«…Οι νόμοι δεν έχουν, δυστυχώς, την ιδιότητα να φτειάνουν ανθρώπους και να διαπλάττουν χαρακτήρες. Και είναι χαρακτήρων, είναι πολιτικής αγωγής όπου έχομεν ανάγκην μεγίστην, απόλυτον, αναπόφευκτον ανάγκην. Πάσχομεν από λειψανδρίαν… αυτό είναι το χρόνιον νόσημά μας. Εδώ πέρα, θα παρατηρήστε βέβαια, ότι και οι χρηστότεροι νόμοι, αυτοί εκείνοι οι οποίοι παντού εις άλλα μέρη όπου εφηρμόσθησαν, έφεραν τα καλύτερα αποτελέσματα, εδώ επήγαν κατά διαβόλου… η ρίζα του κακού σας είπα έγκειται βαθύτερον, πολύ βαθύτερον. Εις την έλλειψη ηθικής ανατροφής, πολιτικής ανατροφής, χαρακτήρων, άνευ των οποίων δεν ημπορούμεν να κάμωμεν τίποτε, μα απολύτως τίποτε!…»
Διονύσιος Π. Στεφάνου (13 Νοεμβρίου 1835-1η Νοεμβρίου 1916). Εφημερίδα Εστία, Αθήνα 4/5/1895
Ο Νομικός, ο Διπλωμάτης, ο ανώτατος Δικαστικός, ο Πολιτικός και ο μοναδικός ίσως άνθρωπος στη νεότερη ελληνική πολιτική ιστορία, ο οποίος αρνήθηκε ν’ αναλάβει τα ηνία της Χώρας ως Πρωθυπουργός!
Σύμφωνα με την άκρως διαφωτιστική βιογραφία της οικογένειας Στεφάνου, την οποία μας προσέφερε ο αλησμόνητος ιστοριοδίφης Ντίνος Κονόμος (βλ. Επτανησιακά Φύλλα, τόμος Η΄, Αθήνα, 1973), ο Διονύσιος Π. Στεφάνου γεννήθηκε στη Ζάκυνθο την 13η Νοεμβρίου του έτους 1835, καρπός του έρωτα του ιατρού, φιλικού και βουλευτή Παναγιώτη-Μαρίνου Στεφάνου και της ατυχούς Almaide Honorine de Chantal, η οποία αφενός μεν πέθανε από ευλογιά σε ηλικία τριάντα ενός έτους, αφήνοντας τον μικρό Διονύσιο μόλις είκοσι μηνών και, αφετέρου δε, είδε τα τρία από τα πέντε παιδιά της, να πεθαίνουν πρόωρα. Έτσι, ο Διονύσιος Π. Στεφάνου, απέμεινε μόνο με μια μεγαλύτερη αδελφή, την Ρόζα- Μαρία, μετέπειτα σύζυγο του βουλευτή Λευκάδος και Προέδρου της Βουλής Σπυρίδωνα Βαλαωρίτη.Οι ρίζες της οικογένειας Στεφάνου, σύμφωνα με τον Λ.Χ. Ζώη, φαίνεται να ξεκινούν από το Βυζάντιο ενώ, εν συνεχεία, τα ίχνη τους εντοπίζονται στο Οίτυλο Μάνης και τέλος στο χωριό Σαρατσά στην ευρύτερη περιοχή της Κορώνης, απ’ όπου φαίνεται να εκτοπίστηκαν οι πρόγονοι του Δ. Στεφάνου, λίγο μετά τα Ορλωφικά (1769-1770).
Ο Διονύσιος Στεφάνου έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σπίτι από ιδιωτικούς διδασκάλους. Ύστερα, τον έστειλαν οι δικοί του στην Αθήνα (1851) ως οικότροφο στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο Γρηγορίου Παπαδόπουλου, το οποίο και αποτελούσε, εκείνα τα χρόνια, το μοναδικό Λύκειο του τόπου. Αργότερα, γράφτηκε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο όπου και παρακολούθησε μαθήματα Νομικής, ενώ, τέλος, το 1857 ταξίδεψε στη Γαλλία, απ’ όπου πήρε το πτυχίο της Νομικής και ολοκλήρωσε το διδακτορικό του, στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων.
