Ο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗΣ ANΗΨΙΟΣ ΤΟΥ ΝΤΟΤΟΡΟΥ ΡΟΙΔΗ, ΦΙΛΟΥ ΤΟΥ Δ. ΣΟΛΩΜΟΥ

«Είναι γνωστόν ότι ο Εμμανουήλ. Ροΐδης κατήγετο προς πατρός εξ αρχοντικής αθηναϊκής οικογενείας, ήτις, όπως και τόσαι άλλαι, ηναγκάσθη να εγκαταλείπη την εστίαν της, ότε οι υπό τον Μοροζίνην Βενετοί εξεκένωσαν το επί βραχύ καταληφθέν άστυ της Παλλάδος. Μνημείον του παλαιού αυτών κλέους οι Ροΐδαι άφηνον όπισθέν των την οικογενειακήν των εκκλησίαν την Παναγίαν Χροσοροΐδεναν. Αύτη έκειτο εις την Πλάκαν, ακριβώς απέναντι των οικιών Λεβίδη και Χωματιανού, μεταξύ των οδών Αδριανού και Αγίου Ανδρέου, διετηρήθη δε μέχρι του παρόντος αιώνος · τα επί της ευρυχώρου αυλής της δωμάτια είχον τότε μεταβληθή εις σχολείον, εν ώ εδιδάχθησαν τα πρώτα γράμματα πλείστοι Αθηναίοι, εν οις και ο Γεώργιος Ψύλλας, ο δους τω Ευστρατίω Ροΐδη τας πληροφορίας ταύτας.

Οι Βενετοί συναισθανόμενοι το μέγεθος της καταστροφής, ης εγένοντο πρόξενοι, προσεπάθησαν να μετριάσωσι ταύτην δια παροχής οικιών και κτημάτων εις τους παθόντας Αθηναίους. Πολλοί τούτων συνωκίσθησαν εν Γαστούνη, είδον δε μνημονευόμενον και πίνακα των κατά το 1691 ευρισκομένων εν τη πόλει ταύτη Αθηναϊκών οικογενειών. Μη κατορθώσας να εύρω αντίγραφον του πίνακος τούτου, δεν ηδυνήθην να εξακριβώσω αν οι Ροΐδαι συμπεριλαμβάνοντο εν αυτώ, αλλ’ ανεύρον αντίγραφον των επισήμων εγγράφων, δι’ ων παριχωρούντο εις τους Ροΐδας οικία εν Γαστούνη (εν τη ενορία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου) με κήπον τριών στρεμμάτων, ως και εκτεταμέναι γαίαι εν τω χωρίω Αγαρόλι (Agarogli), έτι δε και άμπελος μεγάλη και έτερον περιβόλιον εν τω χωρίω Καλέβι (Chielevi). Το παραχωρητήριον χρονολογείται από της 8 Οκτωβρίου 1702. Έτερα έγγραφα του Νοεμβρίου 1702 και Νοεμβρίου 1703 επιβεβαιούσι τας παραχωρήσεις και μάλιστα προσθέτωσιν εις ταύτας ετέρας, συν τοις άλλοις και μύλον ενοικιασμένον τέως εις τον αποθανόντα Γεώργιον Δούσμανην.

Δυο έτη βραδύτερον δουκικόν διάταγμα της 5 Φεβρουαρίου 1704 απένειμεν εις τους Αδελφούς Ζωρζήν και Βενιζέλον Ροΐδας, και εις τους κληρονόμους αυτών τον τίτλον του Κόμητος. Το έγγραφον τούτο δημοσιευθέν προ ετών εις τα «Αθηναϊκά Μνημεία» του κ. Δ. Καμπούρογλου , νομίζομεν καλόν, ν’ αναδημοσιεύσωμεν ενταύθα, διότι δίδει και λεπτομερείας περί της ιστορίας της οικογενείας.

Τίτλος Ευγενείας της Αθηναϊκής Οικογενείας Ροΐδου
Αλοΐζιος Μοτσενίγος θεία χάριτι Δουξ της Ενετίας κ.τ.λ.

