ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ, 1868: ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ [Πώς οι ζακυνθινοί εκλογείς από 5000 το 1863 έγιναν 14.408 το 1868!]

Στην επτανησιακή βιβλιογραφία και όχι μόνο, είναι κοινός τόπος η εκλογική νίκη του Κ. Λομβάρδου στις εκλογές του 1868. Εκείνο που όμως δε είναι γνωστό είναι ότι, αν και ο Κ. Λομβάρδος αναδείχθηκε αντιπρόσωπος Ζακύνθου κατά τις εκλογές που διήρκησαν από τις 21 έως τις 24 Μαρτίου 1868, [ Oι δεύτερες εκλογές μετά την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, οι πρώτες το 1865] και πέρασε το κατώφλι της Εθνικής Συνέλευσης που συγκλήθηκε στις 25  Μαΐου του ίδιου έτους, και αν και ορκίστηκε  ως αντιπρόσωπος Ζακύνθου μαζί με τους συμπατριώτες του, επίσης εκλεγμένους βουλευτές: Σ. Λεωνταράκη δικηγόρο, Σούλη Βάρκα, Α. Γκούσκο και  Α. Γαήτα Φωσκάρδη,[1] δεν έμειναν στο Σώμα διότι η εκλογή τους ακυρώθηκε.

Μετά το πέρας των εκλογών, η πλειοψηφία του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, έγινε μειοψηφία. Νέος πρωθυπουργός ήταν ο Βούλγαρης.[2]

Η νέα βουλή συνεδρίασε για πρώτη φορά στις 25.04.1868.[3] Μια από τις πρώτες μέριμνες του νέου βουλευτικού σώματος ήταν και ο έλεγχος νομιμότητας των κατά τόπους εκλογών.

Κατά τη συνεδρίαση ΚΔ΄ της Βουλής στις 19.06.1868 ετέθη το ζήτημα της εξέλεγξης των εκλογών της Ζακύνθου. Τελικά ψηφίστηκε η ακύρωση των εκλογών Ζακύνθου. Οι αγορεύσεις του Ροντήρη, του Λομβάρδου και του Παραμυθιώτη για το θέμα  ήταν σπουδαίες.[4]

Η εξέλεγξη των βουλευτικών εκλογών όλης της επικράτειας απαίτησε σχεδόν δύο μήνες εργασιών της νέας βουλής. Το αποτέλεσμα ήταν η έξοδος 24 βουλευτών από την βουλή και η επανάληψη  της εκλογής, εξαρχής, στην Σύρο και την Ζάκυνθο. Επίσης, επανάληψη εκλογών αποφασίστηκε και για τους δήμους των επαρχιών των Κυθήρων, της Μεσσήνης, της Άνδρου και της Μαντινείας. Ακόμη, στην Οιτύλω για ένα βουλευτή. Από τους βουλευτές που ακυρώθηκε η εκλογή τους μόνο τρεις απανεκλέχθηκαν κατά την επανάληψη των εκλογών, οι της Μεσσήνης, ενώ ο των Κυθήρων Ν. Ραπτάκης, απέτυχε στην επανάληψη των εκλογών και αντικαταστάθηκε από τον Θ. Κασιμάτη. Εντός 20 ημερών θα διεξάγονταν οι επαναληπτικές εκλογές και στις άλλες επαρχίες εκτός της Ζακύνθου που θα αργούσαν περισσότερο λόγω της ανάγκης σύνταξης νέων εκλογικών καταλόγων εκεί. Ο Αιών σε δημοσίευμά του εξέφραζε την ελπίδα ότι μετά την διακοπή των εργασιών της βουλής και την επανάληψη των συνεδριάσεων, θα αντιπροσωπεύονταν και οι επαρχίες ό,που είχαν ακυρωθεί εντελώς ή εν μέρει, οι εκλογές.[5]

Τι είχε συμβεί; Η αρμόδια επιτροπή της βουλής για τον έλεγχο νομιμότητας των εκλογών στη Ζάκυνθο πρότεινε την ακύρωση αυτών και την επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας μετά τον καταρτισμό νέων οριστικών και διαρκών εκλογικών καταλόγων, σύμφωνα με τις διατάξεις  του εκλογικού νόμου για τις βουλευτικές εκλογές.