Επιστρέφοντας, λίγο πριν την Ένωση, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, εργάσθηκε ως δικηγόρος και αναμίχθηκε ζωηρά στον χώρο της δημοσιογραφίας (βλ. εφημερίδα Ζακύνθου 10η Οκτωβρίου), αναδεικνύοντας πολύ σύντομα τον άριστο επιστήμονα αλλά, και έναν ιδιαίτερο και ξεχωριστό άνθρωπο.
Ύστερα από την Ένωση, υπηρέτησε ως δικαστικός λειτουργός στην Κέρκυρα, φτάνοντας, μάλιστα, μέχρι και τον βαθμό του Αρεοπαγίτη (1873). Λίγο νωρίτερα (1869), πρόλαβε και νυμφεύτηκε στο Νησί των Φαιάκων, την εκλεκτή της καρδιάς του Αικατερίνη Α. Πάλλη, με την οποία και απέκτησαν πέντε παιδιά.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της τοπικής εφημερίδος Ελπίς (αρ. φ. 2144, 6/11/1916, σελ. 1):
«…Ταχύς και κεραυνοβόλος διέδραμε αλλεπαλλήλους της δικαστικής ιεραρχίας τας βαθμίδας και νεώτατος προήχθη εις το ανώτατον δικαστικόν αξίωμα του Αρεοπαγίτου…»
Κατά το έτος 1882, ο Διονύσης Στεφάνου εκλήθη, υπό του αειμνήστου Χαριλάου Τρικούπη, και ανέλαβε
τη θέση του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Εξωτερικών. Υπό αυτήν του τη θέση, ετέθη επικεφαλής την ελληνικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις για τις αποζημιώσεις των εν Αλεξανδρεία πληγέντων ελλήνων, από τον βομβαρδισμό του αγγλικού στόλου, μετά την επανάσταση του Αραμπή πασά (1883-1884). Μα και κατόπιν, όταν ηγέρθη το δύσλυτο εθνικό ζήτημα της κληρονομιάς Ζάππα (1884) και η σύγκρουση με το κράτος της Ρουμανίας, και πάλι στον Δ. Στεφάνου ανετέθη, από την ελληνική κυβέρνηση, η επίλυσή του.
Αργότερα (1888), θα προαχθεί σε Δικαστικό Σύμβουλο του Υπουργείου Οικονομικών και Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Λομβάρδου (17/7/1888), ο Χαρίλαος Τρικούπης, εκτιμών την αξίαν και την φήμην του ανδρός, προσκαλεί τον αφελέστατον ζακυνθινόν, την μετριόφρονα υπεροχήν, και τον κατά την φράσιν του «μπαρακιώτη» Διονύσιο Π. Στεφάνου, να παραιτηθεί από τα νομικά και δικαστικά αξιώματά του και να εκτεθεί, ως υποψήφιος βουλευτής, στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Ο Στεφάνου θα αποδεχτεί την πρόσκληση-πρόκληση, συντασσόμενος στο πλευρό του Κωνσταντίνου Αργασάρη-Λομβάρδου, ενώ οι συμπατριώτες του λουμπαρδιανοί (βλ. λαζαρόνοι) θα τον τιμήσουν επανειλημμένα, και συνεχώς, για μια ολάκερη, σχεδόν, εικοσαετία (1890-1910), «μοντάροντας» και το απαραίτητο, για την περίσταση, στιχάκι:«Το παρείσακτο μαμούνι, σας εμπήκε στο ρουθούνι.
