Η Παραμυθένια Πολιτεία. Εκείνη που ξεψύχησε στις 2.30 περίπου το μεσημέρι της 12ης Αυγούστου 1953

11H νύχτα Αυγουστιάτικη και το Φεγγάρι ολόγιομο. Να απλώνει ατλαζένια πέπλα στην κορυφή του Σκοπού,την Τούρλα του Σκοπού όπως την λεν οι ντόπιοι, και να φαντάζουν σαν μαντήλα αραχνοΰφαντη στην κόμη αρχόντισσας αλλοτινών καιρών. Να ρίχνει ασήμια στις φιλημένες από το κύμα το παιχνιδιάρικο γιαλόπετρες και να τις κάνει να μοιάζουν με πετράδια ακριβά στο ντεκολτέ της όμορφης κόρης του Ιονίου. Είναι το χαιδεμένο νησί. Η Ζάκυνθος το Φιόρο του Λεβάντε, το πανέμορφο Τζάντε που το χιλιοτραγούδησαν τροβαδούροι κάθε εποχής .
Απόψε, ο Μπάτης ο ταξιδιάρης τη γλυκοφιλεί με τη μυρωμένη ανάσα του και της μουρμουρίζει λόγια αγάπης, λόγια παρηγοριάς.
Η αποψινή νύχτα δεν είναι σαν τις άλλες. Αυτό το γνωρίζουν δύο από τα πιο διαλεκτά και ακριβά της τέκνα. Οι δύο Διονύσιοι, που στέκονται φρουροί ακοίμητοι, ο ένας, ο Θεϊκός Διονύσιος ο Άγιός της στη συνοικία του Άμμου που δέεται, «Απελθέτω απ΄εμού το ποτήριον τούτο», κι ο άλλος, ο γήϊνος, ο ποιητής της ο Σολωμός, στητός, ολόσωμος, σε όλο του το μεγαλείο, με το χέρι απλωμένο σε ικεσία να εκλιπαρεί « Σώσον Κύριε τον λαόν σου».
Τούτον τον λαό που στην πλειοψηφία του απόψε έχει για στέγη τον έναστρο ουρανό.
Λίγοι οι τολμηροί που αποφάσισαν να αψηφήσουν τον κίνδυνο και να κοιμηθούν μέσα στα σπίτια. Το περίεργο είναι πως δεν είναι οι νέοι που δεν κιότεψαν και μπήκαν μέσα, αλλά οι μεγάλοι, αυτοί που κανονικά έπρεπε να ορμηνέψουν τους μικρότερους, μα απόψε όλα είναι αλλιώτικα, όλα λες κι ακολουθούν λανθασμένο δρόμο. Αυτοί που μέναν στην πολιτεία πήραν τον ανήφορο για την Πόχαλη, το Ακρωτήρι και τα άλλα περίχωρα. Οι κάτοικοι των χωριών βγήκαν στα αλώνια και στα περιβόλια. Όλοι φαίνονται αναστατωμένοι και φοβισμένοι.
Απόψε η Ζάκυνθος η Υλήεσσα όπως την ονόμασε ο Όμηρος για τα πολλά της λιόδεντρα, περνάει την τελευταία της νύχτα.
Η επόμενη μέρα δεν θα βρει παρά συμφορά και χαλάσματα. Χάσμα, που ίσως για μια ακόμα φορά, η πίστη και η αγάπη των ανθρώπων της, αυτή η σχεδόν ερωτική σχέση που δένει τους Ζακυνθινούς με το νησί τους, θα βοηθήσει να γεμίσει με άνθη….
Ως τότε όμως…..
Τραγική αλλά κι απίστευτα δοξασμένη η μοίρα που γνώρισε μέσα στους αιώνες αυτό το πανέμορφο νησί. Για αιώνες ολόκληρους υπήρξε κέντρο πολιτισμού, γραμμάτων, τέχνης.
Για αιώνες ολόκληρους άνθιζε πνευματικά και οικονομικά.
e66d06d3d52a14b3de2de1317fcb6a37_LΟ περίφημος Αιγιαλός της στολίζονταν από παλατάκια άπειρης ομορφιάς και πλούτου που έκλειναν μέσα τους ανεκτίμητους θησαυρούς όχι μόνο σε έργα τέχνης ντόπιων και ξένων γλυπτών και ζωγράφων, αλλά και σε πανάκριβα έπιπλα και ασημικά που οι τότε άρχοντες είχαν αγοράσει και μεταφέρει στο νησί από Γαλλία, Βενετία και αλλού.Λάτρεις του ωραίου και του καλόγουστου δεν φείδονταν κόπων και χρημάτων προκειμένου να περιτριγυρίζονται από φινέτσα και από ό,τι καλύτερο μπορούσε να τους εξασφαλίσει η οικονομική τους άνεση.
Παραμυθένια η πολιτεία…με τις ομορφιές της, τον πλούτο της, τη χλιδή της, τους θρύλους της. Τα πριγκιπόπουλα και τους ποπολάρους της, να ξεπροβάλλουν μέσα από τις σελίδες των μυθιστορημάτων του Ξενόπουλου. Με τις ρούγες και τις πλατείες της, με τα γραφικά της καντούνια να αντηχούν ακόμα από τις γλυκύτατες φωνές των ερωτευμένων κανταδόρων. Να γεννάει παιδιά όπως ο Σολωμός,ο Κάλβος, ο Ρώμας,ο Τερτσέτης, ο Παπά Καντούνης, ο νεώτερος Τσακασιάνος και τόσοι ακόμα επιφανείς και αφανείς που σημάδεψαν την ιστορία των γραμμάτων και της τέχνης σε όλη την Ελλάδα αλλά και πέρα ακόμα.
Απλόχερη η φύση αγάπησε πολύ τη Ζάκυνθο, τόσο που παραμυθένιες και οι φυσικές της ομορφιές. Με τις πολλές της εκκλησιές και τα ψηλά καμπαναριά της, κάθε εκκλησιά κι ένα μικρό μουσείο, κάθε καμπαναριό κι ένα έργο τέχνης, μουσική πανδαισία κάθε χτύπημα καμπάνας της.
Με τους ανθρώπους της να διακατέχονται από μίση, πάθη, ίντριγκες, μα πάνω απ΄όλα από μια παράφορη αγάπη για τον τόπο τους και κάθε τι που θεωρούν δικό τους. Όπως δικό τους θεωρούν τον Άγιό τους, τον λατρεύουν μα και τον βλαστημούν οι ίδιοι. Ουέ κι αλλοίμονο όμως αν ξένος τολμήσει να ασεβήσει και δεν αποδώσει στον Άγιο την ευλάβεια και πίστη που του οφείλει…
Παράξενος λαός ο λαός της πολιτείας της παραμυθένιας, ο λαός όλου του νησιού. Ο Ζακυνθινός δεν είναι μοιρολάτρης, δεν κλαίει τη δυστυχία του για πολύ. Τραγούδι κάνει τα βάσανα και τις πίκρες του, διακωμωδεί τον ίδιο τον εαυτό του και τα παθήματά του. Πάει απέναντι στην Πελοπόννησο να δουλέψει για ένα φεγγάρι, και ορκίζεται στην ξενιτειά του. Τάζει στον Άγιό του να αξιωθεί να γυρίσει πίσω γρήγορα και καλά και να πάει γονατιστός από το λιμάνι μέχρι τη χάρη Του.
Η αποψινή βραδιά παρά την ιδιαιτερότητά της δεν αποτελεί εξαίρεση. Στον Άγιό τους δέονται όλοι, κι εκεί που είναι μαζεμένοι, πολλές οικογένειες μαζί στα περιβόλια και στους αγρούς, παίρνουν την κιθάρα και με απαλές και φοβισμένες φωνές πιάνουν, άλλοι το «της Πόχαλης ο ανήφορος», άλλοι το «Ξύπνα δαχτυλιδόστομη», δειλά-δειλά ξεθαρρεύουν, ξεθαρρεύει κι η φωνή έτσι που σε λίγο νομίζεις πως πρόκειται για ολονύχτιο πανηγύρι, κι όχι για ολονύχτιο θρήνο…

