ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: [ΜΙΑ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΗ «ΟΜΙΛΙΑ» ΑΠΟ ΤΟ «ΑΝΤΑΤΖΙΟ ΚΑΙ ΦΟΥΓΚΑ»]

 

«Κάπου δυο ώρες κράτησε το φαγοπότι και στα ξοφλήματα καλεσμένοι και οικοδεσπότες αρχίσανε τα μπρίντιζι[προπόσεις]. Το κρασί είχε δώσει φτερά στη φαντασία τους, κι ακόμα κι ο Κόντε Μπέστιας[ο Κόντε Βλάκας] ο Μαντρικάρδης, γιος της αδελφής του μακαρίτη Βαρθολομαίου-Φραγκίσκου, κατάφερε να κάνει το κομμάτι του με τούτο το αναπάντεχο τετράστιχο:

Εύχουμαι τσού Νταβιτσέντσα

και τσού καλεσμένους όλους

η καλή τσου προβιντέντσα[θεία Πρόνοια]

να φυλάει από διαόλους!

Ο Κόντε Οσκεναίς, που δεν πολυγουστάριζε τούτα τ’ αστεία και για να προσέχει όλους και όλα είχε πιει πολύ λί­γο, αρκέστηκε σ’ ένα απλό: «Σας ευχαριστώ που τιμήσατε το σπίτι μου. Με τσι υγείες σας!» Το πυροτέχνημα όμως της βραδιάς στάθηκε το μπρίντιζι του καστελάνου, υποβο­λέα και σερβιτόρου Αράμ! Σαν τέλειωσε και η στερνή πρό­ποση των καλεσμένων, όρθιος πίσω από τον αφέντη του, ύψωσε ένα μπικερίνι[ποτηράκι] φωνάζοντας:

«Οι λειχουδίες τού Κόντε μας δεν έχουν τελειωμό!

κι ελπίζω οι καλεσμένοι του να φάγαν… το σκασμό!»

Ένας παγερές αέρας πέρασε από τη σάλα. Αλλά το κρα­σί και η παλιά παράδοση του μπουφόνου[αστείου] υπηρέτη, που λέει τη σκάφη σκάφη, βοηθήσανε να χωνευτεί τούτη η χοντράδα και τα γέλια ματαρχίσανε του καλού καιρού. Ο Αράμ δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί δεν χειροκροτήθηκε όσο του άξι­ζε και γύρισε πίσω στο μπουφέ του με κατεβασμένα τα μούτρα.

Τελικά, περασμένα μεσάνυχτα, ο Οσκεναίς με την κου­νιάδα του δώσανε το σύνθημα της επιστροφής στη νταριτσέβερε[σαλόνι]. Η λιτανεία ματάρχισε από την ανάποδη και σε λίγο οι καλεσμένοι ήτανε όλοι τους καλοκαθισμένοι κι έτοιμοι να χειροκροτήσουνε τη δεύτερη κομέντια του Κόντε Ρικάρντου. Οι κυράδες, που στο σουπέ είχανε βγάλει τη μάσκα, την ξαναφορέσανε. Τούτο γιατί όλοι ξέρανε πως το δεύτερο δώρο του Κόντε Ρικάρντου θα ήτανε πολύ πιο σκαμπρόζικο[σκανδαλώδες] από το πρώτο. Αλλιώς, βέβαια, δεν θάχε κανένα νόημα.

Μετά τα σόλιτα[συνηθισμένα] τρία χτυπήματα του «σαρεστημένου»[δυσαρεστημένου] Αράμ, το μεγάλο σιπάριο[αυλαία] άρχισε ν’ ανεβαίνει.  Οι δυο φλογάτες μάσκαρες ξεσκεπάζουν την ταμπέ­λα που γράφει: ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ. Μετά τη γυρίζουν ανάποδα και διαβάζουμε: ΚΑΜΑΡΙΝΙ ΘΕΑΤΡΙΝΩΝ. Ύστερα, αφού σηκώ­σουν το μικρό σιπάριο, πετάνε τα ντόμινά τους και μπαίνου­νε μέσα, όπου βρίσκονται κιόλας η Κολομπίνα και ο Πανταλόνε. Η πρώτη κλαίει απαρηγόρητα, ενώ ο δεύ­τερος γρονθοκοπάει ξακολουθητικά το κορμί του. Οι κοπέ­λες, μέσα από το ντόμινο, είναι ντυμένες ένα φανταιζίστικο κοστούμι  κομέντιας.