Όσο κι αν κατατρέχετε τον Νιόνιο τον Στεφάνου
εμείς τον εψηφίσαμε και με το παραπάνου…»Από του έτους 1893 έως το 1895, ο Δ. Στεφάνου εχρημάτισε Υπουργός Δικαιοσύνης και Εξωτερικών. Το νομοθετικό προπαρασκευαστικό έργο και οι αγορεύσεις του στη Βουλή άφησαν εποχή, όπως εποχή άφησαν και οι κοινωνιολογικές- πολιτικές αναλύσεις και ερμηνείες του, για την κακοδαιμονία αυτής της Χώρας:
«…Οι νόμοι δεν έχουν, δυστυχώς, την ιδιότητα να φτειάνουν ανθρώπους και να διαπλάττουν χαρακτήρες. Και είναι χαρακτήρων, είναι πολιτικής αγωγής όπου έχομεν ανάγκην μεγίστην, απόλυτον, αναπόφευκτον ανάγκην. Πάσχομεν από λειψανδρίαν… αυτό είναι το χρόνιον νόσημά μας. Εδώ πέρα, θα παρατηρήστε βέβαια, ότι και χρηστότεροι νόμοι, αυτοί εκείνοι οι οποίοι παντού εις άλλα μέρη όπου εφηρμόσθησαν, έφεραν τα καλύτερα αποτελέσματα, εδώ επήγαν κατά διαβόλου… η ρίζα του κακού σας είπα έγκειται βαθύτερον, πολύ βαθύτερον. Εις την έλλειψη ηθικής ανατροφής, πολιτικής ανατροφής, χαρακτήρων, άνευ των οποίων δεν ημπορούμεν να κάμωμεν τίποτε, μα απολύτως τίποτε…»
Μετά την εθνική τραγωδία του 1897, ο Στεφάνου ευρισκόμενος στη Ζάκυνθο καλείται εσπευσμένα από τον Α.Ζαΐμη ν’ αναλάβει, ως πληρεξούσιος της Ελλάδος και επικεφαλής της διπλωματικής αντιπροσωπείας, το βαρύ φορτίο των δύσκολων διαπραγματεύσεων της Κωνσταντινούπολης.
Επί της τελευταίας Κυβερνήσεως του Γεωργίου Θεοτόκη, ο Διονύσης Π. Στεφάνου υπηρέτησε ξανά και ξανά ως Υπουργός Δικαιοσύνης (1908-1909), για να παραιτηθεί λίγο αργότερα αναλαμβάνοντας τη θέση του Αρχηγού του Πολιτικού Γραφείου του Βασιλιά Γεωργίου Α΄.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα Ακρόπολις στις 18/1/1909:«…Έναν τέτοιον εξαιρετικόν Έλληνα, σπινθηρίζοντα εις πνεύμα, οξυνούστατον, βαθυγνώμονα πολυπειρότατον, παντογνώστην, νομικόν, διπλωμάτην, υπέρ πάντας εγκυκλοπαιδικόν, η μικροπολιτική δεν ηδύνατο να τον ανεχθή δρώντα ως υπουργόν, αλλά ούτε αυτός ημπορούσε να συμφύρεται επί πολύ με την μικροπολιτικήν… Ο βόρβορος αυτής τον έπνιγε, τον έφθειρε. Γεννημένος διπλωμάτης, ευρυμαθέστατος, πολυγλωσσότατος, ποικιλώτατος εις όλα, ήτο μια ανορθογραφία εις τον κόσμον της πολιτικής διαφθοράς και πονηρίας… Η μικροπολιτική δεν τον ήθελε υπουργόν, διότι δεν τον εύρισκε κατάλληλον δια τον έργον της. Και ο δικαστικώτερος των Υπουργών εξέρχεται του Υπουργείου Δικαιοσύνης ως άχρηστος και ακατάλληλος!…».
Την Άνοιξη του 1911, ο επονομαζόμενος σκωπτικά και «Σιορ Νιόνιος», θα παραιτηθεί των καθηκόντων του και θα επιστρέψει, «αθορύβως και αφανώς», στη Ζάκυνθο, παραπέμποντας, με την παροιμιώδη θυμοσοφία του, κάθε πολιτικό πειραχτήρι του Φόρου στον… Μαίτηλα!
Έχοντας κατά νου την περιγραφή του ζακύνθιου λόγιου Ανδρέα Αβούρη, ο κοσμοπολίτης Διονύσης Π. Στεφάνου παρουσιάζεται:
«…Υψηλός, με μορφήν συμπαθητικήν και γήρας θαλερόν, με βλέμμα βαθύ και διαγνωστικόν, το οποίον δεν δύνανται ν’ αποκρύψουν τα ομματοϋάλια, γελαστός και προσηνής, εμπνέει την αγάπην και επιβάλλει τον σεβασμόν. Ανεπιτήδευτος τους τρόπους, διατηρεί αμείωτον τον τύπον του Ζακυνθινού και κατά την προφοράν, και κατά τας εκφράσεις, και κατά τα ευφυολογήματα. Αποφεύγει την απαρίθμησιν των έργων του και τας μεγαλαυχίας –ίδιον των μετριοτήτων– αρέσκεται εις τας αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων και ευχαριστείται να επαναλαμβάνη και ν’ ακούη παν ό,τι τον συνδέει ιερώς και γλυκέως με την Ζάκυνθον, την λατρευμένην του πατρίδα, την οποίαν ετίμησε και τιμά δια του ονόματός του…».
