Από το μέσο Γερακαρίο είναι η Διονυσία Αλεξιάδη. Κόρη του Νικολάου Θ. Πόθου. Εκεί έζησε τα παιδικά της χρόνια. Και μετά ήλθε στην Αθήνα και στη συνέχεια γύρισε τον κόσμο όλον. Και ξαναγύρισε στην Ζάκυνθο για να την προσεγγίσει με τον τρόπο που έμαθε και στον οποίο στο μεταξύ διέπρεψε: με τη φωτογραφία.
Έχει φωτογραφίσει από την Αλάσκα ως τη Μογγολία και από την Παταγωνία ως την Σιβηρία, την Σαχάρα και το Περού και την Ασία, την Νότια Αφρική και την Νορβηγία. Πάμπολες οι εκθέσεις της. Με σπουδές Φωτογραφίας στην Αθήνα και στο Λονδίνο, Ιστορίας της Τέχνης και Εσωτερικής Διακόσμησης. Αλλά «η πόλη» την ακολουθεί ή μάλλον την ακολουθεί η «ωραία και μόνη» και την κυριεύει. Και έτσι παθαίνει ό,τι όλοι οι ζακυνθινοί, ό,τι ο Φώσκολος, ο Κάλβος και όλοι μας. Επιστρέφουμε στην Ζάκυνθο και ξανά επιστρέφουμε. Κατέγραψε λοιπόν φωτογραφικώς κάθε σπιθαμή του νησιού και την έδωσε σε ένα άρτιο τυπογραφικώς και αισθητικώς μεγάλο λεύκωμα.
Η Ζάκυνθος έχει φωτογραφηθεί πάρα πολλές φορές. Λόγω τουρισμού, αλλά και επειδή πια το να φωτογραφίζει κανείς δεν είναι τόσο δύσκολο όσο άλλοτε. Με διάφορες αφορμές, τουριστικές και μη έχουν καταγραφεί όλα σχεδόν τα σημεία της. Όλα τα γνωρίζουμε και τα τοπία και τα μνημεία. Και η αλήθεια είναι πως ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της κ. Πόθου δεν συναντάμε κάτι που δημοσιεύεται για πρώτη φορά. Από πού λοιπόν μας καταλαμβάνει όλη αυτή η συγκίνηση, όλη αυτή η ευωχία, όλη αυτή η αγαλλίαση όταν περιδιαβάζουμε το βιβλίο;
Η κ. Πόθου μας αναγκάζει σχεδόν να ενεργοποιήσουμε παράλληλα με τα μάτια μας και τα μάτια της ψυχής μας. Μπορεί και του υποσυνείδητού μας. Μας κάνει τις φωτογραφίες της να τις νοιώθουμε εκτός από το να τις βλέπουμε. Κι αυτό το πετυχαίνει, επειδή και η ίδια ακολουθεί ανάλογη πορεία ως καλλιτέχνις. Δεν ανακαλύπτει το νησί με το φακό της. Το έχει ανακαλύψει ήδη και το έχει μέσα της αποτυπωμένο από τότε που γεννήθηκε. Κι αυτό είναι που με τη μηχανή της απλώς προσπαθεί να εξωτερικεύσει και να κοινοποιήσει.
Θα μπορούσε κανείς να το πει και ψυχανάλυση. Οι αναγνώστες της την ψυχαναλύουν. Θα μπορούσε και να μιλάει αντί να φωτογραφίζει. Αλλά τότε δεν θα μπορούσε να αξιοποιήσει τη δυνατότητα της εικόνας να πολλαπλασιάζει τις λέξεις επί χίλια. Το ευτύχημα είναι ότι η κ. Πόθου την διαθέτει την ικανότητα να δίνει φωτογραφίες που μπορούν να κάνουν αυτόν τον πολλαπλασιασμό, δεν μπορεί ο καθένας, αντιθέτως. Κι αυτό το επιπλέον είναι πολύ σημαντικότερο από μια φωτογραφία. Στη φωτογραφία λες «να ένα τοπίο, να ένα μνημείο». Και ασφαλώς είναι καλύτερα να το βλέπεις φωτογραφισμένο από το να σου το περιγράφουν. Πώς όμως μέσα από μια φωτογραφία μπορείς να δώσεις ό,τι νομίζεις πως κρύβει μέσα του και πίσω του; Κι αυτό είναι που μπορεί και κάνει αριστουργηματικά η Διονυσία Αλεξιάδη-Πόθου. Είναι σαν τους μεγάλους ρόλους στο θέατρο. Πολλοί τους παίζουν, λιγότεροι τους ερμηνεύουν και ελάχιστοι σε παρασέρνουν στη συγκίνηση αγγίζοντας και την ψυχή σου.
Με άλλα λόγια η κ. Πόθου δεν φωτογραφίζει τα μεγάλα, φωτογραφίζει τα αληθινά. Πολλές φωτογραφίες της είναι λεπτομέρειες που στον κοινό θνητό περνούν απαρατήρητες. Σε κάθε περίπτωση δε η έποψη και η άποψη της φωτογραφίας αναδεικνύει την αλήθεια του θέματος μέσα από μια απαράμιλλη αισθητική. Ίσως επειδή η φωτογράφος τυγχάνει και ζωγράφος.
Κείμενα το βιβλίο δεν έχει. Τι να τα κάνει; Έτσι κι αλλιώς οι φωτογραφίες τα λένε όλα. Ακόμα και τα τυπικά κείμενα στην αρχή του βιβλίου, μπορεί να είναι γραμμένα από αξιόλογους ανθρώπους, αλλά δίπλα από τις φωτογραφίες σχεδόν ενοχλούν. Τι να μας πείτε, λέει ο αναγνώστης. Μπορείτε με λέξεις να πείτε όλα όσα λένε οι φωτογραφίες του βιβλίου; Ενδεχομένως θα μπορούσε να το κάνει ένας μεγάλος συγγραφέας. Εφάμιλλος της κ. Πόθου η οποία είναι αναμφισβήτητα μια σπουδαία φωτογράφος.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΒΙΤΣΟΣ
Θαυμασια προσέγγιση………..!!!
Η ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΈΧΕΙ ΤΟ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ ΚΙ ΑΚΡΩΣ ΕΝΔΙΑΦΈΡΟΝ ΥΛΙΚΌ…,ΚΙ Η ΔΙΟΝΥΣΊΑ ΜΑΣ ΤΗΝ ΕΥΑΙΣΘΗΤΗ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΡΑΜΙΛΛΗ ΤΕΧΝΙΚΉ.