Η ΔΙΑΜΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ Η ΤΡΙΛΙΑ, σύζυγος και ερωμένη του Κόντε ‘Οσκεναι Μαντρικάρδη, ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΥΝ ΤΥΡΙΝΗΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΗΝ ΖΑΚΥΝΘΟ, η καθεμία για τους δικούς της λόγους..

Η ΤΡΙΛΙΑ

Σαν βγήκε, κατά τις τρεις παρά τέταρτο, η Τρίλια από το σπίτι της, ολάκερη η σκοντράδα [γειτονιά] του ΄Αη Λάζαρου βούιζε σα νάτανε αγριεμένο μελίσσι. Προχωρούσε διστακτικά άμεσα στον κοσμάκη, που κατηφόριζε πατείς με προς την Πλατεία Ρούγα. Παιδιάστικες τρομπέτες, και τρακατρούκες την ξεκουφαίνανε, αλλά η καρδιά της ήταν παγωμένη. Μία τρομερή υποψία την έδερνε: Μπας και ο Κόντες της [που είχε το παρατσούκλι κόντε- ‘Οσκεναις, επειδή ήταν αναποφάσιστος] την είχε φιλέψει το φανταχτερό τούτο ντόμινο, για να μπορούνε οι σπίες[ρουφιάνοι] του να την παρακολουθούνε πιο εύκολα; Πού να βρεις αν μέσα σ’ αυτό τον συρφετό που την περιτρυγύριζε βρισκότανε κάποιος άνθρωπος του Όσκεναι; Προχώρησε κάνοντας διάφορα πηγαινέλα και προσέχοντας μην την σπιούνευε κανένα μάτι. Όμως δεν μπόρεσε να βρει . Οι μόνοι που ενδιαφέρονταν γι’ αυτήν ήτανε κάτι σαχλοί , που τής πετάγανε πειράγματα και χαριεντισμούς για το μπόι και την ομορφιά της. Χειρότερος από όλους ένας παλιοτάγκαρος[παλιοχωριάτης, από το ταγάρι], που στάθηκε μπροστά της φωνάζοντας: «Απ’ όξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα!» Φουριωμένη έσπρωξε τους μπροστινούς προσπαθώντας να προχωρήσει, χωρίς να ξέρει κι η ίδια κατά πού τραβούσε. Τελικά, σταμάτησε στους Αγίους Σαράντα, όπου παιζότανε η Ομιλία «Ο Κρίνος και η Ανθία». Άκουγε την παράσταση, αλλά η σκέψη της έτρεχε άλλου. Κοντεύανε πια τρισήμισυ και ο Φορτούνης θα την περίμενε στην ταβέρνα του Λούκισσα, στον Άμμο. Όσο κι αν κοίταζε γύρω της, δεν μπορούσε να ξετρυπώσει κανένα ύποπτο μούτρο. Το μάτι της πήρε όμως τη μπασία τού λαθουροκάντουνου [στενό καντούνι, σοκκάκι] του Μοντσενίγου, που έβγαζε, καθώς ήξερε, σ’ ένα σταυροδρόμι. Από κει μπόρειες περικοπά να τραβήξεις είτε για μέσαθες, παναπεί κατά το Πλατύφορο, ή να πας δεξιά, οπόταν θα έβγαινες στον Άμμο. Ο νους της φορτίστηκε ξαφνικά. Ήξερε τώρα τι έπρεπε να κάμει! Την ώρα που η Ανθία, έξαλλη από θυμό για την καταδίκη του αγαπημένου της και με κάτι κοκκινόξανθες μουστάκες που ξεπετάχτηκαν μέσα από τη μάσκα της, έσκουζε με στριγγή φωνή καστράτου: «Τον Κρίνον εδικάσανε; Όρσε τσι δικαστάδες!», η Τρίλια παράτησε την «Ομιλία» και τράβηξε για το λαθουροκάντουνο τού Μοντσενίγου. Η πιο απλή λογική τής έλεγε πως, μία και το δρομάκι αυτό δεν ήτανε αδιέξοδο, ο όποιος σπιούνος τού Κόντε θα έπρεπε να μπει και δαύτος μέσα, για να δει αν θα έστριβε δεξιά η αριστερά! Αυτό όμως θα της φανέρωνε πως κάποιος την παρακολουθούσε και το πρόβλημά της θα λυνότανε αυτόματα. Πέρασε μέσα στο μακρόστενο καντουνάκι, που με βία χωρούσε έναν άνθρωπο, και προχώρησε αρκετά. ΄Υστερα σταμάτησε και περίμενε δέκα ολόκληρα λεπτά τής ώρας δίχως να φανεί ψυχή. Ήτανε φανερό πως οι σπιούνοι τού ΄Οσκεναι βρίσκονταν μονάχα στη φαντασία της! Ήσυχη πια ξακολούθησε το δρόμο της στρίβοντας στο ξόφλημά του κατά τον Άμμο. Δέκα λεφτά αργότερα βρισκότανε μπροστά από την ταβέρνα τού Λούκισσα.