Αργά, αργά προβάλλει η ημέρα, η ημέρα η καινούρια που είναι σημαδεμένη από τη βαρειά μοίρα της πολιτείας. Το φως του ήλιου λούζει τον τόπο απ΄άκρη σ΄άκρη. Διαλύονται τα σκοτάδια και μαζί τους τα μυστήρια και οι φόβοι της νύχτας. Αισιοδοξία και ευφορία κυριεύει τους ανθρώπους. Δεν μπορεί, δε γίνεται, ο Άγιος δεν θα αφήσει να συντελεστεί καταστροφή… ότι έγινε, έγινε χθες με το μεγάλο σεισμό και με τους πολυπληθείς, μικρούς που ακολούθησαν. Αναθάρρησαν λίγο, βγήκαν γύρω, οι χωρικοί κοίταξαν τα ζωντανά τους, τα τάισαν τα πότισαν, οι γυρολόγοι φόρτωσαν τα άλογα με τις πραμάτειες έτοιμοι να πάρουν τα γύρω χωριά, οι νοικοκυρές κοίταξαν το σπιτικό τους, άρχισαν το μαγείρεμα για το μεσημέρι,οι εργάτες άρχισαν τον τρύγο. Όλα γίνονταν με βαριά καρδιά κι όλοι μιλούσαν γι άσχετα πράγματα προσπαθώντας να δώσουν έστω και προσποιητά την εντύπωση πως όλα είναι σαν πρώτα…δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
Η εικόνα στην πολιτεία είναι λίγο διαφορετική. Οι άνθρωποι εκεί είναι πιο φοβισμένοι, τα σπίτια εκεί το ένα πάνω στ΄άλλο, οι δρόμοι στενοί, πολύ στενοί, καντούνια οι περισσότεροι που μόλις και χωράει ένα χερόκαρρο. Πολλά σπίτια είναι πολυόροφα. Πού και πώς θα προφτάσουν να τρέξουν αν συμβεί κάτι; και πού να πάνε.
Οι πιο προνοητικοί απομακρύνουν από τα σπίτια, μαγαζιά και άλλα κτίρια ότι πολύτιμο μπορούν, άλλοι αρνούνται να συνειδητοποιήσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης. Σχηματίζονται Επιτροπές από τις ντόπιες αρχές, καταφθάνουν και οι πρώτοι ειδικοί από την Αθήνα κι αρχίζουν να πηγαίνουν γύρω στα σπίτια στην πολιτεία και στα χωριά για να αξιολογήσουν την κατάσταση των κτιρίων και τις ζημιές που έχουν υποστεί. Καταγράφουν ζημιές, κοστολογούν, υπόσχονται να μεριμνήσουν για την έγκαιρη επισκευή τους. Αρχίζουν τα παζαρέματα, τα αλισιβερίσια, πόσο μάταια και άσκοπα θα αποδειχθούν όλα αυτά μέσα σε λίγες ώρες μόνο……

Γύρω στις 11 το πρωί έγινε ο πρώτος, μεγάλος σεισμός…στα καλά του καθουμένου άρχισε να τρέμει και να χορεύει η γη…κατατρομαγμένοι έτρεξαν έξω όσοι ήταν μέσα, κι όσοι ήταν έξω…πιο πέρα.. Ρίχτερ; πόσα Ρίχτερ; και τι νόημα έχουν οι αριθμοί σε μια τέτοια στιγμή; 6.2 ο χθεσινός, πολύ μεγαλύτερος ο σημερινός, γκρεμίστηκαν τοίχοι, μπαλκόνια, έπεσαν χαμόσπιτα, τα πιο πολλά σπίτια στην πολιτεία είχαν πηγάδια μέσα στο σπίτι, συνήθως στο κατώι…άνοιξαν τα πηγάδια, πλημμύρισε ο τόπος νερά, φωνές για βοήθεια ακούγονταν από παντού…μερικοί αποκλείστηκαν στο απάνω πάτωμα γιατί γκρεμίστηκε η σκάλα…άλλους τους χτύπησαν σοβάδες και ξύλα που έπεσαν. Πραγματικό πανδαιμόνιο…

Κάποτε, κόπασαν όλα, ηρέμησε πάλι η γη, βρήκε την καλή της ώρα, ο Αυγουστιάτικος ήλιος γέμισε τους ανθρώπους αισιοδοξία…Αυτό ήταν…ξεθύμανε πια η μανία του εγκέλαδου, τώρα θα κοπάσει, ότι ήταν να γίνει, έγινε…καιρός να σταματήσουν οι υστερίες, να σοβαρευτούν οι άνθρωποι και να ιδούν τι θα απογίνουν μετά από τέτοιες ζημιές. Αυτή τη φορά δεν έμεινε σπίτι ανέπαφο, όλα υπόστηκαν ζημιές, κι αν δεν φροντίσουν τώρα που είναι εδώ οι ειδικοί… άντε και να τους γυρεύεις μετά…άλλωστε πάει μιάμισυ από το μεσημέρι κι είναι όλοι ακόμα νηστικοί, καιρός να γιοματίσουν…

Ο Μυστικός Δείπνος…το τελευταίο γιόμα για την παραμυθένια πολιτεία…

Το γιόμα που έμελλε να είναι ίσως το πιο μοιραίο στην νεότερη ιστορία του νησιού, και που ίσως έγινε και η αφορμή της ολοκληρωτικής καταστροφής…Ποιός να τόλεγε…ποιός να το πρόβλεπε…2.20 μετά το μεσημέρι κι οι νοικοκυρές με βαρειά καρδιά μαγειρεύουν κάτι πρόχειρο ή αποτελειώνουν αυτό που άρχισαν το πρωί…
Κακόκεφοι όλοι προσπαθούν να κατεβάσουν μια μπουκιά, ο άνδρας ενθαρρύνει τη γυναίκα, κι η γυναίκα τα παιδιά… Φάτε, δεν ξέρουμε που θα βρεθούμε, τουλάχιστον να μην είμαστε και νηστικοί, να αντέξουμε σε ότι μας βρει…κουράγιο,κουράγιο και υπομονή, ο Άγιος θα μας προστατέψει…

Με τι λόγια να περιγράψεις αυτό που ακολούθησε, αυτό που έγινε ακριβώς λίγο πριν τις διόμισυ το μεσημέρι…Η Μάνα γη williams-glenn_stormytreeπροσπάθησε με τον δικό της τρόπο να τους ειδοποιήσει για το μεγάλο κακό που ερχόταν…υποχθόνια βουή μέσα από τα σπλάχνα της, τα έγκατα της γης, ακούστηκε και σκόρπισε ρίγη τρόμου σε κάθε ζωντανή ύπαρξη, σύννεφο μεγάλο σηκώθηκε και σκέπασε όλο το νησί…σκοτείνιασε ο ήλιος ο Αυγουστιάτικος, ούρλιαζαν τα σκυλιά και οι γάτες, τα πετούμενα φτερούγιζαν φλότες-φλότες, κρώζοντας άγρια, λύθηκαν τα ζωντανά, αφήνιασαν τα άλογα πετώντας φορτίο και αναβάτες…κι άρχισαν να τρέχουν ποδοπατώντας τα πάντα στο άγριο πέρασμά τους.

