Θυμάμαι, μαθητής ακόμη του Δημοτικού Φιλοθέης, μου είχε κάνει εντύπωση από τότε, που οι δάσκαλοι μας έλεγαν ότι ο εθνικός μας ποιητής ήταν αλλόγλωσσος. Ότι έγραφε δηλαδή σ’ αυτή την απλοϊκή διάλεκτο, επειδή είχε ως πρώτη γλώσσα του τα ιταλικά. Αυτή η άποψη βέβαια θα είχε ξεχαστεί, αν δεν την συναντούσα έκτοτε συχνά μέχρι και σήμερα, από ανθρώπους που θέλουν να λέγονται και «σολωμιστές».
Το μετεπαναστατικό νέο ελληνικό κράτος, μιας και απαρτίστηκε από εδάφη και πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και από πολιτικούς στην πλειοψηφία τους Φαναριώτες, είχε την τάση να θεωρεί οτιδήποτε ανατολίτικο –προερχόμενο από τα βάθη της Ασίας- ως τις «ρίζες μας» και έσπευδε να το υιοθετήσει, είτε αυτό αφορούσε τη μουσική, την κουζίνα, τον καφέ ή τον καραγκιόζη, και να διεκδικεί μέχρι και σήμερα ακόμη την «πατρότητά» του. Αντιθέτως, οι επτανησιακές μας ρίζες, ό,τι δηλαδή έχει προέλευση ή επιρροή δυτική, βενετσιάνικη φράγκικη ή ιταλική, θεωρείται ως «ξένο» ή ξενόφερτο. Έτσι συνέβη με τη μεγάλη κρητοβενετική σχολή ζωγραφικής, έτσι αγνοήθηκε ένας Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, που χρειάστηκε οι Ισπανοί να τον βαφτίσουν «ο Έλληνας», Ελ Γκρέκο, για να μας θυμίσουν την καταγωγή του. Το ίδιο συνέβη με τη μουσική, τα γράμματα, την ποίηση. Με πρωτομάστορα τον μέτριο Καλομοίρη, οι Επτανήσιοι συνθέτες Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, ο Σπύρος Σαμάρας, ο Σπύρος Ξύνδας, σβήστηκαν από το χάρτη της ελληνικής μουσικής. Ο συνθέτης του εθνικού μας ύμνου καθώς κι ο δημιουργός του ολυμπιακού ύμνου, λίγο πολύ θεωρήθηκαν ως «παραφυάδες» της ιταλικής μουσικής. Ακόμα χειρότερα στα γράμματα, την γλώσσα και την ποίηση. Ο δάσκαλος που μας «δίδασκε» ότι ο Σολωμός και ο Κάλβος ήταν δυο γραφικοί αλλόγλωσσοι Επτανήσιοι, δεν ήταν μόνος του. Οι θεωρούμενοι ως «μεγάλοι» ποιητές εκείνης της εποχής, ο Αλέξανδρος και ο Παναγιώτης Σούτσος, καθώς κι ο Αχιλλέας Παράσχος και ο Ραγκαβής, είχαν την ίδια άποψη. Εξ ου και το παρακάτω περίφημο στιχούργημα του Αλέξανδρου Σούτσου:
«Ο Κάλβος και ο Σολωμός ωδοποιοί μεγάλοι
κι οι δύο παρημέλησαν της γλώσσας μας τα κάλλη.
Ιδέαι όμως πλούσιαι φτωχά ενδεδυμέναι
δεν είναι δι’ αιώνιον ζωήν προορισμέναι».
Εδώ είναι σαφέστατη η ειρωνεία, με το ωδοποιοί με ωμέγα πέρα από τις ωδές, να παραπέμπει στους κατασκευαστές των δρόμων. Δεν είναι καθόλου τυχαίος ο στίχος. Και εξηγούμαι. Περιγράφοντας ο Νίκος Σβορώνος στην «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας» την οικονομική ανάπτυξη της αστικής τάξης της Ελλάδας, την αυγή του περασμένου αιώνα, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Το κράτος κάνει υπολογίσιμες προσπάθειες για τη βελτίωση των συγκοινωνιών. Στο υφιστάμενο οδικό δίκτυο, που δεν ξεπερνά τα 450 χιλιόμετρα, προστίθενται το 1864, τα 853 χιλιόμετρα των δρόμων στα νησιά του Ιονίου και κατασκευάζονται μεταξύ 1867 και 1909, κυρίως χάρη στην πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη, άλλα 2750 χιλιόμετρα περίπου». Ανάλογα συγκριτικά δεδομένα σε όλους τους τομείς του πολιτισμού, έκαναν κάποιους επτανήσιους διανοούμενους να ισχυρίζονται δικαίως, ότι δεν ενώθηκαν τα Επτάνησα με την Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα με τα Επτάνησα! Εκεί λοιπόν αναφερόταν και το «ωδοποιοί» του Αλέξανδρου Σούτσου.