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

ΚΟΛΟΜΠΙΝΑ – ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ – ΡΙΑ – ΡΕΑ και μετά ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

ΡΙΑ-ΡΕΑ (μαζί)

Κολομπίνα μας καλή!

ΡΙΑ (μόνη)

Έλα πια μην κλαις και τόσο,

θα σου δώσω ένα φιλί!

ΡΕΑ (μόνη)

Και γω δύο θα σου δώσω!

ΚΟΛΟΜΠΙΝΑ (νευριάζει και σταματά το χέρι του Πανταλόνε, που αυτογρονθοκοπιέται)

Άσε αυτό το νταραβέρι

πάνω χέρι, κάτω χέρι,

μπουμ και μπαμ πια νύχτα μέρα

μας εβούρλισες δω πέρα!

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ

Εσύ κλαις κι εγώ χτυπάω, βράστηνε τη διαφορά!

ΚΟΛΟΜΠΙΝΑ

Κλαίω βρε γιατί πεινάω!

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ

Κι από πείνα γω βαράω

στην κοιλιά μου ταμπουρά!

(Μπαίνει σαν ανεμοστρούφουλας ο Αρλεκίνος)

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

Σώνει κλάψες βρε ζωντόβολα!

Τέλος οι λιγνές γελάδες,

μάθετε, βρε μασκαράδες,

πως γιομίσαμ’ όβολα!

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ (αηδιασμένος)

Δεν τις παρατάς, καρόνια [θρασίμι],

τις παλιές σου τις σκινέλες [ψευτοαρρώστιες]!

ΚΟΛΟΜΠΙΝΑ

Πάψε πια για μακαρόνια να σερβίρεις παπαρδέλες[ζυμαρικό, εδώ φλυαρίες].

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

Κόλπο βρήκα με χρυσάφι να φορτώσουμε ένα κάρο!

ΚΟΛΟΜΠΙΝΑ

Τέλος οι κλεψίες, μιο κάρο[αγαπητέ μου].

Σώνει σίδερα[φυλακή]! Νισάφι!

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

Μπράβο σου, βρε Κολομπίνα

Με τσου τίμιους και μεις;

Να ψοφήσουμε τση πείνας

στα πεδία τση τιμής;

ΚΟΛΟΜΠΙΝΑ (ειρωνικά)

Άσπρη μέρα για να δούμε

ένα κόλπο μόνο βρίσκω:

μπρος στον κόσμο να γδυθούμε

και μετά να βγάλεις δίσκο!

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

Μ’ αδικάς, βρε Κολομπίνα,

είσαι θεατρίνα φίνα,

μα και γω δεν είμ’ μπακάλης!

Τόμου[άμα] μάθεις τι σκαρφίστηκα,

στο κρασί νερά θα βάλεις!

ΚΟΛΟΜΠΙΝΑ

Ούτε που σκοτίστηκα!

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ

Χρυσόστομε κάντα λιανά,

μας άλλαξες τα φώτα!

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

Στης Βενετιάς τον ταρσανά

άραξε μια γαλιότα.

Φέρνει τον Ερζερούμ Πασά,

που το χρυσάφι το μασά

κ’ ήρθε να κάμει ψώνια.

Θα φορτώσει στο γαλιόνι φαρφουρί[Πορσελάνες],

γυαλιά, κανόνια

και βελούδα και παγώνια!

Μα ζητά καλά και σώνει

να ψωνίσει και… καπόνια![ευνουχισμένα κοκόρια]

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ (αγανακτισμένος)

Μπρε σε τάισαν κουτόσπορο,

για μεθάς με το στουπέτσι[μπογιά];

Εξεκίνησε αφ’ το Βόσπορο

να ψωνίσει δω… κοτέτσι;

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ (περιφρονητικά)

΄Οσκε τέτοια, βρε καρόνια,

μ’ από τ’ άλλα τα καπόνια!

