Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ζάκυνθος είναι γυναίκα. Γιατί; Μα γιατί μέσα στη συνείδησή μας δεν μπορούμε παρά σαν γυναίκα να την αντιληφθούμε. Κι αυτό φτάνει και περισσεύει. Κι αυτό, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι.
Κι όμως πριν 3.500 χρόνια στο όνομα Ζάκυνθος άκουγε ένας άνδρας, ο Ζάκυνθος. Εκείνος ο ξακουστός πρίγκηπας δηλαδή, ο γιος του βασιλιά της Τροίας Δάρδανου, που ξεκινώντας από την Ψωφίδα, μια ισχυρή και πολιτισμένη πόλη της Αρκαδίας, ακόμη υπάρχουν τα ερείπιά της μεταξύ Αρκαδίας και Αχαΐας, ήλθε εδώ, και ίδρυσε μιαν άλλη πόλη που την λέγανε πάλι Ψωφίδα. Δηλαδή το πρώτο κάστρο του νησιού, εκεί ακριβώς που είναι και το σημερινό.
Η κόρη της Ψωφίδας, της δωρικής και αυστηρής εκείνης ορεινής , γεννήθηκε στον ανοικτό ορίζοντα της θάλασσας , στην ευφορία της γης αυτού του νησιού, με τα πολλά “νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα”, στο γελαστό φυσικό περιβάλλον, εκεί που οι διαστάσεις της φύσης ποτέ δεν ξεπερνούν εκείνες της υπόστασης του ανθρώπου, που τα βουνά είναι βελούδινα και ο κάμπος αραχνοΰφαντος, και το πράσινο τόσο, ώστε 4000 χρόνια πριν τον Ζάκυνθο να την λένε υλύεσσα. Έτσι μας λέει, ένας ιστορικός από την Αλικαρνασσό της Ιωνίας, που τον έλεγαν Διονύσιο, Διονύσιο Αλικαρνασσέα. Και που έζησε 1500 χρόνια πριν από τον σημερινό ζακυνθινό Διονύσιο, τον Άγιο που ταυτίζεται με την Ζάκυνθο.
Μαζί με το όνομα πήρε και την ιδιοσυγκρασία του πατέρα της, αλλά και πήρε και τις χάρες του νησιού που γεννήθηκε. Έτσι ήταν φυσικό το επακόλουθο να αποκτήσει άστρο και να γίνει ντίβα. Αναδύθηκε δηλαδή μια ντίβα αέρινη κι ανθισμένη, αντιφατική, που επιβάλλεται με την πρώτη ματιά, με παραδοσιακή αρχοντιά, μια ντίβα μοναδική.
Όμως ο Νίκος Κοντοσταυλάκης είναι εικαστικός καλλιτέχνης. Δηλαδή πιο πολύ βλέπει, με τα μάτια του, τα μάτια του νου του και τα μάτια της ψυχής του. Και υποδεικνύει σε όσους ακολουθούν την τέχνη του τι να δουν και πώς να το δουν. Αν και ματαιοπονεί όμως, γιατί ο καθένας, ο καθένας μας δεν μπορεί παρά να έχει τον δικό του τρόπο. Γιατί ο καθένας έχει τα δικά του μάτια, το δικό του νου, την δική του ψυχή. Όμως του καθορίζει το αισθητικό ύψος, την καλλιτεχνική γωνία και τον παρασύρει με τη σαγήνη που λέγεται ταλέντο. Και τότε επιτυγχάνει το σκοπό του ως φωτογράφος!
«Οι φωτογράφοι», είπε κάπου ο Κοντοσταυλάκης, «έχουν μια προσωπική συναισθηματική προσέγγιση. Παρουσιάζουν ένα κομμάτι από τον εαυτό τους χωρίς να υπάρχει άμεσα σχέση με το αντικείμενο που φωτογραφίζουν.» Με τις φωτογραφίες τους λοιπόν εκπληρώνουν κάτι ανάμεσα σε προσωπική ανάγκη και ιδιοτέλεια. Οι φωτογραφίες, καθώς λέει, θέλουν «να παρασύρουν τον θεατή σε ένα όνειρο, σε μια μυθική χώρα με κάστρα και μοναχικές καλύβες και σε μια επιβλητική ατμόσφαιρα όπου ο ίδιος θα φανταστεί το δικό του παραμύθι… »
Η κύρια, αν όχι η μοναδική, ανταμοιβή των φωτογράφων είναι το να κατορθώσουν την επικοινωνία με το κοινό μέσω του έργου τους, όπως και κάθε καλλιτέχνη άλλωστε.
