ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: [ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑ «ΟΜΙΛΙΑ» ΣΤΙΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ, «ΑΝΤΑΤΖΙΟ ΚΑΙ ΦΟΥΓΚΑ]

«Όσο για το απαρταμέντο νόμπιλε, όπου κατοικοέδρευε o Σιόρ Ρικάρντος, ήτανε από το πρωί ως το βράδυ γεμάτο χωραΐτες και χωριάτες ποπολάρους, που μαθαίνανε, κάτω από τη σοφή του οδήγηση, τους ρόλους που θα παίζανε στις Ομιλίες[Λαϊκό ζακυνθινό θεατρικό είδος των Απόκρεω] του, τα Καρναβάλια, στις πλατείες της πολιτείας και τα μεγαλοχώρια.
—΄Οσκε μωρέ έτσι! Οι πασάδες είναι αφεντάδες και για δαύτο μία στάλα πουλίτοι[ευγενικοί]! Μιλάνε στις κυράδες κόν μανιέρα[με τρόπο]. Δε τσι πασπατεύουνε με τσι χερούκλες τσου πρώτη βολά που θα τσι δούνε.
Ο δυστυχισμένος «θεατρίνος» που δέχτηκε αύτη την ψυχρολουσία από τον συγγραφέα-σκηνοθέτη προσπάθησε να διορθώσει τη στάση του απλώνοντας με (κατά τη γνώμη του) μεγαλύτερη χάρη τα θεόρατα χέρια του.
—Κακοχρονάχεις! έκανε o Ρικάρντος. Πασάς είσαι μωρέ ζωντόβολο, όχι σαρανταποδαρούσα!
Τό «πόπολο» ένα γύρο στη νταριτσέβερε[αίθουσα υποδοχής] του αρχοντικού ξέσπασε σ’ ένα ομαδικό γέλιο, ενώ o άμοιρος «πρωταγωνιστής», κατακόκκινος από τη ντροπή του, ξαφανιζόταν τρουπώνοντας σε κάποια σκοτεινή γωνιά της σάλας.
—Έλα του λόγου σου, Σιόρ Πιερότο, φώναξε o αουτόρος μας[συγγραφέας] σ’ ένα ροδαλό χωριατόπουλό, που γελούσε πιο δυνατά από τους διπλανούς του.
Ο νεαρός σηκώθηκε από το σκάμνιο και προχώρησε κατά το προχειροστημένο παλκοσένικο, ενώ η βαβούρα μέσα στη νταριτσέβερε είχε φτάσει στη διαπασών.
Ο Σιόρ Ρικάρντο ετοιμαζότανε να τους διατάξει το συνηθισμένο του «σκασμός μπρε σκατοσίφουνες», σαν βασίλεψε ξαφνικά στη σάλα μια νεκρική σιωπή. Σαστισμένος o νοικοκύρης γύρισε να δει τι τρέχει. Για μια στιγμή φοβήθηκε μπας κι οι «βουρδούλοι»[χωριάτες] του είχανε ακούσει την απαίσια βουή κάποιου σεισμού, που θα ταρακουνούσε σε λίγα δευτερόλεπτα το αρχοντικό του. Το μάτι του πήρε τότε τον Φαταούλα, που είχεν ανοίξει την πόρτα και κοιτούσε τον κοσμάκη ένα γύρο, κουνώντας το κεφάλι λες κι ελεεινολογούσε την κατάντια του μπάρμπα του.
Ο τρομερός μπανκιέρης[τραπεζίτης] προχώρησε ένα βήμα μέσα στη σάλα και, ώσπου να πεις κίμινο, «βουρδούλοι» και «σκυλολόι»[ποπολάροι] δώσανε τόπο στην οργή αδειάζοντας τρεχάλα τη γωνιά.
—Κόζα τσε; ρώτησε o Ρικάρντος κακοφανισμένος από τη «γιούργια»[επέλαση] του ανιψιού, που του κατάστρεψε την πρωινή πρόβα.