ΚΟΛΟΜΠΙΝΑ (νευριασμένη)

Παράτα την κοτολογιά

και μίλα πιο σταράτα,

αλλιώς—που να σε φάει βλογιά—

τράβα στην πέρα στράτα!

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ (εξηγεί)

Κειός της Ερζερούμ ο κύρης,

ο τρανός καραβοκύρης,

μην τον κερατώσουν τρέμει

κι έχει τέτοιο πια μαράζι

—πέρασαν βλέπεις τα χρόνια—

που στο δόλιο του χαρέμι

γυναικοβεργάτες[γυναικοφύλακες] βάζει,

σε κοπέλες σαν τα χιόνια,

άντρες πούναι πια καπόνια!

Όμως σαν κισλαραγάδες[αρχειευνούχοι],

έχει μόνον Άραπάδες

πούν’ χαζοί, μουγκοί και μαύροι!

Έτσι πια γυρεύει νάβρει,

τώρα που ’φτασε στη Δύση,

νιόν καστράτο[ευνούχο] να ψωνίσει.

Τον μπορούν μαθές τα κάλλη

και τον θέλει ξανθομάλλη!

Μα τ’ αρέσουν κ’ οι φωνές,

που λυγίζουν σαν τ’ ατσάλι

μ’ αμέτρητα τσακίσματα

κι ατέλειωτα γυρίσματα,

κειό που λένε αμανέ!

ΠΑΝΤΑΛΟΝΕ

Μα καλά, σινιόρ μπαντίτο[ληστή],

κι ούλα αυτά γιατί μας τάπες;

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

Σκάσε σύ μωρέ, στα τσίτο[βουβάσου]!

Θες να σ’ αρχινήσω φάπες;

(επίσημα)

Της Θάλειας σεις βρε μασκαράδες,

ακούστε τώρα τι θα γίνει,

για να γιομίσουμε παράδες

φορτώματα χρυσό τσεκίνι

(Τον βάζουνε στη μέση και χειρονομάει ζωηρά).

ΠΕΦΤΕΙ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΣΙΠΑΡΙΟ

 

(Πάνω στη γαλαρία ξαναπαίζει η μπαντίνα. Ρία και Ρέα βγαίνουνε από το πίσω μέρος κι έρχονται μπρος, όπου γυρίζουν ανάποδα την ταμπέλα. Επιγραφή: ΣΠΙΤΙ ΠΑΣΑ. Ύστερα, σαν τελειώσει η μουσική, ξαναμπαίνουν με τον ίδιο τρόπο —από πίσωθες— κι ανοίγουνε το μικρό σιπάριο.)

 

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

ΠΑΣΑΣ – ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

(Σ’ ένα πλούσιο χαλί κάθεται σταυροπόδι ο Πασάς, καπνί­ζοντας ένα θεόρατο τσιμπούκι. Στο φόντο ένα ζωγραφιστό παράθυρο. Φαίνεται το καμπανίλε της Βενετίας.)

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ (δουλικά όσο δεν παίρνει άλλο)

Ω! προσκυνώ, τρισπροσκυνώ

τ’ αστέρι μας τ’ αυγερινό,

της φτώχειας τον προστάτη.

ΠΑΣΑΣ (δύσθυμα)

Τι χαλεύεις βοϊδομάτη;

Τι γυρεύεις από μένα;

Τι ζητάς εδώ σακάτη

με τα μούτρα τα βαμμένα;

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

Γλυκοφιλώ, να σε χαρώ,

της Ερζερούμ το χώμα!

Σου φέρνω χρυσοθησαυρό…

ΠΑΣΑΣ

Δε με παρατάς, βρε βρώμα,

τ’ είν’ αυτά τα κολοκύθια;

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

΄Οσκε! λέω την αλήθεια!