Γιατί αυτός που βλέπει τη φωτογραφία θέλει επίσης να διαμορφώσει μια προσωπική, μια ιδιοτελή σχέση μαζί της. Θέλει να ευχαριστηθεί, πολύ συχνά για λόγους διαφορετικούς από εκείνους του φωτογράφου, να συγκινηθεί, να φαντασθεί.
Με λίγα λόγια η σχέση φωτογράφου και αποδέκτη της φωτογραφίας είναι διαδραστική, σχέση επικοινωνίας, σχέση ανθρώπινη.
Είναι σαφές ότι ο Νίκος Κοντοσταυλάκης, είναι σωβινιστής, ακραίος μάλιστα. Όπως όλοι οι ζακυνθινοί. Εδώ γίνονται σωβινιστές με την Ζάκυνθο όσοι έρχονται κάποια στιγμή από τυχαίο λόγο και μένουν , αν όχι φυσικά, τουλάχιστον ψυχικά, μαζί της για πάντα.
Γιατί αυτή είναι η Ντίβα των αντιθέσεων, όπως την περιγράφει ο Κοντοσταυλάκης: Μια ντίβα που δεν είναι απλά όμορφη μα καμαρώνει για κάθε τι που την κάνει να ξεχωρίζει, κυρίως για τις ακραίες αντιθέσεις της. Η Ζάκυνθος είναι η ντίβα που μπορεί να σε μαγέψει με την απόλυτη γαλήνη της και να σε τραντάξει συθέμελα με το κρυμμένο, φλογερό ταμπεραμένο της.
.
Ο Κοντοσταυλάκης μπορεί και βλέπει την Ζάκυνθο με αυτόν τον ιδιότυπο όσο και μοναδικό τρόπο, επειδή είναι ένας από εκείνους τους κορυφαίους που η Ζάκυνθος συνηθίζει να βγάζει εδώ και αιώνες. Το έχει αποδείξει η ίδια η διεθνής πορεία του παρότι είναι σχετικά ολιγόχρονη . Είναι δηλαδή από εκείνους που με τις παρεμβάσεις του έργου τους διαμορφώνουν την τέχνη που υπηρετούν, τον ελληνικό πολιτισμό, που γίνονται μεγάλοι έξω από σύνορα. Ο Σολωμός είναι μεγάλος σε διεθνές επίπεδο, όπως κι ο Κάλβος. Ο Ξενόπουλος θεμελίωσε το νεοελληνικό θέατρο, την λογοτεχνική και θεατρική κριτική, κι ήταν ο μόνος που είχε τη ματιά για να ξεχωρίσει το μεγαλείο του Καβάφη, τον οποίον ανέδειξε. Κάτι ανάλογο ήταν κι ο Καρρέρ στη μουσική ή οι ζακυνθινοί ζωγράφοι.
Διαθέτει ως φωτογράφος στοιχεία που αποδίδει στην Ζάκυνθο, όπως η Μοναδικότητα και η πολιτισμική επίγνωση. Και μπορεί να επιβάλλεται με την πρώτη ματιά.
Ο μέχρις εσχάτων έρωτάς του για την Ζάκυνθο δίδεται μέσα από τις φωτογραφίες του, που είναι σημερινές, που είναι προσγειωμένες, που πολλές φορές εγγίζουν την εμπορικότητα, όπως και η εποχή μας , αλλά που είναι και πρωτοπόρες αφού υποστηρίζουν με πάθος την υψηλή ποιότητα, όπως δεν κάνει η εποχή μας. Κι αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι ό,τι προβάλλει τον Κοντοσταυλάκη και το έργο του στο μέλλον. Γιατί οι φωτογραφίες του προτείνουν. Προτείνουν στη φωτογραφία το μέλλον της. Αλλά και στην Ζάκυνθο το δικό της. Και οι προτάσεις του είναι γεμάτες αισιοδοξία και πίστη πως μια τέτοια ντίβα, με τόσο μακροχρόνια και τόσο ένδοξη πορεία θα προχωρήσει. Δεν μεμψιμοιρεί όπως κάνουμε σχεδόν όλοι μας. Αλλά, αντίθετα, υλοποιεί το Σολωμικό “Παράπονο χαμός καιρού, ό,τι κανείς κι αν χάσει”. Και προτείνει στον θεατή συμπόρευση σε προσπάθεια που θα στηριχθεί στα αρχέγονα στοιχεία της Ζακύνθου, την ανθισμένη ομορφιά της που, όπως λέει “λάμπει πολύχρωμη, οργιαστική, μυρωμένη με μπουγαρίνια και αγριολούλουδα, αναγεννησιακή. “Αλλά και στην αέρινη την πιο απαλή, φωτεινή της πλευρά, τη ρομαντική, την ενυψωμένη σε μια δική της, διάφανη ατμόσφαιρα που σε παρασύρει, σε απογειώνει”.