Ακολούθησαν οι αγορεύσεις τριών βουλευτών που υπερασπίστηκαν τις ενέργειες και τη διαδικασία των εκλογών. Σύμφωνα με τα Πρακτικά των Συνελεύσεων της Βουλής ο ένας υποστήριξε ότι εκείνο που συνέβαινε ήταν «ότι η Ζάκυνθος εξελέξατο τον Κ. Λομβάρδον μετά των φίλων αυτού, και συνεπώς εδημιουργήθησαν προφάσεις όπως διωχθή της Βουλής». Υποστηριζόταν από την εξελεγκτική επιτροπή ότι δεν υπήρξε «βουλευτικός κατάλογος», και εν τούτοις, αγόρευε ο βουλευτής, κατά το 1865 ενεργήθησαν εκλογές και κατά το 1866 και το 1867, ενώ και τα έγγραφα της εκεί διοικητικής αρχής, βεβαίωναν ότι υπήρχε κατάλογος. Υπεξηρέθησαν οι οριστικοί κατάλογοι του 1866 και 1867, έγραφε η έκθεση της επιτροπής, και ότι οι δημοσιευμένοι κατάλογοι ήταν απλά τυπωμένα φυλλάδια.[6]

Η υπεξαίρεση είχε γίνει, σύμφωνα πάντα με την επιτροπή, για να μην γίνει παραβολή του εσφαλμένου εντύπου με το σωστό και μην βρεθεί ότι παρεμβλήθηκαν 5000 πλεονάζοντες εκλογείς. Η νόθευση εξαγόταν και από τον πληθυσμό της Ζακύνθου που ενώ ήταν 44760 τα νοθευμένα στοιχεία τον υπολόγιζαν στις 35000. Η επιτροπή υποστήριζε ότι το 1865 είχαν ψηφίσει 5000 μόνο εκλογείς και τώρα ήταν αδύνατον να έχει φτάσει στους 14608. Ενώ στις εκλογές είχαν σημειωθεί πράξεις βίας.[7]Ο Ροντήρης κατά την αγόρευσή του υποστήριξε ότι πίσω από την απόφασή της επιτροπής υποκρύπτονταν πολιτικά συμφέροντα. Αγόρευε: «το πραγματικόν ζήτημα ή το πρακτικόν αυτού αποτέλεσμα είναι η αποβολή νομίμων βουλευτών υπό του βουλευτικού περιβόλου, μόνον, διότι ανήκουν εις την μειοψηφίαν».[8]

Μετά το τέλος της συζήτησης για την ακύρωση της εκλογής Ζακύνθου έγινε   ονομαστική ψηφοφορία που έκανε δεκτή την πρόταση της επιτροπής για ακύρωση του αποτελέσματος των εκλογών που είχαν διεξαχθεί, με 66 ψήφους υπέρ και 63 κατά.[9]

Η Αλήθεια έγραφε ότι, από τον Ιανουάριο του 1868 ο λαός της Ζακύνθου υπέστη τιμωρίες έτσι ώστε «ούτος αισθανθή πραγματικώτερον την ισχύν και το κράτος της εξουσίας, πώς να πεισθή, ότι, μόνον ευαρεστών τη εξουσία και υποτασσόμενος τυφλοίς όμμασιν εις τας εντολάς αυτής, δύναται να χαρή ημέρας ανέσεως και απολαύσεως ησύχου, κ΄ ειρηνικού βίου, άλλως αι αισχρότεροι αξιωματικοί της χωροφυλακής, οι αγενέστεροι και ατιμότεροι εισαγγελείς, και οι μάλλον φαύλοι και κούφοι διοικητικοί υπάλληλοι θέλουν πεμφθή εκεί σε προς εφαρμογήν ενός προγράμματος κακοδιοικήσεως. Γνωστά είναι εις το κοινόν όσα διέτρεξαν κατά την ενέργειαν της εκλογής προς επιτυχίαν υπουργικών υποψηφίων, ως επίσης και όσα και οποία ετερατουργήθησαν εφεξής δια την ακύρωση της εκλογής».[10]

