.

Τα λιοκόκκια επηαίνανε για λίπασμα, οι τσίμες για τη γελάδα και τη γίδα, το κλαρί για το φούρνο. Ευτυχισμένη, η ζωή τω χωριώ. Και, από χρόνου λαδάδες και καλόνε χειμώνα!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΓΑΡΗΣ

[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Η παραπάνω ελιά θεωρείται  ως η αρχαιότερη ελιά του κόσμου βρίσκεται στο χωριό Βούβες του Δήμου Κολυμπαρίου, στα Χανιά. Έχει περίμετρο κορμού 12,5 μέτρα, διάμετρο 3,64 μέτρα και το εμβαδόν της είναι 11,45 τμ. Χρονολογείται ότι είναι περίπου 2.500- 5.000 ετών. Η σημασία της επισημάνθηκε το 1922 από το νομαρχιακό σύμβουλο Πολυχρόνη Πολυχρονίδη και η ελιά ανακηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο της φύσης με αρ. απ.105497/6459/1986 (656/ΤΒ/1986).]

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΓΑΡΗΣ,  https://www.facebook.com/photo/?fbid=657426255233974&set=a.144285159881422