Έτσι την βλέπει ο σπουδαίος ζακυνθινός φωτογράφος. Κι εμείς;
Ο καθένας με τον τρόπο του και τα βιώματά του. Που όλα μαζί μας κάνουν τις ζακυνθινές γυναίκες που πέρασαν και περνάνε από δίπλα μας και αποκρυσταλλώνουν στο μυαλό μας την εικόνα της Ζακύνθου ως γυναίκας, όλα εκείνα τα στοιχεία της Ζακύνθου ως γυναίκας που έχει ενσωματώσει ο ζακυνθινός πολιτισμός μέσα από τα μνημεία του, τους πολιτιστικούς του δηλαδή θησαυρούς. Πολυποίκιλους τύπους γυναίκας που καθορίζουν την γενική μορφή της γυναίκας Ζακύνθου. Όχι ασφαλώς πάντα αέρινης, αισθησιακής, καλής και δοτικής, αλλά και βασανισμένης, πονηρής και μοχθηρής, πλανεύτρας και προδότρας, με όλα δηλαδή τα στοιχεία τα ανθρώπινα, τα μοναδικά όμως που μπορούν να της προσδώσουν Ολύμπιο μεγαλείο, αν σκεφθεί κανείς πως οι αρχαίοι έλληνες είχαν προσδώσει στους Θεούς του Ολύμπου όλα τα καλύτερα, αλλά και τα χειρότερα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης.
Η Ζάκυνθος ως γυναίκα, είναι η μητέρα μας πάνω από τη μητέρα μας. Μια Μάτερ Ντολορόζα, θλιμένη μητέρα, όπως η εικόνα της Παναγίας που λειτανεύουμε στη σπουδαιότερη λιτανεία μας το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής αλλά και Μάτερ Γκαουντιόζα, μητέρα κεφάτη και χαρούμενη, όπως όταν φοράει το ντόμινο και την μπαούτα τση και “λυσσάει” κατά το ζακυνθινώς λεγόμενο στα καρναβάλια μας.
Η Ζάκυνθος ως γυναίκα είναι ένα το αγγελικό εκείνο πλάσμα, του Σολωμού, του Δάντη και του Πετράρχη, που με τη φυσική και πνευματική ομορφιά της γίνεται πρότυπο αρμονίας για όλον τον κόσμο. Η Δυτική πορεία της την έχει διαμορφώσει σύμφωνα με το ανθρωπιστικό ιδεώδες του έρωτα στην Αναγέννηση να αποτελεί την πηγή των ερωτικών συναισθημάτων που εξευγενίζουν τον άνθρωπο. Η νεκρή αρραβωνιαστικιά του Κρητικού, η Φεγγαροντυμένη, η Μητέρα Πατρίδα, η Αιμιλία Ροδόσταμο, η Γυναίκα με το Μαγνάδι, η Φραγκίσκα Φραίζερ, ακόμη και η ατιμασμένη Μαρία του Λάμπρου, αποτελούν εκφράσεις ενός ιδεώδους κόσμου κατά τα πρότυπα της ρομαντικής ποιητικής. Αλλά και η «Ξανθούλα» και η «Φαρμακωμένη» που αυτοκτόνησε εξαιτίας των πικρόχολων σχολίων από το περιβάλλον της. Η γυναίκα Ζάκυνθος στην Μαρία στον «Λάμπρο» είναι μία γυναίκα που υφίσταται τις ψυχικές διακυμάνσεις ενός φαουστικού ήρωα και που καταλήγει στην τρέλα. Και στον Κρητικό ο έρωτας για αυτή τη «φεγγαροντυμένη» με «θεϊκή θωριά» γυναίκα φτάνει πέρα από τον θάνατο.