Οι χωρικοί απειλούσαν να εισέλθουν στην πόλη λόγω της «παράνομης» ακύρωσης των εκλογών Ζακύνθου.[11]

Ο Κ. Λομβάρδος είχε από την αρχική του είσοδο στο ελληνικό κοινοβούλιο συνταχθεί με τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο,[12] ο οποίος σε τούτες τις εκλογές, του 1868, είχε ηττηθεί από τον Βούλγαρη. Για αυτό και η Αλήθεια υπαινίσσεται ότι η ακύρωση των εκλογών στη Ζάκυνθο υπέκρυπτε πολιτικές σκοπιμότητες, αφού η εκεί εκλογή του Κ. Λομβάρδου και των πολιτικών του φίλων θα ενίσχυε την μειοψηφία του Α. Κουμουνδούρου στην βουλή και έτσι «επινοήθηκε» από την πλειοψηφία του Βούλγαρη στη βουλή, η ακύρωση των εκλογών στο νησί της Ζακύνθου.

Τελικά, ο Κ.  Λομβάρδος και οι λοιποί Ζακυνθινοί βουλευτές ενώ αρχικά είχαν ορκισθεί ως μέλη του νέου βουλευτικού σώματος, τελικά αποπέμφθηκαν και δεν ξαναπέρασαν το κατώφλι της βουλής καθ’όλη την περίοδο των εργασιών της.

Αν το υπουργείο Βούλγαρη είχε περιοριστεί σε συνήθεις παρεμβάσεις του παρελθόντος, έγραφε η Ελπίς, όπως την παύση και αντικατάσταση των υπαλλήλων με ανθρώπους της εμπιστοσύνης των υποψηφίων του, αν περιοριζόταν σε διοικητικές παραχωρήσεις προς τους υποψηφίου του, σε προτροπές προς τους δημάρχους, γνωρίζοντας ότι οι σχετικές προτροπές είναι τύπου διαταγών και ότι η μη τέλεση αυτών θα έχει συνέπειες υπουργικής δυσμένειας˙ αν περιοριζόταν σε απλές απειλές προς τους οφειλέτες του δημοσίου και σε όλα τα κυβερνητικά μέτρα, τα οποία χωρίς να αποτελούν νομοθετική παραβίαση δεν θα ήταν ανήθικα, τότε δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «φατριάζων». Ωστόσο, το υπουργείο Βούλγαρη δεν περιορίσθηκε στα ανωτέρω, αλλά προχώρησε στην καταπάτηση διατάξεων του εκλογικού νόμου και νοθεύσεις του εκλογικού αποτελέσματος. Έγραφε χαρακτηριστικά η Ελπίς ότι «εν καθαρά μεσημβρία εν δραστηρία συνδρομή αυτών παραγεμίζοντο αι κάλπαι».[13] Η Ελπίς υποστήριζε ότι ο επίσημος κατάλογος των ψηφοφόρων στην Ζάκυνθο υπήρχε και ήταν επικυρωμένος, υπήρχε ως επίσημο έγγραφο ενώπιων συμβολαιογράφου.

Ο πρωτότυπος κατάλογος είχε κατασχεθεί από το υπουργείο όταν κατηγορήθηκε ο δήμαρχος Ζακύνθου Ιωάννης Λισγαράς, ότι είχε καταχωρήσει  30 -40 ανύπαρκτους δημότες, και ο οποίος παραπέμφθηκε σε δίκη για παραβίαση καθήκοντος, ο δε φάκελος της δικογραφίας που εμπεριείχε και τον εκλογικό κατάλογο βρισκόταν στο αρμόδιο δικαστήριο Πατρών.