Ο Φαταούλας ζύγωσε και δείχνοντας του ένα χαρτί, φώναξε:
—Τι πάει να πει Τζουμπιλέο[Ιωβηλαίον];
—Μωρέ Μπόρτολε! Μου κομπαρίρισες[ήλθες] εδεπά[εδώ] από τα χαράματα, για να με ρωτήσεις ευτούνη τη σεμπιάδα[κουταμάρα];
—Δεν είναι χαράματα! Κοντεύει μεσημέρι! απάντησε μηχανικά o πάντοτε σχολαστικός στα νούμερα Φισκάρδης. Κούνησε μετά το χαρτί μπροστά στη μύτη του Κόντε,. ξαναρωτώντας πεισματικά: Τί είναι το Τζουμπιλέο;
—Νιοράντες[αγράμματος] είσαι βρε παιδί; Το Τζουμπιλέο το γιορτάζανε κάθε πενήντα χρόνους οι Οβραίοι του Μωυσή και τώρα o Πάπας τση Ρώμης, που μοιράζει συγχωροχάρτια σε ούλους τσι προσκυνητάδες.
—Μα καλά, αγανάκτησε o Φαταούλας, η αφεντιά σου τι μπαίνει σε ούλα’ αυτά; Δε σε ήξερα για τόσο θεοσεβούμενο…
Ο Ρικάρντος σήκωσε τους ώμους.
—Τόμου δε μου ξηγάς τι μύγα σε τσίμπησε και παθαίνεσαι για τα νιτερέσα του Πάπα, τι θες να σ’ αποκριθώ;
Ο Φαταούλας αναστέναξε τότε και δίνοντάς του το χαρτί:
—Διάβασε, του είπε, και θα καταλάβεις…
Ο Κόντες, κρατώντας τη γραφή μακριά από τα πρεσβυωπικά του μάτια, άρχισε να μουρμουρίζει το κείμενο:
«.. .και να ειπείς, περικαλώ, στον ηγαπημένον μου Ριχάρδον πώς αδυνατώ να διαβώ εις την ηλικίαν μου και εν μέσω βαθέως χειμώνος δρόμους κατεστραμμένους. Δια τούτο δεν θα συνεορτάσωμεν το Ιωβηλαίον του. Ας γνωρίζει, όμως ότι νοερώς θα ευρίσκουμαι πολύ πλησίον του…».
Σταμάτησε και γυρνώντας προς τον άλλον του φώναξε:
—Ευτούνο γιαμά, τζόγια μου, είναι από τα άγραφα! Ιδέα δεν έχω για ποιο τζουμπιλέο μιλάει η Μεγάλη Κυρά!
Ένα διακριτικό κτύπημα και o καμαριέρης «τση μπιστοσύνης» τον Κόντε ανάγγειλε:
—Η τσελέντσα του[εκλαμπρότης του], o Κόντε Καντιάνος Νταβιτσέντσας.
Η ατμόσφαιρα της νταριτσέβερε άλλαξε μονομιάς προς το καλύτερο. Ο Οσκεναίς μπήκε σχεδόν τρέχοντας κι αγκαλιάζοντας το μπάρμπα του τον φίλησε στα δυο μάγουλα. Ύστερα έγειρε ελαφριά το κεφάλι στον μπανκιέρη, που ύποκλινότανε βαθιά. Κείνη τη στιγμή η πόρτα της σάλας άνοιξε με φόρα και μ’ έναν πήδο βρέθηκε δίπλα στους τρεις άντρες o υδραργυρικά μπριόζος εικοσάχρονος Μουτσέτος. Πίσω του, σοβαρός κι αδιάφορος μα πάντα του ωραίος και καλοντυμένος, o πατέρας του, o Κόντε Μπέλλος.
Αξίζει, όμως, θαρρώ, να τραβήξουμε για λίγο τον προβολέα της διήγησης μας από τη συνάντηση αυτή, για να δούμε από πιο κοντά τους κυριότερους Νταβιτσέντσα γύρω στα 1750.