Προς άπαντας γενικώς και ιδιαιτέρως προς ους ήθελε φθάση αύτη η
ημετέρα, γνωστοποιούμεν, ότι εν τω ημετέρω συμβουλίω ελήφθη
μέτρον ως προκύπτει και εκ των ενόρκων πληροφοριών των
αναγνωθεισών προ ολίγον παρά των συνεδριασάντων ανακριτών
συνδίκων εν Μωρία, η πάντοτε τα μάλιστα διακεκριμένη αξία των
Γεωργίου και Βενιζέλου Ροΐδου, οίτινες εγκαταλείψαντες τας
Αθήνας εις ας εγεννήθησαν και καταντήσαντες να κατοικήσωσιν εν
Μωρία ως εκούσιοι υπήκοοι, έδοσαν και δια προσφορών εις το
Δημόσιον ταμείον και δια της προσλήψεως ανδρών και μετέπειτα
άλλου πλήθους δι’ ιδίων εξόδων, τρανάς αποδείξεις πιστής και
σταθεράς υπακοής εις όλους τους κλάδους της δημοσίας ασφαλείας.
Επειδή δε εξαιτούνται οι αυτοί πράξίν τινα της δημοσίας
μεγαλοδωρίας δυναμένην να ανταμείψη αυτούς της αυθορμήτου
υπακοής, απεφασίσαμεν ίνα οι ειρημένοι Γεώργιος και Βενιζέλος
Ροΐδαι μετά των τέκνων και νομίμων διαδόχων αυτών, χάριν της
ευνοίας του συμβουλίου τούτον τιμηθώσι δια παντός, δια του
τίτλου ΚΟΜΗΤΩΝ, όπως εκ της αποδείξεως ταύτης της δημοσίας
γενναιότητας δυνηθώσιν έτι πλέον να θερμανθώσιν εις την
διακεκριμένην αυτών υπακοήν.
Κατ’ εξουσίαν τον ειρημένου συμβουλίου διατάττομεν Υμάς ίνα
δώσητε εκτέλεσιν.
Εδόθη εν τω ημετέρω Δουκικώ Παλατίω την ημέραν πέμπτην
Φεβρουαρίου ενδικτ. XIII 1704.

 

Την δεκάτην Μαρτίου 1725 έτος παλαιόν εν Ζακύνθω προσήχθη η
παρούσα παρά του Κυρίου Κόμητος Γεωργίου Ροΐδου όπως λάβη
νόμιμον και επίσημον αντίγραφον αυτής προς γενικήν χρήσιν του.
Αντίγραφον
Μαρία Άγγελος Νέγρης

 

Αλλ’ η Βενετική κυριαρχία εν Πελοποννήσω υπήρξεν απροσδόκητος όσον και προσωρινή. Εντός επτά μηνών (από του Μαΐου μέχρι του Δεκεμβρίου 1715) οι Τούρκοι ανέκτησαν τας εις τον θαυμαστόν πόλεμον (guerra meravigliosa) απωλεσθείσας επαρχίας, και οι Ροΐδαι ηναγκάσθησαν και πάλιν να ζητήσωσι την σωτηρίαν εν τη φυγή. Η οικογένεια εδιχάσθη· ο μεν είς κλάδος μετηνάστευσεν εις Ζάκυνθον, ο δε έτερος εις Χίον.

Και η μεν μετανάστευσις εις Ζάκυνθον είναι ευεξήγητος· τον ακριβή όμως λόγον της μεταναστεύσεως εις Χίον δεν ηδυνήθην να εξακριβώσω. Ίσως ωφείλετο αύτη εις την σχετικήν ελευθερίαν, ης απέλαυεν η μυθολογουμένη πατρίς του Ομήρου. Οπωσδήποτε οι εν Ζακύνθω Ροΐδαι ουδέποτε ελησμόνησαν τους εν Χίω συγγενείς παράσχοντες εις αυτούς μάλιστα μετά την καταστροφήν της Χίου και σπουδαιοτάτην υπηρεσίαν.
Πράγματι