Το Φθινόπωρο του 1916, ο Διονύσιος Π. Στεφάνου υπέφερε από ελώδεις πυρετούς. Παραμένοντας, λοιπόν, κλινήρης, στην επί της οδού Πινδάρου οικία του, δέχθηκε το πρωί της 24ης Σεπτεμβρίου την αναπάντεχη επίσκεψη του Βασιλέα Κωνσταντίνου, ο οποίος και του πρότεινε ν’ αναλάβει, ως Πρωθυπουργός, τον σχηματισμό νέας Κυβέρνησης.
Ωστόσο, παρά τις επίμονες προσπάθειες και παρακλήσεις του Μεγαλειοτάτου, ο Στεφάνου αρνήθηκε την πρόταση.
Όπως αναφέρει ο Λ.Χ. Ζώης (βλ. περιοδικόν Αι Μούσαι, αρ. τευχ. 568, 15/11/1916, σελ. 1-3)«…Όταν οικείος του τον ηρώτησε διατί δεν εδέχθη την προσφερθείσαν πρωθυπουργίαν και τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως, δια τον οποίον παρεκλήθη υπό του ανωτάτου Άρχοντος, ο Στεφάνου απεκρίθη:
“Δεν υπήρχε κανείς λόγος να δεχθώ. Η αποδοχή μου δεν θα είχε κανένα άλλον σκοπόν παρά να γίνει η κηδεία μου πολυτελεστέρα. Αλλά δι’ αυτό εμέ δεν με ενδιαφέρει”…».
Λίγες μέρες αργότερα, και «περί την δείλην της πρώτης Νοεμβρίου, παρέδιδε το πνεύμα ο σεβαστός και διακεκριμένος συμπολίτης ημών Διονύσιος Π. Στεφάνου σε ηλικία ογδοήκοντα και δύο ετών», μακριά, κι αυτός όπως και τόσοι άλλοι, από την λατρεμένη πατρίδα του, πλουτίζοντας τα φύλλα των αθηναϊκών εφημερίδων με αφιερώματα, νεκρολογίες και ψηφίσματα.
Άνθρωπος επτανησιακής αξίας, εγκυκλοπαιδικής μορφώσεως, ευρυμαθής και ευπατρίδης, κορυφαίος ενετολόγος της εποχής του… αληθινός ζακύνθιος!
Μέλος της Διεθνούς Επιτροπής της Χάγης, πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου της Εθνικής Τραπέζης, πρόεδρος της Επιτροπής εορτασμού της πεντηκονταετηρίδος της Ένωσης της Επτανήσου, αντιπρόεδρος του Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων κ.α.Την επομένη, στην κηδεία του, στις 14.30 το μεσημέρι, στο ιερό ναό της Μητροπόλεως Αθηνών, ο τότε Πρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως αείμνηστος καθηγητής Σπυρίδων Π. Λάμπρος, θα αναφέρει:
«Τα άνθη του στεφάνου άτινα καταθέτει η Ελληνική Κυβέρνησις επί της σορού ταύτης, δεν θα μυροβολήσωσι μακρόν χρόνον επί του τάφου του φιλανθούς γόνου της νήσου των άνθεων. Αλλά και αν ταύτα μαρανθώσι ταχέως, άληστος ες αεί θα μείνη η μνήμη του σεμνού πολιτευτού, του διακεκριμένου πατριώτου, του οτρηρού προστάτου της παιδείας των υποδούλων, του αντιπροσώπου του δια της βαθυγνωμοσύνης αυτού συντελέσαντος ευεργετικώς εις το να αγάγη όσον ήτο δυνατόν μάλλον ανωδύνως εις οδόν ειρήνης το έθνος μετά τον ατυχή πόλεμον του 1897. Την διαυγή σου διάνοιαν, Διονύσιε Στεφάνου, την βαθείαν πείραν και τον υπέροχον πατριωτισμόν δεν εγνωρίσαμεν μόνον ημείς όσοι ηυτυχήσαμεν να συνεργασθώμεν μετά σου εκ του πλησίον, αλλά τας ευεγερτικάς σου υπηρεσίας κατενόησεν, ησθάνθη και εξετίμησε το έθνος όλον, όπερ σπένδει μεθ’ ημών σήμερον το δάκρυ του παρά τα χείλη του νεοσκαφούς τάφου του πολυτίμου τέκνου της πατρίδος…».