Ο Κόντε Ρικάρντος, πατημένα τα εβδομήντα πέντε, ήταν ένας πραγματικός λεβεντόγερος. Τα ωραία του σουσούμια είχανε βέβαια χάσει τη λεπτή αλλοτινή τους γραμμή. Τα μάγουλα πέφτανε μια στάλα, o λαιμός του έκανε ζάρες και τα μάτια του κρύβονταν σχεδόν από κάτι άσπρα φρύδια, χοντρά σαν τα μουστάκια αρβανίτη ληστή. Η κορμοστασιά του όμως έμενε ακόμα αλύγιστη και το μοναχό που χάλαγε την κυπαρισσένια τούτη σιλουέτα ήτανε μια πουντερή κοιλίτσα, που παραμόρφωνε την κατά τα άλλα αψεγάδιαστη γραμμή της μαύρης μοντούρας[φορεσιάς], που πάντοτες φορούσε.
Αντίθετα o γιός του, o Κόντε Μπέλλος, περασμένα αρκετά τα πενήντα του πια, παράμενε τάλε κουάλε[απαράλλαχτος] όπως τον θυμόντουσαν νέο οι γεροντότεροι. Τόσο που οι αγανακτισμένοι αυτοί συνομήλικοι του κόλλησαν, σαν πέρασε τα σαράντα, και τρίτο παρατσούκλι. (Το δεύτερο το είχε κερδίσει με το σπαθί του στην Πάντοβα: τον λέγαν εκεί Αντίνοο)[πανέμορφος νέος, εραστής του αυτοκράτορα Αδριανού]. Οι Τζαντιώτες όμως από ζήλια[που κρατιότανε νέος και ωραίος] τον ματαβαφτίσανε Κόντε Μπαρσαμάδο[βαλσαμωμένο]. Πριν από δεκαπέντε χρόνια είχε ξαναπαντρευτεί με μια ξαδέλφισσα της Μεγάλης Κυράς, τη Σμαράγδα Ρωσσέτη, κοπέλα συμπαθητικιά και καλόβολη, που του χάρισε δυο καινούργιους γόνους: τον Κανδιάνο και τη Διαμαντίνα. Η άμοιρη δεν πρόφτασε να χαρεί τη ζωή. Χάθηκε μετά από μιαν αναπάντεχη αποβολή. Ζούσε όμως ακόμα, όταν η φαρμακερή γλώσσα του Λουκάκη Καρρέρη χαρακτήρισε με μια φράση τη φαμελική κατάσταση του Κόντε Μπέλλου: «Ευτούνος o Κόντε Μπαρσαδάμος γιόμισε τ’ αρχοντικό του πολύτιμα πετράδια! Σμαράγδια! Διαμάντια! Μα το στολίδι της συλλογής του είναι σίγουρα o γιος του o Μουτσέτος! Εκειός, μάτια μου, δεν είναι πετράδι κανονικό, είναι στουρνάρι απελέκητο!».
Για να πούμε την αλήθεια, o ανοικονόμητος τζοβινότος είχε παραβλέψει τις διαταγές της Μεγάλης Κυράς και του πατέρα του, που θέλανε σώνει και καλά ν’ ακούει τα μαθήματα που έδινε στο ντομινικάλε o σοφός αλλοτινός Πρωτοπαπάς τού νησιού Αντώνης Κατήφορος. Αντίθετα με τον ξάδελφό του Μπορτολή, που βύζαξε από τα πέντε του χρόνια όλους τους χυμούς της δυτικής κουλτούρας που ξεχύνονταν από το στόμα του παντογνώστη —αλλά τυφλού πια— δάσκαλου, o αθεόφοβος Μουτσέτος, αφού χαιρετούσε κάθε πρωί τον Κατήφορο και του έλεγε δυο τρεις κουβέντες, σαν άρχιζε το μάθημα, γινότανε καπνός . Ήξερε πως o Μπορτολής δε θα τον μαρτυρούσε και ήτανε βέβαιος ότι ο πάτερ Αντώνιος, που μίλαγε ασταμάτητα και δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του, δεν θα έπαιρνε κάβο την εξαφάνισή του. Έτσι, έμεινε με τα λίγα κολλυβογράμματα πούχε μάθει μικρός από τον παπά της ενορίας. Δεν είχε πάρει τίποτε από την εμορφιά και το μυαλό του πατέρα του, άλλα ήτανε δυνατός σαν τούρκος μπεχλιβάνης[παλαιστής] και γοργοκίνητος