Το έργο του βραζιλιάνου Ρομπέρτο Ατάιντε, «Δεσποινίς Μαργαρίτα», έναν συγκλονιστικό μονόλογο, ανέβασε για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων στο Θέατρο Τέχνης ο Θοδωρής Γράμψας. Το σκηνοθέτησε και ερμηνεύει και τον επώνυμο ρόλο, που είναι μοναδικός στο έργο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο διακεκριμένος σκηνοθέτης, ηθοποιός και καθηγητής υποκριτικής έρχεται σε επαφή με αυτό το έργο. Το 2011 το είχε ανεβάσει πάλι με τη Εταιρεία Θεάτρου Πράξη Επτά, όμως αυτή τη φορά μόνο σκηνοθετούσε, ενώ τον ρόλο της Μαργαρίτας ερμήνευε η Τζένη Σταυροπούλου.
Ο συγγραφέας έγραψε το έργο στα χρόνια που η πατρίδα του, η Βραζιλία, είχε δικτατορικό καθεστώς. Και οι αρχές είχαν σταματήσει τις παραστάσεις στο Ριο ντε Τζανέιρο για να το λογοκρίνουν. Ο ίδιος το χαρακτηρίζει ως «τραγικοκωμικό» και είναι. Το γεγονός, όμως, ότι είναι, με τρόπο έντεχνα ύπουλο και βαθύτατα πολιτικό έργο, το καθιστά και ιδιαιτέρως επαναστατικό. Γράφτηκε το 1975 όταν η διεθνής πολιτική σκηνή ήταν εντελώς διαφορετική από τη σημερινή. Και θεωρήθηκε εικονοκλαστικό και στις τριάντα και πλέον χώρες που παίχτηκε. Επαναστατικό παραμένει και σήμερα, κι αυτή του η διαχρονικότητα αποτελεί στοιχείο της αξίας του.
Πρόκειται για την πρώτη μέρα διδασκαλίας μιας δασκάλας, της δεσποινίδος Μαργαρίτας, στην έκτη Δημοτικού. Το μάθημα είναι Βιολογία. Και ο τρόπος διδασκαλίας αυταρχικός με επίκεντρο την «υπακοή», που διδάσκεται από την δεσποινίδα Μαργαρίτα σε όλους τους τόνους, αφού στο εκπαιδευτικό σύστημα που υπηρετεί, σημασία έχει τα παιδιά να γίνουν υπάκουα, περισσότερο από το να μάθουν. Επειδή το σχολείο ενδιαφέρεται να βγάλει «σωστούς» πολίτες περισσότερο από ότι ενδιαφέρεται να βγάλει μορφωμένους πολίτες. Ο μη υπάκουος μορφωμένος είναι πολύ επικίνδυνος πολίτης.
Η διδασκαλία της γίνεται βεβαίως υπό την εποπτεία του διευθυντή της, παράλληλα και πιο πολύ όμως επηρεάζεται από την ίδια της την προσωπικότητα, η οποία έχει διαμορφωθεί σε προσωπικότητα υπάκουου πολίτη από το ίδιο σύστημα που την ανέδειξε σε δασκάλα. Μόνο που για να γίνει αυτό χρειάστηκε να επέλθουν μια σειρά από στρεβλώσεις, οι οποίες όπως πάντα γίνεται, έρχονται στην επιφάνεια και εμπλέκονται στη διδασκαλία της, κυρίως και με τη μορφή της άρνησής τους. Με κυρίαρχη την σεξουαλική στρέβλωση, που εμφανίζεται είτε με τη μορφή αχρείαστων βωμολοχιών, είτε με τις χωρίς λόγο αναφορές προς τους μαθητές ότι «δεν πρόκειται να γδυθεί μπροστά τους αν και ξέρει πως αυτό θέλουν» ή «ότι δεν πρόκειται να τους διδάξει σεξολογία αφού αυτή είναι ύλη του Γυμνασίου».