Η κορύφωση της υπόστασης της Ζακύνθου γυναίκας είναι όταν ως Ελευθερία προσωποιείται στον Ύμνο και περιγράφεται είτε ως μία γυναίκα που ζητάει από τα παιδιά της να σηκωθούν και να τιμήσουν τους προγόνους τους είτε θρηνεί για τον άδικο χαμό των παιδιών της όπως μία μάνα. Όλες αυτές οι γυναίκες του Σολωμού δεν μπορεί παρά να είναι Ζακυνθινές. Δεν μπορεί παρά να είναι η ίδια η Ζάκυνθος ως γυναίκα.
Όπως ακριβώς είναι και οι γυναίκες της καντάδας, πολλές, άγνωστες και λαϊκές, είναι η ίδια η Ζάκυνθος, άλλωστε να τραγουδάς καντάδα και να μην είσαι στην Ζάκυνθο δεν έχει νοστιμάδα. Και οι γυναίκες της καντάδας είναι σαν τις γυναίκες του Σολωμού, αέρινες. Λογικό, αφού στίχους του Σολωμού όπως η Ξανθούλα και η Φαρμακωμένη κλεμμένοι από τον υπηρέτη του το Λάμπρο μελοποιούνταν στις ταβέρνες:
• Γι’αυτή μη μου μιλάτε πια είναι πληγή ζεστή ακόμα.
• Απόψε σ’ ονειρεύτηκα, κι ο ύπνος μου εχάθη.
• Αναστενάζω βγαίνει αχνός και μέσα μένει ο πόνος.
• Αγάπησα κι εγώ ο φτωχός ένα μπουκούνι χιόνι, να το φιλήσω δε βαστώ, τ’ αχείλι μου παγώνει.
• Εφίλησα μελαχρινή Αυγούστου πρώτη μέρα.
• Θα ’θελα απόψε με φιλιά τα μεταξένια σου μαλλιά να τα γεμίσω.
• Σ’ αγαπώ κι όμως εσύ δεν ξέρεις τίποτα τους καημούς και τα φαρμάκια μου τ’ ανείπωτα.
Η γυναίκα Ζάκυνθος είναι όμως και η μισότρελη «Γυναίκα της Ζάκυθος», μία γυναίκα που μισεί τις άλλες γυναίκες. Γυναίκα για την οποία «Όλες οι άλλες γυναίκες ήταν πόρνες ενώ αυτή ήταν σωστή και καλόψυχη «Με συγχύσανε αυτές οι πόρνες! Όλες οι γυναίκες του κόσμου είναι πόρνες».
Η Ζάκυνθος γυναίκα ως Ντίβα της Αρχοντιάς κουβαλά , κατά τον Κοντοσταυλάκη, πάντα ένα παρελθόν φορτωμένο με τα επιτεύγματα του πολιτισμού της, την ευγένεια της εξέλιξής της, το μακραίωνη πορεία της ως σταυροδρόμι πολιτισμών και ιδεών, που καθρεφτίζεται στα κτίσματα, στο λόγο της, στη μουσική της. Μόνο που δεν την άφηναν για αιώνες να αναδείξει τη δημιουργική πλευρά της . Έδωσε μάχες για να ξεφύγει από τη φυλακή τση τζελουτζίας και κάποιες φορές χρειάστηκε να συμμαχήσει με την αυτοθυσία. «Με εκρατούσαν κλεισμένην, εκοίταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβιάς και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία, και αναστέναξα […]» λέει στην Αυτοβιογραφία της η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, «εφοβόμουν μεγάλως μην είχε τύχει να πάρω κανένα από εκείνους τους άνδρας, οπού θέλουν να έχουν την γυναίκα τους ωσάν