Ο Σπύρος Γκούσκος — και πρέπει αυτό να το πούμε από την αρχή — υπήρξε ένας από τους σημαντικούς εκφραστές και ίσως ο μοναδικός Ζακυνθινός εκφραστής ενός λογοτεχνικού κλίματος που διαμορφώθηκε την περίοδο του Μεσοπολέμου και ως κύριο εκφραστή του είχε τον Κώστα Καρυωτάκη, του λεγόμενου Καρυωτακισμού. Το κλίμα αυτό περικλείει το φόβο και την απαισιοδοξία μιας γενιάς που της έλαχε να ανδρωθεί στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του Εθνικού Διχασμού ανάμεσα σε Βενιζελικούς και Βασιλικούς, της Σοβιετικής Επανάστασης, της γέννησης του φασισμού, της Μικρασιατικής Καταστροφής, που μέσα σε μία δεκαετία άλλαξαν ξαφνικά, αναπάντεχα και ραγδαία το ρυθμό του κόσμου. Παράλληλα όλες οι πατροπαράδοτες αξίες, υλικές και πνευματικές, δημόσιες και ιδιωτικές, αμφισβητήθηκαν και στη θεωρία και στην πράξη. Μιας γενιάς που θέλησε να φωνάξει «δυστυχία» με τον τρόπο που το κάνει ο Κώστας Καρυωτάκης στο παρακάτω ατιτλοφόρητο ποίημά του:
Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι
Με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι αποτιμάται ο φίλος.
Αν άλλοτε αντιφέγγιζε στο νου, στα μάτια, στ’ ότι
είναι η ζωή πια σκοτεινή κι ανέφικτη σα θρύλος,
είναι πικρία στο χείλος.
Νύχτα βαθιά. Με πνεύμα οργής έσπρωξα το κρεβάτι
Άνοιξα τις αραχνιασμένες κάμαρες. Καμία
ελπίς. Απ’ το παράθυρο, του τελευταίου διαβάτη
είδα τη σκια. Κι εφώναξα στριγκά στην ησυχία:
«Δυστυχία».
Η φρικτή λέξη με φωτιά στον ουρανό εγράφη.
Δέντρα τη δακτυλοδειχτούν, αστέρια την κοιτούνε,
επιγραφή την έχουνε τα σπίτια κι είναι τάφοι,
ακόμη θα την άκουσαν οι σκύλοι κι αλυχτούνε.
Οι άνθρωποι δεν ακούνε;
Βέβαια ο Καρυωτάκης εξέφρασε αυτό το κλίμα όχι μόνο με ελεγείες αλλά και με σάτιρες. Η ιδιοσυγκρασία του Σπύρου Γκούσκου, παρ’ ότι ήταν Ζακυνθινός, φαίνεται ότι δεν ήταν για σάτιρα. Κι εδώ είναι μια σημαντική διαφορά του από τον πρώτο διδάξαντα.
Ένας καθρέπτης της κοινωνίας της εποχής τους τα ποιήματα που κάθε ποιητή. Για το Σπύρο Γκούσκο η ανάγνωση των ποιημάτων του είναι και ένα χρέος. Χρέος να περάσει η ποίησή του και στη δική μου τη γενιά, αφού είναι γεγονός ότι από τη γενιά των γονέων μου ο Γκούσκος αγαπήθηκε πάρα πολύ κι αυτό ασφαλώς δεν είναι τυχαίο γεγονός.
Η νεότερη ποίηση δηλώνεται πιο πολύ με τη φυγή της παρά με τη χειροπιαστή παρουσία της. Γιατί η νεότερη ποίηση κατάφερε τούτο: να είναι οι στίχοι της όχι ένα αισθητικό τέρμα, μα ένα ξεκίνημα. Αλλά κι αυτή η νέα ποίηση μ’ όλες τις ιδιοτυπίες της βγαίνει μέσα από μια σειρά εξελίξεων της αισθητικής του παρελθόντος. Πιο συγκεκριμένα η νέα ποίηση, η ποίηση δηλαδή του 20ού αιώνα, προκύπτει μέσα από μερικές ή γενικότερες αρνήσεις, εκμεταλλεύσεις, αναπλάσεις, νέες ερμηνείες και τροποποιήσεις διαφόρων «ποιητικών παραδόσεων», συγκερασμένες με μερικές επαναστάσεις κατά του παρελθόντος αυτών. Μιας όμως και δεν κατάφερε να διαμορφώσει μια νέου τύπου ανοικοδόμηση του κατεστραμμένου υλικού, συγγενεύει μάλλον με το παρελθόν που γκρέμισε, παρά με το μέλλον που ονειρεύτηκε. Άλλωστε αυτό που λέμε αισθητικό προχώρημα δε γίνεται με μια άκαμπτη και ευθύγραμμη κίνηση προς τα εμπρός, μα και με πολλά επιδέξια και παραπλανητικά βήματα προς τα πίσω, που όμως φαίνονται σαν να γίνονται προς τα εμπρός.
Η υπεροχή της πνευματικής Ευρώπης είναι μια αλήθεια που αναγκάζει ακόμα και τις υψηλότερες πνευματικές μας εκδηλώσεις, ακόμα και τις πιο φανατικά και κλειστά «γηγενείς», να παίρνουν μια κάποια — έστω και έμμεση — εξάρτηση και τροφοδότηση από τα ξένα πνευματικά ρεύματα.
Επί πλέον κι αυτό ακόμα το εμπόδιο της γλώσσας συχνά γίνεται πλεονέκτημα, αφού ευνοεί περισσότερο την επίδραση και λιγότερη τη μίμηση. Λέγοντας φυσικά νέα ποίηση δεν εννοούμε καθετί που δημοσιεύεται με τα τυπικά γνωρίσματα του μοντερνισμού, μα μονάχα τα έργα εκείνων στην πρωτοβουλία των οποίων και στον υπεύθυνο προβληματισμό τους οφείλεται η ανανέωση κι ο εκσυγχρονισμός του ποιητικού μας λόγου.
