Διαβάζοντας τα νανουρίσματα (Μαριας Ρουκανά- Αμπελά “Στη Βενετιά τα ρούχα σου, Ζακυνθινά Νανουρίσματα, Εκδόσεις Περίπλους) είναι σα να ντύνεις με λόγια τους πίνακες του Γύζη, του Ιακωβίδη και του Διαμαντή με τα τροφαντά παιδάκια και τις γλυκές μανούλες που γέρνουν πάνω τους γαλήνιες κι ευτυχισμένες. Και καθώς παρασύρεσαι στην Πόλη και τη Βενετιά, στα προικιά και τα διαμαντικά που περιμένουν τις μητρικές ευχές, τυλίγεσαι στην ατμόσφαιρα της συγγραφέως και πετραδάκι πετραδάκι χτίζεις την εικόνα εκείνου του καιρού με τη σερμενίτσα και τα φυλαχτά τα κρεμασμένα απ’ το ξερόχορτο.
Τότε η ελληνική οικογένεια ήταν μια πλήρης οικονομική μονάδα, δηλαδή μια μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης, που εκτεινόταν οριζοντίως. Πολλά παιδιά απ’ όλες τις ηλικίες, πολλοί άνθρωποι που ζούσαν κάτω απ’ την ίδια στέγη και όλοι κάπου χρησίμευαν, και η γιαγιά με τα αθριτικά και ο παππούς που δεν καλοέβλεπε, ακόμα και ο άσωτος θείος που δεν αποφάσιζε να νοικοκυρευτεί. Το παιδί σ’ εκείνη την οικογένεια εντασσόταν ως βοηθητικό μέλος στην ομάδα κι όχι ως αυτοκράτορας, πράγμα που το βοηθούσε να μαθαίνει με το φυσικό τρόπο της μίμησης και της παρατήρησης, να εμπιστεύεται το σώμα του και τον εαυτό του.
Η μεταγενέστερη γενιά τώρα, τα παιδιά της πολυκατοικίας, όπως μας είπαν, που μεγαλώσαμε μέσα στα ερμητικά κλειστά διαμερίσματα με τα μικροαστικά ήθη της αστυφιλίας, ή αλλιώς, μιας άναρχα αναπτυσσόμενης κοινωνίας, στερηθήκαμε τη χαρά της ελεύθερης έκφρασης και εκπαιδευτήκαμε με ιδανικά πρότυπα συμπεριφοράς στα οποία προσπαθήσαμε να μοιάσουμε.
Η μάνα της γενιάς μας κατασκεύασε το ιδανικό πρότυπο μητέρας, αντιγραφή αμερικάνικης καρτποστάλ ευτυχίας με το τρυφερό χαμόγελο της Ντόρις Ντέι στη θαλπωρή της μπερζέρας, το τζάκι να καίει και τη χαρά των παιδιών να την υπερπληρώνει σαν κύμα του Ειρηνικού. Και προσπαθώντας να ανταποκριθεί σ’ αυτό το τέλειο πρότυπο, αισθανόταν συνεχώς ανεπαρκής φορτώνοντας το άγχος αυτής της υστέρησης, πού αλλού; στο παιδί της.
Στη δεκαετία του ‘80 αυτό επιδεινώθηκε. Πρώτα πρώτα η οριζόντια ανάπτυξη της οικογένειας άλλαξε κατεύθυνση, εκτάθηκε κάθετα, αφού με την αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής επιβιώνουν στην οικογένεια καμιά φορά και τέσσερις γενιές. Τι να το κάνεις. Η μεγάλη γιαγιά βρίσκεται ξεχασμένη στο γηροκομείο για να θυμάται πόσο έχει καθυστερήσει να φύγει ενώ η νεοφώτιστη είναι αποκλεισμένη από τη ζωή του ζευγαριού για να κρατούνται οι ισορροπίες, που θα πει: επισκέψεις κατόπιν ραντεβού, εντός αυστηρού ωραρίου, κάθε Κυριακή προ φαγητού, μ’ άδειο στομάχι.