Διεξελθών ο Διονύσιος Π. Στεφάνου όλα τα ανώτατα της Πολιτείας αξιώματα αναδείχθηκε πάντοτε υπέροχος και διαπρεπής, τιμηθείς υπό της Πολιτείας αλλά, και τιμήσας τα αξιώματα, δι’ ων επανειλημμένως περιεβλήθη. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο συμπατριώτης μας, νομικός, Ιωάννης Παπαδάτος, σε άρθρο του σε τοπική εφημερίδα (βλ. εφημερίδα Ζακύνθου Ελπίς, αρ. φ. 2144, 6/11/1916, σελ. 2-3):
« …Η μνήμη τοιούτων ανδρών δεν αφανίζεται δια του θανάτου, ως η σκιά μετά του ρίπτοντος αυτήν σώματος, αλλά και μετά θάνατον ζη και επιδιαμένει ως η εικών του ηλιακού δίσκου μετά την δύσιν αυτού, αμυδροτέρα μεν αλλ’ εκτενεστέρα και διαρκεστέρα…».
Είθε ο βίος αυτού, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός, να χρησιμεύσει στις μέλλουσες γενιές ως πρότυπον και υπόδειγμα μιμήσεως.
Εν κατακλείδι: το σημερινό άρθρο- παρουσίαση, θα επιθυμούσα πολύ να λάβει το χαρακτήρα του χρέους και της οφειλής, όχι μόνον απέναντι στον Διονύσιο Π. Στεφάνου αλλά, και κυρίως, απέναντι σε μια χαμένη γενιά ζακυνθίων, που πάντα με γοήτευε και πάντα με μάγευε, δηλαδή τους καθολικά συνολικούς ανθρώπους ή τους ιδανικούς ανθρώπους της Αναγεννήσεως (homo universalis)! Μια γενιά ανθρώπων, οι οποίοι σίγουρα θα ντρέπονται κοιτάζοντας, σήμερα, από ψηλά την κατάντια των εκπροσώπων του οικονομικού και πολιτικού κεφαλαίου στη σύγχρονη, πολύβουη και, μάλλον, καταδικασμένη Ζάκυνθο.
Παράλληλα, φιλοδοξώ, αν και δεν το ελπίζω, η σημερινή δημοσίευση μου, στην φιλόξενη εστία των Επιλογών, να αποτελέσει το εφαλτήριο αναζήτησης του «πολυβασανισμένου» και κατακερματισμένου αρχείου του Διονυσίου Στεφάνου, ενός ανεκτίμητου θησαυρού σπάνιων επτανησιακών κειμηλίων!
ΣΠΥΡΟΣ ΞΕΝΟΣ
O Σπύρος Ξένος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1971. Είναι απόφοιτος του Πάντειου Πανεπιστημίου Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών (Τμήμα Κοινωνιολογίας).
Από το έτος 1999 εργάζεται στην Ι.Μ. Ζακύνθου, ως υπεύθυνος της Γραμματείας των Κοινωφελών Ιδρυμάτων (Κληροδοτημάτων).
•Έρευνες- Μελέτες:
•‘’Η προσφορά των Κληροδοτημάτων στη Ζάκυνθο’’, εκδ. Ι.Μ. Ζακύνθου-Έντυπο, Ζάκυνθος
•‘’Η Εγκληματικότητα στο Δήμο Ζακυνθίων’’, εκδ. Α. Σάκκουλα Αθήνα 2005
•Συμμετοχή στην έκδοση του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών με τίτλο: ‘’Για να Νιώθουμε Ασφαλείς μέσα σε μια Κοινωνία Ενεργών Πολιτών’’, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα, 2006
• “Κοινωνική Αναπαραγωγή και Εκπαίδευση. Οι εκπαιδευόμενοι του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ) Ζακύνθου και τα κοινωνικο-οικονομικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους”, εκδ.Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014[ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΕΡΜΗΣ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ 30.11.2018]
Προσθήκη σχολίου