Ο Σπύρος Γκούσκος γεννιέται στις 16 Ιανουαρίου 1911, στη Ζάκυνθο, . Γράφει για τη ζωή του ο Ντίνος Κονόμος:
«Τελείωσε το γυμνάσιο στη Ζάκυνθο και σπούδαξε ένα χρόνο μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Η ανήσυχη ψυχή του δεν τον άφησε να τελειώσει τις σπουδές του. Ξαναγυρίζει στη Ζάκυνθο κι ανοίγει εμπορικό μαγαζί στο Γεφύρι. Μα δεν παύει, μ’ όλες τις εμπορικές ασχολίες, να δημοσιεύει νέα τραγούδια σε εφημερίδες και περιοδικά. Αργότερα, ύστερα από διαγωνισμό που κρίθηκε ο καλύτερος, εδούλεψε σαν υπάλληλος πιστά και αφοσιωμένα στην οργάνωση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης μας. Περνώντας άμετρες δοκιμασίες και στερήσεις σ’ αυτή τη θέση εξαιτίας της καθυστέρησης του διορισμού του από το υπουργείο, αναγκάζεται να φύγει από τη Ζάκυνθο γυρεύοντας δουλειά στην Αθήνα. Εκεί βρέθηκε άστεγος κι εγκαταλειμμένος για καιρό, ζώντας το φρικτό μαρτύριο της πείνας, ώσπου κατόρθωσε στο τέλος να διοριστεί, για λίγο διάστημα, υπάλληλος στο Υπουργείο Γεωργίας».
Ο Σπύρος Γκούσκος ευτύχησε να γεννηθεί σε μια Ζάκυνθο πνευματικά ακμάζουσα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στην περίοδο που εξετάζουμε, δηλαδή από το 1850 μέχρι το 1940, στη Ζάκυνθο κυκλοφόρησαν κατά καιρούς 62 περιοδικά, τα πιο πολλά λογοτεχνικά! Αριθμός εντυπωσιακός για ένα μικρό νησί σαν τη Ζάκυνθο. Τα 37 κυκλοφόρησαν πριν τη γέννηση του ποιητή, ενώ τα υπόλοιπα 25 από τη γέννησή του μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στις αρχές του αιώνα, ξεκινά το Λαϊκό Πανεπιστήμιο κάθε Κυριακή. Ψυχή του ο Λεωνίδας Ζώης. Το Λαϊκό Πανεπιστήμιο είχε τα τμήματά του και η διδασκαλία ήταν μάλλον μια ελεύθερη συζήτηση, παρά μια από καθέδρας παράδοση. Αργότερα αρχίζουν οι λογοτεχνικές συντροφιές˙ κι ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο «Σύλλογος Φιλοπροόδων και Φιλοτέχνων» το 1938, που στεγάζεται στο σπίτι των Λαλώτη, και στον οποίο συμμετέχουν ο Ρώμας, ο Κονόμος, ο Σάρτζιντ, ο Κεφαλληνός, ο Ρουσσέας, ο Μπελούσης.
Βέβαια, δεν μπορούμε να πούμε ότι αποτέλεσαν ευνοϊκά στοιχεία για τη ζακυνθινή κοινωνία ούτε ο απόηχος του διχασμού σε Λουμπαρδιανούς και Λιουραίους, ούτε η Γαλλική Κατοχή στη Ζάκυνθο το 1916-1917, ούτε το φαινόμενο του παλληκαρισμού που κυριαρχούσε. Όμως η Ζάκυνθος, αν και δεν περνούσε πια τα χρόνια της οικονομικής νιότης της, βρίσκεται στο ζενίθ της πνευματικής δραστηριότητάς της. Οι λογοτεχνικές διαμάχες και συζητήσεις δίνουν και παίρνουν και το θέατρο φιλοξενεί τις μεγαλύτερες αρτίστες της Ευρώπης που αποθεώνονται και χρυσώνονται.
Όλη αυτή η δραστηριότητα δεν είναι ξεκομμένη από τη γενικότερη πνευματική κίνηση, ελληνική και ευρωπαϊκή. Αντίθετα μάλιστα, οι Ζακυνθινοί είναι ενημερωμένοι για την τελευταία λέξη της λογοτεχνικής παραγωγής. Οι λόγιοί της είναι πανελλήνιας και παγκόσμιας συχνά ακτινοβολίας, ο Λεωνίδας Ζώης έχει αλληλογραφία με τα μεγαλύτερα ονόματα της ευρωπαϊκής πνευματικής σκηνής και η Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου βρίσκεται πρώτη στον κατάλογο της «τιμής ένεκεν» αποστολής βιβλίων που τηρεί ο Κωστής Παλαμάς.
Να πώς ο ίδιος ο Ζώης περιγράφει την πνευματική ζωή στη Ζάκυνθο, την εποχή του Σπύρου Γκούσκου, σε συνέντευξη που έδωσε το 1939 στον Ντίνο Κονόμο:
«Μου ’ρχεται στη θύμηση ένα σχετικό τραγουδάκι της αλησμόνητης εκείνης εποχής:
Χίλιες φορές, αγάπη μου, ήρθα για να σου πω
τους πόνους και τα βάσανα από για σε απερνώ.
Όταν σε ιδώ σιμά μου, μαραίνεται η καρδιά μου,
τρέμει η φωνή στα χείλη μου, τα λόγια λησμονώ.
»Αλλά και οι ’μάντσιες’ (επεισόδια σε βάρος ενός τρίτου) δε λείπαν. Κάποτε ξεκρεμάσαμε νύχτα την πινακίδα ενός παρθεναγωγείου και την αυγή βρέθηκε κρεμασμένη σ’ ένα σπίτι ανοχής! Άλλη φορά, χτίσαμε με τούβλα την πόρτα ενός μεθυστή, που σαν ήρθε το βράδυ στο σπίτι του να κοιμηθεί ζητούσε την πόρτα του… και δεν την έβρισκε…
»Γελάμε. Ο κ. Ζώης μού μιλεί για τα φιλολογικά κέντρα της εποχής του στη Ζάκυνθο, έπειτα από μια σχετική παράκλησή μου.