Η ΔΙΑΜΑΝΤΙΝΑ
Η Διαμαντίνα βγήκε από το σπίτι της φορώντας το περσινό μεταξωτό της ντόμινο, χρώμα τής φωτιάς, και ακολουθούμενη από την πιστή της Γαρουφαλιά τράβηξε ίσια για το μοδιστράδικο τής Ντόνα Τσιπουριέλο. Βρισκότανε στα μεγάλα της κέφια, μ’ όλο που δεν είχε βάλει μήτε σταγόνα κρασί στο στόμα της. Η ιδέα όμως της απόλυτης ελευθερίας για ώρες ολόκληρες την ανέβαζε στα σύγνεφα. Το μαγαζί της ράφτρας της βρισκότανε στην κάτω Πλατεία Ρούγα, στο ίδιο σπίτι οπού αργότερα γεννήθηκε ο Ούγγος Φώσκολος. Η Διαμαντίνα όμως, που δεν είχε βέβαια προφητικές ικανότητες, συμπαθούσε αυτό το φτωχικό γι’ άλλους λόγους. Αντιπροσώπευε γι’ αυτήν την «έξοδο κινδύνου» από τη βαρετή καθημερινή της ζωή. Χάρη στη Ντόνα Τσιπουριέλο και τις τέχνες της, μπορούσε να ξεχάσει τον αυτό της για λίγες ώρες.
Ένα σμάρι από μασκαρούλες μπαινοβγαίνανε στο μοδιστράδικο και οι ραφτρούλες της Τσιπουριέλο πνίγονταν κυριολεκτικά στη δουλειά. Καρφιτσώνανε, ράβανε βιαστικά και ποροπιάνανε γενικά τις πελάτισσες, που όλες τους είχανε ένα κοινό χαρακτηριστικό: ήτανε βιαστικές! Η Διαμαντίνα όμως και η Γαρουφαλιά οδηγηθήκανε αμέσως στο απάνω πάτωμα, όπου ήτανε θρονιασμένη η Ντόνα Τσιπουριέλο. Με τη βοήθεια τής Γαρουφαλιάς η Διαμαντίνα άλλαξε στο πι και φι το νέο της ντόμινο, μεταξωτό κι αυτό αλλά λιγότερο φανούσιμο, ήτανε κατάμαυρο. Το ίδιο και η μορέτα της. ΄Αλλαξε ακόμα και τις κόκκινες γονδολέτες, φορώντας κάτι απλά μαύρα γοβάκια. Έτοιμη πια για το «ταξίδι προς το άγνωστο», διάταξε τη Γαρουφαλιά να γυρίσει σπίτι τους και να την περιμένει. Όσα παρακάλια και αν της έκανε η δούλα, δεν άλλαξε τη γνώμη της: Τόμου βρίσκεσαι δίπλα μου, είναι σα να μην έφυγα από τ’ αρχοντικό μου! Θέλω για λίγες ώρες να νιώσω τον αυτό μου ολότελα λεύτερο.