Αυτό δεν ήταν σεισμός, ήταν η συντέλεια του κόσμου! Ήταν τόση η δύναμή του που στα περισσότερα Καμπαναριά όπως σωριάζονταν σε ερείπια χτυπούσαν οι καμπάνες από μόνες τους! Σχίστηκε η γη και φάνηκε η πληγωμένη σάρκα της. Ξεριζώθηκαν δέντρα κι έπεφταν κάτω ανήμπορα για κάθε αντίσταση! Η θάλασσα βγήκε έξω και σκέπασε την προκυμαία που σε πολλά σημεία είχε σχισθεί ανοίγοντας βαθύ χάσμα. Τα πλεούμενα που βρέθηκαν στο Λιμάνι λύθηκαν από τους κάβους κι ακυβέρνητα παρασύρονταν μακρυά σε ένα τρελό χορό. Αλαλιασμένοι οι άνθρωποι, όσοι πρόφτασαν να βγουν έξω, έτρεχαν σαν τρελλοί φωνάζοντας από τον τρόμο αλλά και την αγωνία για τους ανθρώπους τους, αυτούς που μέσα στον πανικό που ακολούθησε δεν ήξεραν τι απόγιναν. Βιβλική καταστροφή!
Δεν είχε απομείνει τίποτα όρθιο…όσο έβλεπε το μάτι γύρω, που τρομαγμένο δεν τολμούσε ούτε μπορούσε να απλωθεί μακρυά, έβλεπε μόνο σωρούς, βουνά ολόκληρα από χαλάσματα και σκόνη να ανεβαίνει σύννεφο στον ουρανό και να πνίγει τα πάντα.

Αιώνες ολόκληροι πολιτισμού, καλλιέργειας πνευματικής, ιστορίας και τέχνης υλικών θησαυρών, χρειάσθηκαν μόνο λίγα λεπτά της ώρας για να σβήσουν από το πρόσωπο της γης. Κακή μοίρα, φθονερή, κούνησε με κτηνωδία το χέρι της το ισχυρό και αφαίρεσε από τους ανθρώπους ένα κομμάτι ανυπέρβλητης και άσπιλης ομορφιάς. Μια άφρονη μονοκονδυλιά της μοίρας και σβήνει ιστορία πεντακοσίων χρόνων.
Το νησί ταλαντευόταν μέσα στο Ιόνιο σαν βαρκούλα σε μανιασμένη θάλασσα. Η παραμυθένια πολιτεία, η Ζάκυνθος, το Λουλούδι της Ανατολής, η Φλωρεντία της Ελλάδας, όπως πολλές φορές αποκαλέσθηκε από αυτούς που γεύτηκαν την ομορφιά της,
δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι π ι α. 12 Αυγούστου 1953, και το μυροβόλο νησί, η «ωραία και μόνη Ζάκυνθος» που κυρίευε τον Κάλβο και όχι μόνο, έσβησε…Την έσβησαν τα 7.2 Ρίχτερ…
Κείτεται νεκρή, το κουφάρι της καταπληγωμένο και πονεμένο, σφαδάζει ακόμα, ένας ατέλειωτος σωρός από ερείπια στα πόδια του Βενετσιάνικου Κάστρου και του Σκοπού.
Το μόνο που ακούγεται από παντού είναι ένας θρήνος, θρήνος όχι τόσο γι αυτά που χάθηκαν, αλλά γι αυτούς που χάθηκαν…και δεν είναι λίγοι… μα είναι νωρίς για μέτρημα, πολύ νωρίς για απολογισμούς. Το μόνο που προέχει τώρα είναι πως να βοηθήσουν τους εγκλωβισμένους, αυτούς που πλάκωσαν τα ερείπια, μα και αυτούς που δεν είναι ολότελα πλακωμένοι, άλλοι είναι πλακωμένοι στα πόδια μόνο, άλλων έχουν παγιδευτεί τα χέρια, άλλοι είναι χτυπημένοι και δεν μπορούν να βγουν.
Ποιόν να πρωτοβοηθήσεις, μα το κυριότερο π ω ς να τους βοηθήσεις; Από που να περάσεις και πως να φτάσεις σε αυτούς;
Οι μετασεισμικές δονήσεις διαδέχονται η μία την άλλη με αμείωτη ένταση, η γη κουνιέται συνεχώς, τόσο που οι άνθρωποι δεν μπορούν ούτε να ισορροπήσουν,τοίχοι μισογκρεμισμένοι, μαδέρια, σίδερα, κρέμονται παντού απειλητικά και με κάθε δόνηση ακούς γύρω σου να πέφτουν και να τραυματίζουν αυτούς που προσπαθούν να ξεφύγουν για να γλυτώσουν οι ίδιοι αλλά κι αυτούς που προσπαθούν να βοηθήσουν.
Κραυγές απελπισίας και απόγνωσης ακούγονται από παντού, μωρά παιδιά που καταπλακώθηκαν μέσα στις κούνιες τους, γέροι ανήμποροι να τρέξουν, μα και νέοι, άνθρωποι κάθε ηλικίας,που απεγνωσμένα ζητούν βοήθεια.