»Φιλολογικά κέντρα στη Ζάκυνθο την εποχή εκείνη ήταν πολλά. Την πρώτη θέση στη σειρά είχε η λέσχη «Ζάκυνθος», όπου τα βράδια συνήθως μαζεύονται εκεί μέσα σε χωριστές παρέες οι έμποροι, οι επιστήμονες, οι διανοούμενοι γενικά και συζητούσαν για καλλιτεχνικά και πνευματικά ζητήματα, αυτού σχεδίαζαν ποιήματα, έλυναν προβλήματα κι αινίγματα. Μέσα στη λέσχη εκείνη έβλεπες τα πιο ανεπτυγμένα μυαλά, που ανάμεσά τους ξεχώριζες και μερικούς φιλοπρόοδους νέους σαν τον Νικόλα Καψοκέφαλο, τον Μαρίνο Σιγούρο, τα Μερκατόπουλα, κ.λπ. Έπειτα άλλο πνευματικό κέντρο πολυσύχναστο ήταν το μπαρμπερείο του Τσακασιάνου. Εκεί σαν σε σκουρκοφωλιά, κάθε στιγμή της μέρας σύχναζαν οι λόγιοι και οι ποιητάδες. Εκεί ο Γ. Σφήκας (ο Εύμολπος), ο Δ. Τρίκαρδος (ο Μενάλκας), ο Δ. Ηλιακόπουλος (ο Ουράνιος), ο Σπ. Δεβιάζης (ο Τίτυρος), ο Αντρέας Μαρτζώκης (ο Υάκινθος), επίθετα που τους είχε χαρίσει ο Αντωνάκης ο Τρίκαρδος (ο Ελικώνιος), όταν πήγαν να τον επισκεφτούν σε στιγμή που έπαιρνε ολόγυμνος το μπάνιο του. Εκεί μέσα κάθε στιγμή ο λυγερός χοροδιδάσκαλος Γρυπάρης, ο Τζανότης, ο Αραβαντινός, ο Ρουσιάνος, ο Τσακασιάνος, ο Αρ. Καψοκέφαλος, ο Ξενόπουλος, ο Άγγελος Καντούνης, ο Μάργαρης, ο Χρ. Χιώτης, ο Στέφανος Μαρτζώκης, ο Γιάννης Μάνεσης, ο Σαλούτσης, ο καυχησιάρης Σωκράτης Ζερβός με τις παλικαριές, με τ’ αστεία του, με τ’ ’αθάνατα’ ταμπλώ και τα μυθιστορήματά του, εκεί οι νεαροί τότες Κ. Καιροφύλας και Α. Μωρέτης. Πόσες συζητήσεις στο κουρείο του Τσακασιάνου για θέατρα, για πριμαντόνες και κοντράλτες, για έρωτες, για καρναβάλια και περιοδικά… Εκεί μέσα εγεννήθηκαν η Κορίννα, ο Ζακύνθιος ανθών, ο Ποιητικός ανθών, εκεί μέσα και η Κυψέλη του καθηγητή Ρέντζου. Άλλα πνευματικά κέντρα ήταν τα ’σπετσαρεία’ (φαρμακεία) και προ πάντων του Πελεκάση στην πλατεία του Σολωμού. Εκεί οι Πελεκάσηδες, ο γιατρός Μάργαρης (ο Λύρας), Γαήτας, Χαλικιάς, Μινώτος, εκεί ο Δεβιάζης, ο Αντρέας Μαρτζώκης, ο Αμπάτης Μοτσενίγος, εκεί ο νεαρός τότε Μαρίνος Σιγούρος που είχε κι άλλο κέντρο, το σπετσαρείο του Ρούσου, ένα κι αυτό από τα κολέγκια, όπως θεωρούσαν τότε τα σπετσαρεία του Γιαννακού, του Μαρινόπουλου, του Κούμανη, του Μυλωνά, του Ρήγα. Μέσα σ’ ένα απ’ αυτά αναστήθηκε ο Ν. Επισκοπόπουλος (ο γνωστός Σεγκύρ) κι εκεί συνεργαστήκαμε για το Ημερολόγιο που εξέδωσε στα 1890. Άλλα φιλολογικά ψυχαγωγικά κέντρα έβρισκες την εποχή εκείνη τα καφενεία του Κωνστάντσα, του Παρασκευά και του Προκόπη, που γέμιζαν από ένα πλήθος νέων και παλιών λογίων και ποιητών. Διηγόνταν της ημέρας τα μεγάλα κυνηγητά και κάποτες… έσκαε ουρανοκατέβατα ριγμένο από κάποιους ’μαντσιαδόρους’ κανένα ’καπελέτο’ ή ’φιτιτόκα’ ή και κανένας… ψόφιος γάλος κι ακολουθούσαν γέλια της παρέας, γεγονότα που τόσο ζωντανά και παραστατικά περιέγραψε ο λόγιος φίλος μου Αντρέας Αβούρης. Ο χρόνος όμως τα πήρε όλα μαζί του στο παντοτινό φευγιό του και μείναμε μονάχα ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, ο Μάτεσης, ο νεαρός τότε Κ. Καιροφύλας κι εγώ, τελευταία λείψανα της αλησμόνητης εκείνης εποχής…».
Απόδειξη της λογοτεχνικής κίνησης της Ζακύνθου αποτελεί και το γεγονός ότι πολλά βιβλία που κυκλοφορούν στην Ελλάδα και το εξωτερικό παρουσιάζονται, κρίνονται και συζητιούνται από τον τοπικό τύπο. Όπως για παράδειγμα η πρώτη ποιητική συλλογή του Γιάννη Σκαρίμπα που κυκλοφόρησε το 1936 με τίτλο «Ουλαλούμ». Τη φορά αυτή ο Σπύρος Γκούσκος είναι εκείνος που κάνει στο βιβλίο μια ευνοϊκότατη κριτική και την υπογράφει με το ψευδώνυμο που συνήθιζε: Άγγελος Βραδυνός. Όμως ο σατιρικός ποιητής Σπύρος Μαρίνος-Μισοπούλης, που ναι μεν ήταν φίλος του Γκούσκου αλλά δε συμπαθούσε καθόλου το Σκαρίμπα και τους νεοτερισμούς του, δεν μπορούσε να τη χωνέψει. Πιάνει και γράφει λοιπόν την εξής σάτιρα, συνδυάζοντας έξυπνα τις εις –ουμ λέξεις του βιβλίου του Σκαρίμπα:
Σε έναν κριτικό και ποιητή
Συ του… βραδυνού ο Άγγελος και της αυγής ο Σπύρος
Συ κριτικάρεις τα «Ουλαλούμ» των ποιητών ο ήρως:
Ω, αφερίν και μπακαλούμ
ώρα καλή «κι έχω δουλειούμ»
πάω να κάμω «χούμα» μπλουμ
μήπως με πιάσει αναγουλειούμ
από το πλοίο και το «γλαρούμ»
κι έφαγα σήμερα ραγούμ!
Ώρα «καλιούμ», ώρα καλιούμ
κι αν θα με πιάσει ρεμπελιούμ
από του πλοίου το κύμα
θα «ξεψυχήσω» στο «σεβτά»
και τα «λοιπά και τα λοιπά»
κι εσύ θα ’χεις το κρίμα!
Γιατί τα σπλάχνα μου κοιλούμ
και μου φωνάζουν «Ουλαλούμ»
τ’ άντερα μέσα μου λαλούμ!
Στα 1938, ο Σπύρος Γκούσκος είναι 27 χρονών. Να πώς κινείται το πνευματικό Τζάντε και ο ίδιος ο Γκούσκος ανάμεσά του, όπως τα θυμάται ο Κονόμος:
«Ζάκυνθος 1938. Κλείνοντας τα μάτια βλέπω τον εαυτό μου να περνάει, με βήμα γοργό, από τις κολόνες της Πλατείας Ρούγας. Έπειτα προχωρώντας ’Μέσαθες’ σταματώ για λίγο στο τυπογραφείο της εφημερίδας Ζακυνθινή Φωνή. Από κει πηγαίνω στο Γιοφύρι και σε λίγο φτάνω στο καφενείο του Φαραού Ο Χρυσούς Αλέκτωρ.
