Η «Ομιλία» αποτελεί θεατρικό είδος που αναπτύχθηκε στην Ζάκυνθο, σεβαστό από το παγκόσμιο θέατρο και αναφερόμενο σε όλα τα σοβαρά βιβλία θεατρολογίας του κόσμου. Είδος μοναδικό στην ιστορία του Πολιτισμού ως προς την ζακυνθινή μορφή του, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως προήλθε από παρθενογένεση, ούτε ότι δεν άφησε επιγόνους. Αντιθέτως!
Οκτώ κοπέλες από την Ζάκυνθο, πνιγμένες από την κατάντια, τη λαμογιά και την ακαλαισθησία της σύγχρονης Ελλάδας, που αντανακλάται, όπως είναι φυσικό, και στην Ζάκυνθο, αποφάσισαν να αντιδράσουν με τον τρόπο των προγόνων τους , δηλαδή γράφοντας και παίζοντας μια «Ομιλία», που σε πρώτη παρουσίαση παρακολουθήσαμε την Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018, ημέρα της Γυναίκας, στην Αθήνα, στο ιστορικό πλέον θέατρο «Εμπρός» και σε δεύτερη την Δευτέρα 8 Απριλίου 2018 στο θέατρο Σαρακινάδου, στην Ζάκυνθο.
Αν επιχειρούσε κανείς μια αποτίμηση του εγχειρήματός τους θα έλεγε πως καλύτερη δεν θα μπορούσε να γίνει η παράσταση. Και ο βασικός παράγοντας αυτού του αποτελέσματος ήταν η ουσιαστική γνώση που είχαν αυτού που έκαναν. Ιδού πώς αποτύπωσαν έμμετρα, τις προθέσεις τους και την επίγνωση του τι έκαναν:
Πριν από χρόνια, κάμποσα, στση Ζάκυνθος τα μέρη,
η μούσα έδωκε μιλιά στου ποιητή το χέρι.
Και τη μιλιά εντούνηνε, την είπαν «ομιλία»
και την έπαιζαν θέατρο σε ούλα τα χωρία.Και κάθε των αποκρεών γιομίζαν οι πλατείες
και παιδοβόλια μάζωναν, αντρόγενα και γρίες.
Πριν από αιώνες τέσσερους εγράφτηκε η πρώτη
και την επαίζαν λαϊκοί, αγράμματοι αθρώποι.Κι από τα Βενετσιάνικα τα χρόνια μέχρι τώρα
των αφεντάδων τ’ άπλυτα τα βγάνανε στη φόρα.
Κι όπως το ’χε η παράδοση, επαίζαν μόνο άντρες
και τσι γυναίκες κάνανε, με κιάσα και με χάντρες.Και μας την παραδώσανε κι εμείς με τη σειρά μας
ό,τι πήραμε δίνουμε, με ούλη την καρδιά μας.
Γιατί παράδοση που ζει, κρατάει στον αιώνα
από παππού σε εγγονό, κι από νόνα σ’ εγγόνα.
Έχει μεγάλη σημασία η επίγνωση. Η υπόθεση της «Ομιλίας» δεν σηκώνει προχειρότητες. Όπως λένε ο Κ. Πορφύρης και ο Ντίνος Κονόμος η «Ομιλία» έχει καταβολές που χάνονται στις προθεατρικές μορφές του λαϊκού μιμοδράματος και αφετηρία τα έθιμα και τις εκδηλώσεις του βενετσιάνικου καρναβαλιού (μομάρια), με επιδράσεις του λόγιου κρητικού θεάτρου το οποίο έφτασε και παριστάνετο στην Ζάκυνθο μετά την πτώση της Κρήτης από τους Βενετσιάνους στους Τούρκους (1669) από τους κρητικούς που κατέφυγαν εκεί.
Το έδαφος της Ζακύνθου ήταν πάντα εύφορο σε τέτοια, οπότε οι βενετσιάνικες και οι κρητικές επιδράσεις έρχονται να συναντηθούν με τις θεατρικές μορφές της προϋπάρχουσας πραγματικότητας, με τον καθηγητή της Λαογραφίας Μιχάλη Μερακλή να τις ανάγει ως συνέχεια σε αρχαϊκά δρώμενα στο νησί.