ΠΑΣΑΣ

Κουβαλάς χρυσά σε μένα;

Να χαθείς καρακαηδόνι!

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

΄Οσκε! Σούφερα τ’ αηδόνι,

το πουλί με τα κομμένα τα… φτερά

που κελαηδάει και που με την κάθε νότα

στην παράδεισο σε πάει!

ΠΑΣΑΣ (περιφρονητικά)

Γύρευε τι ψόφια κότα

θα μου φέρνεις μασκαρά!

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ (λυρικά)

Είν’ πουλάκι παραδείσιο

κι ας του κόψαν τα… φτερά!

Έχει ένα κορμί φιδίσιο!

ΠΑΣΑΣ (έκπληκτος)

Τι είν’ αυτά που λες, κασίδη;

Γίνεται τ’ αηδόνι φίδι;

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

Ναίσκε! Και γι’ αυτό θαμάζω

το κουριόζο[παράξενο] τούτο κάζο[συμβάν]

ΠΑΣΑΣ

Με μπαΐλντισες, κυρ ψεύτη,

με τις κότες και τα φίδια!

Ούλο κοπανάς τα ίδια

Τι πουλάς, μπρε παλιοκλέφτη;

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ (επίσημα)

Πουλώ τρανό κελαηδιστή,

που τον θαμάζουν ούλοι

Σκλάβο τον έχω γκαινιαστεί,

κει που πουλιούντ’ οι δούλοι.

ΠΑΣΑΣ (κατ’ ιδίαν)

Τάχει σίγουρα χαμένα.

(χτυπάει τα κούτελό του)

(δυνατά)

Μπάσε αυτό το φιδοπούλι,

να ξοφλάμε πια με σένα!

(Ο Αρλεκίνος ορμάει και μπάζει, κρατώντας την από το χέρι, την Κολομπίνα ντυμένη αγόρι και μασκέ με μπαούτα[μάσκα], που κρύβει ολόκληρο το πρόσωπο.)

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ (διθυραμβικά)

Να καντάρει[τραγουδήσει] δώσ’ του τράτο[ευκαιρία],

κι αν γιαμά τέτοιον καστράτο

άκουσες να τραγουδάει

σε χαρέμι για σαράι,

του γιαταγανιού σου η κόψη

το κεφάλι μου να κόψει.

ΠΑΣΑΣ (θαυμάζοντας την κορμοστασιά της Κολομπίνας)

Μπρε του Σαΐταν βλαστάρι,

αν το κάντο του είν’ ίσο

με το σώμα το φιδίσο,

αφερίμ μπρε! Να καντάρει!

(Ο Αρλεκίνος οδηγεί την Κολομπίνα στο ζωγραφιστό πα­ραθύρι, που έχει φόντο το καμπανίλε. Εκεί είναι κρεμασμέ­νο ένα κλουβί. Με την πλάτη γυρισμένη, η Κολομπίνα κάνει τρίλιες σε κοντραπούντο του αηδονιού. Όσο εξακολουθούνε οι λαρυγγισμοί, ο Πασάς πετάει θαυμαστικά επιφωνήματα.)

ΠΑΣΑΣ (κατ’ ιδίαν)

Είναι γκιουζέλ, της γης ουρί,

κάθε του νότα και φλουρί !

Μ’ άναψε σεβντά μεγάλο!

Θα το πάρω δίχως άλλο!

(δυνατά)

Πόσα θες, μωρέ, για δαύτο;

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ (κυνικά)

Αν δεν το χρυσώσεις, κλάφ’ το!

ΠΑΣΑΣ

Πάρ’ ένα σακί χρυσάφι (του δίνει βαρύ πουγκί)

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

Δώσ’ μου τρία και… νισάφι!

(Ο Πασάς του δίνει άλλα δυο κι ο Αρλεκίνος, βαρυφορτωμένος, φεύγει σκυφτός όσο πιο γρήγορα μπορεί.)

ΠΑΣΑΣ (μόνος πια με τ’ αηδόνι)

Βγάλε τη μάσκα σου, γιαβρούμ,

χρυσό μου τεφαρίκι.

