Οι σειρήνες που ήχησαν εκείνη την αποφράδα μέρα της 28ης του Οκτώβρη του 1940, με βρήκαν 10 μηνών μωρό κι αβάφτιστο. Οι εντολές από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Χρυσόστομο, ρητές και ξεκάθαρες: “Έχουμε πόλεμο, βαφτίστε τα αβάφτιστα”. Μες στην αναμπουμπούλα και τον πανικό που δημιουργήθηκε, έτρεχαν όλοι να βρουν παπά να βρουν κουμπάρο και τα απολύτως αναγκαία για την επείγουσα βάφτιση.
Στο χωριό μας, θα έπρεπε να είμαστε πολλά αβάφτιστα τότε γιατί έπεσε πολλή δουλειά… Πόσοι νουνοί και παπάδες να βρεθούν μέσα σ’ ένα χωριό έτσι στα γρήγορα και πόσες κολυμπήθρες; Απ’ ό,τι μου είπαν μεγαλώνοντας, μια και σαν όλα τα μωρά δεν μπορούσα να θυμηθώ τα βαφτίσια μου, κάποια από εμάς της εποχής εκείνης, είμαστε αεροβαφτισμένα κι άλλα κατσαρολοβαφτισμένα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκα κι εγώ. Ο «τίτλος» με ακολουθούσε για πολλά χρόνια. Νουνός μου ο αείμνηστος παπά Κουμπούρας, ο οποίος προσφέρθηκε να γίνει ανάδοχος σε πολλά από εμάς!
Δεν ξέρω φυσικά, πόσα από εμάς επιβιώσαμε όχι μόνο του πολέμου, αλλά κυρίως της φοβερής πείνας που ακολούθησε, αλλά προφανώς εγώ ήμουν από τα τυχερά αβάφτιστα, αφού κατόρθωσα να φτάσω στην ώριμη σημερινή ηλικία και να απολαύσω, παιδιά και εγγόνια!!! Όμως, η μικρή μου αδελφούλα, η Αντριάνα, που γεννήθηκε λίγο μετά από μένα, δεν τα κατάφερε. Δυστυχώς, λόγω κακουχιών όταν γεννήθηκε, η Μάνα προσβλήθηκε από επιλόχειο πυρετό και για μήνες βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου… Δύσκολα χρόνια… Φόβος, πείνα και δυστυχία παντού… Ποιον να πρωτοκοιτάξεις; Τη μάνα, που κειτόταν ανήμπορη και πολύ άρρωστη, την κατά ενάμισι χρόνο μεγαλύτερη αδελφή μου, εμένα ή το μωρό; Η μακαρίτισσα η Νόνα μου και οι θείες προσπαθούσαν να το κρατήσουν στη ζωή με χαμομήλια και αλιφασκιές… Τo έβαζε στο βυζί η Μάνα, που σπάραζε η καρδιά της να το ακούει να κλαίει γοερά από την πείνα, αλλά τι να βυζάξει από μια τόσο άρρωστη, σκελετωμένη γυναίκα που κι εκείνη υπέφερε από την ίδια πείνα; Με το ένα χέρι αγκάλιαζε εκείνο και με το άλλο την αδελφή μου κι εμένα και έκλαιγε από απελπισία, απόγνωση, οργή…
Το μωρό μας έκλαιγε μέρα-νύχτα. Ακούγοντας το, λουφάζαμε εμείς και δεν βγάζαμε άχνα για τη δική μας πείνα. Σφίγγαμε το στομάχι αμίλητες. Μπορεί να είμαστε μόνο τριών και ούτε πέντε χρονών, μα σε τέτοιες περιστάσεις ωριμάζεις αφάνταστα γρήγορα. Ο αείμνηστος παπάκης μου έκανε τα πάντα για να εξοικονομήσει μια μπουκιά ψωμί, μια χούφτα σταφίδες και να τα μοιράζει από λίγο στην αδελφή μου και σε μένα για να μην πεθάνουμε. Στο μωρό μας, όμως, τι να έδινε; Όσο περνούσαν οι μέρες όλο και πιο αδύναμο ακουγόταν το κλάμα της μικρής Αντριάνας…, μέχρι που σταμάτησε τελείως… “Λυτρώθηκε” είπαν όλοι… Πού να περισσέψουν δάκρυα κάτω από τέτοιες συνθήκες για ένα μωρό λίγων εβδομάδων που έφυγε, όταν καθημερινά πέθαιναν στους δρόμους οι άνθρωποι με τα στομάχια πρησμένα από την ασιτία; Καθένας έκλαιγε τον άνθρωπο του, έκλαιγε τον εαυτό του, σκεπτόμενος πως εκείνος θα είναι ο επόμενος που θα βρουν την άλλη, την παράλλη μέρα τουμπανιασμένο στο δρόμο…
