ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΛΩΝΙΑ: Εις τον Διονύσιον Σολωμόν

«Προ του τάφου σου, ω ποιητά, έγραψα κ’ εγώ αυτά»:

 

Αν ημπορούσες μίαν ώραν να προβάλης

από τον τάφον σου, να ιδής εδώ τι γένεται,

Ελευθεριά πλέον δεν ήθε ψάλης

πλην με φωνήν που από πόνον σβένεται

θα ‘φώναζες: «Ανάθεμα την ώρα

που έψαλλα ελευθερία σε τέτοια χώρα».

 

Θα ιδής εμπρός σου την ελευθερία

ποστάδα με κουμπούραις και μαχαίρια

ντροπιασμένη αφ’ τα ίδια της παιδία,

χτυπούσα σαν και πρότερον τα χέρια

και φωνάζουσα «Ανάθεμα την ώρα

που ευρέθηκα εδώ σε τέτοια χώρα».

 

Θα την ιδής σαν πρώτα αλυσομένη

από τα πόδια της τραμπουκιάς δεμένη,

και οι μεγάλοι αετοί μας πρώτοι πρώτοι,

θα μας ροφούν το αίμα και το σκώτι.

Και τότε θα κρυφθής μετ’ εντροπής

και… «Εις τον διάβολον να πάτε» θα μας πης.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΛΩΝΙΑΣ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΗΩΣ”, Εκδιδόμενον εν Ζακύνθω

Μάρτιος- Απρίλιος 1898

[Αναδημοσίευση από τον καθ. Θεοδόση Πυλαρινό, στο περ. “Επιλογές”]

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΛΩΝΙΑΣ

Ο Ιωάννης Κολώνιας (Ζάκυνθος 1868 – Καρυές Αγίου Όρους 1917) σπουδαίος σατιρικός ποιητής, που εξαιτίας της καυστικότατης πένας του προκαλούσε παντού έχθρες και διωγμούς κάνοντας έτσι τη ζωή του δυστυχισμένη, αλλά και μην μπορώντας να σταματήσει να γράφει.

Αφού έζησε αρκετά στη Ζάκυνθο έφυγε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Στη συνέχεια βρέθηκε να εργάζεται στο τηλεγραφείο Καλαμών για να καταλήξει στις Καρυές του Αγίου Όρους, όπου πέθανε αλκοολικός.

2 σχόλια

  • Ιωάννη μου Κολώνια και Διονύσιε Σολωμέ,
    αν μπορείτε από ‘κεί πάνου, ας ακούσετε κι εμέ.
    Όπως λένε στις ειδήσεις, έχουμε Ελευθεριά,
    και ας έχουμε και χρέη και μνημόνια θεριά.

    Με τα χρέη αντιπαλεύει, κάθε τέκνο μας μ’ ορμή,
    μα οι τράπεζες γυρεύουν ή το σπίτι ή το κορμί.
    Στη σκιά χεροπιασμένους βλέπω οίκους πιστωτές,
    «κρινοδάχτυλες παρθένες», με γραβάτες ριγωτές.

    Υποψήφιοι σε πλησιάζουν χαιρετώντας σε θερμά,
    φτεις στον κόρφο και ξορκίζεις, με δυό-τρία πατερμά.
    Μ’ υποσχέσεις «θα σου κάμω τα προικιά τση κοπελλός»,
    πάντα, πάντα καταφέρνει κι επιπλέει ο φελλός.

    Δεν μας σκιάζει η βλακεία, τ’ αιρετού η «κουστουμιά»,
    μόν’ μας σκιάζουν τα σκουπίδια και η βρώμα, τα ζουμιά.
    ‘Κειό το «άρωμά» τους πάει βαθειά μες στα σωθικά,
    μα το πόπολο το έρμο υπομένει στωϊκά.

    Σκουπιδότοπος τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά,
    κι όπου φθάσει, όπου περάσει, δεν πιστεύει πουθενά.
    Κι έλεες «πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι απ’ τα σκατά,
    αλλ’ απόκριση δεν πήρες, από κάποιον κερατά.

    Και του πνεύματος τ’ αέρι δεν φυσάει τώρα πιά,
    μες στη νύχτα προβατούμε και πατούμε στην κροπιά.
    Α, το φως που Συ σκορπούσες, πλέον δεν φεγγοβολεί,
    ίσως λίγο σπινθηρίζει. Πότε θα ‘ρθει η ανατολή;

    Κι ακαρτέρει, κι ακαρτέρει, η ανάσταση να ‘ρθεί,
    επεράσανε τα χρόνια, κι έχει ο κόσμος βαρεθεί.
    Στο εξήντα, στο εβδομήντα, στο ογδόντα και μετά,
    πάντα είχαμε τα ίδια, αν θυμάμαι και σωστά.

    Ας μας πνίγουν τα σκουπίδια, ας μας σφίγγουν τα λουριά,
    ας φινίρισε η μάντσια, έχουμε Ελευθεριά.
    Μόνο πού ‘ναι αλυσωμένη με τα «πρέπει», και ξεφτά,
    κι αντί σπάθα έχει σάκκο, για να βάνει τα λεφτά.

    Δύ-στιχος

Κλικάρετε εδώ για να σχολιάσετε