Βέβαια η ιστορία είχε άλλη άποψη για τον Σολωμό και τον Κάλβο, και άλλους είναι που έκλεισε για πάντα στα χρονοντούλαπά της. Εξ άλλου, στους Φαναριώτες σοφολογιότατους, απαντάει ο ίδιος ο Διονύσιος Σολωμός:
«Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα. Εκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη (η γλώσσα) θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα. Και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δυό εις τον δρόμον της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω αν κανένας σοφολογιότατος κρώζει ή κανένας Τούρκος βαβίζει, διατί διά με είναι όμοιοι και οι δύο».
Και συμπληρώνω: Αν ο Σολωμός κι ο Κάλβος, ως Επτανήσιοι θεωρούνται αλλόγλωσσοι, οι Φαναριώτες, Σούτσοι, Ραγκαβήδες και Μαυροκορδάτοι τι είναι; Δεν είχαν ως επίσημη και πρώτη γλώσσα τους τα τούρκικα; Δεν είχαν μήπως επίσημα αξιώματα ως εκπρόσωποι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας; Αλλά και πιο πρόσφατα, με την ίδια λογική και ο Καβάφης, είχε επίσημη γλώσσα του τα αραβικά.
Αλλά ας επανέλθουμε στο σήμερα. Όταν ξεκίνησε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Κέρκυρας (βορειοδυτικής Ελλάδος λεγόταν τότε), θα θυμούνται κάποιοι ότι η πρώτη εκφωνήτρια εκδιώχτηκε λόγω …κερκυραϊκής προφοράς! Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην άλλη άκρη του ελληνισμού, στην Κύπρο. Τα παιδάκια, πριν πάνε σχολείο, μέχρι έξη ετών μιλάνε κυπριακά. Ξαφνικά, στην πρώτη Δημοτικού μαθαίνουν πως ό,τι έμαθαν μέχρι τώρα ήτανε λάθος, ήταν «διάλεκτος» και αρχίζουν να γράφουν μια διαφορετική γλώσσα. Τι θεωρείται λοιπόν ως γλώσσα και τι διάλεκτος; Εγώ θα το πω, κι ας βρει άλλος, άλλον ορισμό. Γλώσσα, είναι η διάλεκτος που διαθέτει στρατό και στόλο. Το ίδιο όμως ισχύει και για την ιστορία του τόπου. Ελάχιστοι γνωρίζουν την τοπική τους ιστορία –όσο αξιόλογη κι αν είναι- στην Κέρκυρα ή στην Κύπρο, γιατί κανείς δεν την διδάσκεται. Και ευτυχώς που υπάρχει η παράδοση του ερασιτέχνη ιστορικού, με την «επτανησιακή σημασία του όρου», όπως λέει για τον εαυτό του ο Νίκιας Λούντζης!
Από την άλλη, η αδιαφορία, αλλά και η αδυναμία του κεντρικού κράτους, συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός τοπικισμού, στην αρχή της ανάπτυξης ενός «επαρχιωτισμού», σε σχέση με το «αθηνοκεντρικό κράτος».
«Γεώργιος Α΄ Βασιλεύς των Ελλήνων.
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
Περί οργανώσεως της εκπαιδεύσεως κατά την Επτάνησον.
Αρθρον 1 – Καταργούνται α) Το Αρχοντείον της Παιδείας εν Επτανήσω. β) η Ιόνιος Ακαδημία. γ) το εν Κερκύρα Ιεροσπουδαστήριον, δ) το εν Κερκύρα Γυμνάσιον, ε) τα Λύκεια Κερκύρας, Παξών, Λευκάδος, Ιθάκης, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Κυθήρων».
«Κάθε λαός που αναζητά τον εαυτό του», αναφέρει ο Μίλαν Κούντερα, «αναρωτιέται πού βρίσκεται το ενδιάμεσο σκαλοπάτι ανάμεσα στο σπίτι του και τον κόσμο, πού βρίσκεται, ανάμεσα στο εθνικό πλαίσιο και το παγκόσμιο, αυτό που αποκαλώ εγώ μεσαίο πλαίσιο. Για έναν Χιλιανό, είναι η Λατινική Αμερική. Για έναν Σουηδό, η Σκανδιναβία. Προφανώς. Αλλά για την Αυστρία; Πού ήταν αυτό το σκαλοπάτι; Στον γερμανικό κόσμο; Ή στον κόσμο της πολυεθνικής κεντρικής Ευρώπης; Το ίδιο δίλημμα ισχύει και για την Ελλάδα, που κατοικεί ταυτόχρονα στον ανατολικοευρωπαϊκό κόσμο (παράδοση του Βυζαντίου, ορθόδοξη εκκλησία, ρωσόφιλος προσανατολισμός) και τον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο (ελληνορωμαϊκή παράδοση, ισχυροί δεσμοί με την Αναγέννηση, νεωτερικότητα). Οι Αυστριακοί ή οι Έλληνες μπορεί σε ζωηρές αντιπαραθέσεις να αμφισβητούν έναν προσανατολισμό προς όφελος του άλλου, αλλά από κάποια απόσταση θα μπορούσε να πει κανείς: υπάρχουν έθνη που η ταυτότητά τους χαρακτηρίζεται από τον δυϊσμό, από την πολυπλοκότητα του μεσαίου πλαισίου τους, και εκεί ακριβώς βρίσκεται η ιδιαιτερότητά τους».
