ΑΝΔΡΕΟΥ Α. ΑΒΟΥΡΗ: Ο ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ

«Τρία μερόνυχτα εψυχομαχούσε ο Μήτρος. Λες κι’ η ψυχή του ήταν κολλημένη στα σπλάχνα του. Ούτε γιατρικό κατέβαζε πλειά, ούτε ζουμί, ούτε αισθανότανε. Του φέρανε τον παπά να εξομολογηθεί, αλλά τίποτα. Ούτε να μιλήσει μπορούσε, ούτε να κοινωνήσει. Και τον κλαίγανε τον κακομοίρη που κατέβαινε κολασμένος στον Άδη, δίχως να συγχωρεθούν τα κρίματά του.
Τέλος πάντων υστέρα από φοβερή αγωνία εξεψύχησε κι’ αμέσως εδιαβάστηκε ο βίος του.
– Το κρίμα εκείνου που αδικοσκότωσε τον παίδεψε στο θάνατό του και θα τον βασανίσει στον άλλο κόσμο, έλεγε ο ένας.
– Αμή τα αχ! εκείνων που έκλεψε κι’ αδίκησε δεν θα τον παιδέψουνε; έλεγε ο άλλος.
– Αμή με τόσους αφορεσμούς, γυιέ μου, που έχει φαομένους θα τον λιώσει η γης; Μπα, μπα, μπα, έλεγε σταυροκοπούμενη η σαβανώστρα του. Για ιδέστε τον από τώρα εμαύρισε. Κύργιε ελέησον!
– Μωρές παιδία, να το θυμόσαστε που θα βρικολακιάσει! Με ύφος προφητικό είπε ένας από εκείνους τους δίκαιους κι αναμάρτητους χριστιανούς, που τριγύριζαν τον άτυχο, κι έστρεφε το πρόσωπο για να μη βλέπει τη μορφή του πεθαμένου.
Σε λίγες ώρες ξαπλωμένο το Μήτρο στο καδελέτο τον πήγανε στην εκκλησία να τον διαβάσουνε και να τον θάψουν.
Ένας λάκκος ήτανε ανοικτός και χωρίς να κλάψει μάτι το δυστυχή, εσκέπασε παντοτεινά το χώμα.
 
Επεράσανε έξη μήνες και σχεδόν ελησμονήθηκε ο Μήτρος, όπου ξαφνικά μία νύχτα χειμωνιάτικη που έβρεχε κι’ η θάλασσα εμούγκριζε, ακούνε στες πλάκες του δρόμου ένα παράξενο θόρυβο, σαν να έσερνόντανε αλυσίδες καραβιού.
Αρχίσανε οι γειτόνοι το σταυροκόπι και τες προσευχές, οι γριούλες λιβάνισμα, κι’ αμέσως εγεννήθηκε η υποψία πώς θα εβρυκολάκιασε ο Μήτρος και τον σέρνει το «Μοσχάρι της Αγίας Τριάδος».
Την αυγή εβούϊξε ή χώρα και μεγάλοι μικροί ετρέχανε στο πισινό προαύλι της Αγίας Τριάδος και με χίλια σχόλια εκυττάζανε το φτωχό τάφο του Μήτρου, που τον πρασίνιζε ή χλόη. Εσχηματίστηκε πλέον η πεποίθησις πως ο Μήτρος εβρυκολάκιασε γιατί εκείνη την εποχή ήτανε στην ακμή τους τα μοσχάρια, οι νεράιδες, οι λάμνισες, τα φαντάσματα, οι ίσκιοι με τα τσιμπούκια τους και τα περγαλιά με τα φεσάκια τους.
Μόλις εσούρπωνε κάνεις δεν ετολμούσε να περάσει από την Αγία Τριάδα, γιατί ο βρυκόλακας μεταμορφωμένος σε πελώρια γυναίκα -τον είδανε πολλοί- ολόγυμνος κι’ έχοντας καβαλικεμένο μακρύ καλάμι εκατέβαζε τα άστρα κι’ εκουβέντιαζε με τα Τελώνια!
 