με σβελτάδα εφτάψυχης γάτας. Μεγαλώνοντας στα καντούνια μαζί με τα χαμίνια της πλεμπάγιας[όχλου], είχε καταντήσει επικίνδυνος καβγατζής, φόβος και τρόμος κάθε μαχαιροβγάλτη και παλικαρά του λιμανιού. Γύριζε βέβαια κάθε τόσο σπίτι του μαχαιρωμένος και βουτηγμένος στα αίματα, αλλά, για την ώρα τουλάχιστο, διατηρούσε ακόμα τη σωματική του αρτιμέλεια. Κοιμότανε πότε στο απαρταμέντο νόμπιλε του παππού του και τις περισσότερες φορές στο τρίτο πάτωμα, μαζί με τα Μαρτινενγκόπουλα, που ήτανε αδελφικοί του φίλοι. Μπλεγμένος κιόλας σε κάμποσες γυναικοδουλειές, περνούσε τις ώρες του στον ‘Αη Αγνάντη[συνοικία γεμάτη πορνεία και λαϊκές ταβέρνες] , όπου ύστερα από αμέτρητους καυγάδες κι αλληλομαχαιρώματα είχε κερδίσει τον τίτλο του Εξουσιαστή της κακόφημης αυτής γειτονιάς. Με τον πατέρα του είχε πολύ λίγα νταραβέρια. Η αλήθεια είναι πως o Κόντε Μπέλλος δεν τον είχε ποτέ αγαπήσει. Αντίθετα μάλιστα, τον θεωρούσε σαν αίτια του χαμού της λατρεμένης πρώτης του γυναίκας, που πέθανε από αιμορραγία μετά τη γέννησή του. Η κατοπινή πολιτεία του ορφανού του βλαστού δικαίωνε ακόμα περισσότερο την αντιπάθεια και την περιφρόνηση που ένιωθε o Μοντεκούκουλης για τον τόσο ανόμοιό του γόνο.
Ο Φαταούλας ήταν ένας, άσχημος άντρας, κοντόχοντρος, με δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι, κουρεμένο σχεδόν σύρριζα. Ξέχωρα από το παμπόνηρο μυαλό, δε θύμιζε σε τίποτε τον πεντάμορφο Κόντε Τσετσέ, τον φυσικό του πατέρα. Για τις χρηματοδότρες ικανότητές του μιλήσαμε κιόλας. Όσο για την υπόλοιπη κοινωνική και συναισθηματική δράση του, θα πούμε μονάχα πως οι Ζακυνθινοί τον βλέπανε σαν έναν άνθρωπο ανυποχώρητο και ανελέητο σε όλα του τα προσωπικά πάρε δώσε. Ίσως και να μην είχανε ολότελα άδικο.
Μια μονάχα, παράδοξη για έναν τέτοιο σιδερένιον άντρα, παραφωνία μπέρδευε λίγο τα πράγματα: η παγανιστική, θα λέγαμε, λατρεία του για τον μισαδελφό του Κόντε Μπέλλο και τη φαμελιά του. Μια αφοσίωση τυφλή, που κατάληγε να σκεπάζει προστατευτικά ακόμα και το ανοικονόμητο αποπαίδι του, τον Μουτσέτο. Το πιο παράξενο όμως ήτανε ότι δεν ένιωθε καμιά συμπάθεια για τον ανεπρόκοπο Ρικάρντο, με όλο που του χρώσταγε την αναγνώρισή του σαν «ανεπίσημου» Νταβιτσέντσα. Τροφοδοτούσε βέβαια (έστω και σταλα στάλα) την άσωτη ζωή του, αλλά το έκανε περισσότερο για να ευχαριστήσει τον αγαπημένο του μισαδελφό, παρά από χρέος μιας συμπαράστασης στον προστάτη της παιδικής του ηλικίας. Κατά τα άλλα, κάτι φάντρες και τίποτε χηρευάμενες χωριάτισσες, που κουβαλούσανε τη σταφίδα τους στη σαράγια[αποθήκη] του αρχοντικού, σώνανε για να καλύψουνε τις φυσιολογικές του ανάγκες. Στα νιάτα του είχε κι αυτός αγαπήσει μιάν αρχοντοπούλα αλλά… από μακριά Για την ώρα, κοντά στα εξήντα του, οι στρουμπουλές φάντρες τού σώνανε και του περισσεύανε.