‘Ο Τίντιρης, μασκαρεμένος και φορώντας Μία χάρτινη τσαλακωμένη μορέτα, είχε στήσει καρτέρι πίσω από μία κολόνα, λίγα μέτρα παραπέρα από την ταβέρνα του Λουκίσσα. Από κει που βρισκότανε παραμόνευε και τη θύρα τής εκκλησίας του Αγίου. Κατά τις τρεις είδε το περήφανο άτι του Φορτούνη να σταματάει μπροστά στο καμπαναρίο και τον καβαλάρη του να παραδίνει τα γκέμια σ’ ένα παιδόπουλο. Ο «Πρεβεδούρος» χάθηκε μέσα στο ναό και ύστερ’ από πέντε λεφτά βγήκε κι άρχισε να περπατάει κατά δώθενες. Σε λιγάκι ξαφανίστηκε μέσα στο μαγαζί του Λούκισσα. Κάπου μισήν ώρα αργότερα ο παλικαράς βγήκε από την ταβέρνα φουριωμένος. Κοντοστάθηκε στο κατώφλι και ο Τίντιρης, βλέποντας από μακριά τα μουστάκια του να σειούνται, κατάλαβε πως βλαστημούσε. Κάποια στιγμή όμως το σκοτεινό του μούτρο φωτίστηκε και προχώρησε δυο πάσα για να προϋπαντήσει ένα κατακόκκινο ντόμινο που κοντοζύγωνε. Το έπιασε από τη μέση και τραβήξανε μέσα στην ταβέρνα. Ο Τίντιρης αναστέναξε κι ακούμπησε την πλάτη του στην κολόνα. Ήξερε πια πως θα έμενε για κάμποσες ώρες καρφωμένος στην ίδια θέση.
Η Διαμαντίνα, ελεύτερη σαν το πουλί, αλευρογύριζε ώρες ολόκληρες παρακολουθώντας τα διάφορα αξιοθέατα. Σταμάτησε και μία δυο φορές σε κάποια από τις «μποτέγες» κι ήπιε από ένα ποτήρι σουμάδα. Τα πειράγματα όμως και οι χαριεντισμοί των αρσενικών γύρω της την αναγκάσανε να φύγει γρήγορα. ΄Οχι πώς της κακοφαινότανε ν’ ακούει κάτι τέτοια θαυμαστικά λόγια, αλλά μία και δεν είχε κανένα σκοπό να δώσει μιαν όποια συνέχεια, προτίμησε να ξακολουθήσει το σουλάτσο της.
Στήν Ανάληψη σταμάτησε, να γουστάρει με τ’ αστεία του «κτηνίατρου», που περιτριγυρισμένος από τα μαντηλοδεμένα ζωντανά του έβγαζε λόγο στον κόσμο:

Μάσκαρες και μασκαρούλες!
Αρχοντόπουλα και δούλες!
Μην πηγαίντε στους γιατρούς,
πού στην Πάντοβα σπουδάσαν.
΄Οσα μάθανε κει κάτω,
εδωπέρα τα ξεχάσαν!
Τόπα και το λέω ξανά,
έχω για σάς, ζωντανά,
τόμου θα μου τα ζητήστε,
γιατρικά που θα σαστίστε!
Σκόνες, πούντρους κι αλοιφές
κι άλλες συνταγές σοφές,
γι’ άρχοντες, κυράδες, σκύλους,
για τσ’ οχτρούς και για τσού φίλους…

Μία μάσκα νευριασμένη τον διάκοψε:

Είσαι σέμπιος καί σολέντες,
θέλεις βούρδουλα στη φάτσα!

Ο «κτηνίατρος», αρπάζοντας από τα μαλλιά τη ρίμα, συμπλήρωσε:

Άσε τσί πολλές κουβέντες!
Έχεις σίγουρα κλαπάτσα!

Καλύπτοντας τα γέλια π’ ακολουθήσανε, Μία μάσκαρα λιγότερο επιθετική φώναξε:

Βόηθα μας, Σινιόρ Ντοτόρο,
μας αφάνισαν οι μύγες!

Ο «κτηνίατρος» όμως ξαναπέτυχε να βρει τη ρίμα:

Τρώγε και ψωμί Σινιόρο
και θα χάφτεις πούλιο λίγες!