»Ήξερα το κέντρο εκείνο από παιδί, όταν μ’ έφερνε ο πατέρας μου από το πλάτωμα του Αγίου Παύλου, με την καρότσα του Τζελάπα, για να φάμε το γαλατομπούρικο, τον μπακλαβά ή τ’ άλλα γλυκίσματα του στενού του φίλου Γεράσιμου Ρουμαντζά.
»Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι τον κόκκορα, με το κόκκινο λειρί, ζωγραφισμένο σε μια ταμπέλα στρογγυλού σχήματος, που ήταν τοποθετημένη πάνω από την ανατολική πόρτα του καφενείου.
»Ύστερ’ από την οικογένεια Ρουμαντζά έγιναν ιδιοκτήτες του καφενείου οι αδελφοί Αντίοχου κι αργότερα πέρασε στη διεύθυνση του αγαπητού φίλου Διονυσίου Φαραού.
»Ας το πω αμέσως, με δύο λόγια: Ο Χρυσούς Αλέκτωρ ήταν… η αδέσποτη ’Ακαδημία’ του Τζάντε, με ισόβιο πρόεδρό της ον αείμνηστο λόγιο Διονύσιο Δάση. Ο ίδιος είχε ιδρύσει και δύο ’παραρτήματα’ της Ακαδημίας του Χρυσού Αλέκτορος. Το ένα βρισκόταν στα εντευκτήρια του Ρωμιάνικου Καζίνου και τ’ άλλο στο ουζοπωλείο του Σιγούρου ή Σιδεράκια. Όλοι οι ντόπιοι άνθρωποι των γραμμάτων και των καλών τεχνών αποτελούσαν τη συντροφιά της Ακαδημίας του Χρυσού Αλέκτορος.
»Αναφέρω μερικά ονόματα: Δημήτριος Πελεκάσης, Λεωνίδας Ζώης, Ανδρέας Αβούρης, Διονύσης Ρώμας, Ανδρέας Βιαγκίνης, Χρίστος Ρουσέας, Γιάννης Τσιλιμίγκρας, Ανδρέας Ζώντος, Διονύσιος Δάσης, Σπύρος Μαρίνος ή Μισοπούλης, Σπύρος Γκούσκος, Νίκος Γρυπάρης, Χαράλαμπος Γουσέτης, Παναγιώτης Βλαχόπουλος, Βασίλης Μαλαφούρης, κ.λπ.
»Εκείνο τον καιρό… συμπλήρωνα τη γυμνασιακή μου μόρφωση με το ’γανιό’, που έκανα συστηματικά, για ν’ ακούω τη ’διδασκαλία’ του Δάση! Ο τελευταίος μ’ είχε κολλήσει (ευτυχώς για λίγο διάστημα) με την αρχαΐζουσα και καθαρεύουσά του.
»Σε μια γωνιά του καφενείου βρισκόταν ένα ραδιόφωνο, που μας είχε χωρίσει σε δύο αντίμαχα στρατόπεδα: Στους φίλους της κλασικής και της μοντέρνας μουσικής. Ο καθένας ήθελε το δικό του κομμάτι από το γύρισμα του κουμπιού.
»Οι ’συνεδριάσεις’ γινόντουσαν γύρω από τα εσωτερικά ή εξωτερικά τραπέζια του καφενείου, ανάλογα με την εποχή και τον καιρό, σε χωρισμένες μεγάλες ή μικρές συντροφιές, όπου έπαιρναν μέρος και πολλοί περαστικοί. Θέματα των ατέλειωτων εκείνων συζητήσεων: Αρχαία Ελλάδα, ποίηση (ελληνική και ξένη), κοινωνική και πολιτική ιστορία της Ζακύνθου κ.λπ.
»Κλείνω ακόμα μια φορά τα μάτια κι αγναντεύω μέσα μου να γεμίζει ολόκληρος ο χώρος εκείνος, εσωτερικός κι εξωτερικός, από την παρουσία και τα ολόφωτα χαμογελαστά μάτια του ποιητή Σπύρου Γκούσκου, που ήταν ο κυριότερος αντίπαλος του Δάση στις ατέλειωτες κονταρομαχίες της ’Ακαδημίας’. Η άρτια μόρφωση του Γκούσκου, ο ασίγαστος δημιουργικός ανθρωπισμός και ορθολογισμός του, έκαναν ανέκαθεν το γερο¬-Δάση, που δεν ανεχόταν από κανέναν αντιρρήσεις σ’ όσα υποστήριζε, να στέκεται ανασκουμπωμένος και σκεφτικός απέναντι στον ήπιο τόνο των επιχειρημάτων του Γκούσκου. Ο τελευταίος διαφωνούσε, ανάμεσα σ’ άλλα, με το Δάση στο γλωσσικό ζήτημα. Έτσι, χάρη στον Γκούσκο, έγινα κι εγώ από τότες υποστηρικτής και θερμός οπαδός της απλής γλώσσας και τέτοιος έμεινα για πάντα».
Αυτά συμβαίνουν στη Ζάκυνθο, αλλά το κλίμα της ευθυμίας δεν είναι αποκλειστικότητα του νησιού. Τα ίδια συμβαίνουν και στην Αθήνα, Ενώ ο κόσμος συγκλονίζεται από πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές και τεχνολογικές προόδους, κάποιοι πεισματικά αδιαφορούν για τα πάντα, εκτός από τους καινούριους τρόπους διασκέδασης, τις εύκολες κατακτήσεις της μόδας, τους ποδόγυρους που κονταίνουν, το γραμμόφωνο που μεταφέρει στο σπίτι την ατμόσφαιρα των ευρωπαϊκών επιτυχιών, το φοξ-τροτ στις αίθουσες χορού. Υπάρχει ένας κόσμος που δεν νοιάζεται παρά μόνο για τη διασκέδασή του.
Σ’ αυτό το κλίμα δημιουργείται μια αντίρροπη δύναμη με κύριο εκφραστή τον Κώστα Καρυωτάκη, που όμως πιάνει το άλλο άκρο. Έτσι, η παραίτηση ως τα όρια του να καταντάει κανείς θεατής και του ίδιου του του εαυτού και η έσχατη στέρηση οποιασδήποτε ικανοποίησης από οποιοδήποτε ερέθισμα γίνεται από αρκετούς διανοούμενους τρόπος ζωής. Το άγχος της επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας, οι καταπιεστικές αξίες της αστικής κοινωνικής σύμβασης, η απουσία μιας πραγματικά ηρωικής διάστασης στη ζωή μοιάζουν να αίρουν τον ένα μετά τον άλλο κάθε λόγο ύπαρξης. Έτσι, πριν πατήσει τη σκανδάλη, ο Καρυωτάκης, ξαπλωμένος στον ελαιώνα της Πρέβεζας, προλαβαίνει να δημιουργήσει ένα λογοτεχνικό κλίμα, εκείνο του «καρυωτακισμού».