Όσο για τον Κόντε Οσκεναί, ήτανε ψηλούτσικος, με χοντρά σουσούμια και μια στάλα κρεατωμένος. Δεν ανήκε μήτε στους ωραίους αλλά ούτε και στους άσχημους Νταβιτσέντσα. Το βάρος του, όμως, του χάριζε κάποια μεγαλοπρέπεια. Χάρη στο ένδοξο φαμελικό του όνομα και σαν ένας από τους μεγαλύτερους (αν όχι o πρώτος) ανάμεσα στους κτηματίες του νησιού, αλλά και μοναδικός κληρονόμος του μετρητού της Μεγάλης Κυράς, είχε ένα κοινωνικό προβάδισμα, που όλοι οι άλλοι τρανοί άρχοντες παραδέχονταν δίχως κακοφάνια. Ήξερε πολύ καλά να υπερασπίζεται τα προνόμια της τάξης του και σαν αμπασαδόρος[πρέσβης] στη Βενετιά είχε καταφέρει να κερδίσει μιάν απόφαση, που έδωσε στους σύντικους[Προϊστάμενοι του συμβουλίου των Ευγενών] του τζαντιώτικου Κονσίλιου[Συμβούλιο των Ευγενών] Κόντε Μιστόρη και Κολονέλο Φραγκίσκο Ρώμα την ευκαιρία να υπογράψουνε μια συμφωνία, που εξασφάλιζε την περιοδική εκλογή ζακυνθινού μητροπολίτη στην κοινή έδρα Ζακύνθου- Κεφαλλονιάς. Ο τρόπος ζωής του στο Ντομινικάλε ήταν αψεγάδιαστος. Είχε δώσει όλο το ελεύτερο στη γυναίκα τού μικρότερου αδελφού του να κουμαντάρει το σπιτικό, άλλα βέβαια για κάθε τι το αναπάντεχο μηνούσε με τον Φαταούλα το κάζο[την περίπτωση] στη Μεγάλη Κυρά κι ακολουθούσε πιστά τις ορμήνιες της. Μια κάποια αντιζηλία ανάμεσά τους είχεν ολότελα εξαφανιστεί με τα χρόνια και o Οσκεναίς μήτε που συζητούσε πια τα θέσφατα της μάνας του. Κι αυτό ήτανε αρκετά παράξενο, γιατί o ίδιος είχε κερδίσει το παρατσούκλι του χάρη στο συνήθειο του ν’ αποφασίζει σε κάθε περίπτωση δυο φορές και η δεύτερή του γνώμη να είναι πάντοτες αντίθετη από την πρώτη. Στην αρχή, βέβαια, αυτό ίσως να ρωτιότανε σε κάποια έλλειψη εμπιστοσύνης στον αυτό του. Με τον καιρό όμως το παράξενο τούτο ψεγάδι του έγινε δεύτερη φύση. Ένα από τα πιο φανούσιμα αποτελέσματα της ψυχικής αυτής διπολικότητας ήτανε και η συνήθειά του να έχει, από τα μικράτα του, δυο μαντενούτες[ερωμένες] σπιτωμένες στις αντίθετες ακρινές γειτονιές της πολιτείας.