Το θρησκευτικό δράμα του 17ου αι. «Ευγένα» του Θεόδωρου Μοντσελέζε που τυπώθηκε στη Βενετία, αποκαλούνται μερικές σκηνές του δράματος αυτού ως «μιλήματα». Δεν αποκλείεται, λοιπόν, κατά μια άποψη, εδώ να έχουμε τον αρχικό τύπο των «Ομιλιών».
Πώς γνωρίζουμε όσα ξέρουμε για τις «Ομιλίες»; Αναφορές στις υπαίθριες αυτές παραστάσεις έχουν γίνει από τον Μαρίνο Σιγούρο στα Παναθήναια του 1904 και τον Σπυρίδωνα Δεβιάζη στο Νέο Αιώνα (Ζακύνθου) χρονιά Α΄, 1892, αριθ. 18-20, και στην Πλειάδα [Αθηνών], Α΄, 1896, αριθ. 5-6, καθώς και από τον ιστορικό του Νεοελληνικού Θεάτρου Νικόλαο Λάσκαρη. Εκεί κυρίως στηριζόμαστε, αφού το τυχόν προσεισμικό σχετικό αρχειακό υλικό κάηκε το 1953.
Προϋπήρχε λοιπόν της πτώσης της Κρήτης η «Ομιλία» ως απόηχος στην Ζάκυνθο της βενετσιάνικης Commedia dell’arte και σατίριζε τα κακώς κείμενα, με την κάλυψη της αποκριάτικης μεταμφίεσης, αλλά και ελαφρότητας, ως λαϊκή αντίδραση σε μια ιδιαίτερα αυταρχικό για το λαό κοινωνικό σύστημα.
Με την επαφή με τις παραστάσεις κρητικού δράματος των Κρητών προσφύγων η «Ομιλία» αποκτά ένα σκιώδες διάγραμμα και έναν στοιχειώδη μύθο και όπως επισημαίνει ο Ζήσιμος Χ. Συνοδινός , τόσο τα λαϊκά τραγούδια, όσο και το Κρητικό θέατρο λειτούργησαν ως πηγή «Ομιλιών».
Ο Α. Γαήτας μας πληροφορεί ότι η «Ερωφίλη» και η «Θυσία του Αβραάμ» παίζονταν ως «Ομιλίες» από την εποχή της ενετοκρατίας.
Από εκεί προέκυψαν οι κλασικές Ομιλίες, όπως είναι οι «Κρίνος και Ανθία» και «Χρυσαυγή», που τα θέματά τους είναι ερωτικά. Οπότε με το χρόνο διαμορφώθηκε ένα θεατρικό είδος με ξεχωριστό, τοπικό ύφος, περιεχόμενο και χαρακτήρες. Για παράδειγμα ο Πανάρετος είναι η διασκευασμένη «Ερωφίλη», η ιστορία της οποίας έχει πλέον μετατραπεί σε θέμα «Ομιλίας».
Στο τέλος διαμορφώνεται η «Ομιλία» ως ζακυνθινό θεατρικό είδος, κωμικό, με πολιτική σάτιρα, ιδίως δε με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που ακολουθούσαν όλες οι «Ομιλίες». Ποια είναι αυτά;
1. Πρόκειται για ένα θέαμα βγαλμένο από το λαό με φοβερή απήχηση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
2. Τα θέματα που θίγουν οι παραστάσεις είναι βιωματικά, από την καθημερινή ζωή του νησιού.
2. Όλοι οι ρόλοι παίζονται από άντρες. Οι γυναικείοι ρόλοι του οποίου παίζονται από εφήβους, το ίδιο δηλαδή που συνέβαινε και σε όλη την Ευρώπη ως τις αρχές του 17ου αι. ή και στο αρχαίο θέατρο.
3. Η συμμετοχή του κοινού ήταν άμεση, κάτι που έχει χαθεί από το σημερινό θέατρο. Οι θεατές επενέβαιναν, περιγελούσαν τους σατιριζόμενους ισχυρούς, προειδοποιούσαν τους ηθοποιούς ότι οι «κακοί» της παράστασης κάτι τους ετοιμάζουν, ενώ πολλές φορές δε δίσταζαν να μπουν και οι ίδιοι στην παράσταση για να δώσουν στο μύθο την τροπή που αυτοί ήθελαν.