Στο κλίμα αυτό εντάσσεται και η ποίηση του Σπύρου Γκούσκου και σ’ αυτό τον οδήγησαν τα βιοτικά του βάσανα και η ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του.
Το κλίμα αυτό εκφράζεται καθαρά στο ποίημά του
«Ιστορία μιας σερπαντίνας»
Μια άκοπη κόλλα ροζ, που με το χνούδι της
λίγες στιγμές πρωτήτερα είχε βγάλει
μαζί με τ’ άλλα που ξεφούρνιζε «χαρτιά»
η «μηχανή της χαρτοποιίας» η μεγάλη
έπλαθε της ζωής της το γλυκόνειρο
και τα προσόντα της μετρώντας, φανταζόταν
πως κάποια μέρα, αργά —μα ίσως και γρήγορα—
κάτι… σπουδαίο κι αξίας θα γινόταν.
Ίσως —ποιος ξέρει;— κάποια εικόνα αγαπητή
που θα την γέμιζαν φιλλήματα και χάδια.
Ίσως ακόμα κι ένα γράμμα ερωτικό
που ευλαβικά θα διάβαζαν τα βράδυα…
Αλλ’ ο Μεγάλος «πρωτομάστορας» που ρύθμιζε
τις τύχες των «χαρτιών» την βρήκε φίνα
αλλά μ’ αδύναμο κορμί… πολύ φτωχή
και πρόσταξε να γίνει… σερπαντίνα!…
Μια μέρα κάποιος πλούσιος την αγόρασε
και την οδήγησε σε ένα όμορφο σαλόνι.
Φώτα παντού κι αρώματα ερωτιάρικα
και στην ψυχή της κάποια ελπίδα αναφτερώνει.
Όμως σε λίγο εκείνος την επέταξε
και στο μυαλό της σερπαντίνας δεν χωρούσε
το πως αφού προ ολίγου την αγόρασε
για ένα άλλο γούστο τώρα… την πετούσε.
Έμεινε στο κενό λίγο μετέωρη
σαν να μετρούσε του πατώματος το βάθος,
ένας ωραίος πιερότος την εκύτταξε
κι απελπισμένη… τον αγκάλιασε με πάθος.
Την πήρε αυτός, την χάρηκε, την χόρεψε
λίγες στιγμές στη σάλα τη μεγάλη
κι έπειτα την κομμάτιασε, την πέταξε, την πάτησε
κι ήρθαν κατόπιν κι άλλοι… κι άλλοι…
Και την πατούσαν, κι όλο την πατούσανε
κι απ’ το κορμί της πάνω όλο περνούσαν
άμετρα πόδια ξένων, βρόμια ακάθαρτα
π’ όλο και την μαραίναν, την κλωτσούσαν…
Κι απέθανε στη λάσπη. Το πρωί
στων σκουπιδιών το κάρρο μια κηδεία
κι ένας «παλιάτσος» που κυττούσε και χαχάνιζε
«αφ’ υψηλού» για της ζωής την τραγωδία.
Στο ίδιο κλίμα και τα επόμενα ποιήματα:
Της ταβέρνας *
Στη φτωχικιά ταβέρνα, αραξοβόλι
στους νικημένους π’ αγκαλιάζει ο χαλασμός
θα μαζευτούμε απόψε πάλι όλοι
κι ας γίνουμε στους άλλους χλευασμός.
Θα πιούμε στην ανάμνηση της νειότης
και στ’ όνειρα που μάδησαν στη γη
στη μνήμη της αγάπης μας της πρώτης
στο φως όπου προσμένουμε κι αργεί.
Θα βρούμε στο μεθύσι την αγάπη
κι ακόμα όσα μας στέρησε η ζωή
θα μας κτυπά της μοίρας το δρολάπι
και θα το νοιώθουμε ανοιξιάτικη πνοή!
Έτσι την κάθε νύχτα μας περνάμε
μα σαν κάποιος θεός να μας μισεί
ναυάγια την αυγή πάλι ξυπνάμε
για ν’ αναζήσουμε το βράδυ… στο κρασί.
* Πρωτοδημοσιεύτηκε στην ντόπια εφημερίδα «Ανατολή», αρ. φύλλου 112, Γενάρης 1932, με τίτλο Victi vitae. Η τελειωτική μορφή του ποιήματος είναι η δημοσιευόμενη ανέκδοτη.
Όπως βλέπουμε στο ίδιο κλίμα κινούνται και οι γνωστοί «Μοιραίοι» του Κώστα Βάρναλη, ο οποίος όμως αργότερα έδωσε διέξοδο στην απογοήτευσή του εντασσόμενος στην προσπάθεια για κοινωνική επανάσταση.
Βαριατσιόνα*
Γέμισε από λουλούδια η καρδιά
έτσι όπως την έφερε απ’ τη λήθη
μύρο π’ απ’ τη θύμηση αναλύθη
μες στη φεγγαρόφωτη βραδυά.
Μα ως γαλάζιοι οι εράσμιοι στοχασμοί
στα παληά ανοιχτήκαν μονοπάτια
δακρυσμένα ατόνισαν τα μάτια
και στα στήθη ερίγησαν λυγμοί!
* 13-8-1939
Παράκαιρο
Στην αισθαντική Εσέ,
που θα το νοιώσεις
Ω το τραγούδι που δεν το ’παμε,
τ’ ωραίο της νειότης μας τραγούδι
ψιθυρισμοί σε κιόσκια αγάπης
κι αφροντισιά των είκοσι χρονώ!
Έννοιες το πνίξανε πολλές
τ’ ωραίο μεθύσι πάει
κι άλλο δεν είναι πια καιρός!
Το καλοκαίρι ήτανε χτες,
χειμώνας πια βογγάει
τ’ απλό τραγούδι πότε θα σ’ το πω;
Είν’ η ψυχή μου*
Είν’ η ψυχή μου σα μια κάμαρα
που μένει χρόνια πια κλεισμένη
κανένα φως απ’ τα παράθυρα
καμιά χαρά δεν την θερμαίνει.
Σκόνη γεμίσαν όλα της τα έπιπλα
κι αράχνη κρέμασε στους τοίχους
η πικρή θλίψη, κρέπια πένθιμα
στους λυπημένους μου τους στίχους!