το 1824 ο κόμης Αντώνιος Ροΐδης ουχί μόνον εφιλοξένησεν εν Ζακύνθω τον πατέρα του συγγραφέως των «Ειδώλων», αλλά και επέτυχεν υπέρ αυτού και των αδελφών του την έκδοσιν Ιονίου διαβατηρίου, διά του οποίου ο μεν Δημήτριος ηδυνήθη να μεταβή εις Κωνσταντινούπολιν, οι δ’ εν Σύρω πενόμενοι αδελφοί του εις Σμύρνην, όπου και ηδυνήθησαν να εμπορευθώσι «χωρίς να φοβώνται τους αγρίους Τούρκους».

Περί του φιλοσυγγενούς Αντωνίου Ροΐδου τ’ ανέκδοτα απομνημονεύματα του Ευστρατίου Ροΐδου διηγούνται και το εξής νοστιμώτατον επεισόδιον:

«Ο Αντώνιος εχρημάτισεν εις την Αλεξάνδρειαν, κατορθώσας να τον
εμπιστευθή ο Μεχμέτ Αλή Πασάς χρηματικήν διαχείρισιν· θελήσας
όμως να ωφεληθή, εμπορεύθη τα χρήματα ζημιωθείς· ελθούσης της
εποχής να δόση απολογισμόν της διαχειρίσεως, επειδή και ήτο
ελλειματίας, φοβούμενος την αρχήν του Πασσά, εδραπέτευσε μ’ έν
Ζακύνθιον πλοίον. Αφιχθέν το πλοίον εις την Ζάκυνθον, εξήλθον
άπαντες εις το Υγειονομείον διά να καταγραφώσιν· όταν ήλθεν η
σειρά του ανωτέρω ηρωτήθη πώς ονομάζεσαι: «Αντώνιος Ροΐδης». Εις
την εκφώνησιν του ονόματος τούτου είς των φυλάκων αποκαλεί τον
Αντώνιον ψεύστην και κλέπτην, συνάμα δε απέρχεται δρομαίως εις
την οικίαν του κόμητος Αντωνίου Νικολάου Ροΐδη και του λέγει: έ
Αυθέντη, ήλθεν ένας ο οποίος έχει κλεμμένον το όνομά σου και
τολμά να λέγη ότι ονομάζεται Ροΐδης. Ο φύλαξ έμεινεν έκπληκτος,
όταν ο κόμης του απήντησε: «πήγαινε να τον ερώτησης αν είναι
Χίος, και αν είναι από την Χίον, είπε εκ μέρους μου εις τον
υγειονόμον να του δώση έν καλόν δωμάτιον, και μετ’ ολίγον θα
έλθω να τον ιδώ», — Ενώ λοιπόν ο Αντώνιος εσκέπτετο το τί
ποιητέον, καθότι ενόμισεν ότι ο Μεχμέτ Αλή Πασσάς επρόφθασε να
ειδοποιήση την δραπέτευσίν του, και ότι θα τον συλλάβουν διά να
τον παραδώσουν ή αποπέμψωσιν εις την Αλεξάνδρειαν, η έκπληξίς
του εκορυφώθη, όταν επιστρέψας ο φύλαξ ερωτά από ποίον τόπον
είσαι; άμα ήκουσεν από την Χίον, του λέγει πολύ καλά,
αποκαλύπτει την κεφαλήν και του λέγει, ότι: έχω εντολήν από τον
Αυθέντην Σινιόρ κόντε να ειπώ του υγειονόμου να σας παραχωρήση
έν καλόν δωμάτιον, και μετ΄ολίγον θα έλθη και ο ίδιος να σας
ιδή. Ολ’ αυτά εκορύφωσαν την απορίαν και έκπληξιν του Αντωνίου,
διότι δεν εγνώριζεν ότι εις την Ζάκυνθον υπάρχει Ροΐδης και
μάλιστα καλούμενος Αντώνιος όπως και αυτός. Μετ’ ού πολύ
κατήλθεν ο κόμης Αντώνιος Ν. Ροΐδης και εξηγήθησαν. Ο κόμης δεν
ηδύνατο να πιστεύση πως είναι δυνατόν να μη γνωρίζωσιν εις την
Χίον ότι είχαν συγγενή εις την Ζάκυνθον».

