Από την θεατρική ζωή στην Ζάκυνθο το 19ο αιώνα

Στη Ζάκυνθο του 19ου αιώνα λειτουργεί το θέατρο «Απόλλων» από το 1835 μέχρι το 1870. Πρώτος ιδιοκτήτης του υπήρξε ο Ιταλός επιχειρηματίας-διευθυντής θιάσου ποικίλων θεαμάτων Gaetano Mele. Υπήρξε το πιο μακρόβιο και οργανωμένο χειμερινό θέατρο της Ζακύνθου πριν από την Ένωση.

Ο καλύτερος από όλους τους θιάσους όπερας από την αρχή λειτουργίας του θεάτρου θεωρείται  αυτός της σεζόν 1851-52. Επίσης σε ευεργετικές παραστάσεις ακούστηκαν αποσπάσματα και από τις όπερες Σαπφώ του Pacini και Βελισάριος (Belisario) του Donizetti.

H επόμενη σεζόν ήταν πολύ μικρής διάρκειας και συμπεριλάμβανε μόνο την άνοιξη του 1853. Οι παραστάσεις δόθηκαν από τον θίασο ή μέρος του θιάσου, ο οποίος ήταν εκείνη την περίοδο στην Κεφαλονιά και είχε αναγκαστεί να διακόψει εκεί τις παραστάσεις λόγω χρεών. Επρόκειτο για έναν μέτριο θίασο άσημων μονωδών, μεταξύ των οποίων λίγοι ήταν οι καλλιτέχνες που ξεχώριζαν.

Από τις μέχρι τώρα πληροφορίες δεν είναι γνωστό ποιες όπερες ανέβηκαν τη σεζόν αυτή στη Ζάκυνθο. O Κ. Σαμπάνης [«Η όπερα στην Αθήνα κατά την οθωνική περίοδο (1833-1862) μέσα από τα δημοσιεύματα του τύπου και τους περιηγητές της εποχής»] όμως θεωρεί ότι πρωτίστως θα πρέπει να αναζητηθούν οι όπερες Λουίζα Mίλλερ και Οι ληστές του Verdi και πιθανότατα Νόρμα του Bellini, οι οποίες παίχτηκαν νωρίτερα από τον ίδιο θίασο στην Κεφαλονιά.

Ένα τετραετές κενό πληροφόρησης παρατηρείται μεταξύ Ιουνίου 1853 και Αυγούστου 1857, κάτι που κάνει ισχυρό το ενδεχόμενο να μην υπήρξαν παραστάσεις την παραπάνω περίοδο.

Σε αντίθεση όμως με ό,τι συνέβαινε τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, από τον Σεπτέμβριο του 1857 μέχρι την ενσωμάτωση των Ιονίων στο ελληνικό κράτος το 1864, παρατηρείται αξιοσημείωτη κανονικότητα στις παραστάσεις όπερας.

Ο θίασος της σεζόν 1857-58 χαρακτηρίζεται μέτριος από ποιοτικής άποψης. Μεταξύ των μονωδών εμφανίζεται το όνομα της πριμαντόνας, σοπράνο Ισαβέλλας Ιατρά, μετέπειτα σύζυγος του Παύλου Καρρέρ. Την επόμενη σεζόν όπερας, 1858-59, ο θίασος χαρακτηρίζεται  πολυπληθέστατος, πολυδύναμος και ικανοποιητικού επιπέδου. Τη σεζόν αυτή ακούστηκαν αποσπάσματα από την όπερα Η υπνοβάτις του Bellini. Επίσης, ανέβηκε το έργο Lo Zingaro, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «farsa» μη κατονομαζόμενου δημιουργού. Παρουσιάστηκε στο θέατρο κατά τη διάρκεια μιας βραδιάς που συμπεριλάμβανε και διάφορα αποσπάσματα από όπερες. Ίσως πρόκειται για μικρής διάρκειας έργο οπερατικής φύσης .

[Εκτός των άλλων] τη σεζόν 1857-58 ανέβηκε και η όπερα του Καρρέρ Ισαβέλλα του Άσπεν (Isabella d’Aspeno), σε διδασκαλία του ίδιου.

[…]  τις αρχές Ιανουαρίου 1860 αναφέρεται ένα σοβαρό επεισόδιο στην αίθουσα του θεάτρου με τους μονωδούς αρχικά να αποδοκιμάζονται και στη συνέχεια να έρχονται στα χέρια με τους θεατές. Το συμβάν, που έκανε το γύρο στον ιταλικό μουσικοθεατρικό τύπο προκαλώντας ειρωνικά σχόλια, είχε ως αποτέλεσμα το προσωρινό κλείσιμο του θεάτρου και τη φυλάκιση ενός από τους μονωδούς.