σκλάβα, και την νομίζουν διά κακήν,[…] όθεν εγώ τότε ευρέθηκα εις την μεγαλυτέραν στενοχωρίαν, οπού δύναται να ευρεθεί άνθρωπος εις τον κόσμον. Όχι να υπάγω να ησυχάσω [σε μοναστήρι] διατί δεν ηθέλησαν οι συγγενείς μου– όχι να υπανδρευθώ –διατί εγώ δεν ήθελα– έπρεπε λοιπόν να μείνω διά παντός εις το σπίτι. Διά παντός εις το σπίτι! Α! τούτος ο στοχασμός με έκαμνε να τρομάζω• εγώ έβλεπα καλά πως τούτο το σπίτι εξ αποφάσεως ήθελε μου προξενήσει γλήγορον και κακόν θάνατον. […]»
Άλλες όμως, όχι πλούσιες, όχι αριστοκράτισσες μπαίνουν ως ανήλικες υπηρετριούλες στα πλούσια σπίτια και αναγκάζονται να υποκύψουν τσι ορέξεις του «αφεντός». Όπως η Αγγελική Νίκλη, μητέρα του νόθου στα πρώτα χρόνια της ζωής του Διονυσίου Σολωμού. Του αφεντός μόνο ή και του ανδρικού φιλικού του περιβάλλοντος; Ο Σολωμός μονολογεί στο σατιρικό του ποίημα «Η τρίχα»: «Όταν μια γυναίκα παραδίνεται έτσι ..όπου τον Έρωτα ποιεί ξαδέλφι με το Χάρο/πώς διάβολο μπορείς να ξέρεις τίνος παιδί είσαι;»
Mετά από λιγότερο από εκατό χρόνια όμως η Ζάκυνθος γυναίκα επαναστατεί. Η Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου θυμώνει με «με τα καπνισμένα σαλόνια, με τους νευρόσπαστους ανθρώπους που τους σφίγγει και τους νεκρώνει η εθιμοτυπία» και επαναστατεί, αναδεικνυόμενη ως μια από τις πρώτες ελληνίδες φεμινίστριες.
Η Ζάκυνθος γυναίκα όμως έχει επιβλητική παρουσία. Και επιβάλλεται αν όχι πάντα σε κοινωνικό επίπεδο, σίγουρα όμως εκεί που κρατά τα ηνία, στον έρωτα σε όλες τις εποχές και τις κοινωνικές συνθήκες. Ακόμα και στον φοβερό και τρομερό παπά-Κουτούζη, λαμπρό ζωγράφο και σατιρικό ποιητή, του έγινε παπάς για να κρύψει τα σημάδια στο πρόσωπο από το φρεζάρισμα μιας ερωμένης.
Διηγείται ο Διονύσης Ρώμας:
«Η Κοντέσσα δε θα πίστευε τα μάτια της. «Προσκυνώ Δέσποτα! Την ευλογία σου!» μουρμούρισε ο Νιόνιος γέρνοντας με σεβασμό την καμπουριασμένη κιόλας από τα χρόνια ράχη του. Ο πάπα – Κουτούζης κοντοστάθηκε μια στιγμή και προσπάθησε, μισοκλείνοντας τα σπαθάτα του μάτια, να διακρίνει το οικόσημο της λεντίκας που βρισκότανε πίσω από το φως. Μέσα στο κουτάκι της η Κοντέσσα, βαριεστημένη, δεν ήξερε αν έπρεπε να θυμώσει ή να γελάσει με την αναπάντεχη αυτή αργοπορία. «Τακ! Τακ!» χτύπησε η βεντάλια στο μπροστινό κρύσταλλο. «Νιόνιο, πες του Δέσποτα πως θέλω να του πω ένα λόγο». Φοβισμένος ο φανοφόρος έκανε δύο βήματα και πλησιάζοντας τον παπά του μουρμούρισε την παράκληση της κυράς του.