Παρά τον πανικό, οργανώνονται πρόχειρα συνεργεία διάσωσης και στην πλατεία του ποιητή, του Σολωμού, μαζεύονται οι τοπικές αρχές προσπαθώντας να συγκροτηθούν και να βάλουν κάποια τάξη και σειρά σε όλα αυτά που πρέπει να γίνουν.
Πρώτα πώς να σωθούν οι άνθρωποι, μετά, πώς να μπορέσουν να περισώσουν ό,τι μπορούν από τους πνευματικούς θησαυρούς του νησιού και πώς να προστατέψουν ό,τι απόμεινε, αν απόμεινε, από τους αδίστακτους που δυστυχώς δεν λείπουν από κάθε τόπο και εποχή, και που απτόητοι από κάθε δυστυχία, όσο μεγάλη και νάναι κοιτάζουν πώς να λεηλατήσουν και να καρπωθούν τον ανθρώπινο πόνο. Η παραμυθένια πολιτεία ήταν γεμάτη θησαυρούς στα αρχοντικά της, υπήρχε όμως και η Εβραϊκή συνοικία μέσα στην πόλη καθαρά εμπορική συνοικία και αρκετά εύπορη.
Φιλόξενοι και πατριώτες οι Ζακυνθινοί είχαν προσφέρει άσυλο στους Εβραίους στην κατοχή, τους έκρυψαν τους φρόντισαν, τους γλύτωσαν από τον εχθρό, δημιουργήθηκαν πολλές φιλίες και δεσμοί ανάμεσά τους και οι περισσότεροι έμειναν μόνιμα εκεί και μετά τον πόλεμο. Η φήμη πως ήταν πάμπλουτοι, αφού οι περισσότεροι ήταν μεγαλέμποροι, και πως έκρυβαν σακούλες με λίρες ήταν πολύ διαδεδομένη, κι αυτό αποτέλεσε έναν επιπρόσθετο πονοκέφαλο για τους υπεύθυνους.
Περνούσαν οι ώρες μέσα σε αναβρασμό, βράδιασε, βγήκε πάλι το φεγγάρι, σκόρπισε πάλι τα ασήμια του, τώρα όμως πάνω στα συντρίμμια και οι άνθρωποι προσπαθούσαν ακόμα να βρουν τους δικούς τους μες στα χαλάσματα και να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της συμφοράς.
Και ξαφνικά, το αεράκι που σηκώθηκε έφερε στην επιφάνεια την άλλη, την τελειωτική καταστροφή. Φ ω τ ι ά! Στην αρχή οι περισσότεροι νόμισαν πως πρόκειται για κακόγουστο αστείο και θύμωσαν με αυτούς που έτρεχαν σαν τρελοί γύρω για να ενημερώσουν τους άλλους.
Μακάρι και νάταν αστείο! Κάπου εκεί που πριν βρισκόταν η συνοικία της Α. Τριάδας διαπιστώθηκε η πρώτη εστία φωτιάς που κουφόβραζε μες τα ερείπια από την ώρα του σεισμού κι έγινε αντιληπτή μόνο τώρα που σηκώθηκε μελτέμι.
Με τον τρόμο στην όψη και στην ψυχή άρχισαν να τρέχουν ιδιαίτερα εκεί όπου ακούγονταν ακόμα φωνές για βοήθεια. Αλλοίμονο, δεν άργησαν να διαπιστώσουν πως εκείνη δεν ήταν η μόνη εστία…Ο σεισμός έγινε την ώρα που στα περισσότερα αν όχι όλα τα σπιτικά μαγείρευαν…ποιός να νοιαστεί σε τέτοιες στιγμές να σβήσει τις γκαζιέρες πετρελαίου, τις φουφούδες, τα αναμένα κούτσουρα στη γωνιά…
Το κακό δεν άργησε να γίνει…ούτε ήθελε και πολύ, γκαζοντενεκέδες με πετρέλαιο, βαρέλια με λάδι… βενζινάδικα, αποθήκες λαδιού… ρούχα, χαρτιά, άλλα εύφλεκτα υλικά, μπόλικη τροφή για τις φλόγες…
Κι αυτές άρχισαν να τρώνε λαίμαργα ότι έβρισκαν μπροστά τους …

Οι εφημερίδες που κυκλοφόρησαν την άλλη ημέρα στην Ελλάδα είχαν πρωτοσέλιδο με πηχιαίους τίτλους “Η Ζάκυνθος στις Φλόγες”, “Καίγεται η Ζάκυνθος”, “Παρανάλωμα του πυρός η πατρίδα του Σολωμού και του Κάλβου”.

canada_30_bg_061904Με την ανάσα μετέωρη παρακολουθεί όλη η Ελλάδα τις εξελίξεις. Τα πρώτα στρατιωτικά αεροπλάνα πετούν πάνω από την παραμυθένια πολιτεία και ρίχνουν τσουβάλια με κονσέρβες, ψωμί, νερό, φάρμακα και είδη πρώτων βοηθειών. Ακολουθούν ρουχισμός και στοιχειώδη αντικείμενα…Και εκεί χρειάζεται προσοχή μεγάλη για δίκαιη και σωστή μοιρασιά, οι επιτήδειοι δεν λείπουν ποτέ…
Εν τω μεταξύ οι φήμες οργιάζουν…βουλιάζει η Ζάκυνθος, αποκόπηκε ένα μεγάλο μέρος του Κάστρου και πέφτει, στο Ψήλωμα βυθίστηκε ολόκληρο κομμάτι του βουνού και ο τόπος χωρίστηκε στα δύο, και ότι άλλο βάλει ο νους ανθρώπου.
Και η φωτιά να προχωρεί ακάθεκτη, ό,τι λίγο γλύτωσε από τον εγκέλαδο αποτελειώνεται από τις φλόγες. Η πολιτεία ολόκληρη καίγεται από άκρη σε άκρη…Πάνω στην Πόχαλη έχουν κουβαληθεί όλοι αυτοί που δεν είχαν δικούς τους σε χωριά, μαζεμένοι όλοι μαζί, φοβισμένοι αβέβαιοι για το αύριο, κοιμούνται κάτω από τα δέντρα μέσα στα περιβόλια.
Μα η Πόχαλη είναι δίπλα στο Κάστρο και στο Δάσος κι αυτά σχεδόν επέκταση και προέκταση της πολιτείας Όπως είναι όλα ξερά και φρυγμένα από το καλοκαίρι, μια σπίθα, μια σπίθα μόνο χρειάζεται για να αρπάξει το Δάσος και το Κάστρο με τα πολλά τους πεύκα και τις ξερές πευκοβελόνες…
Και τότε, δεν χρειάζεται πολλή σκέψη, σαν τα ποντίκια θα καούν όλοι.
Οι μεγάλοι συνεδριάζουν πρόχειρα και σκέφτονται τι να κάμουν…δεν έχουν πολλές επιλογές. Φτιάχνουν κατάλογο, επιστρατεύονται όλοι, ιδίως οι άνδρες, και φυλάνε βάρδια με τη σειρά μέρα – νύχτα από δυο ώρες ο καθένας στα κυριότερα πόστα για να παρακολουθούν την πορεία και την εξέλιξη της φωτιάς.
Τουλάχιστον, αν διαπιστώσουν πως ζυγώνει επικίνδυνα κοντά, να δώσουν σήμα και να εκκενώσουν τον τόπο, να πάρουν τους δρόμους, κι όπου τους βγάλει.
Την άλλη κι όλας μέρα αρχίζουν να καταφθάνουν τα πρώτα αρματαγωγά του Στρατού, μεταφέροντας αντίσκηνα, φάρμακα, τρόφιμα και άλλα χρειαζούμενα. Οι άνθρωποι, κυρίως στην πολιτεία, είχαν μείνει με ότι φορούσαν όταν τους βρήκε η καταστροφή, ούτε ρούχο να αλλάξουν ούτε κουβέρτα να στρώσουν κάτω να κοιμηθούν.
Οργανώνονται πρόχειρα συσσίτια για όλους και βλέπεις κόντηδες πλάϊ-πλάϊ με τους ποπολάρους να στέκονται στην ουρά με το τενεκεδάκι στο χέρι, για λίγη νερόσουπα. Να γίνεται πραγματικός πάταγος από αρχόντισες και δούλες ποιά θα πρωτοαρπάξει τα ρούχα που ρίχνει το αεροπλάνο! Η γύμνια και η πείνα είναι κακοί σύμβουλοι! Σε τέτοιες ώρες όλοι και όλα εξισώνονται…σε τέτοιες ώρες διαπιστώνεις από πρώτο χέρι και στην πράξη, όχι μόνο στις φυλλάδες, την ματαιότητα και την ρευστότητα των καταστάσεων και των πραγμάτων. Σεβάσμιοι άνθρωποι του πνεύματος, άνθρωποι που τους έβγαζαν όλοι το καπέλο κι έκαναν πέρα για να περάσουν, τώρα εκλιπαρούν για μιαν επί πλέον κουβέρτα, για μιαν επί πλέον κονσέρβα…