Την επόμενη σεζόν, 1860-61, εμφανίζεται ένας πλήρης αλλά μέτριας ποιότητας θίασος. Εκτός από τις όπερες αναφέρεται απόσπασμα από τον Ερνάνη του Verdi σε ευεργετική παράσταση και ένα ντούο σε άλλη ευεργετική από την όπερα του Luigi Ricci Οι εκτεθειμένοι ή Ήταν δυο ή είναι τρεις (Gli esposti ovvero Eran due or son tre).

Την επόμενη σεζόν, 1861-62, δίνει παραστάσεις ένας από τους χειρότερους ποιοτικά θιάσους που εμφανίστηκαν στη Ζάκυνθο. Κατά τη διάρκεια της σεζόν φαίνεται ότι παρουσιάστηκαν προβλήματα συνδεόμενα όχι μόνο με μεμονωμένους μονωδούς, αλλά και με τη συνολική ποιότητα του θεάματος, όπως και με την εργολαβία.

Στη συνέχεια λειτουργεί στην πόλη το θέατρο «Φώσκολος» σε σχέδια του Τσίλλερ. To θέατρο αρχίζει να σχεδιάζεται το 1871 και καταστρέφεται από τους σεισμούς του 1893, για να ξαναχτιστεί το 1902.

Την κοινωνική διάσταση της όπερας τον 19ο αιώνα επισημαίνει και ο Λούντζης (2011) για την περίπτωση της Ζακύνθου, κάτι που φανερώνει η συνύπαρξη των κοινωνικών τάξεων στο θέατρο της όπερας με συγκεκριμένη όμως χωροταξία, όπως και σε όλα άλλωστε τα θέατρα της περιόδου: η αριστοκρατία και οι αρχές στα θεωρεία, οι αστοί στην πλατεία, ο λαός στον εξώστη. Για να καταλάβει κανείς τη σημασία της διαταξικής συνύπαρξης στο ζακυνθινό λυρικό θέατρο του 19ου αιώνα, θα πρέπει να αναλογιστεί ότι τέτοια συνύπαρξη, ακόμα και στα τέλη του 18ου αιώνα, δεν υπήρχε ούτε καν στην εκκλησία.

Για παράδειγμα, οι οικογένειες του Libro d’Oro διέθεταν ιδιωτικούς ναούς και κοιμητήρια στην πόλη ή στα φέουδά τους, ενώ οι λαϊκές συντεχνίες έχτιζαν τους δικούς τους ναούς στις συνοικίες, προσλαμβάνοντας επιφανείς ζωγράφους για να τους διακοσμήσουν, σε ανταγωνισμό προς τους ναούς της αριστοκρατίας.

Η σχέση των Ζακύνθιων με την όπερα πιστοποιείται και από το γεγονός ότι αρκετοί είναι εκείνοι που πραγματοποιούν μουσικές σπουδές και στη συνέχεια διακρίνονται στο χώρο της όπερας ως συνθέτες, μαέστροι ή τραγουδιστές. Τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αποτελούν οι συνθέτες Παύλος Καρρέρ, Φραγκίσκος Δομενεγίνης, Αντώνιος Καπνίσης, Ιωσήφ Λιμπεράλης και Ιωσήφ Μαστρεκίνης.

Επίσης, δύο μέλη της ζακυνθινής αριστοκρατίας, ο Παύλος Καρρέρ και ο Γεώργιος Δομενεγίνης, σταδιοδρομούν ως επαγγελματίες μαέστροι στο τοπικό λυρικό θέατρο, ενώ μια νεαρή αστή, η Ισαβέλλα Ιατρά, μετά από φωνητικές σπουδές στην Μπολόνια, ντεμπουτάρει το 1857 ως πρωταγωνίστρια στο θέατρο «Απόλλων» (Λούντζης 2011).

Από το:
ΜΑΡΙΑ ΜΠΑΡΜΠΑΚΗ “Όψεις της Μουσικής Ζωής στα Ελληνικά Αστικά Κέντρα το Δεύτερο Μισό του 19ου Αιώνα”.

Η ΜΑΡΙΑ ΜΠΑΡΜΠΑΚΗ είναι Δρ. Ιστορικής Μουσικολογίας, Διδάσκουσα Τμήματος Μαθηματικών Παν/μίου Αιγαίου.