– Είσαι πολύ μακρυά από το Στανισλαφσκικό σύστημα,
στ’ αυτιά μου ηχείς Μπρεχτικός, έως και αδιάφορος.
– Εγώ; Μακρυά από τον νατουραλισμό του Στανισλάβσκι;
Με πλήγωσες…
Κατερίνα Ζουπάνου
Η [θεατρολόγος – εμψυχώτρια – σκηνοθέτης – θεατρική συγγραφέας] Κατερίνα Ζουπάνου βασίστηκε στη μέθοδο της performance και τις τεχνικές του θεατρικού αυτοσχεδιασμού για να γράψει – με σαφή διάθεση αυτοσαρκασμού αλλά και κοινωνικο-πολιτικού σαρκασμού – την σπονδυλωτή μαύρη κωμωδία Maison De Tolerance που σκηνοθέτησε εστιάζοντας στις ικανότητες και τις ανάγκες των ερασιτεχνών ηθοποιών της θεατρικής ομάδας Action.
Τον όρο humour noir (μαύρο χιούμορ και κατ’ επέκταση μαύρη κωμωδία) επινόησε το 1935 ο σουρεαλιστής Αντρέ Μπρετόν – για να αντικαταστήσει τον προγενέστερο και παρωχημένο όρο gallows humor (χιούμορ της κρεμάλας) – και τον χρησιμοποίησε στην προσπάθεια του να προσεγγίσει και να ερμηνεύσει τα κριτικά κείμενα του Τζόναθαν Σουίφτ (συγγραφέα μεταξύ άλλων του έργου «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» που σατιρίζει τις αγγλοιρλανδικές σχέσεις).
Σήμερα, η ορολογία χρησιμοποιείται για θεατρικά έργα που έχουν «εκλεκτικές συγγένειες» με την λογοτεχνία τρόμου και προσεγγίζουν θέματα «ταμπού» όπως η σωματική και ψυχική βία, η αυτοκτονία, ο θάνατος και η ψυχική ασθένεια. Η προσέγγιση τους διαπνέεται από σοβαρότητα, κυνισμό, σκεπτικισμό αλλά και εύθυμη διάθεση με αποτέλεσμα οι υποθέσεις των έργων να επικεντρώνονται στις εμμονές που δυσκολεύουν τη ζωή των θεατρικών ηρώων, φέρνοντας τους σε μετωπική σύγκρουση με τον κοινωνικό περίγυρο, καθιστώντας δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στις κουλτούρες και ανατρέποντας τις παραδοσιακές ηθικές αντιλήψεις.
Το Maison De Tolerance είναι ένας «οίκος ανοχής», στον οποίο οι εργαζόμενοι, έξι επαγγελματίες ηθοποιοί, υποδέχονται τους νευρωτικούς και ανασφαλείς αντι-ήρωες της Κατερίνας Ζουπάνου, τους χαρίζουν – βάση προσυμφωνημένου σεναρίου – μικρές στιγμές χαράς και … πληρώνονται αδρά γι’ αυτό. Οι μισθοί τους, όπως επισημαίνει η Διευθύντρια Νικόλ Τζόουνς (Βιβή Σταματοπούλου) είναι καλύτεροι από των ηθοποιών του Broadway!
Το πελατολόγιο τους αποτελείται από συνηθισμένους ανθρώπους που δυσκολεύονται να βρουν την ευτυχία στο γάμο, την επιβεβαίωση στις φιλίες τους, τις απαντήσεις στα υπαρξιακά τους ερωτήματα στα βιβλία και τις πανεπιστημιακές παραδόσεις, την σιγουριά και την ανακούφιση στην δίχως suspense ζωή τους, με αποτέλεσμα να αναζητούν απεγνωσμένα ένα «φαντασιακό» καταφύγιο ανοχής και γιατί όχι συνενοχής, για να πειραματιστούν…
Ενδεικτικά για την ερμηνεία του τίτλου «Maison De Tolerance», αλλά και του κύκλου εργασιών των έξι ηθοποιών είναι τα προσόντα της πολυαναμενόμενης καινούριας διευθύντριας Λορένας Στιούαρτ: ψυχαναλύτρια και θεραπεύτρια διπολικών προσωπικοτήτων!