Η Διαμαντίνα βαρέθηκε αυτή τη λεκτική κονταρομαχία και ξακολούθησε την περαντζάδα της. Οι ΄Αγιοι Πάντες είχανε βαρέσει το πρώτο σένιο — ήτανε παναπεί περασμένες οι έξι. Ξανάκανε άλλη μία φορά τη διαδρομή ως τον Άη Παύλο, θαυμάζοντας τα διάφορα άρματα που περνούσανε. Αγόρασε ένα κομμάτι παστέλι και το μασούλιζε, ανασηκώνοντας κάθε τόσο τη νταντέλα τής μπαούτας [μάσκα] της για να το δαγκώσει. Περνώντας άκουσε λίγο Ερωτόκριτο, ήπιε δυο ροζόλια στα όρθια και πείραξε με τη σειρά της κάτι μάσκαρες, που της είχανε πέσει από κοντά. Ύστερα χάθηκε μέσα στο συρφετό, που ματαγύριζε στον Πλατύφορο για να είναι έτοιμη, σαν θα βαρούσε πένθιμα η καμπάνα των Αγίων Πάντων. Είχε αποφασίσει ν’ ακολουθήσει την κηδεία τού Καρνάβαλου, γιατί ξεκινώντας πρωτοπαίρνουσε από την κάτω Πλατεία Ρούγα κι έτσι, μόλις θα έφτανε το προτσεσίο[πομπή] μπροστά στο μοδιστράδικο, θα γλιστρούσε μέσα να ξαποστάσει. Ασυνήθιστη από τέτοιους κουραστικούς περίπατους, ένιωθε την ανάγκη να ξαπλώσει λίγο, προτού ν’ αλλάξει ντόμινο και να γυρίσει στ’ αρχοντικό της.

Η Τρίλια, βγαίνοντας από την ταβέρνα του Λούκισσα, τράβηξε ίσια για τον Αη Παύλο. Άκουσε την εκεί «Ομιλία», που παιζότανε για πέμπτη φορά, χάζεψε τα στερνά άρματα που γυρίζανε μετά από την πρώτη τους παρέλαση, και γέλασε με την καρδιά της βλέποντας τις λαύρες ματιές, που μαζί με διάφορα αστειόλογα τής ρίχνανε κάτι πολύ επιθετικοί τζοβινότοι. Ήταν εύτυχισμένη !
Δεν μπόρειε μήτε η ίδια να καταλάβει πώς αυτό το «κάτι», που με τον ΄Οσκεναι δεν ήτανε γι’ αυτήν παρά μία βαρετή ρουτίνα, σε μία διαφορετική αγκαλιά γινότανε ένα φλογερό όνειρο που σ’ ανέβαζε στον έβδομο ουρανό. Ναι, ήτανε ευτυχισμένη! Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε τη βαθιά και χαρούμενη γαλήνη, που χαρίζει στον οποίο τεχνίτη ένα ολοκληρωμένο έργο. Τράβηξε μέσαθες και στάθηκε στους Αγίους Σαράντα, να ξαποστάσει πίνοντας ένα ροζόλι. Έτσι όπως έγειρε πίσω το κεφάλι κι ασήκωσε τη νταντέλα τής μάσκας με το δεξί, για να ρουφήξει το ποτηράκι της, το βλέμμα της έπεσε σε κάτι που την ανησύχησε. Δεν ήταν ολότελα σίγουρη, μα νόμιζε πως είχε ματαδεί λίγην ώρα πρωτύτερα αυτόν τον «ντοτόρο» με την τσαλακωμένη χάρτινη μάσκα. Ανατρίχιασε με την ιδέα ότι, δίχως να το πάρει κάβο, είχε πατήσει πεπονόφλουδα. Έκανε κάμποσους ελιγμούς, αλλά —αλίμονο— η τσαλακωμένη χάρτινη μάσκα ήτανε πάντα λίγα βήματα πίσω της. Την έπιασε τότε πανικός, γιατί κατάλαβε πώς, αφού όταν έφτασε στην ταβέρνα δεν την ακολούθησε κανείς, ο Κόντες είχε βάλει να πάρουνε το κατόπι τον Φορτούνη! Έτσι, αυτός ο βρωμοσπιούνος ήξερε όλη την αλήθεια! Άρχισε τότε να τρέχει σαν την τρελή, αλλά η μάσκα με το τσαλακωμένο μούτρο βρισκότανε κοντά της, λες κι ήταν η ίδια της η σκιά. Στην απελπισία της θυμήθηκε την αλλοτινή δασκάλα της στη ραφτική, τη Ντόνα Τσιπουριέλο. Μονάχα αυτή μπόρειε να την γλυτώσει! Πέρασε βιαστικά από ένα καντούνι και βγήκε στην κάτω Πλατεία Ρούγα. Φτάνοντας στο σπίτι τής μοδίστρας κοίταξε πίσω της με την ελπίδα πως είχε λαθέψει, μα ο άτιμος κυνηγαρίσιος σκύλος την είχε ακολουθήσει ως εκεί. Ανέβηκε λαχανιασμένη τη σκάλα και, σαν συνάντησε τη Ντόνα Τσιπουριέλο, έβγαλε τη μάσκα κι έπεσε στα γόνατα.
— Μονάχα η αφεντιά σου μπορείς να με γλυτώσεις!
Η «αγαθή Σαμαρείτιδα» την ασήκωσε στοργικά ζητώντας να μάθει το κακό που τής έλαχε. με την πρώτη κιόλας κουβέντα είχε μπει στο νόημα.
— Μη σκιάζεσαι, της είπε, κι ούλα θα διορθωθούνε! Θα σου φορέσω ένα μαύρο ντόμινο και σκούρα γοβάκια και, τόμου βγεις από δω, δε θα σε πάρει κάβο κανένας. . . Μονάχα που πρέπει ν’ ασπετάρεις να περάσει το Πόβερο Καρναβάλε και μετά να πας καλιά σου. Αυτό γιατί δεν μου βρίσκονται άλλα μαύρα γοβάκια και πρέπει ν’ ασπετάρω κάποια κυρά, που θα γυρίσει όπου και νάναι, για να σου δώσω τα δικά τση…
‘Η Τρίλια, ενθουσιασμένη, άρχισε να της φιλάει τα χέρια, μα η αντρογυναίκα την εσήκωσε στοργικά και τη φίλησε στο στόμα. Η καημένη η Τρίλια, που δεν είχε ιδέα από κάτι τέτοια, της ανταπόδωσε με τη θέρμη της ευγνωμοσύνης το καφτό της φιλί κι υστέρα, με φωνή δειλή, τη ρώτησε:
— Και τι σου χρωστάω, Ντόνα Τσιπουριέλο, για ευτούνο το μεγάλο καλό που μου κάμεις;
— Τίποτσι, ψυχούλα μου, με πλήρωσες κιόλας. . .