Αφήνω που η οικογένεια προ κρίσης δεν τη χρειαζόταν, αφού μπορούσε να πληρώνει μια Ραμόνα (γιατί η Ραμόνα αντικατέστησε την Παγώνα του ’60). Γι αυτό άλλωστε δούλευαν και οι δυο γονείς σε μαμούθ ωράρια, για να μη λείψει τίποτα στα παιδιά τους, να πάνε στο καλύτερο σχολείο, σε αθλητικό campus το καλοκαίρι, κι αν μείνει χρόνος για κανένα υπερεντατικό στη γλώσσα, κέρδος θα είναι. Κι από παιχνίδι; Ασφαλώς! στην παιδική χαρά του αέρα, με προκάτ κέφι δωματίου και ειδικό ανιματέρ για να μη βομβαρδίσουν το σπίτι και μας πάρουν και το κεφάλι. Ή το καλύτερο. Σε αθλητικό κέντρο τα αγόρια, στη μπάρα του μπαλέτου τα κορίτσια για να μην ξεχνάμε και «το τερπνόν μετά του ωφελίμου».
Μετά την κρίση το πράγμα έγινε ασφυκτικό. Η μάνα, αν δεν κυνηγάει την καριέρα της, παλεύει να υπάρχει στο οργανόγραμμα της εταιρείας ή έστω να κρατήσει τη δουλειά της και εξαντλείται στα ίδια διογκωμένα ωράρια αλλά με μικρότερες αποδοχές, ωράρια που παρατείνονται επιστρέφοντας στο σπίτι από τις οικιακές ευθύνες.
Οπότε; Οπότε εγώ προσπαθώ να φανταστώ αυτή τη μάνα στο κατά τα άλλα χαλαρωτικό μισόφως του μωρουδιακού δωματίου να πετάει τα ψηλοτάκουνά της και τους υπερεντατικούς ρυθμούς της και να νανουρίζει ή να ταχταρίζει το μωρό της.
Είμαι κάπου εκεί και στήνω αυτί να ακούσω τον πρώτο τους διάλογο, τους στίχους που της έρχονται με φυσικότητα στα χείλη, τα μωρουδιακά γουργουρίσματα που της απαντούν. Άλλα περιμένω όμως να δω και άλλα βλέπω. Αντί για τη χημεία του πρώτου ανθρώπινου διαλόγου, τη βλέπω πάνω απ’ την κούνια του μωρού της εξαντλημένη να καταπίνει αμάσητο κινίνο, αλλιώς, να πατάει το πλήκτρο του ηχογραφημένου νανουρίσματος ή του παραμυθιού. Πολλοί έχουν επέμβει στη σημερινή ασυμβατότητα του μητρικού ένστικτου της. Πρώτα πρώτα τα επιστημονικά αποφθέγματα του τύπου «όχι πολλές αγκαλιές για να μην κακομάθει το μωρό», που θα πει πως αν θα απολαμβάνει την ευχαρίστηση του αγγίγματος, δε θα θέλει να την αποχωριστεί, πράγμα ολέθριο για το ωρολόγιό του πρόγραμμα. Έπειτα, η ασφυκτική οργάνωση του χρόνου του παιδιού με χρησιμοθηρία και κατευθυνόμενο παιχνίδι στο εμπορευματικό μοτίβο της αγοράς, που είναι: σκοπιμότητα, ταχύτητα, κέρδος. Στην ίδια λογική εντάσσεται και η υπερπροστασία των παιδιών, αυτή η καλοπροαίρετη κακοποίησή τους από τους γονείς, μια πρώτη γεύση της οποίας πήραμε ως παιδιά από τους δικούς μας γονείς, όταν η ταπεινή αγροτική οικογένεια μεγαλοπιάστηκε με την αστυφιλία και γεννήθηκε η καρικατούρα του μικροαστού με τις τυχάρπαστες συγκεχυμένες και αγοραίες αρχές.
Είναι βέβαιο ότι τα σημερινά παιδιά μεγαλώνουν χωρίς τα στοιχειώδη διδάγματα επιβίωσης. Μπορεί να έχουν πλείστες δεξιότητες (ακαδημαϊκές κ.α) αλλά δεν είναι περπατημένα. Είναι καταδικασμένα να ζουν κάτω από μια οργουελική γονική επίβλεψη που κρύβει μια άτολμη γονεϊκότητα. Διότι ναι, το σκέιτμπορντ είναι ταξίδι πάνω στη σανίδα που εγγυάται ένα σωρό κινδύνους (κνήμες, περόνες, σπονδύλους, δόντια) αλλά εγγυάται και γνώση ζωής.