Οι θεματικές που επέλεξε η συγγραφέας και ενσάρκωσαν οι ερασιτέχνες ηθοποιοί θίγουν με ευαισθησία και διορατικότητα τα «δράματα της διπλανής πόρτας» που συνήθως αντιμετωπίζουμε με αδιαφορία και κουτσομπολίστικη διάθεση:
Ο οικογενειάρχης κύριος Ντράγερ (Κώστας Πλατυπόδης) έρχεται στον οίκο ανοχής για να «ζήσει» την αίσθηση ασφάλειας και ανθρώπινης ζεστασιάς στο βραδινό οικογενειακό τραπέζι και να μοιραστεί το φαγητό του με την μητέρα (Αφροδίτη Μαυρογένη), την σύζυγο (Φωτεινή Γιατρά) και την κόρη του (Σίλια Κλωναράκη). Το σενάριο δεν κρύβει εκπλήξεις, όλα συμβαίνουν όπως θα συνέβαιναν στο σπίτι του πελάτη, αν είχε οικογένεια και γύριζε το βράδυ με την απαίτηση να περάσει ποιοτικό χρόνο με τους δικούς του: η μάνα του γκρινιάζει, η έφηβη κόρη του βγάζει γλώσσα και η σύζυγος προσπαθεί να ενώσει τις δυο άκρες. Μόνο που … η ευτυχής σύζυγος, εκτός ρόλου και κρυφά, γιατί απαγορεύεται ρητά από το συμβόλαιο της, είναι ερωτευμένη μαζί του. Ανεπαίσθητα και ακροθιγώς η σκηνοθέτης θέτει το θέμα της ταύτισης του ηθοποιού με το ρόλο και της μη επιτυχημένης αποστασιοποίησης μετά το τέλος της παράστασης.
Ο Ανασφαλής Νέος (Κίμων Τσιτσιρίδης) δεν διαθέτει κοινωνικές δεξιότητες και επαγγελματικές ή άλλες επιτυχίες για να υποστηρίξουν το Εγώ του που καταρρέει και η ομάδα των ηθοποιών στον οίκο ανοχής του προσφέρει τους φίλους και τους θαυμαστές που έχει ανάγκη για να συνεχίσει να υπάρχει.
Η κατά φαντασίαν Χειρουργός (Φανή Παντελακάκη), σε ένα επιτυχημένο γκαγκ (gag) που φέρνει στη μνήμη τις παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, απειλεί να εγχειρήσει – και μάλιστα άνευ παθολογικής αιτίας και χωρίς αναισθησία – την Ηθοποιό (Μελίνα Τσιτινίδου), που γλιτώνει από το νυστέρι την τελευταία στιγμή με την βοήθεια των συναδέλφων της που απομακρύνουν την ψυχασθενή που ωρύεται.
Η Κα Σμιθ (Ρούλα Γιατρά) νοιώθει επιτακτική την ανάγκη να ανατρέψει τους παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους (σύζυγος, νοικοκυρά, μητέρα, ερωμένη). Είναι μια γυναίκα με αγωνίες, αδιέξοδα, και επιθυμίες. Τα θέλει Όλα. Θέλει ωριμότητα και πειραματισμούς στη σχέση, ρομάντζο και συναισθηματική στήριξη, αγάπη και ευτυχία και … δεν τα βρίσκει στον γάμο της. Για να τα «απολαύσει», έστω και για λίγο, έρχεται στον οίκο ανοχής. Καμία πρωτοτυπία στην απαρίθμηση των αναγκών της και την εκπλήρωση τους από τους εργαζόμενους ηθοποιούς! Το στιγμιότυπο θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί σκηνικά αδιάφορο.
Μόνο που … η δαιμόνια διευθύντρια κ. Τζόουνς σε απόλυτη σύμπνοια με την βοηθό της Ρόζα (Άρτεμις Ζουπάνου) αποφασίζουν, για να λύσουν το πρόβλημα που δημιουργεί ένα μπέρδεμα στο πρόγραμμα τους, να συγκεράσουν τα ραντεβού του κύριου Σμιθ (Ηλίας Θεοδόσης) και της συζύγου του κ. Σμιθ!
Έτσι, το «θεραπευτικό» σενάριο της κ. Σμίθ, βρίσκει την δικαίωση του στην κοινή επίσκεψη του ζεύγους όταν μπροστά στα μάτια μας εξελίσσεται απρόσμενα μια σκηνή αφέντρας και υποτακτικού (mistress και submissive) που προσφέρει ευχαρίστηση και στους δυο συμμετέχοντες.
Πολύ πιο καίριο και καλογραμμένο από τις «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι», το κείμενο επικεντρώνεται στις ανάγκες και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες των δύο συμμετεχόντων, αντιμετωπίζοντας τις από μια οπτική γωνία που σοκάρει πολύ περισσότερο τις μικροαστικές μας αντιλήψεις από την πιο «συνηθισμένη» σαδιστική συμπεριφορά του άνδρα κυρίαρχου. Όταν μάλιστα οι μάσκες πέφτουν και αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο, ακολουθεί ένα πολύ ενδιαφέρον ξεκαθάρισμα της σχέσης τους και συναποφασίζουν να έρχονται μαζί στο έξης στο Maison De Tolerance, γιατί … πέρα και πάνω από όλα αγαπιούνται.