Η δεσποινίς Μαργαρίτα, θέλει και πρέπει να εμφανίζεται ως δικτάτορας, ως απόλυτος εξουσιαστής. Όμως συγχρόνως η ίδια εξουσιάζεται, όχι τόσο από το διευθυντή της και το εκπαιδευτικό σύστημα, όσο από όσο φέρει μέσα της ως θύμα του κοινωνικού συστήματος που από την πρώτη μέρα της ζωής της, πιο πολύ δε από την πρώτη μέρα που η ίδια πήγε στο σχολείο την εξουσιάζει. Εξουσιάζει και συγχρόνως επικρίνει το καταπιεστικό σύστημα μέσα στο οποίο ζει, που την έχει φέρει προκειμένου να επιβιώσει να πρέπει να ακροβατεί μεταξύ λογικής και παραλογισμού, φτάνοντας συχνά στα άκρα.«Στη Δεσποινίδα Μαργαρίτα τα δικά μου προβλήματα έπαιζα ουσιαστικά. Εγώ βέβαια δεν ήμουν ανισόρροπη σαν εκείνη, αλλά ένιωθα απόλυτα τους υστερισμούς της και το πώς και γιατί είχε γίνει υστερικιά» είχε πει τότε η Έλλη Λαμπέτη.
Έτσι η Μαργαρίτα ξεφεύγει, μάλλον άθελά της, αλλά από εσωτερική ανάγκη, από την ύλη που διδάσκει κι αποκαλύπτει ένα σωρό πικρές προσωπικές και κοινωνικές αλήθειες, αλλά και ένα σωρό συναισθήματα όπως πόνου, στοργής, ειρωνείας, σκληρότητας, κακίας.
Όταν η Έλλη Λαμπέτη ερμήνευσε πρώτη στην Ελλάδα, λίγο μετά το πρώτο του ανέβασμα στη Βραζιλία, αυτόν το ρόλο στο θέατρο Διονύσια σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, η παράσταση εκτιμήθηκε από το ελληνικό κοινό όσο λίγες. Οι μόνες αντιδράσεις προήλθαν εξαιτίας των πολλών βωμολοχιών της μετάφρασης του Κώστα Ταχτσή (την ίδια μετάφραση ανεβάζει και ο Θοδωρής Γράμψας), με αποτέλεσμα πολλές να αναγκαστεί η Λαμπέτη να διασκευάσει ή να παραλείψει.
Η εξουσία δυνάστης ήταν το 1975 γνωστή στο ελληνικό κοινό, αφού η δικτατορία είχε πέσει μόνο λίγους μήνες πριν. Όμως τότε πιστεύαμε άλλα. Θεωρούσαμε πως υπάρχει και εξουσία του λαού, μέσα από τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, ιδεολογίες που περίμεναν τότε στην Ελλάδα να διαδεχθούν τον «αυταρχισμό» της Δεξιάς του Κ. Καραμανλή. Έτσι όσοι είχαμε δει την αξέχαστη αυτή παράσταση, τη θεωρήσαμε αρκετά υπερβολική, προφανώς γιατί ακόμα τότε ήταν ζωντανή η ελπίδα.
Η σημερινή εποχή, που όλα έχουν κατασταλάξει («έχουν πιάσει πάτο» θα ήταν η σωστή έκφραση), που σοσιαλισμοί και κομμουνισμοί έχουν δείξει το αληθινό τους πρόσωπο, που δεν είναι άλλο παρά εκείνο της ευμετάβλητης και συμφεροντολόγας ανθρώπινης φύσης μας , της διαμορφωμένης από την κοινωνία, αλλά και από τους ίδιους τους «-ισμούς», που μας κάνει να καταλήξουμε να είμαστε συγχρόνως θύτης και θύμα της εξουσίας, είναι ασφαλώς η πιο κατάλληλη για ένα νέο ανέβασμα του έργου.