Αν προσθέσουμε τώρα τα αντιφατικά φεμινιστικά μηνύματα δια μέσου των οποίων πέρασε και περνά η γυναίκα, δηλαδή, τα περί κατασκευασμένου μητρικού ενστίκτου, κοινωνικής χειραγώγησης μέσα από τη μητρότητα κλπ., έχουμε ένα θηλυκό που στην ωραιότερη φάση της ζωής του συνθλίβεται. Η αφρικανή μάνα με το λίκνο στη ράχη ως πρότυπο προστατευτικότητας και ανιδιοτέλειας στοιχειώνει τις ενοχές της, ενοχές πάνω στις οποίες χαιρέκακα υπερθεματίζουν οι απανταχού ψυχογνώστες όταν αποφαίνονται για τα παιδικά τραύματα που προκαλούν αδιάφορες μητέρες στιγματίζοντας έτσι εν δυνάμει μελλοντικούς θύτες. Και ως σολωμόντεια λύση προτείνουν τον ποιοτικό χρόνο, σούπερ κλισέ των καιρών μας, που κλείνει το μάτι στο μέγα στερεότυπο «κέρδος χρόνου».
Τι έγινε λοιπόν το αξιακό οπλοστάσιο της παραδοσιακής οικογένειας; Όλες οι αποχρώσεις της αγάπης μαζί και τα ξεθωριάσματά της μέσα από την καθημερινή τριβή; Όλα εξοβελίστηκαν από τη φαρέτρα της ελληνικής οικογένειας διότι προσκρούουν στον κόμπο του ατομισμού που άρχισε να εκδηλώνεται στη δεκαετία του ‘60, τότε που οι προσωπικές ανάγκες του καθενός έγιναν το ανυπέρβλητο όριό του.
Ένα όριο που όρισε και το μικρό και βραχύβιο των πυρηνικών οικογενειών, την πληθώρα των μονογονεϊκών (εγώ πότε θα γίνω μάνα; που έλεγε ένα παλιό τηλεοπτικό σλόγκαν) με επακόλουθο την υποβάθμιση του ρόλου του πατέρα από έμφυλο αναγκαίο πρότυπο στην ανάπτυξη του παιδιού σε απλό κουβαλητή. Διότι αν υπάρχουν χρήματα και μπορεί η μητέρα να μεγαλώσει μόνη της το παιδί, τι τον χρειάζεται; Αναγωγή στο χρήμα , είναι το έσχατο κεφάλαιο που έσεται πάντα πρώτο. Η αμείλικτη πραγματικότητα θα πουν κάποιοι. Κι όμως. Όπως δεν εργάζεσαι μόνο για τα χρήματα, αλλά και για να μη νιώθεις άχρηστος, εσύ, φερειπείν, και μια στρατιά συνταξιούχων πενηντάρηδων που ποτίζουν κήπους, μαζεύουν μανιτάρια ή πίνουν καφέδες προσπαθώντας να γεμίσουν το χρόνο τους, έτσι και ο πατέρας δεν παρέχει μόνο οικονομική ασφάλεια.
Το επόμενο στάδιο στη συρρίκνωση της οικογένειας είναι ο άγνωστος πατέρας που ψαρεύεις από την τράπεζα σπέρματος και δε δικαιούσαι να του προσάψεις πως σε εγκατέλειψε, γιατί ένα χαρτζιλίκι έψαχνε ο άνθρωπος ως φοιτητής, οπότε για ποιο πατέρα μιλάμε;
Όμως ό,τι έχουμε πολύτιμο: χέρια, πόδια, μάτια, το έχουμε δύο. Θα έπρεπε και τους γονείς.
Κοιτάξτε. Δεν έχω απαντήσεις. Προβληματισμό καταθέτω γιατί κάθε αλλαγή δεν είναι πρόοδος και δεν έχουμε καμιά απόδειξη πως είμαστε περισσότερο ευτυχισμένοι απ’ ότι στο παρελθόν.
ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΚΟΛΥΒΑ (Η Φραντζέσκα Κολυβά είναι συγγραφέας)
[Εικόνα: ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΗ: Νανούρισμα]
Προσθήκη σχολίου