4. Ξεκινούσαν από την Τσουχνοπέφτη (Τσικνοπέμπτη) και διαρκούσαν μέχρι την Κυριακή των Αποκρεών. ‘Αρχιζαν από τις δύο το μεσημέρι κάτω από τα πιο πλούσια σπίτια, στα κεντρικά μέρη της πόλεως στα σταυροδρόμια και στις πλατείες των χωριών. Τις Κυριακές ξεκινούσαν από το πρωί. Μπορούσαν να παίζονται συγχρόνως στην Χώρα περισσότερες από μια «Ομιλίες».
5. Σκοπός τους ήταν το κέρδος για αυτό έβγαζαν στο τέλος δίσκο. Βέβαια και η πολιτική σάτιρα, αν και όσον αφορά την τελευταία φρόντιζαν να πηγαίνουν με τα νερά του κόσμου, ώστε να εισπράττουν χειροκρότημα και κέρματα.
6. Ο τρόπος απαγγελίας ήταν χαρακτηριστικός, διαφορετικός στη χώρα (μακρόσυρτος ), διαφορετικός στα χωριά, αφού ήταν ευκρινώς διαφορετικές τόσο η διάλεκτος, όσο και η προφορά μεταξύ χωριών και Χώρας. Δεν ερμηνευόταν το κείμενο, απαγγελλόταν, κρατώντας όμως τον προφορικό τονισμό των λέξεων κατά το νόημα. Στην παράσταση των οκτώ γυναικών υιοθετήθηκε της εκφοράς του λόγου με των τρόπο των χωριών.
7. Οι συγγραφείς των έργων ήταν άγνωστοι και παρέμεναν άγνωστοι. Είτε γιατί το έργο ήταν συνεισφορά πολλών, είτε γιατί διαφοροποιούνταν τα συγκεκριμένα έργα με την πάροδο του χρόνου, είτε για το φόβο των συνεπειών λόγω της πολιτικής σάτιρας.
Οι «Ομιλίες» δημιούργησαν προϋποθέσεις για να γραφούν και λόγια θεατρικά έργα, τα οποία εξελίχθηκαν στο Νεοελληνικό Θέατρο, συντελούντος και του Γρηγόριου Ξενόπουλου, γνώστη της ζακυνθινής θεατρικής παράδοσης φυσικά, που προσέδωσε στο θεατρικό έργο τα στοιχεία του σύγχρονου της εποχής του ευρωπαϊκού, διαμορφώνοντας το Σύγχρονο Νεοελληνικό Θέατρο. Πρώτος ο Δημήτριος Γουζέλης έγραψε την κωμωδία «Ο Χάσης» (1795), που θεωρείται το πρώτο έργο του ελληνικού δραματολογίου, που για κάποια χρόνια παρουσιαζόταν στην Ζάκυνθο ως «Ομιλία» μέχρι που εκδόθηκε το 1851 και που μπορεί να θεωρηθεί ως αμάλγαμα δυο ή τριών «Ομιλιών». Κι αργότερα (1829-1830) ο Αντώνιος Μάτεσις θα γράψει το «Βασιλικό», που αποτελεί έργο σταθμό για τη νεοελληνική γραμμένο στη γλώσσα της επτανησιακής λογοτεχνικής παράδοσης, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον κύκλο του Δ. Σολωμού, στον οποίο άλλωστε ανήκε και ο συγγραφέας .
Η παράδοση της «Ομιλίας» συνεχίστηκε στον 20ο αι. κυρίως ως επανάληψη στις Απόκριες των κλασικών «Ομιλιών» με προσθήκη κάποιων επιπλέον σατιρικών πολιτικών στοιχείων. Άλλωστε από το Μεσοπόλεμο και μετά οι εποχές ήταν δύσκολες για πολιτική σάτιρα μέσα σε δικτατορίες, Εμφύλιο και μετεμφυλιακά χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια δραστηριότητα συγγραφής και παράστασης νέων «Ομιλιών», άλλοτε επιτυχής κι άλλοτε όχι. Το τελευταίο κυρίως όχι λόγω κακών προθέσεων, αλλά λόγω άγνοιας της ιστορίας αυτού του ιδιότυπου θεατρικού είδους, τόσο από πλευράς των συγγραφέων, όσο και των επί του πολιτισμού ταγών της Ζακύνθου.