Καταφθάνουν και οι πρώτοι σεισμολόγοι από την Αθήνα για να αξιολογήσουν την κατάσταση και να βγάλουν τα πορίσματά τους. Ο απλός κόσμος ακούει, κουνάει το κεφάλι φοβισμένος και βγάζει τα δικά του συμπεράσματα.
-Πάει και τέλειωσε, ως εδώ ήταν, η Ζάκυνθος βουλιάζει. Καταποντίζεται… Και τότε παρατηρείται ένα καινούριο φαινόμενο. Διαφωνούν και οι σεισμολόγοι, άλλοι προβλέπουν μεγαλύτερη ακόμα καταστροφή, πρόβλεψη που ενισχύει τα συμπεράσματα των απλοϊκών ανθρώπων, και άλλοι πως δεν υπάρχει πλέον κανένας κίνδυνος.
Και τα Αρματαγωγά που κουβαλούν προμήθειες αρχίζουν να φεύγουν φορτωμένα με ανθρώπους. Όλοι αυτοί που είχαν κάπου να πάνε εκτός Ζακύνθου, στην Αθήνα, Πελοπόννησο και αλλού, εγκαταλείπουν το νησί ομαδικά. Για αρκετές ημέρες τα στρατιωτικά καράβια μεταφέρουν ανθρώπους, ανθρώπους φοβισμένους, τρομαγμένους, που φεύγουν με ότι φορούν, ελπίζοντας στην ευσπλαχνία και φιλοξενία συγγενών, γνωστών και φίλων σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.. Να φύγουν, να φύγουν μόνο, όσο πιο γρήγορα γίνεται…να φύγουν να σωθούν…
Η παραμυθένια πολιτεία άρχισε να αδειάζει…ανησυχούν πολύ οι αρχές και απαγορεύουν την απομάκρυνση χωρίς ειδική άδεια, που δεν έβγαινε εύκολα. Χωρίζουν και μοιράζονται οικογένειες, μισοί εδώ, μισοί εκεί, σε αυτούς που πρόφτασαν κι έφυγαν και σε αυτούς που θα αναχωρούσαν αύριο… Αυτός ο χωρισμός, χωρίς καθόλου ειδήσεις ο ένας για τον άλλο, η επικοινωνία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, κράτησε αρκετό καιρό, με πολλές φορές αρνητικές επιπτώσεις…Πέρασαν μήνες για να μπορέσουν να ξανασμίξουν γονείς με παιδιά – πολλά από αυτά στάλθηκαν σε παιδουπόλεις κρατικές-, και αδέλφια μεταξύ τους.

Τα συνεργεία διάσωσης πλαισιωμένα από πάμπολους εθελοντές, κυρίως συγγενείς και φίλους των παγιδευμένων στα ερείπια, εργάζονται πυρετωδώς μέρα – νύχτα και προσπαθούν απεγνωσμένα να ανασύρουν από τα χαλάσματα όσους μπορούν.
Το τίμημα βαρύ…ανασύρονται 82 νεκροί…108 τραυματίες…οι περισσότεροι σε σοβαρή κατάσταση. Όπως τους ανασύρουν από τα χαλάσματα, τους ξαπλώνουν στη σειρά χάμω στην πλατεία του ποιητή κι αρχίζει η οδυνηρή παρέλαση των δικών τους για αναγνώριση αφού οι περισσότεροι είναι παραμορφωμένοι από τη φωτιά…Μα δεν είναι μόνο αυτοί…είναι και οι αγνοούμενοι…εκείνοι που καταπλακώθηκαν και αποτεφρώθηκαν και δεν βρέθηκαν ποτέ….
Εκείνοι που δεν γνώρισαν ταφή Χριστιανική, εκείνοι που οι δικοί τους δεν είχαν τάφο να τους ανάψουν καντήλι, να τους πάνε λουλούδια…βαρύτερη η δική τους μοίρα…Μήνες, πολλούς μήνες μετά, όταν οι μπουλντόζες άρχισαν να καθαρίζουν τα ερείπια, πήγαν κι αυτοί με τα μπάζα…Κανείς ποτέ δεν έμαθε τον ακριβή αριθμό τους…Δύσκολοι καιροί και τα μέσα λίγα, ποιός γνοιαζόταν για στατιστικές και καταμέτρηση αυτών που λείπαν…
Δραματικές στιγμές ζούσαν τόσο οι παγιδευμένοι, όσο και τα σωστικά συνεργεία, ιδιαίτερα οι συγγενείς. Πολλές οι ιστορίες θάρρους, αυτοθυσίας, ριψοκινδύνου, μερικές από αυτές είχαν αίσιο τέλος, ήταν κι άλλες όμως…

Η Ζαμπέλα ήταν μια μεγαλοκοπέλα, καθόταν με τη Μάνα της σε ένα δρόμο λίγο πιο πέρα από τη Μητρόπολη. Η Μάνα της ήταν παράλυτη από τη μέση και κάτω, η Ζαμπέλα την ημέρα την κάθιζε σε μια συνηθισμένη πολυθρόνα και την έδενε με μια ζώνη στη μέση για να μην πέφτει. Το σπίτι, ένα παλιό αρχοντικό τρίπατο, τόχαν κληρονομήσει από μια θεια τους, φτωχές γυναίκες χωρίς πολλά εισοδήματα, νοίκιαζαν τους δύο κάτω ορόφους κι αυτές έμεναν στον επάνω. Στη γριά άρεσε πολύ να την βγάζει στο μπαλκόνι το απόγευμα η Ζαμπέλα κι από εκεί έτσι ψηλά που ήταν να βλέπει ένα μεγάλο μέρος της πολιτείας, μα κυρίως την Πόχαλη… Ο σεισμός βρήκε τις δυο τους μονάχες στο σπίτι το τρίπατο…ανθεκτικό το σπίτι, χτισμένο με αγκωνάρια, κράτησε στον πρώτο σεισμό, στις 11 με μικροζημιές…ο δεύτερος όμως το ρήμαξε, το ρήμαξε μέσα, το ρήμαξε κι έξω…μα δεν τόρριξε, έπεσαν μπαλκόνια, γκρεμίστηκαν εσωτερικές σκάλες έπεσαν οι μεσότοιχοι …
Η Ζαμπέλα με τη Μάνα της αποκλεισμένες στον τρίτο όροφο, γύρω τους όλα ερείπια, να κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να 229568_10150173209992320_601182319_6720399_2214580_n1γκρεμιστεί ο εξωτερικός τοίχος που στήριζε ακόμα το δωμάτιό τους…να φωνάζουν βοήθεια. Κι η Μάνα να εκλιπαρεί την κόρη να μην την αφήσει και φύγει…
Η φωτιά δεν άργησε να φτάσει κι εκεί…με τον τρόμο στα μάτια βλέπει η Ζαμπέλα τη φωτιά να πλησιάζει, γλείφει τα θεμέλια του σπιτιού…αγκαλιάζει τα έπιπλα και τα ξύλα…βρίσκει τροφή…σε λίγο θα φτάσει επάνω…Κάτω από το ετοιμόρροπο σπίτι έχουν μαζευτεί μερικοί άνθρωποι που άκουσαν τις κραυγές τους για βοήθεια…φτιάχνουν πρόχειρο σχοινί με σεντόνια κι ότι άλλο βρήκαν και το πετούν να πιαστούν να κατέβουν από το παράθυρο…μα δεν ξέρουν πως η Μάνα είναι παράλυτη…ο κίνδυνος γίνεται όλο και μεγαλύτερος…η φωτιά δεν αστειεύεται…τους φωνάζουν να δεθούν και να κατέβουν, θα τις πιάσουν, θα γλιτώσουν…κι η Ζαμπέλα τους λέει για τη Μάνα…δεν μπορεί να την αφήσει αβοήθητη και να φύγει…την παρακαλούν, την παροτρύνουν…η Μάνα είναι γριά, έζησε τη ζωή της, έτσι κι αλλιώς είναι χαμένη…γιατί πρέπει να χαθεί κι αυτή; Μα η Ζαμπέλα διστάζει…η Μάνα ακούει τι γίνεται και της ζητά να μην φύγει…να μην την αφήσει έρμαιο στις φλόγες…κλαίει και την παρακαλεί…πλησιάζει στο παράθυρο η Ζαμπέλα…γλυκειά η ζωή, κι ο θάνατος μαυρίλα…και μάλιστα τέτοιος φρικτός θάνατος…αυτοί από κάτω φωνάζουν, ουρλιάζουν να πηδήξει…δεν έχει πολύ χρόνο…μα ουρλιάζει κι η Μάνα, στην προσπάθειά της να την αποτρέψει να πηδήσει, αναποδογυρίζεται όλο με την πολυθρόνα για να την φτάσει, της αρπάζει τα πόδια…φωνάζει, κλαίει…η στιγμή είναι πολύ δύσκολη και κρίσιμη…τι να κάνει…Θεέ μου τι να κάνει…δεν θέλει να καεί ζωντανή…μα πώς να αφήσει τη Μάνα…σε κλάσματα δευτερολέπτου τελειώνουν όλα…πύρινες φλόγες αγκαλιάζουν το παράθυρο, ζώνουν τα απομεινάρια του τρίτου ορόφου…
Αγκαλιασμένες τις βρήκαν αποτεφρωμένες και τις δυο…κι έτσι αγκαλιασμένα θάψανε σε έναν τάφο τα κουφάρια τους…