Αγιάτρευτος κοπελολόγος από φυσικού του, τις άλλαζε συχνά αλλά πάντοτες με το αζημίωτό τους. Ανοιχτοχέρης και με καρδιά χρυσή, φρόντιζε να τις παντρεύει προικίζοντας τα ζευγάρια με το χρειαζούμενο σπιτόπουλο κι ένα χοντρό πουγγί γεμάτο τάλαρα. Έτσι, όλοι μένανε ευχαριστημένοι και προπαντός οι γαμπροί, που από τη μια μέρα στην άλλη γίνουνταν μικρονοικοκυραίοι. Ξέχωρα από έναν μούλο που ανάστησε σπίτι του, άλλα παιδιά δεν έκανε με τις τόσες και τόσες μαντενούτες του.
Είχε περασμένα τώρα τα σαράντα κι o μούλος του, που από μια παράξενη αταβιστική επιταγή τον βάφτισε Βιτσέντσο, πατούσε τα είκοσι του χρόνια. Μια λεπτομέρεια για τον «έκτος του νυμφώνος» της νταριτσέβερε τζοβινότο[νεαρούλη] σώνει για να τον χαρακτηρίσουμε: Ήτανε γκαρδιάκος φίλος του Μουτσέτου και του μεγαλύτερου από τα Μαρτινενγκόπουλα, του Γιάννη.
.
—Σιόρ- Μπάρμπα, φώναξε λαχανιασμένος o Οσκεναίς μετά το δεύτερο σκαστό φιλί. Ήρθα σήμερα έδεπά για να συμφωνήσουμε κι οι τρεις μας ανταμώς ποίαν από τσι κυριακάδες τση Αποκριάς θα γιορτάσουμε το Τζουμπιλέο σου.
—Α! μα θα με βουρλίσετε πια μ’ ευτούνες τσι παπαρδέλες σας! Μάντσια πάτε να μού σκαρώσετε, αθεόφοβοι, και μπλέξατε σ’ ευτούνη την ίντριγκά σας και τον μουρλο- Μουτσέτο;
—Όσκε! ΄Οσκε! Σινιόρ Νόνο, έσκουξε στριγγά ο τζοβινότος. Του λόγου μου δεν ξέρω τίποτσι! ΄Ηρτα μονάχα να σε χαιρετήσω, γιατί το βράδυ φεύγω με κάτι φίλους μου για ψάρεμα και φόρσε[πιθανόν] να λείψουμε τρία τέσσερα μερόνυχτα…
—Μωρέ τι μας λες! Έκανε νευρικά o Ρικάρντος. Η αφεντιά σου χάνεσαι καμιά βολά βδομάδες ολάκερες από το σπίτι και μου γυρίζεις πίσω με το κορμί φασκιωμένο με ματωμένες πάνες… Σήμερα, μωρέ, μού φιλοτιμήθηκες και κομπαρίρισες[κατέφθασες] μεσημεριάτικα να μ’ αβιζάρεις[πληροφορήσεις] πως θα πας για ψάρεμα;
Ο Οσκεναίς έκανε τότε νόημα του Κόντε Μπέλλου να σταματήσει την πολυλογία του πατέρα του, αλλά αυτό ήτανε κάτι που ξεπερνούσε τις ικανότητες του Μπαρσαμάδου, που αρκέστηκε να σηκώσει τους ώμους.
—Άκου ψάρεμα! ξακολούθησε την ιερεμιάδα του ο Ρικάρντος. Γύρευε μωρέ τι κοντραμπάντο[λαθρεμπόριο] πας να σκαρώσεις, κερατόπουλο!
Σταμάτησε μια στιγμή λες και του ήρθε ξάφνου μια καινούργια ιδέα κ’ ύστερα, γυρίζοντας προς τον Φαταούλα, τον ρώτησε γεμάτος υποψία:
—Μπας και βάλθηκες του λόγου σου, Σιόρ Φισκάρδης, να μάθεις στο γκόνι μου την παλιά σου τέχνη;
Ο «ανεπίσημος» Νταβιτσέντσας σιχαινότανε να του θυμίζουνε τα νεανικά του λαθρεμπόρια. Πίστευε πώς o Νιαγάρας των παράδων του είχε σβήσει ολότελα τ’ αχνάρια της παλιάς του κείνης αμαρτίας.