 

Κοντά τα μεσάνυχτα η Διαμαντίνα γύρισε στο μοδιστράδικο, παρατώντας την κηδεία που εξακολουθούσε τη διαδρομή της. Πεθαμένη στην κούραση αλλά κι ενθουσιασμένη από την ωραία ημέρα που πέρασε, έγειρε στον καναπέ τής Ντόνα Τσιπουριέλο κι έκλεισε τα μάτια. Η μοδίστρα την ξέντυσε προσεκτικά κι ύστερα της ματαφόρεσε το κόκκινο φλογάτο της ντόμινο και της πέρασε τις πορφυρές γονδολέτες. Άφησε δίπλα της ένα δίσκο με τραταμέντα και πέρασε στο διπλανό δωμάτιο, όπου περίμενε η Τρίλια.
Χαϊδεύοντας στοργικά τις γραμμένες της γάμπες, της φόρεσε τα μαύρα γοβάκια της Διαμαντίνας και την ξεπροβόδισε ως την οξώπορτα, δίνοντάς της και εκεί ένα στερνό παθιασμένο φιλί.
Η Τρίλια ανακατώθηκε με τούς στερνούς ακόλουθους του Πόβερο Καρναβάλε και μισή ώρα αργότερα, τη στιγμή που αρχίσανε να βαράνε πένθιμα όλα τα καμπαναριά τής πολιτείας, βρισκότανε κιόλας σπιτάκι της. Πρώτη της δουλειά εκεί ήτανε να κάνει ένα σφιχτοδεμένο πακέτο το μαύρο ντόμινο και τα γοβάκια, έτσι ώστε να μην πάρει κάβο η Δέσποινα την αλλαγή.