* «Ζακυνθινή Φωνή», 15-1-1939
Δέηση*
Κάθε φορά ανθρωπότητα π’ ως δέντρο σε θωρώ
σάπια φύλλα γεμάτο,
να τα κρατάς μικρόψυχη κι εγώ να μη μπορώ
να σ’ τα τινάξω κάτω.
Δέουμαι μια μπόρα πάνω σου να ’ρθει κι ο χαλασμός
να ρίξει τη σαπίλα.
Κι έτσι μια αυγή ανθρωπότητα γυμνή θα βγεις στο φως
τα νεια ν’ ανθίσεις φύλλα!
* Ανέκδοτο, 1939
Εκεί γύρω στα 1930 δεν μπορούσε κανείς να διαβάσει ένα ποίημα νέου που να μην του θυμίζει χίλια άλλα παρόμοια. Ένα αίσθημα πνιγμού, ένας ανυπόφορος κόρος από μάταιους στίχους, μια ανία, μια νύστα, έσφιγγαν και καταπονούσαν τις ψυχές όσων μπορούσαν να καταλάβουν, όσων αισθάνονταν πραγματικά την ανάγκη της ποίησης, όπως αισθάνεται κανείς την ανάγκη του οξυγόνου. Κι ο Σπύρος Γκούσκος έβλεπε την ποίηση σαν οξυγόνο, που προσπαθούσε να ανανεώσει. Στα 1930 το καινούριο φαίνεται να αντιπροσωπεύει ο καρυωτακισμός. Λίγα μόλις χρόνια μετά θα γίνει απ’ όλους κατανοητό ότι ο Καρυωτάκης, και ως διάθεση και ως μορφή, ήταν ένα τέλος, δεν ήταν μια αρχή, το τέλος του ελληνικού συμβολισμού. Ήδη στην ποίηση του Σπύρου Γκούσκου ο συμβολισμός είναι έντονος, ιδίως στην «Ιστορία μιας σερπαντίνας».
Η ίδια πνιγηρή ατμόσφαιρα υπάρχει και στα ερωτικά ποιήματα του Σπύρου Γκούσκου, που είναι και τα περισσότερα και από τα οποία πολλά απευθύνονται σε συγκεκριμένα γυναικεία πρόσωπα.
Δίχως τίτλο*
Πάντα γυρμένη στο παράθυρο
με τη βαθειά σε βλέπω λύπη
(για μια στοργή π’ όλοι σ’ αρνήθηκαν
για μιαν αγάπη που σου λείπει!)
Σα να κυττάς στα χάη τ’ ορίζοντα
καράβια π’ έρχονται και πάνε
όλο χαρές γεμάτα κι όνειρα
μα π’ ανοιχτά πάντα περνάνε!
Και λέω ω να μπόρεια και να σου έφερνα
χλωμή (όπως γέρνεις με τη λύπη)
μ’ ένα φιλί μου όλο τον έρωτα
και τη στοργή όλη που σου λείπει!
Μα ως σε θωρώ κι έτσι είμαι αδύναμος
την ευτυχία για να σου δώσω
λέω, της ψυχής μου θα ’σαι τ’ όραμα
που δεν μπορώ να τη σιμώσω.
*Δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1938, στα Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. φ. 217.
Προσφορά*
Τα πιο όμορφα τραγούδια μου τ’ ανείπωτα
λουλούδια στα προσφέρω Νάντια τώρα.
Κι είν’ όσα την Ασύγκριτη προσμένοντας
κρατούσε για να δώσω αντάξια δώρα.
Μέσα απ’ τους κάλυκές τους αναδίδουνε
τα πιο ακριβά τα πιο παρθένα μύρα,
όσα από την οδύνη μου αναβρίσανε
κι απ’ την κρυφήν αγάπη σου όσα πήρα.
Και κλείνουν της ψυχής μου τα πιο ατίμητα
παρθενικά που κράτησα για Σένα
χίλιες κρυφές ελπίδες, πόθους κι όνειρα
ως και τα πρώτα χρόνια τα χαμένα.
Κι έτσι σε μια βαθύτατη κατάνυξη
της άφθαστης αγάπης σου άξια δώρα
πάνω στα δυο χεράκια σου τ’ αβρότατα
τα πιο Άγια της ψυχής μου αφήνω τώρα.
* «Ζακυνθινή Φωνή», 14-2-1937
Σ’ όλη την ποίηση του Σπύρου Γκούσκου πλανάται η σκια του θανάτου και της φθοράς. Πάντα είσαι με την υποψία ότι ενδεχομένως ο ποιητής θα μετατραπεί σε αυτόχειρα. Η ιδέα της αυτοκτονίας είναι πολύ διαδεδομένη στους καρυωτακιστές ποιητές, τόσο που έφτασε κι ο ίδιος ο Καρυωτάκης να τη σατιρίσει, ο ίδιος που τελικά την υιοθέτησε… Θα πρέπει όμως να πούμε ότι ο κλαυσίγελως αυτών των ποιητών μας δεν είναι δική τους επινόηση. Προέρχεται από την Ευρώπη, από τον Βερλαίν και γενικά από την ατμόσφαιρα των καταραμένων ποιητών.
Ένα από τα καλύτερα ποιήματα του Σπύρου Γκούσκου είναι το
Μη μιλάς
Μη μιλάς! Σώπα κι άφησε τη σιωπή να πληθαίνει.
Πιο κοντά θα μας φέρουνε τα φτερά της σιωπής.
Τέτοιαν ώρα τ’ απόβραδο που τ’ αχνό φως πεθαίνει
μη μιλάς… Τι θα πεις;
Μη μιλάς! Άκου… Σώπασε κι η Κλωθώ που τυλίγει
τη ζωή στην ανέμη της. Μια στιγμή διακοπής
— σπάνια τόσο που βρίσκεται — τη χαρά έχει τη λίγη.
Μη μιλάς… Τι θα πεις;
Μη μιλάς! Καθώς γύρω μας το σκοτάδι πληθαίνει
στα μαλλιά μου τα χέρια σου — δύο πηγές της στοργής —
φέρε, ως μάνα θα τα ’φερνε στ’ ορφανό που πεθαίνει
κι ούτε λέξη μην πεις!