Ένα βράδυ ο εφημέριος της εκκλησίας κατέβηκε κατά την τακτική συνήθειά του από το κελί για ν’ ανάψει το καντήλι της Αγίας Τραπέζης. Άλλα μόλις εμπήκε στην εκκλησία κι’ άναψε το λιανοκέρι, ακούει μεγάλο θόρυβο στο γυναιτίκι, σαν να ετρέχανε άλογα.
Εστάθηκε, έκαμε το σταυρό του, είπε το «ελέησον με», αλλά τίποτα!
Στο γυναιτίκι εχάλαε ο κόσμος. Κατατρομαγμένος βγαίνει στο δρόμο και τρέχοντας με σηκωμένα τα ράσα εφώναζε:
– Τρεχάτε, χριστιανοί, κλέφτες στην εκκλησία!
Μ’ όλο το φόβο και την αμάθεια του εντρεπότανε να πει ο βρυκόλακας κι είπε κλέφτες.
Στες ξαφνικές φωνές του παπά αναστατώθηκε η γειτονιά, εμαζεύτηκε κόσμος, άλλα κανένας δεν είχε το κουράγιο να μπει στην εκκλησία,
– Μωρέ τι κλέφτες, ελέγανε, είναι ο βρυκόλακας!
Οι πειό ψυχωμένοι όμως εμπήκανε στην εκκλησία και με καρδιοχτύπι κάνοντας το σταυρό τους αφουγκραζόντανε τη μεγάλη σαραβολή που γενότανε στη σοφίτα της εκκλησίας.
Ανάψανε κεριά, φανάρια, τόρτσες, και λίγο λίγο θαρρεύοντας φέρνει ο ζωηρότερος ένα τσεκούρι με μακρύ στιλιάρι από το σπίτι του και λέει του παπά:
– Έλα, δέσποτα, φόρεσε το πετραχήλι σου, ξόρκισε το βρυκόλακα και πάμε απάνου να τόνε χαλάσουμε.
– Εμπρός, απάνου! Εφώναξε το ασκέρι κι’ επροσπαθούσαν με τές φωνές τους να πνίξουνε το θόρυβο, που ολοένα περισσότερος εγενότανε στο γυναιτίκι.
Μπροστά εκείνος με το τσεκούρι αμπουρισμένο και ξοπίσω ο παπάς με τη φυλλάδα κι’ όλο το ασκέρι με τα φώτα εκινήσανε για το γυναιτίκι.
 
«Συντριβήτωσαν υπό τον τύπον του τιμίου σταυρού σου πάσαι αι εναντίαι δυνάμεις». Τουρτουριστά εμουρμούριζε ο παπάς.
– Φτου σου, καταραμένε! Αμήν. Σταυροκοπούμενοι ελέγανε οι λαϊκοί, κι’ επροσπαθούσαν σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο να μείνουν τελευταίοι στη σκάλα.
– Πνεύμα πονηρόν και ακάθαρτον, εξορκίζω σε εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος, κάτελθε εις τα τάρταρα του Άδου! Φτου φτου φτου ου ου! Ανεβαίνοντας το γυναιτίκι έψαλε ο παπάς κι’ οπίσω του και οι θόρυβοι εβούιζαν από τα αμήν και τα φτυσίματα.
Αλλά όσο ανεβαίνουνε τη σκάλα, τόσο κι’ ο θόρυβος κι οι κτύποι αυξαίνανε.
Αφού πλειά ο παπάς εδιάβασε όλα τα ξόρκια και στο στόμα των Χριστιανών και δεν έμεινε σάλιο, χωρίς ο βρυκόλακας να φύγει, αποφασίσανε οι πειό καρδιωμένοι να τσακώσουνε τον κολασμένο.
– Φέγγετε! Φωνάζει εκείνος με το τσεκούρι, και κάνοντας το σταυρό του προχωρεί στο μέρος που ακουγόντανε οι κτύποι.
Σε λίγο ακούγεται μεγάλη σαραβολή κι αποκάτου από ένα καδελέτο πετιέται μια ανθρώπινη κάρα.
– Βάρτου!
– Έντονέ!
– Κύριε ελέησον!
– Φτου σου, καταραμένε!
Άλλοι τρέχουνε να φύγουνε, άλλοι πέφτουνε χάμου, και χαμένος εκείνος με το τσεκούρι παίρνει ξοπίσω τη κάρα, που εκύλαε με θόρυβο.
Κτυπάει ακατάπαυστα στα κουτουρού, ο παπάς ανεβασμένος σε ‘ενα πάγκο διαβάζει ξόρκια, το ασκέρι φοβισμένο σταυροκοπιέται οπού πετυχαίνει τέλος το τσεκούρι καταμεσής την κάρα, την ανοίγει σε δύο, και στο φως των κεριών πετιέται από μέσα και φεύγει κατατρομαγμένος ο βρυκόλακας… ρεπαρίσιος ποντικός».
 
ΑΝΔΡΕΑΣ Α. ΑΒΟΥΡΗΣ, «ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ» , ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ Η «Η ΑΥΓΗ» ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΑ, 1914
.
[ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤ. ΑΒΟΥΡΗΣ(1866-1948): Δημοσιογράφος και λογοτέχνης από την Ζάκυνθο. Έγραψε τα «Ζακυνθινοί τύποι», «Τύποι ιερέων» και διηγήματα. Εκδότης και διευθυντής των τοπικών εφημερίδων Φως, Νέον Φώς, Φιλελεύθερος, Καθημερινή].