Ο παπά-Νικόλας ήταν εφημέριος σε μιαν από τις πολλές εκκλησίες της πολιτείας. Ήταν σεβάσμιος άνθρωπος, άκακος, αφιλοχρήματος, σπάνιο προσόν για παπά κάθε εποχής, μα πάνω απ΄όλα μορφωμένος, καλλίφωνος, και πάντα πρόθυμος να προσφέρει στους αναξιοπαθούντες όχι μόνο τη συμβουλή του αλλά και τη συνδρομή του, πάντα από το υστέρημά του.
Αυτοί ήταν αρκετοί λόγοι για να τον αγαπούν και σέβονται όλοι. Σέβονταν όμως και τις πολλές δοκιμασίες που του έδωσε ο Κύριος, όπως ο ίδιος έλεγε.
Δοκιμασίες που ίσως να είχαν λυγίσει άλλους, όχι όμως τον παπά- Νικόλα που είχε βαθειά πίστη και καρτερία.

Έχασε την παπαδιά του πολύ νωρίς, την χτύπησε η καταραμένη αρρώστια εκείνης της εποχής, η φυματίωση. Έκανε ότι μπορούσε για να της εξασφαλίσει τα απαραίτητα φάρμακα, καλή διατροφή και αέρα καθαρό, όλα όμως αποδείχτηκαν μάταια, στο τέλος νίκησε η αρρώστια.
Δεν ήταν μόνο που έχασε την αγαπημένη του σύντροφο, ήταν και που του άφησε δύο μικρά παιδιά, το Βασιλάκη και την Αννούλα το στερνογέννι τους.
Δύσκολη η ζωή του παπά-Νικόλα, μα αγωνίστηκε όσο μπορούσε καλύτερα, ήταν καλός και στοργικός πατέρας και τα παιδιά του τον λάτρευαν.
Σπούδασαν και τα δυό, ο Βασιλάκης τελείωσε τη Σχολή Ευελπίδων και η Αννούλα την Ακαδημία.
Μα η μοίρα ζήλεψε φαίνεται τον αγώνα του και λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί από την πολιτεία, τότε που όλοι ετοιμάζονταν να ανασάνουν, πως τέλειωσε ο πόλεμος, σκοτώθηκε από μια χειροβομβίδα ο Βασιλάκης…
Έκλαψε και πόνεσε ο Πατέρας, μερικοί έλεγαν, γιατί να μην το έπαιρνε ο Θεός το παιδί όταν ήταν μικρό, αλλά άφησε να το κάνει άνδρα ολόκληρο με τόσους κόπους ο παπάς και του το παίρνει τώρα…
Κι ο καλόκαρδος παπάς, ανεξερεύνηται αι βουλαί του Κυρίου ας μην αμαρτάνουμε, ο Κύριος με αξίωσε να το μεγαλώσω και να το έχω κοντά μου τόσα χρόνια, γιατί να βαρυγκομάμε, Εκείνος ξέρει γιατί μας δίνει την κάθε δοκιμασία…
Η Αννούλα ήταν η μόνη παρηγοριά του, η μόνη του ελπίδα Το καμάρι του και το στολίδι του σπιτιού και της ζωής του όπως έλεγε. Παρακαλούσε το Θεό να τον αξιώσει να την δει νυφούλα, να κρατήσει στα χέρια του εγγονάκι, κι ύστερα, ύστερα ο Κύριος ας τον αναπάψει.
Το καλοκαίρι εκείνο της συμφοράς η Αννούλα τόχε περάσει σχεδόν όλο στην Αθήνα, μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές της, είχε να ξενοικιάσει το σπίτι που έμενε, να μαζέψει πράγματα, κ.λ.π. Αρχές Αυγούστου κατέβηκε στο νησί. Έρχονταν Δεκαπενταύγουστο, το πανηγύρι της Παναγίας της Πικριδιώτισας, δεν ήθελε να το χάσει κι όπωσδήποτε πλησίαζε και η μεγάλη γιορτή, το τριήμερο, της ανακομιδής των Λειψάνων του Αγίου, στις 24 Αυγούστου, εδώ ταξιδεύουν από όλη την Ελλάδα για να προσκυνήσουν τη χάρη Του, εκείνη να λείπει;
Τρώγανε κι αυτοί σαν τους άλλους τη στιγμή της καταστροφής. Αρπάζει ο παπά-Νικόλας την Αννούλα από το χέρι και τρέχουν προς την εξώπορτα…την ώρα που ο παπάς δρασκελίζει το κατώφλι…πέφτει η Αννούλα χτυπημένη από χαλάσματα…
Απελπισμένος ο Πατέρας προσπαθεί να την τραβήξει…μάταια…οι πέτρες της έχουν πλακώσει τα πόδια, φωνάζει κι εκείνη, πονάει αφάνταστα…βγαίνει ο παπάς έξω φωνάζοντας βοήθεια… ποιός να πλησιάσει, που ο καθένας αγωνιζόταν να γλιτώσει ο ίδιος…κι όλοι έτρεχαν προς το πουθενά…
Οι ώρες περνούν, μετατοπίζει όσα αγκωνάρια μπορεί ο Πατέρας μόνος του, αλαφρώνει λίγο τους πόνους της, μα δεν καταφέρνει να την ελευθερώσει…
Κάθεται κάτω δίπλα της, της κρατά το χέρι, της λέει λόγια αγάπης, λόγια προσευχής, ικετεύει τον Κύριο να γλιτώσει το παιδί του κι ας πάρει εκείνον…
Φωνάζει, φωνάζει συνέχεια τους χριστιανούς να λυπηθούν το παιδί του, να βοηθήσουν…μα ποιός ακούει, και ποιός τολμάει να ζυγώσει που ολόγυρα κρέμονται τοίχοι και καδρόνια που απειλούν να πέσουν από στιγμή σε στιγμή…
Και νάταν μόνο αυτό;
Είναι και η φωτιά, η καταραμένη φωτιά που όλο και ζυγώνει, ζυγώνει απειλητικά αδιαφορώντας για το τι συνεπαίρνει στο διάβα της…
Αλλόφρων ο Πατέρας αφού διαπιστώνει πως δεν μπορεί να περιμένει βοήθεια από πουθενά, αγκαλιάζει το παιδί του και προσπαθεί να το προστατέψει από τις φλόγες που φτάνουν κοντά τους…το αεράκι που φυσάει τις ευνοεί, τις ευνοεί πολύ κι ευκολύνει το δρόμο τους.
Από γύρω ακούγονται φωνές απελπισίας και μυρωδιά από καμμένες σάρκες…Η Αννούλα φωνάζει του Πατέρα της να φύγει…τον ικετεύει, τον ορκίζει στην ψυχή της Μάνας της και του Βασιλάκη…φύγε…φύγε… γιατί να χαθούμε και οι δύο…, του λέει ακόμα πως αυτό που πάει να κάνει είναι αμάρτημα, είναι αυτοκτονία και ο Θεός δεν το θέλει…θα χάσει όχι μόνο τη ζωή του αν μείνει, μα και την ψυχή του…αυτός ο άγιος άνθρωπος που δεν αμάρτησε ποτέ του, ούτε με τη σκέψη…τώρα κινδυνεύει να καίγεται στο πυρ το αιώνιο…φύγε Πατέρα…φύγε…
Και η φωτιά όλο και ζυγώνει…τώρα ο Παπάς το ξέρει…δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου…εκεί θα καεί με το παιδί του…ούτε καν αμφιταλαντεύεται στην απόφασή του…ο Πατέρας είναι ισχυρότερος από τον Παπά…
Ο Θεός είναι πολυεύσπλαχνος, κι αν είναι να τον δικάσει, Γεννηθήτω το Θέλημά Σου…
Έχει πέσει ολόκληρος απάνω στο παιδί του, λες κι έτσι θα αποτρέψει την συμφορά…κλείνει τα μάτια, φιλεί την Αννούλα για τελευταία φορά, ζητά συγχώρεση από τον Πλάστη του…και, Ω του θαύματος! Καινούριος σεισμός ρίχνει αγκωνάρι που πετυχαίνει τον παπά- Νικόλα στο σταυρό και τον αφήνει στον τόπο…
Οι προσευχές του δεν πήγαν χαμένες…Ο Κύριος και Θεός του στον οποίο τόση πίστη είχε…συμπόνεσε τον Πατέρα…δεν τον άφησε να δει το σπλάχνο του να καίγεται ζωντανό…λυπήθηκε τον Παπά…δεν επέτρεψε να αμαρτήσει τώρα την τελευταία στιγμή…