Όλα αυτά που αναφέραμε για τους καρυωτακιστές ποιητές δε σημαίνουν ότι οι ποιητές αυτοί δεν ήταν ειλικρινείς. Η ειλικρίνεια του Σπύρου Γκούσκου φαίνεται και από μια επιστολή του, που έστειλε στις 21 Απρίλη 1940, στον Ντίνο Κονόμο από την Αθήνα:
«Μπρος σε όλον αυτόν τον κόσμο τον σιχαμερά αμέριμνο για το δράμα της ύπαρξης βάζω τη μάσκα και τραγουδώντας τους στίχους του Μιλόζ… γίνουμε ένα με κείνους και κρυμμένος δεν τους δίνω τη χαρά της πίκρας μου. Αυτό όμως με κουράζει αφάνταστα. Για τούτο σε σένα που δεν σε φοβάμαι, βρίσκω την ευκαιρία να μιλώ δίχως υπόκριση και να φαίνουμαι δίχως μάσκα. Τι όμως απ’ όλα να σου πρωτοπώ; Πάντως πρέπει να ξέρεις πως η χαρά κι η ευδαιμονία, ακόμα —ίσως και πιο πολύ— και η ομορφιά, δεν είναι στην πραγματικότητα και στην αλήθεια, αλλά στο όνειρο και στην πλάνη… Στοχαζόμουνα πως η πλάση —εκτός από τον άνθρωπο— δεν θα ’ταν δυνατόν να γίνει πιο ωραία απ’ ό,τι είναι. Ενώ αντίθετα ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να γίνει χειρότερος…
[…] Σήμερα Μεγάλη Πέμπτη… ήρθε στο γραφείο ένας νέος διευθυντής με το διάολο μέσα του και πρώτη του δουλειά ήταν να με απολύσει γιατί, λέει, δεν είναι πολλή δουλειά και μπορεί να γίνει και μόνο με τους μόνιμους υπαλλήλους. Έτσι από την ώρα αυτή είμαι πάλι στο δρόμο και αρχίζω ξανά την αλητεία…».
Ασφαλώς η στάση του Σπύρου Γκούσκου, η στάση όλων των καρυωτακιστών ποιητών που αντιδρούν σε μια κοινωνία που θέλει να αγνοεί το ίδιο της το δράμα και αλλοτριώνεται με ανούσιες διασκεδάσεις, ενώ ο φασισμός της κτυπά την πόρτα, ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, μια στάση ηρωική.
Προς Θεού, όχι πως θέλω, ακολουθώντας την πεπατημένη όσων γράφουν για το βίο και το έργο κάποιου, να τον αναγορεύσω σε ήρωα. Άλλωστε δεν ξεχνώ τι — κατά Μπρεχτ — απάντησε ο Γαλιλαίος σ’ ένα μαθητή του, όταν είχε πια απαρνηθεί μπροστά στην Ιερά Εξέταση τη θεωρία του για το θεμελιακό φυσικό νόμου του σύμπαντος προκειμένου να σώσει τη ζωή του. Όταν λοιπόν ο μαθητής τού φωνάζει: «Αλίμονο στο τόπο που δεν έχει ήρωες!», ο Γαλιλαίος αποκρίνεται: «Όχι! Αλίμονο στον τόπο που έχει ανάγκη από ήρωες…».
Δε θα χαρακτηρίσω ασφαλώς το Σπύρο Γκούσκο μεγαλοφυή, αλλά αναμφίβολα ταλαντούχο. Τη διαφορά ανάμεσα στις δύο έννοιες τη δίνει πολύ ωραία ο Σοπενχάουερ: «Ο ταλαντούχος είναι σαν το σκοπευτή που πετυχαίνει ένα στόχο που οι άλλοι δεν μπορούν να τον πετύχουν. Ο μεγαλοφυής όμως είναι σαν το σκοπευτή που πετυχαίνει ένα στόχο που οι άλλοι δεν υποψιάζονται καν πως υπάρχει».
Δε θα ήθελα να κάνω απολύτως καμία κρίση για το έργο του ποιητή. Ένας ποιητής άλλωστε είναι και ό,τι μένει στη μνήμη όσων τον έζησαν από κοντά. Νομίζω όμως ότι, αν ο ποιητής βρισκόταν ανάμεσά μας, το μόνο που θα ’θελε θα ’ταν να μεταφερθεί στο αγαπημένο του καρυωτακικό κλίμα και από εμάς να δούμε την ποίησή του μέσα από το απαισιόδοξο πρίσμα της ποίησης των τελευταίων χρόνων του Μεσοπολέμου.
Ας του κάνουμε λοιπόν τη χάρη και ας του απαγγείλουμε τους στίχους του Κώστα Καρυωτάκη από την
Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν˙ τους απομένει
πλούτος η ρίμα, πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δοσμένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι;».
ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΥΡΟ ΓΚΟΥΣΚΟ
Ζακυνθινή φωνή, αρ. φύλλου 444, Απρίλιος 1944:
Ποτέ δεν είναι πολύ αργά, όταν κανείς εκπληρώνει κάποια ιερή του υποχρέωση. Πάνω απ’ το Μέτωπο, απ’ την πρώτη γραμμή, μέσα στους ήχους των εκπυρσοκροτήσεων και διαρρήξεων κάθε λογής βλημάτων, στέλνω δύο λόγια στην αγαπημένη μου ιδιαίτερη Πατρίδα, για το χαμό του ένδοξου παιδιού της, του γενναίου μας συμπολεμιστή Σπύρου Γκούσκου.
Όπως κάθε φιλότιμος Έλληνας, έτρεξε και ο αγαπητός Σπύρος, με ριζωμένη μέσα του την εκδίκηση κατά του ύπουλου εχθρού μας, με καρδιά γεμάτη ενθουσιασμό και αυταπάρνηση και με τη θαυμάσια εκείνη ποιητική φαντασία που τον εχαραχτήριζε και η οποία σαν να του πρόλεγε τις μελλοντικές μας μεγάλες Νίκες και Δόξες και κατατάχθηκε εκεί που ώριζε η Πατρίδα με το βαθμόν του ανθυπολοχαγού, και πρόσφερε τις σπουδαίες και ανεκτίμητες υπηρεσίες του, πάντα γελαστός και αισιόδοξος.
Στην ιστορική μάχη που έδωσε το ηρωικό Σύνταγμά μας για την κατάληψη του ωργανωμένου υψώματος 613 πριν από τη Χειμάρα και απώθησε τον τριπλάσιο σε άνδρες και εκατονταπλάσιο σε πολεμικά μηχανήματα, εχθρό μας, σ’ αυτή την τιτανομαχία (όπως αργότερα ωνομάστηκε) που έγινε από τις 15 εις τις 17 περασμένου Δεκέμβρη, ημέρες της γιορτής του μεγάλου μας Προστάτου Αγίου Διονυσίου, ο ανεκτίμητος Σπύρος, αν και με μεγάλο πυρετό, νηστικός και μουσκεμένος, δεν υπάκουσε στις συστάσεις του ηρωικού μας Ταγματάρχου κυρίου Α. Χατζησταματίου, αλλά επί κεφαλής της Διμοιρίας του, ακράτητος, ώρμησε πάνω στον πέτρινο όγκο, που σαν Μολώχ κατεβρόχθιζε τους ήρωές μας, και σαν το άγιο το χέρι του πολιούχου μας να τον προστάτευε, έφτασε, περνώντας τα πυροβολεία και τα συρματοπλέγματα, πάνω στις επάλξεις, κι αιστάνθηκε μαζύ με τους πρώτους τη χαρά της μεγάλης Νίκης.