Δεν πρέπει να ήμουν καλά-καλά τριών χρονών κι όμως αυτές είναι θύμησες αυθεντικές… Θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, το μικρό της φέρετρο πάνω στο τραπέζι στο “πόρτεγο” στο σπίτι μας στο Μπανάτο, δίπλα από την εκκλησία… Για δεκαετίες ολόκληρες δεν μίλησα ποτέ γι’ αυτό. Μ’ έπνιγαν η ντροπή κι οι ενοχές που επέζησα εγώ κι όχι η μικρή Αντριάνα, με πονούσε αφάνταστα όσο μεγάλωνα ότι το μωρό μας πέθανε από την πείνα. Ποτέ δε βρήκα τη δύναμη να το συζητήσω με κανέναν, πολύ περισσότερο με τους γονείς μου. Ίσως ένιωθαν κι εκείνοι όπως εγώ και δεν ήθελα να τους πικραίνω. Σε κάποιο ταξίδι επιστροφής, δεν ξέρω πώς, αναφέραμε κουβέντα με μια ξαδέλφη μου για κείνα τα χρόνια. Τότε μίλησα για τη μικρή Αντριάνα… Δεν μπορούσε να δεχτεί πως ήταν δικές μου αναμνήσεις. Νόμιζε ότι απλά κάποτε θα άκουσα γι’ αυτό το γεγονός κι ότι οι λεπτομέρειες που της ανάφερα ήταν αποκύημα της φαντασίας μου. Όμως, υπήρχε ακόμα θεία αγαπημένη, που θυμόταν, που έζησε από πρώτο χέρι και όταν με άκουσε να της περιγράφω ακόμα και τα γεγονότα εκείνης της μέρας, που γνώριζε πως κανείς ποτέ δεν μου είπε, απόρησε αλλά επιβεβαίωσε ότι όντως έτσι είχαν γίνει όλα…
Πέρασαν τα χρόνια, έληξε ο Πόλεμος και η Κατοχή, μαζί και η Πείνα. Ήλθαν καλύτερες μέρες για όλους μας. Πλούσια τα ελέη Σου… Το σύνδρομο της Κατοχής όμως δεν έχει αφήσει πολλούς της γενιάς μου… Όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου και μετά τα εγγόνια μου, η πρώτη μου ενδόμυχη ευχή ήταν να μην γνωρίσουν ποτέ πείνα…
Ίσως, αυτός να είναι και ο λόγος, που όταν έφτιαξαν τα πράγματα ο αείμνηστος παπάκης μου με κακόμαθε σε αφάνταστο βαθμό. Καμιά φορά φώναζε η παπαδιά “Μην την κακομαθαίνεις, δεν ξέρεις τι τής επιφυλάσσει η ζωή” κι εκείνος της απαντούσε, “Γυναίκα, μού έλεγε πεινάω η Σούλα μου και μου σπάραζε την ψυχή, γιατί δεν είχα τίποτα να της δώσω… Τώρα που -δόξα τω Θεώ- έχω, άσε να φάει ό,τι θέλει…, δεν πειράζει…”
Ίσως, αυτός είναι ο λόγος, που ακόμα και τώρα, όταν μαζευόμαστε παιδιά κι εγγόνια κάθε Κυριακή συνήθως, το τραπέζι είναι γεμάτο από όλα τα καλά. Και δεν μαγειρεύω ποτέ ένα ή δύο μόνο φαγητά. Τα παιδιά μου με πειράζουν: “Μάνα, το Λόχο θα ταΐσεις; Ποιος θα τα φάει όλα αυτά”;
Ίσως, ίσως, προσπαθώ να ταΐσω τη μικρή Αντριάνα… Να γεμίσει το στομαχάκι της, να μην κλαίει πια… Όχι γιατί δεν έχει αντοχή να κλάψει άλλο, αλλά γιατί είναι χορτάτη και χαμογελαστή, σαν όλα τα καλοταϊσμένα μωρά…
ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ: “Έχουμε πόλεμο, βαφτίστε τα αβάφτιστα”
από το βιβλίο της “ΓΝΕΦΟΛΟΓΗΜΑΤΑ”, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
[Κάτω φωτογραφία: Οι τότε Δήμαρχος Ζακυνθίων Λουκάς Καρρέρ και μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος Α’, που με κίνδυνο της ζωής τους διέσωσαν μαζί με τον ζακυνθινό λαό τους Εβραίους της Ζακύνθου από τα στρατόπεδα των Ναζί, κάτι που οι απανταχού Εβραίοι δεν λησμόνησαν ποτέ.]
My mother was living in Athens during the war and she has told me a lot of stories about people of all ages dying or dropping on the street from hunger. Garbage trucks would come and pick all the dead bodies to bury them all together in big holes dug on the ground. War doesn’t recognize wealth from poverty. People in Athens suffered the most. People in small towns or villages not as much. I passed these stories to my two grown up sons. Those stories impressed me so much that to this day I don’t throw food away. And yes we have a lot more of everything nowadays but no one knows when we can loose it all including our families!
Τα παιδακια στην Αφρικη πεινουν και μερικες ασχετες δειχνουν το υπερβαρο πιρουνι των παιδιων τους. Η κ. Σπυριτσενα σταματησε να γεμιζει το Κυριακατικο τραπεζι με παμπολα εδεσματα και εστειλε τα τροφιμα στο καλαθι της εκκλησιας για τα απορα. ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΞΗΠΝΑ! ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΓΕΜΑΤΟ ΣΤΟΜΑΧΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΣ ΕΝΗΛΙΚΟΣ ΠΟΥ ΟΔΕΥΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΩΡΟ ΘΑΝΑΤΟ.