Ο Κουτούζης έκανε μια απότομη κίνηση του κεφαλιού σαν άλογο που χλιμιντρίζει και, δίχως να πει τίποτε, τράβηξε απότομα τη χρυσή αλυσίδα της γάτας του. Ένα ούρλιασμα στριγγό ακούστηκε, αλλά ο παπάς, αδιαφορώντας για την καλή θέληση της συντρόφισσάς του, εξακολούθησε να τραβάει το κορδόνι. Σε λίγο το μαύρο γατί παρουσιάστηκε σερνάμενο στο φωτισμένο μέρος του δρόμου κι ύστερα από μια δύο ακόμα μάταιες προσπάθειες πήρε την απόφασή του και μ’ ένα πήδο βρέθηκε πάνω στον ώμο του Δέσποτα. Με τη μαύρη του τρίχα ορθή από αγανάκτηση, αγκίστρωσε εκεί τα γαμψά του νύχια και φυσομανούσε. Αδιάφορος ο κύριός της, μάζεψε προσεκτικά τη μακριά χρυσή αλυσίδα, την έβαλε στην τσέπη του παράξενου κοντού ράσου του και προχώρησε κατά τη λεντίκα. Η Κοντέσσα είχε βγάλει πια το κεφάλι από το πλαϊνό άνοιγμα και, αψηφώντας την αραιή βροχή, κοίταξε κατάματα τον αντιπρόσωπο του Θεού πάνω στο ωραιότερο νησί της Μεσογείου. Ο Κουτούζης, μ’ όλο που υποψιαζότανε ποια ήτανε, προτίμησε να κάνει τον ανήξερο. «Αν ήθελε ο Θεός, Κυρά μου, οι άνθρωποι να πορπατάνε με μορέτα (μάσκα), τότε θα τζι κρατούσε ένα μήνα περισσότερο στην κοιλιά τση μάνα τσου και θα τσου έφτιανε το ένα αυτί μεγαλύτερο, με δύο τρύπες για τα μάτια και μια κουμπότρυπα στη πούντα, να το θηλυκώνουνε στο άλλο, σα βγαίνουνε τσι ρούγες».
Αργά, δίχως ν’ απαντήσει στο χοντροκομμένο του χωρατό η Κοντέσσα, σήκωσε το χέρι και ξεσκάλωσε τη μια κορδέλα της μάσκας της αφήνοντάς την να κρέμεται από την άλλη. «Η Ζαμπέλα!» γρύλισε άθελά του ο παπάς, όμως στο άψε σβήσε ξαναπήρε το σαρκαστικό του ύφος και, πλησιάζοντας ακόμα περισσότερο στο παραθυράκι, έσκυψε και την κοίταξε προσεκτικά: «Είκοσι χρόνια ασβέστωμα χαλάει και την πούλιο καλοδουλεμένη πέτρινη φατσάδα», μουρμούρισε και στυλώθηκε πάλι στα κοκκινοντυμένα του ποδάρια. «Να παρατήσεις, Κοντέσσα μου, τη γύψινη και να παραγγείλεις ριζένια πούντρα, γιατί αλλιώς θα ραΐσει γρήγορα η προσπετίβα σου». Η Κοντέσσα Νταλιάνη ένιωσε την κάψα του θυμού να της ανεβαίνει στο πρόσωπο. Έγειρε λίγο περισσότερο όξω από το κουτί και του πέταξε μια κουβέντα με νόημα: «Για δαύτο τότες τήνε κρατάς τη δικιά σου μέσα στα μπαμπάκια!» Το ωραίο της χεράκι έδειξε το πυκνό ψαρό γένι του παπά: «Καμιά φορά όμως οι ωραιότερες περικοκλάδες κρύβουνε σαπρακιασμένους τοίχους». Μια στιγμή κοιταχτήκανε σαν τα κοκόρια, όμως η Κοντέσσα κατέβασε πρώτη τα μάτια της και ξαναφορώντας τη μάσκα ψιθύρισε με φωνή κουρασμένη: «Ακόμα δε με συχώρεσες, Νικόλα; Τόσο κακό λοιπόν σου έκανα;» Ο Κουτούζης γύρισε το κεφάλι κατά τη γάτα του και χαϊδεύοντάς την άρχισε να της γλυκομιλάει: «Τι είπες γατούλα μου; Θύμωσες που έχω τόσην ώρα να σου ρίξω σαρδελούλα;»
Και του Γρηγορίου Ξενοπούλου οι γυναίκες αποτελούν πλευρές της Ζακύνθου γυναίκας. Στο έργο του μοιάζει να ενσαρκώνει και να συμπυκνώνει γενεές ολόκληρες γυναικών που αποδέχθηκαν και υποτάχθηκαν κι έγιναν σιωπηλές παρατηρήτριες της ιστορίας. Τις πλάθει με λατρεία με τις αρετές, τις αδυναμίες, τον ερωτισμό, την ηρεμία και το πάθος της Ζακύνθου γυναίκας. Αποτυπώνει την ψυχολογία της σύγχρονης ζακυνθινής, τη θέση που κατείχε, τις πιέσεις που δεχόταν αλλά οραματίστηκε έναν νέο τύπο γυναίκας, που απελευθερωμένη από τα δεσμά του παρελθόντος συγκρούεται με το κοινωνικό περιβάλλον. Δεν τον ενδιαφέρει η σιωπηλή, αδρανής Ζάκυνθος γυναίκα. Τη λέει Στέλλα Βιολάντη, Φωτεινή Σάντρη, Μαργαρίτα Στέφα, και τη βάζει να υπερβαίνει τα κοινωνικά όρια με ένα τεράστιο προσωπικό κόστος, σε μια φυγή αδιέξοδη με προδιαγεγραμμένο τέλος για την ίδια, αλλά ένα νέο ξεκίνημα για την υπόστασή της.