Ένας Άνδρας, ο Τζέισον (Γιώργος Δολμές) ζητά την αναπαράσταση της γέννησης και του θανάτου του με στόχο να απαντήσει στα υπαρξιακά του ερωτήματα. Και … η Ζουπάνου και οι ερασιτέχνες ηθοποιοί της καλούνται να «παίξουν» με όλες τις «επικίνδυνες» έννοιες μαζί…
Τον «χρόνο» που συμβολίζει τη σχέση του ατόμου με τη διαδικασία της ανάπτυξης του από την αρχή ως το τέλος, από τη γέννηση ως το θάνατο. Τη «γέννηση» που συνιστά το πρώτο μεγάλο «τραύμα» κατά τον Otto Rank. Την «ενόρμηση του θανάτου» που αντιτίθενται, σύμφωνα με τον Φρόυντ, στην «αρχή της ευχαρίστησης». Και τέλος, «την απόλαυση του Άλλου», η οποία βρίσκεται μεταξύ του πραγματικού και του φαντασιακού και άρα εκτός γλωσσικού κώδικα, και ο Λακάν την ονομάζει «απόλαυση της ζωής» αντιπαραθέτοντας την στην «φαλλική απόλαυση» η οποία είναι «απόλαυση θανάτου» διότι έχει να κάνει με την θανάτωση, δηλαδή την «εκκένωση» των άλλων απολαύσεων.
Για να επανέλθουμε, συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα στιγμιότυπα με τους πελάτες αποτελούν οι συζητήσεις των ηθοποιών μεταξύ τους και με την Ρόζα όταν προετοιμάζουν τα σκηνικά αντικείμενα για την επόμενη επίσκεψη και οι πρόβες στις οποίες τους υποχρεώνει να συμμετέχουν ο νέος και λιγουλάκι ιδιόρρυθμος διευθυντής και επίδοξος σκηνοθέτης Λόρενς Στιούαρτ, που ειρήσθω εν παρόδω, επί τη αφίξει του δηλώνει ότι εδώ και έξι μήνες έκανε αλλαγή φύλου και δεν ονομάζεται πλέον Λορένα(!) σοκάροντας το φιλοθεάμον κοινό και απογοητεύοντας τον γκέι ηθοποιό 5 (Νίκος Βόσσος) και την Ρόζα που παρόλη την πολυδιαφημισμένη (στο έργο) διαίσθηση της, δεν τον «ψυχανεμίστηκε»!
Ο Λόρενς στην κατ’ ιδίαν συζήτηση του με την κ. Τζόυνς λέει χαρακτηριστικά: «Εκτός από τις σπουδές μου στη σκηνοθεσία, έχω ζήσει πολλά χρόνια στη θέση όλων αυτών των ανθρώπων που είναι οι πελάτες μας. Ξέρω τι νοιώθουν, ξέρω τι θέλουν». Δυστυχώς η κυρία Τζόουνς, που βιάζεται να φύγει για το ελληνικό νησί των ονείρων της, δεν λαμβάνει το μήνυμα.
Οι ηθοποιοί ξεδιπλώνουν τις ιδιαιτερότητες του θεατρικού τους χαρακτήρα στις συναντήσεις τους με τον διευθυντή «Λόρενς»:
Όταν ο επίδοξος σκηνοθέτης τους καλεί σε κατ-αναγκαστική πρόβα, η ηθοποιός 1 (Αφροδίτη Μαυρογένη) αναρωτιέται «Που είναι η Νικόλ, βρε παιδιά;» περιμένοντας από την προηγούμενη διευθύντρια να βάλει τα πράγματα σε τάξη, ενώ ο φιλοχρήματος ηθοποιός 5 (Νίκος Βόσσος) δηλώνει «Αν είναι να πάρουμε καμιά αύξηση εγώ και σπαγκάτ σας κάνω» και η νεαρή ηθοποιός 6 (Σίλια Κλωναράκη) διασκεδάζει «Ζούμε στιγμές ιστορικές».
Εν συνεχεία στην τελική σκηνή του έργου, ενώ ο κόσμος γύρω τους καταρρέει, η ηθοποιός 3 (Μελίνα Τσιτινίδου) δηλώνει: «Εγώ παραιτούμαι. Στο συμβόλαιο μας το αναφέρει ξεκάθαρα: “Δεν επιτρέπεται καμιά αλλαγή σεναρίου κατά την διάρκεια της δράσης”» και η ηθοποιός 2 (Φωτεινή Γιατρά) της απαντά: «Καλέ, δες το σαν επαγγελματική πρόκληση. Και σταμάτα γιατί με βγάζεις εκτός ρόλου.» την ίδια στιγμή που η ηθοποιός 1 αναρωτιέται μεγαλόφωνα: «Είναι φαντασία ή πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει;» και η ηθοποιός 4 (Κωνσταντίνα Δέλτα) ρωτάει: «Τι ώρα σχολάμε σήμερα, ξέρει κανείς;».