Και στις δύο παραστάσεις η προσέλευση θεατών ήταν ενθουσιώδης, τα καθίσματα των όχι και τόσο μικρών θεάτρων δεν επαρκούσαν, τόσο που χρειάστηκε οι θεατές να καθίσουν στα σκαλοπάτια, αλλά και κατάχαμα επί σκηνής, ακόμη και να κρεμαστούν στα ικριώματα των σκηνικών! Αυτό βέβαια, προσέδωσε ακόμη περισσότερο παραδοσιακό χαρακτήρα στην παράσταση, αφού στις «Ομιλίες» το κοινό βρισκόταν γύρω-γύρω από τους ηθοποιούς και πολύ κοντά τους. Πολλοί δεν κατάφεραν να μπουν καν.
Ακόμη πιο ενθουσιώδης ήταν η αποχώρηση των θεατών. Δεν υπήρξε κανένας που να μη έχει διασκεδάσει, να μη χαρεί, να μη γελάσει, να μην ενθουσιασθεί! Η «Ομιλία» των οκτώ κοριτσιών είχε επιτελέσει απόλυτα το σκοπό της.
Ποια ήταν αυτά τα κορίτσια και τι ρόλο έπαιζαν;
Νόνα: Βεατρίκη Καπνίση
Εγγόνα: Άννα Κεφαλληνού
Μάνα-Ψάλτης: Αγγελική Αγαλιανού
Εφοπλιστής: Γιάννα Γκούσκου
Ντοτόρος-Πατέρας: Ζωή Μουζάκη
Μαμή-Δημαρχέσσα: Μαρία Κακολύρη
Παπάς-Δημαρχόπουλο: Ελευθερία Χούσου
Ποιητής: Χαρά Κάνδηλα
Από τη διανομή υποπτεύεται κανείς και το σενάριο, έργο των της Αγγελικής Αγαλιανού και της Βεατρίκης Καπνίση.
Ήταν μία καταλυτική, εύστοχη και δηκτική σάτιρα προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων της σημερινής Ζακύνθου με τον τρόπο της παλιάς καλής «Ομιλίας». Τα κίτρινα καράβια μας, Νομάρχες ουρολόγοι, τυφλοί με ψηφοθηρική βούλα, ιερωμένοι με πολυτελή γούστα, Δήμαρχοι, δημαρχέσσες και δημαρχόπουλα, βασιλικοί και πρώην επαναστάτες , η πλατεία που έγινε αερολιμένας και κυρίως νοοτροπίες και ανηθικότητες παρήλαυναν —όλα παρμένα μέσα από την Ζάκυνθο— μπροστά από το θεατή, χωρίς να κατονομάζουν, αλλά και χωρίς να αφήνουν περιθώρια να μην καταλάβει το κοινό το πρόσωπο στο οποίο γινόταν η αναφορά!
Το βασικό θέμα/πρόφαση για να ειπωθούν όσα έπρεπε, ήταν η κόρη που της έφερναν γαμπρούς οι προξενητάδες —τους σύγχρονους κορυφαίους της Ζακύνθου— αλλά εκείνη τους απέρριπτε γιατί είχε το αμόρε τση. Καμβάς που μοιάζει σαν αναφορά στην «Ομιλία» /θεατρικό έργο Κυρά Λιά, του Σαβόγια Ρούσμελη, όπου η μεσίτρα που θέλει να πείσει την κόρη να δεχτεί το νέο, που αποτελεί επίσης κλασική σκηνή της κρητικής κωμωδίας, αλλά και της ευρωπαϊκής Commedia dell’arte ή της εξέλιξής της, τις κωμωδίες του Γκολντόνι.
Υπάρχουν όμως στο έργο και άλλα κλασικά ζακυνθινά κωμικά στερεότυπα όπως εκείνο της «Κωμωδία των ψευτογιατρών» (1745), που είναι μια ανελέητη σάτιρα της ευπιστίας και της κουταμάρας της κοινωνίας της Ζακύνθου, που γίνεται εύκολο θύμα τεσσάρων κομπογιαννιτών γιατρών, στην προκειμένη περίπτωση σύγχρονων κομπογιαννιτών της Πολιτικής.
Όμως τα παραδοσιακά στερεότυπα δεν σταματούν στα θεματολογικά, αλλά επεκτείνονται και στα φρασεολογικά. Αρκετές είναι οι «τιμής ένεκεν» αναφορές των δύο συγγραφέων σε άλλα ζακυνθινά θεατρικά κείμενα. Στο όνομα Ζέππος ας πούμε του Ξενόπουλου. Ή στην περίφημη φράση (παλιά ζακυνθινή παροιμία) του Δημητρίου Γουζέλη στον Χάση: «Μουνιά, μουνιά έχουν ριζικό/ μουνιά μουνιά έχουν μοίρα», που στο έργο με φεμινιστική διάθεση σε αναφορά με τις τρεις γενιές γυναικών του έργου γίνεται «τριών μουνιώνε μοίρα». Κάπου εκεί στηρίζεται και το τίτλος του έργου.