—Ευτούνο μού έλειπε, Σιόρ Κόντε. Του λόγου μου μήτε τα τζουμπιλέα κι ούτε τσι παραξενιές σου σκαμπάζω. Το παιδί σού είπε πως θα πάει για ψάρεμα! Τι το πιλατεύεις γιαμά;
Ο Κόντε Μπέλλος κατάλαβε τότε πώς ήρθε η ώρα του και πιάνοντας τον πατέρα του από το μπράτσο τον τράβηξε κατά το παράθυρο.
—Άσε λοιπόν τον Οσκεναί να σου μιλήσει! Τι γυρεύεις και μπλέκεσαι σε κουντράστα[αντιθέσεις] με τον Φαταούλα;
Ο Ρικάρντος ένιωσε μονομιάς το στραβοπάτημά του. Παρατώντας σύξυλους τους συζητητές του Μουτσέτο και Φισκάρδη, γύρισε προς τον Οσκεναί και με φωνή κρατημένη πια και μια στάλα σεβαστική τον ρώτησε:
—Κάτι έλεγες, Σιόρ Κόντε μου, πολυώρα[προηγουμένως] και αθέλητά μου σε διάκοψα…
—Ναΐσκε, αγαπητέ, ξανάρχισε το τροπάριό του o νεώτερος Κόντες. Βλέπεις εκειός o ανιψιός μου, o Μπορτολής, κοντεύει να ξεκινήσει για τα δεκαεφτά του χρόνια κι άλλο από τον στραβό του δάσκαλο δεν ξέρει στον κόσμο. Σκέφτηκα το λοιπό πως καιρός είναι ν’ αρχινήσει να μαθαίνει πώς ζούνε οι αθρώποι τση σειράς του… ΄Εκαμα διάφορα πλάνα, μα στο φινάλε την σωστήν ιδέα μού την έδωσε, όπως πάντα τση τζα, η Μεγάλη Κυρά! Τσι προάλλες που πήγα όξω στο Πλάνο να την ιδώ, τση είπα ευτούνες τσι σκέψες μου και μου απάντησε πως το πρώτο βήμα του Μπορτολή μας στην κοινωνική ζωή πρέπει να γίνει στο ίδιο του τ’ αρχοντικό! Να δώσω, μου είπε, μια μεγάλη φέστα καλώντας ούλο τ’ αρχοντολόι και το Ρεγκιμέντο, βγάζοντας φόρα το αμέτρηγο ασημοπιατικό, που η ίδια είχε κάποτες αγορασμένο από τη χήρα μιανού πρεβεδούρου, και διασκεδάζοντας τσι καλεσμένους με κάθε λογής μούζικες και μπουσουλότα. Κι όταν την αρώτησα με ποία σκούζα[αιτία] θα σκάρωνα έναν τέτοιο μπάλο, τόμου το αρχοντικό μας έχει μείνει τόσα χρόνια κλειστό, μ’ αποκρίθηκε στο πι και φι πως «πάνε πάνω από πενήντα χρόνους τώρα που o μπάρμπας σου μοντάρισε την πρώτη του καρναβαλίσια ομιλία -φόρσε[ίσως] και περισσότερα, μ’ αυτό κανένας πια δεν μπορεί να το θυμάται. Ντούνκουε[λοιπόν], δεν έχεις παρά να γιορτάσεις το Τζουμπιλέο του Σιόρ Ρικάρντου σαν αουτόρου[συγγραφέα], που μισόν αιώνα χαρίζει το γέλιο και τη χαρά στους συντοπίτες μας!
— Μα ευτούνο… ευτούνο είναι κάτι που ξεπερνάει την αξία που έχουνε τα φτωχά μου ορνιθοσκαλίσματα, μουρμούρισε συγκινημένος o Ρικάρντος! Πού να καταλάβω ότι μόλεγε μπρί o Φισκάρδης για ευτούνη τη φέστα.. .