Αδελφός του προμνησθέντος κόμητος Αντωνίου ήτο ο ιδιόρρυθμος καθ’ όλα δοτόρος Διονύσιος Ροΐδης, ον αποθανάτισεν ο Σολωμός διά της «Πρωτοχρονιάς» και του «Ιατροσυμβουλίου».

Λόγου δε τυχόντος περί Σολωμού αδύνατον να μη μνημονευθή ότι

κατά τον Ευστράτιον Ροΐδην και άλλας μαρτυρίας η ηρωίς ετέρου αριστουργήματός του, της «Ξανθούλας», εκείνης, ην τόσον συγκινητικά αποχαιρετά ο ποιητής, ήτο η Δις Μαριγώ Μαυρογορδάτου, η βραδύτερον νυμφευθείσα εν Λονδίνω τον Ευστράτιον Ράλλην, εγγονή δε της Μαρίας Δ. Ροΐδου και συνεπώς δευτέρα εξαδέλφη του Εμμανουήλ Ροΐδου,

όστις πάλιν υπήρξεν είς των πρώτων εκ των ανακηρυξάντων τον Σολωμόν πρίγκιπα της καθ’ ημάς ποιήσεως καθ’ ην, απομεμακρυσμένην ήδη, εποχήν τω διημφισθήτουν το στέμμα και ο Σούτσος και ο Ζαλοκώστας».
ΑΝΔΡΕΑΣ Μ. ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΟΥ “ΣΥΡΙΑΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ” 1911, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ»
.
[ΑΝΔΡΕΑΣ  Μ. ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ (1876-1935): Ανεψιός (από τη μητέρα του) του  Εμμανουήλ Ροΐδη και του Ντοτόρου Διονυσίου Ροίδη και πρώτος φιλολογικός του εκδότης, ερευνητής και γόνιμος συγγραφέας, ο Ανδρέας Ανδρεάδης υπήρξε πρωτίστως διαπρεπής πανεπιστημιακός και οικονομολόγος. Συμπληρωματικά και παράλληλα προς τις βασικές του επιστημονικές επιλογές έρχονται τα άλλα του ενδιαφέροντα: η ιστορική έρευνα (και όχι μόνο η σχετική με την Οικονομία, δικό του το μνημειώδες έργο:Η ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟΝ 1797-1814), η λογοτεχνία, οι καλές τέχνες, η μουσική, προπάντων το θέατρο και η κριτική του. Ο πολυμερής και πολυμέριμνος Ανδρεάδης, ακόμη και μετά την έκδοση των ροϊδικών “Έργων” (1911-1914), βρίσκει τον χρόνο να προβάλλει επανειλημμένα την προσφορά του θείου του με δημοσιεύματα και διαλέξεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η Εισαγωγή του “Εμμανουήλ Ροΐδης «ΣΥΡΙΑΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ» (Βιογραφικόν Σημείωμα)” είναι το βασικότερο και αναλυτικότερο κείμενο που διαθέτουμε για τη ζωή και το έργο του Ροΐδη. Εκπονώντας μια βιοεργογραφία “του εξοχωτάτου ίσως των Ελλήνων λογογράφων”, ο Ανδρεάδης αποβλέπει, ανάμεσα στ’ άλλα, στην προβολή του Ροΐδη ως σημαντικού, ίσως του σημαντικότερου, σύγχρονου Έλληνα συγγραφέα και στην αναθεώρηση της δημόσιας εικόνας του παραδοξολόγου, προκλητικού αντιρρησία, άθεου κ.λπ. Και επιτελεί το χρέος του με σοβαρότητα και ευσυνειδησία, κατά τις προδιαγραφές που χαρακτηρίζουν τη συγγενική του σχέση, το επιστημονικό του ήθος, την εποχή του και την τάξη του».]