Όταν μετά τη μάχη τον συνάντησα, το ίδιο βράδυ στις 17, και του ’σφιξα το χέρι, μου είπε «καίγομαι από πυρετό, έχω μια πείνα φοβερή, και μόνο η μεγάλη χαρά της Νίκης με κάνει να στέκωμαι στα πόδια μου, θέλω κάτι να φάω και να κοιμηθώ, ασφαλώς αύριο θα είμαι καλά». Φάγαμε λίγο ψωμί με μέλι, και στρώσαμε ιταλικές κουβέρτες, που πήραμε από τον εφοδιασμό τους, μέσα σε κάτι μάνδρες στις οποίες λίγες ώρες πρωτήτερα είχαμε πιάσει αρκετούς αιχμαλώτους, και κουρασμένοι κι εξαντλημένοι κοιμηθήκαμε με τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μας τρεις μέρες αργότερα, χωρίς στο τάγμα μας να συμπληρώση τις απώλειες που ’χε σε νεκρούς και τραυματίες, χωρίς άλλη βοήθεια, έπειτα από τρεις νύχτες δραματική πορεία με βροχές και χιόνια που δεν περιγράφονται, ελάβαμε την επαφή με τον εχθρό ακριβώς την ημέρα των Χριστουγέννων, και την επομένη, γιορτή της Υπερμάχου Στρατηγού μας, κυριεύσαμε την περιοχή και το χωρίον Βράνιστα».
Και σ’ αυτήν την επιχείρηση, ο Ηρωικός Σπύρος έδειξε χαρίσματα όμοια με τα προηγούμενα. Μετά δυο μέρες έλαβα εντολή να υποστηρίξω τη γραμμή του λόχου του με τη Διμοιρία των Πολυβόλων μου, συνεπώς μέναμε μαζύ, περάσαμε ώμορφες νύχτες, φιλολογικές μπορεί να πη κανείς, μας έλεγε ωραία τραγούδια δικά του και ξένα. Τις γιορτές τις Πρωτοχρονιάς τις περάσαμε μαζύ με τη θαυμάσια συντροφιά του Διοικητή του 5ου Λόχου υπολοχαγού κ. Βασ. Παπαϊωάννου εξαιρετικού ανθρώπου και πραγματικού παληκαριού, και διηγώμαστε εικόνες και σκηνές από τις προηγούμενες μάχες μας το ίδιο και τις γιορτές των φώτων.
Τι ατυχία! ίσως κάποιο κακό προμήνυμα να του πρόλεγε το σύντομο τέλος του, ήταν τώρα τελευταία γεμάτος λύπη και μελαγχολία. «Αισθάνομαι πως θα πάθω κάτι κακό» μου είπε κάποτε. «Χρόνια πολλά για τη γιορτή του Αρχηγού μας» του είπα• «ευχαριστώ» μου αποκρίθηκε. «Είθε ο Θεός να μας τον χαρίση, ή μάλλον να σας τον χαρίση γιατί εγώ…» τον διέκοψα απότομα και του είπα ότι έπρεπε.
Την άλλη μέρα υπηρεσιακές ανάγκες μάς χώρισαν, τις 10 του Γενάρη, το τάγμα μας αντικαταστάθηκε, το ίδιο βράδυ έμαθα πως οβίδα πυροβολικού έπεσε δίπλα του.
Αν πρέπει να κλάψετε δυστυχισμένοι γονείς και αδέλφια το χαμό του αγαπημένου σας Σπύρου, Εμείς εδώ, με καρδιές κάπως σκληρώτερες από τις δικές σας, δεν μπορέσαμε παρά να δακρύσουμε, σαν του σκάψαμε ένα πρόχειρο τάφο και γράψαμε πάνω σ’ ένα ξύλινο Σταυρό, λίγα λόγια, κι ακόμα αργότερα, όταν σ’ ένα μικρό Εκκλησάκι ακούσαμε τ’ όνομά του να μνημονεύεται μαζύ με τους άλλους ήρωές μας, που χάθηκαν για το μεγάλο σκοπό μας, μα που θα ζουν πάντα μέσα στις καρδιές εκείνων που θ’ απομείνουν απ’ αυτή την εποποιία…
Νικ. Μαρούδας
έφ. αξιωματικός
Ζακυνθινή Φωνή:
Χωρισμός
Λέει το άρρωστο σώμα στην ψυχή:
«Γιατί τόσο χαρούμενη απλώνεις τα φτερά σου
και να πετάξης θες αλλού προτού να φέξη αυγή.
Ό,τι και αν είναι στη ζωή δεν ήταν και δικά σου;
Οι πόθοι σου δεν ήτανε για μένα προσταγή.
Δεν σου θυμίζει τίποτα μια ολάκερη ζωή
που κάθε θλίψη και χαρά μοιράζαμε μαζί.
Μα. στην καινούργια σου φωλιά στον ουρανό ή στη γη
θα βρης ψυψή μου αθάνατη αγάπη πιο πολύ;
«Μπρος στην αιωνιότητα που εγώ η δυστυχησμένη
γυρνώ την πλάνη αδιάκοπα χωρίς απολαυή
μαζί σου εκάθισα θαρρώ όση ώρα παραμένει
μια πεταλούδα στον ανθό τη γλυκοχαραυγή.
Εμένα που μας θήλασαν μ’ αθάνατο νερό
σ’ ατέλειωτο με δίκασαν μαρτύριον τρομερό,
να παραδέρνω ως που να ’ρθη για μένα κάποια μέρα
που σαν κατηγορούμενη στον άγιο μου Πατέρα
θε να συρθή η άμοιρη να πάρω μια του ευχή
και αλοίμονο σε μένανε αν με καταραθή
στα πόδια του η άμοιρη μπροστά θα γονατίσω
για τα δικά σας σφάλματα να του λογοδοτήσω.
Εσείς σαν τελειώνατε το δρόμο στη ζωή
λογαριασμό δε δύνατε στη μάνα σας τη γη
αυτή πάντα σας δέχεται μ’ αγάπη και στοργή
στην αγκαλιά της που για σας αιώνια είν’ ανοικτή.
Γι’ αυτό από φθόνο φαίνομαι σαν φεύγω γελαστή
από τη ζήλια που και με δε μ’ έκαναν θνητή».
Διον. Σ. Ραυτόπουλος
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΒΙΤΣΟΣ
Προσθήκη σχολίου