—Έ! όσκε και τόση ταπεινοσύνη, Σιόρ Πάρε[πατέρα], έκανε γελώντας o Κόντε Μπέλλος. Η αφεντιά σου χάρισες το γέλιο χρόνους τώρα σε μιλιούνια κόσμο. Άσε το λοιπό να διασκεδάσεις μια στάλα και τον ίδιο σου τον αυτό! Καιρός είναι!
— Το μοναχό που πρέπει να συμφωνήσουμε είναι ποία από τσι Κυριακάδες της Απόκρεω θα διαλέξουμε! Ευτούνη, γιατί χρειαζόμαστε καιρό για να στήσουμε τη γιορτή κόμε σι ντέβε. . .[καθώς πρέπει]
—Ας πούμε, ντούνκουε, Σάββατο, παραμονή τση Τυρινής, αποφάσισε o ενθουσιασμένος πια με την ιδέα συγγραφέας. Για να είναι μάλιστα πούλιο γκιούστα η σκούζα σου, θα μοντάρω το βράδυ εκειό μια, τι λέω; δυο καινούργιες μου «Ομιλίες»— στίλε[τύπου] Κομέντια ντέλ ΄Αρτε!!
— Ευτούνα θάναι σουμπλίμε!! φώναξε χαρούμενος o Οσκεναίς. Ύστερα όμως το ξανασκέφτηκε και ρώτησε με φωνή πνιγμένη: Μπας και δυο κομέντιες πέφτουνε πολλές κι οι καλεσμένοι…
— Μη σκιάζεσαι, καρίσιμο, τον βεβαίωσε μεγάθυμα o Ρικάρντος. Οι καλεσμένοι σου δε θα βαρεθούνε. Αν μοντάρω δυο ομιλίες, θα τηράξω να τσι κάμω μικρές, έτσι που να μη κρατάνε περισσότερο από μιάνε μεγαλούτσικη…
— Ντούνκουε σιάμο ντ’ ακόρντο! είπε παρηγορημένος πια o Οσκεναίς και μετά, γυρίζοντας προς τον Φαταόύλα, τον ρώτησε μιλώντας του σαν σε μια στάλα κατώτερο: Εκειό που δεν κατάλαβα, Σιόρ Φισκάρδη, είναι τι μπαίνεις η αφεντιά σου σε τούτη τη φέστα μου! Από πού κι ως πού πρωτομίλησες για δαύτηνε στο μπάρμπα μου;
Ο Φαταούλας σήκωσε τους ώμους και μετά, δίνοντάς του το γράμμα της Μεγάλης Κυράς, αρκέστηκε σε δυο τρία λόγια:
— Διάβασε, Σιόρ Κόντε! Μήνυμα τση Κυράς τού έφερα. Ο ίδιος πρώτη μου βολά που μού έλαχε ν’ ακούσω τούτη τη λέξη…
Οι βίζιτες του Σιόρ Ρικάρντο σηκωθήκανε να φύγουνε κι o νοικοκύρης τους προβόδισε στην πόρτα. Εκεί, πιάνοντας φιλικά τον Μουτσέτο από το αυτί, του είπε:
—Όσο για την αφεντιά σου, σιορ πεσκατόρο μου[ψαρά μου], θα σου θυμίσω τον Πίσκοπο του Δαμαλά, που βγήκε μακρία στο πέλαγο να ψαρέψει μεγαλύτερα ψάρια. Τον πιάσανε εκεί κάτι Αλιτζερίνοι[πειρατές από το Αλγέρι] και τον πουλήσανε σκλάβο στον πασά τους, που τον έβαλε να δουλεύει την κούνια όπου κοιμότανε κάποιο γεννητσούρι του. Τούτο και έκανε νύχτα μέρα o δόλιος, νανουρίζοντάς το με ένα τραγουδάκι:
«Επίσκοπε του Δαμαλά, δίχως νου, δίχως μυαλά.
Τα μικρά δεν ήθελες, τα μεγάλα γύρευες!
Τώρα, γερο-διάολε,
Κούνα τ’ αραπόπουλο!»
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981) ΑΝΤΑΤΖΙΟ ΚΑΙ ΦΟΥΓΚΑ, Α’, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