Οι Χίπισσες (Nicole Feied και Βάσω Κλάδη) είναι οι άτυχες πελάτισσες που θέλοντας να αναβιώσουν τα … Μάταλα της δεκαετίας του ’60 συμμετέχουν στην τελική σκηνή που σαρκάζει τις ευαισθησίες μας και παραπέμπει στο άγριο και ασεβές χιούμορ που επεδείκνυε ο Gotlib (Marcel Gotlieb) στον επιδειξιομανή Πορνόπαπο (Pervers pépère) που δημοσίευε το πάλε ποτέ η Βαβέλ: ο Λόρενς – το πραγματικό του όνομα δεν το μάθαμε ποτέ – κυνηγημένος από την αστυνομία για τον φόνο της αληθινής Λορένας Στιούαρτ μπαίνει τρέχοντας στον οίκο ανοχής, απειλεί με όπλο τους παριστάμενους που προσπαθούν να ξεφύγουν, ανοίγει το παλτό του και δείχνει το … περιεχόμενο πρώτα προς τους συγκεντρωμένους ηθοποιούς, κατόπιν κοιτάζοντας κατάματα το κοινό φωνάζει «Τουλάχιστον έζησα το όνειρο» και ανοίγει για δεύτερη φορά το παλτό του. Είναι ζωσμένος με δυναμίτες! Η έκρηξη που ακολουθεί είναι το τέλος για τον ίδιο, τους ηθοποιούς του οίκου, τις πελάτισσες και … την παράσταση.
Μια παράσταση χαμηλού προϋπολογισμού. Μια παράσταση όμως, που αποδεικνύει ότι η δημιουργικότητα είναι το διακύβευμα και όχι ο εντυπωσιασμός:
Η πολύ ενδιαφέρουσα από εικαστικής πλευράς αφίσα του Κίμωνα Τσιτσιρίδη έδωσε το στίγμα της συλλογικής προσπάθειας.
Τα «φτωχά» και επί της ουσίας πολυλειτουργικά σκηνικά των Κίμωνα Τσιτσιρίδη και Κωνσταντίνας Δέλτα κάλυψαν τις ανάγκες μιας πληθώρας διαφορετικών σκηνών και σκηνικών αναγκών.
Οι εμπνευσμένοι φωτισμοί του Άκη Ζώντου που συνάδουν με τη σκηνική επιτέλεση (performance) και προβάλουν το σημαινόμενο.
Ο Ηλίας Θεοδόσης που συμμετείχε στην παράσταση και ως Βοηθός Σκηνοθεσίας, «καλύπτοντας τις πλάτες» των ερασιτεχνών ηθοποιών που βρίσκονταν στη σκηνή.
Η κινηματογραφημένη συνέντευξη της κυρίας Τζόουνς τέλος, που επέτρεψε στην Ζουπάνου να ολοκληρώσει την κυκλική δομή της παράστασης.
Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί που συμμετείχαν στο Maison De Tolerance δούλεψαν σύμφωνα με τις δυνατότητες τους πάνω στους ρόλους τους με αποτέλεσμα μια παράσταση συνόλου, απέδωσαν τους ήρωες με αξιοπρέπεια και φινέτσα εξωτερικεύοντας τον καλύτερο εαυτό τους. Ωστόσο θα πρέπει να τονίσουμε τις εξαιρετικές ερμηνείες: του Διονύση Λυμούρη σε ρόλο που θα γοήτευε τον Τζακ Νίκολσον, του Ηλία Θεοδόση σε κόντρα ρόλο και προσωπικά και επαγγελματικά, του Νίκου Βόσου που απέδωσε με χιούμορ τον κόντρα ρόλο του γκέι, της Άρτεμης Ζουπάνου που κινήθηκε με φυσικότητα και άνεση στη σκηνή και της νεαρής Σίλιας Κλωναράκη.
Εν κατακλείδι, η καλύτερη παράσταση ερασιτεχνών ηθοποιών που παρακολούθησα στη Ζάκυνθο την χειμερινή περίοδο, με διασκέδασε, με συγκίνησε, με προβλημάτισε και προπάντων με έκανε να νιώσω ότι η σκηνοθέτιδα σεβάστηκε το θεατή και παράλληλα σεβάστηκε τους ερασιτέχνες ηθοποιούς που δούλεψαν μαζί της.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΑΒΟΥΡΗ, Θεατρολόγος
Προσθήκη σχολίου