Η αναφορά στον Σαβόγια Ρούσμελη και το έργο του δεν είναι τυχαία. Τα έργα του γράφτηκαν στην περίοδο του Διαφωτισµού, στα τέλη του οποίου τα Επτάνησα έγιναν Γαλλικά από Βενετσιάνικα, με καθοριστικές κοινωνικές μεταβολές από τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά και αλλαγές στην κοινωνική νοοτροπία. Με τα μεταξύ «Ομιλίας» και έντεχνου Θεάτρου έργα του Ρούσμελη το ζακυνθινό θέατρο αποκτά έναν πιο «πολιτικό» χαρακτήρα, καταγγέλλοντας την κατάχρηση εξουσίας από πλευράς των Ευγενών, τη θέση της γυναίκας, την οικονοµική κατάσταση του λαού, την αργυρώνητη απονοµή της δικαιοσύνης, τις καταχρήσεις των διοικούντων. Κάτι σαν και σήμερα δηλαδή.
Κι αυτό επειδή ίδιους με τον Ρούσμελη σκοπούς έχουν και τα οκτώ κορίτσια της παράστασης: Την κοινωνική καταγγελία μέσα από την καταλυτική δυναμική της σάτιρας, επικεντρώνοντας στη θέση της γυναίκας. Για αυτό και η επιλογή της εναρκτήριας παράστασης την Ημέρα της Γυναίκας. Εξ ου και κατέλυσαν έναν προαιώνιο αποκλεισμό της γυναίκας —που προέκυψε από νοοτροπίες άλλων εποχών σχετικά με τη θέση της γυναίκας— και εκεί που η «Ομιλία» παιζόταν μέχρι τώρα αποκλειστικά από άντρες, την ανέβασαν αποκλειστικά με γυναίκες. Έναν διαφωτισμό κι αυτές επεδίωξαν.
Δεν ξέρω πόσο μπόρεσα να κάνω αντιληπτό πιο πάνω ότι τα κορίτσια αυτά ήξεραν σαφώς τι έκαναν, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν είχαν ένστικτο και ταλέντο παράλληλα.
Πρόκειται για γυναίκες που ακόμη σπουδάζουν. Και σπουδάζουν ένα σωρό πράγματα οι κάθε μία. Η μια από τις συγγραφείς κ. Βεατρίκη Καπνίση, για παράδειγμα, έχει δίπλωμα κλασικού χορού και είναι και φοιτήτρια στους πολιτικούς μηχανικούς του Ε.Μ.Π. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με όλες τις υπόλοιπες.
Δεν ξέρω αν θα συνεχίσουν στο χώρο του θεάτρου. Το έκαναν για τι κέφι τους ως καλές ζακυνθινές, «για ξεφάντωσιν των φίλων», όπως έγραφαν οι παλιοί ζακυνθινοί στους προλόγους των θεατρικών τους, αλλά πολλές καριέρες έχουν ξεκινήσει έτσι. Θα είναι κρίμα αν χαθούν σε άλλα, αν και με ό,τι κι αν ασχοληθούν θα διαπρέψουν. Κυρίως όμως θα επιβάλλουν την υγιή νοοτροπία της γενιάς τους , ότι στη ζωή η γνώση προηγείται, ότι ο κομματισμός είναι για τα πανηγύρια, ότι ο αγώνας για μια καλύτερη κοινωνία περνά και μέσα από την τέχνη, ότι η παράδοση της Ζακύνθου έχει δύναμη και αποτελεσματικότητα και ότι η δημιουργία είναι και ανάγκη και διασκέδαση.
Το «πατείς με-πατώ σε» κοινό, που αντίκρισαν, όνειρο κάθε φτασμένου ηθοποιού, ήταν κατά ογδόντα τοις εκατό νέοι άνθρωποι, πολύ νέοι. Κι αυτό το γεγονός ήταν το πιο ευφρόσυνο όλου του εγχειρήματος.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΒΙΤΣΟΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΕΛΕΝΗ ΤΟΥΡΚΑΚΗ
Προσθήκη σχολίου