Αν η βουλή ζητούσε  την αποστολή του καταλόγου αυτού από το αρμόδιο δικαστήριο, κατόπιν και του σχετικού αιτήματος από τον Λομβάρδο και τον Ροντήρη, θα αποδεικνυόταν η αλήθεια. Αλλά η πλειοψηφία της βουλής δεν συναίνεσε με το αίτημά τους διότι «κινούνταν»  από πνεύμα εκδίκησης κυρίως εναντίον του Κ. Λομβάρδου τόσο λόγω φατριαστικών συμφερόντων που πήγαζαν από την εποχή της αγγλοκρατίας στην Επτάνησο αλλά και τις νεότερες πολιτικές φατρίες στο διευρυμένο ελληνικό κράτος πια, μετά την Ένωση.

[1] Αιών 2332(08.04.1868), εν Αθήναις, 1868, σ. 3.

[2]Στο ίδιο, 2330(28.03.1868), εν Αθήναις, 1868, σσ.1-2. Στο ίδιο, 2331(04.04.1868), εν Αθήναις, 1868, σ. 3.

[3] Στο ίδιο, 2333(11.04.1868), εν Αθήναις, 1868, σ. 1. Στο ίδιο, 2337(25.04.1868), εν Αθήναις, 1868, σ.1.

[4] Στο ίδιο, 2353(20.06.1868), εν Αθήναις, 1868, σσ. 2-3.

[5] Στο ίδιο, 2354(24.06.1868), εν Αθήναις, 1868, σ. 3.

[6] Πρακτικά των Συνελεύσεων της Βουλής της Α΄ Συνόδου της Β΄ Περιόδου, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1869.σ. 126.

[7] Στο ίδιο, σσ. 127-131.

[8] Αιών 2354(24.06.1868), εν Αθήναις, 1868, σ. 3.

[9] Πρακτικά των Συνελεύσεων της Βουλής της Α΄ Συνόδου της Β΄ Περιόδου, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1869.σ. 131.

[10]Αλήθεια 689(29.07.1868), Αθήνησιν, 1868, σ. 1.

[11] Στο ίδιο, 689(29.07.1868), Αθήνησιν, 1868, σ. 2.

[12] Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008, (επιστ. Επιμ. Αντ. Μακρυδημήτρης), Ίδρυμα της Βουής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα, 2009, σ.239.

[13] Η Ελπίς 1450(04.04.1868), Αθήναι, 1868, σ. 2.

[14] Στο ίδιο, 1462(25.06.1868), Αθήναι, 1868, σ. 2.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ, Δρ Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης

Η Αγγελική Γιαννάτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κεφαλονιά. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου περάτωσε και τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνική Θεωρία.  Από το ίδιο πανεπιστήμιο έλαβε το διδακτορικό της δίπλωμα έλαβε το 2005  με θέμα: Επτανησιακός Ριζοσπαστισμός 1848-1865. Γνωρίζει ελληνική παλαιογραφία. Ενώ σήμερα, εκπονεί τη μεταδιδακτορική της έρευνα στο Τμήμα ΠΕΔΔ του ΕΚΠΑ με θέμα Οι έμφυλες σχέσεις στο έργο του Ανδρέα Λασκαράτου: Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς. Παράλληλα, συμμετέχει σε επιστημονικά συνέδρια και δημοσιεύει άρθρα σε διάφορους επιστημονικούς τόμους και περιοδικά. Τα τελευταία χρόνια, στην Κεφαλονιά, παραδίδει σεμιναριακά μαθήματα με θέμα: ειδικά θέματα επτανησιακής πολιτικής ιστορίας (19ος αι.). Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στην ιστορία πολιτικών ιδεών κυρίως του 19ου αιώνα, και στην ιστορία των έμφυλων σχέσεων. Σήμερα, ζει στην Πάτρα και στον ελεύθερο χρόνο της κάνει αρχειακή έρευνα.

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ θα κυκλοφορήσει άμεσα το βιβλίο της «ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΣΜΟΣ 1848-1865»