(θαυμάζει το πρόσωπό της)

Θε να σε πάω στην Ερζερούμ,

στο νέο μου τσιφλίκι!

Έχω κει μικρή κρυψώνα

μέσα σε κοτζάμ ροδώνα,

για να κελαηδάς ομάδι

με τ’ αηδόνια κάθε βράδυ.

(ακούγεται θόρυβος)

ΠΑΣΑΣ (ανήσυχος)

Άκουσες μπρε το σαματά;

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

(Οι άνω και ο Αρλεκίνος με μουστάκια και μαγκούρα, μαζί του η Ρία και Ρέα, ντυμένες, τάχα, μαρκουλίνοι[βενετσιάνοι αστυνομικοί].)

ΠΑΣΑΣ (βλέπει τους τρεις ξάφνου)

Ινσαλά!  Μπασιμπουτζούκοι!

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ (στους ψευτομαρκουλίνους)

Μαρκουλίνοι! δω θαμάστε!

Στο κριτήριο να θυμάστε

πώς μ’ έκανε γκράν κερατά

μ’ ένα τούρκικο τσιμπούκι,

μία τσίκι-μπούμ[με αφλογισία] κουμπούρα,

που με τούτη τη μαγκούρα

θα του γδάρω την καμπούρα…

ΠΑΣΑΣ (περιφρονητικά)

Τι ζητάς, μωρέ σακάτη;

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ (κοφτά)

Τη γυναίκα μου και… να τη!

ΠΑΣΑΣ (σαρκαστικά)

Ποία «να τη»; λέγε «να τος»!

Είν’ τραγουδιστής καστράτος!

ΡΙΑ

Τότενες το πράμα αλλάζει

ΡΙΑ και ΡΕΑ (μαζί)

(στον Αρλεκίνο αυστηρά)

Μας εφέρτε δω για χάζι

ή για πιάσιμο στα πράσα;

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ (γελώντας περιφρονητικά)

Τον παπά κάνουν τα ράσα,

ή τον άντρα τα βρακιά;

ΡΙΑ (αποφασιστικά)

Μετρημένα τα κουκιά!

Θέμε τρίτου μαρτυρία (στη Ρέα)

Τράβα τον κάτω στη γρία,

που πουλάει τα κουλούρια…

ΚΟΛΟΜΠΙΝΑ (ψυχρά)

Σταματήστε, βρε γαϊδούρια! (ειλικρινά)

Κυρ Πασά μου με την πείνα

η τιμιότη πάει ά μόντε[χάνεται].

Ειμ’ η Σόρα Κολομπίνα,

ζω με κειόν τον μπαγαπόντε! (δείχνει τον Αρλεκίνο)

Είμαστε μια κομπανία,

που πηδάμε με μανία

στης Κομέντιας το πατάρι!

Και σαν διάολος μας πάρει,

λέμε το ψωμί ψωμάκι

και απλώνουμε το χέρι

πούλιο μακριά λιγάκι!

(κάνει χειρονομία σουφρώματος)

ΠΑΣΑΣ (απελπισμένος ξεσπάει)

Φτύνω στην ψωροκούτρα σας, γκιαούρ-κιοπέκ ασκέρι!

Κόψιμο θέλει το χέρι

και κοπρία τα μούτρα σας!

Αμέτε στον όξω από δω,

δε θέλω να σας ματαδώ.

(κατ’ ιδίαν)

Βάι! Βάι! συφορά μου,

πάνε τα χρυσά φλουριά μου!

Πάει καλιά του και τ’ αγόρι!

Το κισμέτ δεν παίρνει ζόρι!

Θάχω πια στην Ερζερούμ

μονοφόρι τις χανούμ!

(ξεσπάει δυνατά)

Μ’ αφανίσαν οι προδότες!

 

(Ο θίασος φεύγοντας τραγουδάει χορωδιακά)

Αλλού τα κακαρίσματα

κι αλλού γεννάν οι κότες!