Πολλές, πάρα πολλές τέτοιες ιστορίες…μα πώς να τις καταγράψεις όλες και πού να χωρέσουν…Ποιές να αναφέρεις και ποιές να παραλείψεις;

Αυτή δεν ήταν η πρώτη ούτε η μοναδική φορά που η παραμυθένια πολιτεία καταστράφηκε από σεισμό… αν κοιτάξουμε στην νεότερη ιστορία θα δούμε πως: το 1742, 1746, 1767, 1830, 1840, 1893, 1912…είχαν γίνει καταστρεπτικοί σεισμοί στο νησί…μόνο που αυτές τις φορές οι ζημιές ήταν περισσότερο υλικές παρά σε ανθρώπινες ζωές, ακόμα τότε δεν κάηκε όπως τώρα.
Τότε μπόρεσαν να περισώζουν κάθε φορά ό,τι απόμενε από τη θεομηνία του σεισμού. Κι ακόμα, η οικονομική και πνευματική της άνθηση, επέτρεπε να αναπληρωθούν κάπως τα χαμένα…
Τούτη τη φορά όμως, η φωτιά αποτελείωσε ότι άφησε ο σεισμός, τούτη τη φορά, χάθηκαν άνθρώπινες ψυχές, τούτη τη φορά η παραμυθένια πολιτεία δεν διαθέτει τον υλικό και πνευματικό πλούτο κείνων των χρόνων…
Ο Ζακυνθινός λαός δεν είχε μάθει ποτέ να απλώνει το χέρι και να ζητά βοήθεια, ίσως γιατί δεν χρειάστηκε ποτέ…και τώρα που χρειάζεται δεν ξέρει πώς να απλώσει το δίσκο και να ζητήσει ελεημοσύνη…Πώς λοιπόν να αναπληρώσει τους χαμένους θησαυρούς; Τούτη τη φορά η παραμυθένια πολιτεία θυμίζει περισσότερο…πεθαμένη πολιτεία…Είναι κάπως σαν τη στάμνα…πήγε πολλές φορές στο πηγάδι…μα τούτη τη φορά δεν γύρισε…

Μα ο χρόνος, λένε, είναι γιατρός…
Οι πληγές θα επουλωθούν, θα κλείσουν, στη θέση τους θα μείνουν οι ουλές να θυμίζουν πως…ναι…πληγωμένοι, αλλόφρονες, γυμνοί οι άνθρωποι, προσπαθούσαν να εννοήσουν το ακατάληπτο της συμφοράς…Σκληρή και οδυνηρή η διαπίστωση…
Το χάσμα το καινούριο που άνοιξε ο σεισμός , θα ξαναγεμίσει άνθη…
Θα ρθει Φθινόπωρο και θα γεμίσουν πάλι οι πλαγιές με τα αγριοκυκλάμινα, τις κοπελούλες όπως τις λένε οι ντόπιοι, το Χειμώνα θα γεμίσει ο κάμπος κοκοράκια και μανουσάκια…οι παπαρούνες και οι ανεμώνες στρωμένο χαλί θα καλύψουν τον τόπο την Άνοιξη…Θα σκορπίσουν όλα γύρω το άρωμά τους να σκεπάσουν τη μυρωδιά της καμμένης σάρκας…τη μυρωδιά της φωτιάς που κουφόκαιγε για σαράντα ολόκληρα μερόνυχτα…
Και το Φεγγάρι, το Αυγουστιάτικο, ολόγιομο Φεγγάρι, θα κρυφοπαίξει με τα ασήμια του μες στα συντρίμια, θα ρίξει πάλι τα ατλάζια του στο Σκοπό, στην Τούρλα του Σκοπού όπως την λένε οι ντόπιοι…
Γιατί οι άνθρωποι της παραμυθένιας πολιτείας, αν και σπουργίτες, που προτιμούν να πεθάνουν στον τόπο τους από το κρύο και την πείνα παρά να αποδημήσουν σε τόπους ζεστούς και εύφορους, δεν χάνουν την ελπίδα και τη ζωντάνια τους…ούτε την πίστη στον Άγιό τους…