Σήμερα πια η Ζάκυνθος γυναίκα μιλά μετά παρρησίας: «Τίγρη είμαι. Τίγρη είμαι και μουγκρίζεις. μέσα μου. Σε φιλτράρω σπαραγμέ μου! Σε άλλους χρόνους, πίνω αύρα, φτερουγίζω χελιδόνα.», λέει η Μάχη Μουζάκη
«Μολυσμένη με Λόγο εγώ απ’ τη γενιά των Θεών Θεϊκά προσπαθώ να λαλήσω», λέει η Έρση Λάγκε.
«Δεν έχει πυξίδα ο στεναγμός», «Αχ! και να ορμούσε ο ήλιος νάρχονταν τρεις ακρογιαλιές με φίσκα τα πανέρια», λέει η Λούλα Βάλβη- Μυλωνά.
Ο ζακυνθινός τη χαίρεται αυτή τη γυναικεία υπόσταση της γυναίκας Ζακύνθου. Την ακολουθεί και την τιμά.
Δεν ξέρω αν ο Νίκος Κοντοσταυλάκης είχε όλα αυτά στο μυαλό του όταν φωτογράφιζε την Ζάκυνθο σαν γυναίκα. Και γιατί να τα έχει, δικές μου σκέψεις είναι βλέποντας τις φωτογραφίες της σημερινής του έκθεσης. Όμως είμαι σίγουρος πως κι εσείς κάνατε ανάλογες. Όσοι έχουμε μεγαλώσει σε αυτόν τον τόπο, όσοι τον έχουμε αγαπήσει έως θανάτου, δεν μπορεί παρά αυτές τις γυναίκες να τις έχουμε μέσα μας, θέλοντας και μη, κι αν όχι τις ίδιες ένα σωρό όμοιες που ζουν ανάμεσά μας, απλές γυναίκες διπλανές, τόσο διαφορετικές και τόσο όμοιες, η κάθε μία μια πλευρά της Ζακύνθου γυναίκας, γιατί οι γυναίκες της λογοτεχνίας δεν είναι παρά μοντέλα, που προέρχονται μέσα από τα ιστορικά σπλάχνα του νησιού, από τη μορφολογία του και τη νοοτροπία του.
Κάτι σαν τα μοντέλα των φωτογραφιών του Κοντοσταυλάκη.
Είναι αλήθεια πως η Ζάκυνθος γυναίκα μας προδίδει τα τελευταία χρόνια κι αυτό μας θυμώνει, τι λέω, μας κάνει έξαλλους! Όχι για πολύ όμως, γιατί όπως λέει ο μέγας αναλυτής της ζακυνθινής ψυχής Νικολός Κουτούζης:
“Τόμου θα νιώσει ο κερατάς
Τη γλύκα του κεράτου
Μέλι και γάλα γίνεται
Με τη νοικοκυρά του”
Ίσως επειδή καταλαβαίνουμε και τις δικές μας ευθύνες, που τόσο την έχουμε παραμελήσει.
Ας σημειωθεί πως η Μαρία η Μαγδαληνή την Ζάκυνθο επέλεξε, το χωριό Μαριές, να έλθει να διδάξει, ενσωματωνόμενη και η ίδια στη γυναικεία υπόσταση της Ζακύνθου, ό,τι και να σημαίνει αυτό.
Προσθήκη σχολίου