Το άλλο πρωί πήρε τη βάγια και πήγανε στον ΄Αγιο Διονύσιο, όπου άναψε μία θεόρατη λαμπάδα. Ανατριχιάζοντας στην ιδέα του τι κόντεψε να πάθει, ορκίστηκε στη χάρη του ότι δε θα ξεμοναχιαζότανε πια με τον Φορτούνη, ακόμα κι αν μαράζωνε το κορμί της ολόκληρο. Προτρέχοντας, μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι κράτησε το λόγο της. Είναι αλήθεια όμως πως από κείνη την Κυριακή φανέρωσε μιαν αφύσικη αγάπη για φανταχτερές τουαλέτες και, προς μεγάλη ενόχληση του ΄Οσκεναι, πετιότανε κάθε τρεις λίγο στης Ντόνα Τσιπουριέλο για δοκιμές.
Η περιποίηση μάλιστα και τα κιάσα που έκανε η Ντόνα στη λαϊκιά αυτή μαντενούτα[ερωμένη] του Κόντε Οσκεναί, προκάλεσε το θυμό μιας αρχόντισσας, που παραπονέθηκε στον άντρα της γι’ αυτή την έλλειψη σεβασμού στην τάξη τους. Ο σύζυγος τράβηξε μία και δυο στης Ντόνα Τσιπουριέλο να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Όσκε και να σηκωθούνε τα ποδάρια να κλωτσήσουνε το κεφάλι. Η μοδίστρα τον δέχτηκε στο περιβολάκι της, οπού λιαζότανε, κι αφού άκουσε την πρώτη του κουβέντα, τον διάκοψε διατάζοντας μία μαθήτρια να φέρει τα τραταμέντα και το «κουτί». Σε λιγάκι το γλυκό με το νερό βρισκότανε πάνω στο σιδερένιο τραπεζάκι και η Ντόνα Τσιπουριέλο, ανοίγοντας το «κουτί» της, φανέρωσε δυο ζευγάρια διμούτσουνες πιστόλες. Δέκα πάσα πιο πέρα ήταν ένας φρεσκοασβεστωμένος τοίχος. Με οκτώ σφαίρες η Ντόνα Τσιπουριέλο ζωγράφισε στη λευκή του επιφάνεια το μονόγραμμά της. Παραπεί το σύμπλεγμα D και Τ. ΄Yστερ’ από αυτό, ο αφέντης έφαγε το γλυκό του μιλώντας για τον καιρό και το κυνήγι, κι υστέρα σηκώθηκε κι έφυγε.

Η Διαμαντίνα, αφού ξεκουράστηκε λίγο, έδωσε της μοδίστρας δυο χρυσά τσεκίνια για τον κόπο της και τράβηξε για τ’ αρχοντικό της. ‘Ο δόλιος ο Τίντιρης, που περίμενε με τη γλώσσα κρεμασμένη σαν κυνηγαρίσια λαγωνίκα να βγει από της ράφτρας το μαγαζί το κοκκινοφορεμένο ντόμινο, την πήρε το κατόπι. Σαν είδε όμως πώς, αντί να τραβάει για τον Άη Λάζαρο, πήρε την αντίθετη μεριά του δρόμου, κατάλαβε ότι ο ίδιος είχε παρατήσει τον καρναβαλίσιο γάμο πηγαίνοντας για. .. ανύπαρκτα πουρνάρια. Έτσι, από μίαν απλή μονάχα περιέργεια ακολούθησε το κόκκινο ντόμινο ως τη μπασία του Μαντρικαρδέικου. Εκεί η μάσκαρα σταμάτησε και χτύπησε τον μπαταδούρο. Περιμένοντας να κατέβει η Γαρουφαλιά και ζεσταμένη από το δρόμο που έκανε, η Διαμαντίνα έβγαλε τη μορέτα της κι άρχισε να βεντουλιάζεται με δαύτηνε. Με το άνοιγμα τής οξώπορτας τα βόλτα[καμάρες] φωτιστήκανε και ο Τίντιρης, με το στόμα ανοιχτό, είδε πώς η κόκκινη μασκαρούλα δεν ήτανε καμιά δούλα, αλλά η ίδια η Κοντέσσα Μαντρικάρδη!
Έφυγε με τ’ αυτία κατεβασμένα κι αποφασισμένος να μη φανερώσει το τρομερό αυτό μυστικό. Η προκομμένη ήτανε Νταβιτσεντσοπούλα και ένας θέος ήξερε τι κακό μπόρειε να καπιτάρει, αν μαθευότανε ποτέ ευτούνη η φατσέντα.
Ξεκίνησε να γυρίσει στο Παντουβερέικο μουρμουρίζοντας όσο προχωρούσε:
— Μωρέ μπράβο Φορτούνη ! Μωρέ μπράβο Φορτούνη…

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ, «ΑΝΤΑΤΖΙΟ ΚΑΙ ΦΟΥΓΚΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