Όπως και σοφή ήταν η ιδέα του Θόδωρου Γράμψα να ερμηνεύσει άνδρας το ρόλο της Δεσποινίδος Μαργαρίτας, ο ίδιος δηλαδή. Την απόλυτη, άτεγκτη εξουσία την εκφράζει σαφέστερα η ανδρική φύση, η ανδρική φωνή, η ανδρική ιδιοσυγκρασία. Το γεγονός ότι ένας άνδρας χωρίς την παραμικρή μεταμφίεση παίζει μια δασκάλα το ξεχνάς, συντελούσης της υποδειγματικής όσο και απολαυστικής ερμηνείας του Θ. Γράμψα, από τις πρώτες στιγμές της παράστασης. Ο Γράμψας πείθει απλώς και μόνο με την παρουσία του ως εξουσιαστής, έστω κι αν φορά καθημερινά, ανδρικά ρούχα, ενώ η Λαμπέτη είχε καταφύγει στην επικουρία της ενδυμασίας που έμοιαζε με εκείνη των Ναζί ή των φασιστών του Μουσολίνι, αλλά και σε στοιχεία από την φαμφαρόνικη εκφορά του λόγου εκείνων. Προφανώς ήθελε να μας πει πως εκείνους εννοεί κυρίως ως εξουσιαστές, όπως άλλωστε και ο συγγραφέας έγραψε το έργο κυρίως ενάντια στη χούντα της χώρας του.
Η σκηνοθεσία όμως του Γράμψα το τοποθετεί στη σημερινή πραγματικότητα, στον αυταρχισμό και την δημοκρατική υποκρισία της αστικής δημοκρατίας, του φιλελευθερισμού, της παγκοσμιοποίησης με άλλα λόγια της σύγχρονης καθημερινότητάς μας.
Ο ρόλος της Μαργαρίτας έχει πολλές φωνές και πρόσωπα. Είναι ένας εξουθενωτικός μακρύς χρονικά μονόλογος που απαιτεί από τον ηθοποιό ερμηνευτικό χιούμορ, φαντασία στην απόδοση του χαρακτήρα του εξουσιομανή εξουσιαστή, που όμως είναι και αφελής, αν όχι ψυχικά ασθενής, αφού επιζητεί μετά μανίας μια καρέκλα εξουσίας, ενώ ανάμεσα σε αυτά αντιλαμβάνεται στον άλφα ή βήτα βαθμό πως αποτελεί μια εκπαιδευμένη για αυτό το ρόλο μαριονέττα, για αυτό και συγχρόνως τα υποτιμά, τα σαρκάζει, τα λοιδωρεί. Και κάπου ομολογεί πως αξίες στην αληθινή Παιδεία είναι η γνώση και η μάθηση.
Η ελληνική σκηνή έχει δει αρκετές Δεσποινίδες Μαργαρίτες. Στη Νέα Σκηνή του Απλού Θεάτρου την Ολια Λαζαρίδου (σκηνοθεσία Αντζελας Μπρούσκου), τη Λήδα Πρωτοψάλτη στη Στοά (σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου), τη Θέμιδα Μπαζάκα (σκηνοθεσία Γιάννη Ιορδανίδη), το Γιώργο Μαρίνο στο θέατρο Κάππα (σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη) , την Αννίτα Σαντοριναίου στην Κύπρο (σκηνοθεσία ΄Αντη Παρτζίλη), τον Κωνσταντίνο Χατζή στο Άλεκτον (σκηνοθεσία Βλαδίμηρου Κυριακίδη), την Έφη Μουρίκη στο Ζίνα (σκηνοθεσία Πάνου Ζούλια) κ.α.
Ο Θόδωρος Γράμψας αποδίδει με γνώση, ταλέντο (σκηνοθετικό και ερμηνευτικό), απολαυστικότητα κι ευκρίνεια την Δεσποινίδα Μαργαρίτα του σήμερα. Είναι πλέον σίγουρο πως το μάθημα της «Δεσποινίδος Μαργαρίτας» δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ. Οπότε η αξία του εκάστοτε ανεβάσματός του είναι η επικαιροποίησή του. Κάτι που ο Θ. Γράμψας έχει επιτύχει απόλυτα.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΒΙΤΣΟΣ
Προσθήκη σχολίου