Έτσι και οι Επτανήσιοι, στην αναζήτηση της χαμένης τους ταυτότητας, κατά ένα μεγάλο μέρος, είναι στραμμένοι και κοιτάζουν μ’ ένα κοσμοπολίτικο βλέμμα προς τη Δύση και την Ευρώπη, κι οι υπόλοιποι μ’ ένα βλέμμα ζηλόφθονο, ατενίζουν προς την ελληνική μητρόπολη. Για την απαξίωση της παράδοσής τους, δεν φταίει μόνον ένα εσωστρεφές κι ανίκανο κράτος, αλλά κι ένας κακώς νοούμενος τοπικισμός, που καλλιεργείται τελευταία από μέτριους πολιτικούς και άλλους παράγοντες της δημόσιας ζωής.
«Έτσι καθώς προχωρώ κάποτε τα χειμωνιάτικα απογεύματα στην πόλη, κι αισθήσεις μου νιόφερτες ακόμη, δεν έχουν πάρει τον δρόμο του θανάτου που μας οδηγεί η εξοικείωση και η συνήθεια, αυτό που μας κάνει στο τέλος επαρχιώτες, ζηλόφθονους για τη ζωή που διεξάγεται κάπου αλλού, κι από την οποία προσπαθούμε να πάρουμε υποδείξεις ως αποδείξεις για την ύπαρξή μας, ακούω τα βήματα του Μάχου που τον οδηγούσαν στο σπίτι μας και το γραφείο του πατέρα μου στην Πλατεία Ιονικής» (Απόσπασμα από το αφήγημα του Ερωτόκριτου Μωραϊτη, «Μνήμη και λήθη για τον Μάχο»).
Ο Κώστας Αξελός, συμπληρώνει με τον δικό του τρόπο: «…Διότι, καθώς είναι ανίκανη να αποτελέσει μόνη της ένα ακτινοβόλο κέντρο, αποστρέφει το βλέμμα από το κεντρικό και χάνεται στο επαρχιακό. Επαρχιακό, είναι ό,τι τρέφεται από μια πρωτεύουσα ως προς την οποία γνωρίζει ότι είναι υποδεέστερο. Μολονότι καυχιέται διαρκώς για τα δικά του προτερήματα, άλλο δεν κάνει παρά να μιμείται (υιοθετώντας το με πάθος ή απορρίπτοντάς το με μίσος) αυτό που του είναι υπέρτερο και προς το οποίο αναπόφευκτα τείνει. Καθετί επαρχιακό είναι, για να το πούμε έτσι, νεκρικό, επειδή δεν ζει το χρόνο της ιστορίας».
Για την Κέρκυρα λοιπόν το να ξεπεράσει τον επαρχιωτισμό της, έχει την έννοια να ζήσει πραγματικά. Δεν είναι επαρχιακό ό,τι μοιάζει υποδεέστερο απέναντι στις δημιουργίες και τις εκδηλώσεις των μεγάλων κοσμοπολίτικων κέντρων, αλλά ό,τι δεν έχει δικό του ρυθμό. Ήδη λοιπόν, αυτή η συγκεκριμένη κοινωνική ματιά, αλλά ταυτόχρονα και πολιτική άποψη, αποδεικνύει κάθε μέρα πως δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τα Επτάνησα ως σύνολο, για την ιστορία και την ενότητά τους (μεσ’ την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση), παρά για πρόσκαιρα και προσωρινά προσωπικά ή μικροκομματικά οφέλη.
Βέβαια για όλα αυτά ας μην βιαστούμε να επιρρίψουμε τις ευθύνες μόνο στην άλλη πλευρά.
Ας στραφούμε λίγο στον εαυτό μας. Πόσες φορές ανέβηκε ο Σαμάρας στο “San Giacomo”, ή έστω στο Δημοτικό θέατρο της πόλης; Πόσες σε όλη τη διάρκεια του περασμένου αιώνα;
Την «Πόρτα Ρεάλα» ως σύμβολο των ευγενών και της ντόπιας ολιγαρχίας δεν την γκρέμισε με απόφασή της η αθηναϊκή βουλή, αλλά οι ίδιοι οι Κερκυραίοι.
Το ίδιο –πολύ αργότερα- με απόφαση του Δημοτικού συμβούλιου- γκρεμίστηκε το Δημοτικό θέατρο της πόλης.
Ο Λένιν κάποτε είχε πει: «Μην τον φοβάσαι τον πλούσιο. Τον γιο της πλύστρας να φοβάσαι. Από τέτοιους γιους και κόρες υποφέρουμε τόσα χρόνια».
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΚΛΕΟΠΑΣ [φωτογραφία: Παλαιό σπίτι στην Ζάκυνθο]
(Από το βιβλίο του ”Τα ‘Ιχνη του Χρόνου”, που θα εκδοθεί σε λίγες μέρες από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ).
Κάπου διάβασα ότι τό πραγματικό όνομα τού Σολωμού, ήταν bortolani είναι αλήθεια ?