24 Αυγούστου 1953…μέσα στα χαλάσματα, μέσα στα ερείπια, χωρίς να υπάρχουν δρόμοι για να στρωθούν με μυρτιές όπως παλιά από κει που θα περνούσε η χάρη Του, χωρίς την μεγαλοπρέπεια των αλλοτινών καιρών, μα με την ίδια βαθειά πίστη κι ευλάβεια, οι Ζακυνθινοί βγάζουν Λιτανεία τον Άγιό τους…δεν γίνεται να γιορτάζει η χάρη Του και να μην έβγει Λιτανεία, αυτοί οι λίγοι, όσοι απόμειναν ορθοί και ζωντανοί…όχι χιλιάδες πια, αυτοί θα ακολουθήσουν…αυτοί θα ικετέψουν υψώνοντας την προσευχή και δέησή τους,να μεσιτέψει ο Άγιος…
Να μεσιτέψει στο Θεό να σώσει το νησί τους το αγαπημένο και να σταματήσει εδώ το κακό…Έξω από την εκκλησία Του, αυτή μόνη και δύο ακόμα κτίρια στάθηκαν όρθια μέσα σε ολόκληρη την πολιτεία …για να σημαδεύουν τον απέραντο τάφο της . Έξω λοιπόν από την εκκλησία, έχουν συγκεντρωθεί εκατοντάδες άνθρωποι, φορώντας ρούχα ξένα, με τα κεφάλια μαυρισμένα από τους καπνούς και τον απέραντο πόνο, άνθρωποι που δεν έχουν που την κεφαλή κλείναι, μα που έχουν ακόμα τον σπόρο της ελπίδας στην δοκιμασμένη τους καρδιά, και καρτερούν να σηκωθεί η Χάρη Του…
Δώδεκα ημέρες, δώδεκα μόνο ημέρες έχουν περάσει από την αποφράδα ημέρα…μα μοιάζουν αιώνες…δώδεκα μόνο ημέρες και ο χρόνος έχει ήδη χωριστεί σε δύο…Στην εποχή πριν από τους σεισμούς…και τη μετασεισμική…κι αυτή η εποχή ήταν μόνο προχθές…
Η προχειροστημένη πάνω σε τρία καδρόνια καμπάνα από το γκρεμισμένο Καμπαναριό Του, χτυπάει…μα ο ήχος ακούγεται σαν μοιρολόγι…μοιρολόγι για την χαμένη πολιτεία…χτυπάει και αναγγέλλει πως σηκώνουν τον Άγιο…σε λίγο θα αρχίσει η Λιτανεία…δεν υπάρχουν σημαίες, καπίτουλα, ουρανός…Δεν ρίχνουν βεγγαλικά και κροτίδες, στα χωριά και στην πολιτεία δεν ακούγονται πια σμπάρα (ντουφεκιές) για να αναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός…Δεν υπάρχουν δρόμοι πια…μόνο η Στράτα Μαρίνα ο παραλιακός δρόμος…κι αυτός με βαθειές σχισμές…και γεμάτος ερείπια…
Η πομπή θυμίζει περισσότερο ξόδι παρά γιορτή και πανηγύρι…Κι όμως, οι Ζακυνθινοί με τα δάκρυα να τρέχουν ασταμάτητα από τα μάτια τους και φωνή που καταβάλουν προσπάθεια για να μην τρέμει…εύχονται ο ένας στον άλλο τα χρόνια πολλά…κι ακόμα κουράγιο και υπομονή…Κάθε τόσο σταματάει η πομπή για να ψαλλεί επιμνημόσυνη δέηση γι αυτούς που χάθηκαν…

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε…

Από τότε που μέσα σε λίγα λεπτά καταστράφηκε ολοκληρωτικά η παραμυθένια πολιτεία…
Το χάσμα, γέμισε άνθη…ίσως όχι ευθύς, ίσως όχι όπως θα θέλαμε εμείς οι παλιοί λάτρεις του χαϊδεμένου νησιού, αλλά, οι άνθρωποι ανασκουμπώθηκαν στρώθηκαν στη δουλειά, ξανάχτισαν την, όχι παραμυθένια πια, πολιτεία, μα την έχτισαν, όπως και όσο τους επέτρεπαν οι δυνάμεις τους…
Εμείς οι παλαιότεροι όταν σμίγουμε μιλάμε για τα παλιά…για τη χαμένη πολιτεία…προσπαθούμε να θυμηθούμε πώς ακριβώς ήταν…που ακριβώς βρισκόταν παλιά το σπίτι μας ή το Σχολειό μας, μας πιάνει η νοσταλγία…κοιτάμε την σημερινή Ζάκυνθο και μας παίρνει το παράπονο…

Αιώνιοι αρνητές! Μήπως δεν είμαστε;

Η καινούρια πολιτεία είναι κι αυτή όμορφη, πολύ όμορφη…

Όμως, πως να το κάνουμε…δεν είναι η Παραμυθένια Πολιτεία…

Εκείνη ξεψύχησε στις 2.30 περίπου το μεσημέρι της 12ης Αυγούστου 1953…

ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ- ΤΣΟΥΚΑΛΑ [Από το βιβλίο της “Του Φιόρου και του Μισεμού” Εκδόσεις Περίπλους, 2013]

http://periplous.gr/ekdoseis-periplous/1622

Η Διονυσία  Moύσουρα – Τσουκαλά γεννήθηκε το 1940 στη Zάκυνθο. Μετά το Γυμνάσιο έφυγε μετανάστρια στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.

Δίδαξε για πολλά χρόνια Ελληνικά στα απογευματινά, παροικιακά  Σχολεία  της Μελβούρνης και στα Σαββατιανά  Πολυγλωσσικά Σχολεία του Υπουργείου Παιδείας Αυστραλίας.

Σπούδασε Διερμηνεία / Μετάφραση στο Πανεπιστήμιο RMIT.

Μετά το πέρας των σπουδών της,  ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική Διερμηνεία, τομέα στον οποίο εργάζεται ακόμα. Για δεκαετίες, ήταν η Επίσημη Μεταφράστρια των περισσότερων Ομοσπονδιακών Υπουργείων Αυστραλίας καθώς και Κρατικών Υπηρεσιών.

Παράλληλα έκανε ειδικές σπουδές στο Καρκινικό Συμβούλιο Αυστραλίας και  στην Υπηρεσία Διαβητικών Αυστραλίας, όπου αποφοίτησε ως Επιμορφωτική Σύμβουλος. Μέσω αυτού του ρόλου κάνει  δημόσιες διαλέξεις στην Ελληνική και Αγγλική Γλώσσα, για ό,τι αφορά τον Καρκίνο και το Διαβήτη.

Γράφει από νεαρή ηλικία. Έχει ανθολογηθεί σε Αυστραλία, Ελλάδα, Αμερική. Πολλά από τα έργα της έχουν διακριθεί σε Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς σε αυτές τις χώρες. Δημοσιεύει έργα της σε πολλά ηλεκτρονικά περιοδικά σε Ελλάδα, Αυστραλία και Καναδά.

Έργα της ίδιας
• Σκυφτές Ανεμώνες, Τετραλογία, ποίηση, 1996, Εκδόσεις Ναυτίλος
• Ο Κραταιός Νόστος, 2000,  Διηγηματική Συλλογή,  Έκδοση Πανεπιστημίου RMIT, Greek-Australian Archives Publications
• Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων, Διηγηματική Συλλογή, 2005, Εκδόσεις Τσώνη, Μελβούρνη
• Εν τη Πόλει της Μελβούρνης, Words and Memories in Melbourne, Δίγλωσση Ποιητική Συλλογή, 2007, Εκδόσεις Τσώνη, Μελβούρνη