ΜΕΓΑ ΣΙΠΑΡΙΟ

Οι περισσότεροι, βέβαια, από τούς αφεντάδες δεν κατα­λάβανε τις τούρκικες λέξεις, που πλουμίζανε την κομέντια του Σιόρ Ρικάρντου. Από τις κυράδες τους, μάλιστα, σχε­δόν καμιά. Ο ίδιος ο «αουτόρος»[συγγραφέας] τις είχεν ακούσει στα κάμποσα ταξίδια του στο Μοριά και τους έξι μήνες που έζησε στην Πόλη, τότε που, μετά το θάνατο του Εξ Απορρή­των, η Μεγάλη Κυρά τον είχε στείλει εκεί να διαφεντέψει τα νιτερέσα της.

Το νόημα όμως της κομέντιας και το σκαμπρόζικο φι­νάλε της το καταλάβανε όλοι κι όλες. Βοηθώντας και του κρασιού που είχανε ρουφήξει, η υποδοχή του Σιόρ Ρικάρντο, σαν βγήκε στερνή φορά στο παλκοσένικο, έμεινε ιστορική. Πάνω από τέταρτο της ώρας η σάλα σειότανε στο χειρο­κρότημα. Δακρυσμένος ο αουτόρος ευχαριστούσε συνεχεία το κοινό, ώσπου στο τέλος τους έκαμε νόημα να σωπάσουν και τους παρακάλεσε:

«Σταματήστε, Σινιόροι και Σινιόρες, τα παλαμάκια, γιατί, από τσι πολλές ρεβερέντζες που σας κάνω, κοντεύω να κοψομεσιάσω».

Ο Μπορτολής, γύρευε με κάθε τρόπο να φανερώσει στους γονιούς του την ευγνωμοσύνη του για τη γιορτή, που τόση χαρά του είχε δώσει. Βλέποντας τον παπάκη[πατέρα] του ολότελα αμίλητο, ανησύχησε και ξεκίνησε την κου­βέντα ρωτώντας τον πώς του φάνηκε η αποψινή φέστα. Ο Κόντε Λαγονίκας[ήταν μανιώδης κυνηγός εξ ου και το παρατσούκλι], που σκεφτότανε άλλα πολύ σοβαρότερα, κατά τη γνώμη του, πράματα (εκείνο το σκυλί του το θηλυκό, η Σπίθα, είχε τ’ απόγιομα τη μύτη της στεγνή και ζεστή· ώρες είναι να ’χουμε τίποτσι σκινέλες με δαύτηνε!) αρκέστηκε να τον βεβαιώσει πώς: «νον τσε μάλε…»[δεν ήταν η παράσταση κακή].Ο Μπορτολής γύ­ρισε τότε στον μπάρμπα του λέγοντας πως πούλιο όμορφη φέστα είναι του αδυνάτου να ματαγίνηκε ποτέ στο Τζάντε!

– Φόρσε και σι![Ίσως και ναι] έκανε Οσκεναίς αφήνοντας θολή την έννοια της απάντησής του.

Ύστερα σηκώθηκε και τράβηξε για το καμαρίνι του, δίπλα στη λιμπραρία, λέγοντας:

– Και θα ήτανε ακόμα πούλιο όμορφη, αν δεν βρισκόντουσαν κάτι γαϊδούρια, που πατούσανε με τα βρωμοπάπουτσά τους πάνω στις χρυσές μου πολτρόνες!

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), ΑΝΤΑΤΖΙΟ ΚΑΙ ΦΟΥΓΚΑ, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

2 σχόλια

  • Πως έχουμε Απόκριες μας θύμισες Διονύση,
    κι όσο να πεις, μας λείπουνε, τσί ‘χουμε νοσταλγήσει.
    Ελπίζω να καλοπερνά ‘κεί πάνου ο αουτόρος,
    και μία θέση εκεί κοντά, να βρει ο ριμαδόρος.
    Πολύ το ‘φχαριστήθηκα τούτο το κέρασμά σου,
    νά ‘σαι του χρόνου όπως θες, και νά ‘χεις την υγειά σου!

    Δύ-στιχος

Κλικάρετε εδώ για να σχολιάσετε