Κραυγή περί δικαίου (κατά Ευρωπαίων βαρβάρων)

Αφού κατά βαρβάρων Γερμανών
δεν θέλησε η Ελλάς να πολεμήσει
δίκαιον βρίσκω τον αποκλεισμόν
και δίκαιον από πείνα να ψοφήσει.

Μα το φτωχό το ζώο να πεθαίνει
της πείνας για δική μας μοχθηρία!
Σκεφτείτε το, Λαοί πολιτισμένοι…
Σ’ αυτό, φοβούμαι, γίνεται αδικία.

Σεις έχετε εταιρείες για τα ζώα…
Ερεύξομαι προς ταύτας μετά θάρρους:
Ερρέτω ο πταίστης! Σώσατε τ’ αθώα
τ’ άλογα, τα μουλάρια, τους γαϊδάρους…

Δίκαιον όμως ο οίκτος ν’ απλωθεί
κι εις τους εκ του ποιμνίου του Μεσσία,
κι αθώους κι αυτούς δικαίως να τους δεχθεί
στην Κιβωτό της μέσα η σωτηρία.

ΜΙΚΕΛΗΣ ΑΒΛΙΧΟΣ (1844-1917)

(Το ποίημα γράφτηκε όταν στην Ελλάδα επιβλήθηκε οικονομικός αποκλεισμός από τους συμμάχους της Αντάντ για να αναγκαστεί να βγει στον πόλεμο.

Α’ Παγκόσμιος πόλεμος 1914 – 1918
Οπως είναι γνωστό  στην περίοδο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η ηγεσία της χώρας μας, διαιρέθηκε σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Η μία παράταξη με ηγέτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο τάχθηκε στο πλευρό των Αγγλογάλων (Αντάντ) και η άλλη με ηγέτη τον Βασιλιά Κωνσταντίνο τάχθηκε με την πλευρά των Γερμανοαυστριακών.

Συνέπεια αυτής της κατάστασης ήταν να γίνει η Ελλάδα δύο κράτη. Ενα της Αθήνας κι ένα της Θεσσαλονίκης. Η Αντάντ για να εκβιάσει την Αθήνα να βγει στον πόλεμο στο πλευρό της έκανε οικονομικό αποκλεισμό. Ο αποκλεισμός είχε σαν συνέπεια, στερήσεις του πληθυσμού και πείνα.

Σαν να μην έφθαναν τα δεινά του πολέμου και της πείνας προστέθηκε και η γρίπη. Η παγκόσμια επιδημία θανατηφόρας γρίπης, που έπληξε την εποχή εκείνη την ανθρωπότητα.

Οταν οι Αγγλογάλοι έριξαν με τη βία τον Κωνσταντίνο, Πρωθυπουργός του ενιαίου κράτους, ανέλαβε ο Βενιζέλος, ο οποίος έβγαλε την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλων και έκανε γενική επιστράτευση.Κλήθηκαν στα όπλα άνδρες ηλικίας μέχρι 37 χρόνων.).

Μικέλης (Μιχαήλ) Γ. Άβλιχος (Ληξούρι, 1844 – Αργοστόλι, 1917)

Έλληνας λόγιος, ευθυμογράφος και σατιρικός ποιητής, αθεϊστής, αναρχικός και ριζοσπάστης.

ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Γεννήθηκε από εύπορους γονείς στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς το 1844, σπούδασε στο εκεί «Πετρίτσειο Γυμνάσιο», ήλθε σε επαφή με τους Ριζοσπάστες και τις ιδέες τους και το 1867 συνέχισε τις σπουδές του στην Ελβετία, στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης, όπου και ήλθε σε επαφή με τον Αναρχισμό και τις ιδέες του Μιχαήλ Μπακούνιν, τον οποίο γνώρισε προσωπικά. Έζησε κάποια χρόνια στο Παρίσι, την Ζυρίχη, την Ρώμη, την Φλωρεντία, το Τορίνο και την Βενετία, προσχώρησε στον Τεκτονισμό και το 1877 κατέληξε στην Κέρκυρα, όπου παρέμεινε επί μερικούς μήνες για λόγους υγείας.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΛΗΞΟΥΡΙ

Στις αρχές του 1878 επέστρεψε οριστικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Ληξούρι, και συνέχισε και συμπλήρωσε την ποίηση του συμπατριώτη του Ανδρέα Λασκαράτου, εστιάζοντας την λεπτή ειρωνεία του στον αγώνα κατά της κοινωνικής αδικίας, της θρησκοληψίας, της πλουτοκρατίας και του πολέμου. Ο Κωστής Παλαμάς τον περιέγραψε με τα ακόλουθα λόγια σε μία νεκρολογία του: «διείκετο δυσμενώς προς το υφιστάμενον κοινωνικόν καθεστώς και εμίσει την στρατοκρατίαν και τον πόλεμον».

Στην ποίησή του έμεινε θαυμαστής του Σολωμού, διατηρώντας επιμόνως την λεγόμενη «επτανησιακή παράδοση» (της οποίας κάποιοι τον ορίζουν ως τον τελευταίο εκπρόσωπο) και πάντα εναντιούμενος στο στομφώδες ύφος των συγχρόνων του ποιητών. Για ένα μικρό διάστημα συνεργάσθηκε λογοτεχνικά με τους Παναγιώτη Πανά και Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, υπήρξε ωστόσο πολύ φειδωλός στις δημοσιεύσεις και γι’ αυτό το σύνολο της δημοσιευμένης ποιητικής του παραγωγής δεν ξεπερνά τις 100 σελίδες. Κατά την περίοδο 1912 – 1913 πάντως, έκανε τις τακτικότερες δημοσιεύσεις του, στο περιοδικό «Ζιζάνιο».

ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ

Παρά την ευψυχία και την ισχυρή του προσωπικότητα πάντως, ο Άβλιχος δεν κατόρθωσε να επηρεάσει αποτελεσματικά την επτανησιακή διανόηση της εποχής του, και ενώ στην Αθήνα η ποίησή του εκτιμήθηκε πολύ (όπως τουλάχιστον γράφει ο Κορδάτος), η ασφυκτικά ελεγχόμενη από τους πλούσιους και τους παπάδες τοπική κοινωνία τον οδήγησε γρήγορα στην απομόνωση. Έμεινε μέχρι τις τελευταίες του ημέρες δημοτικιστής, εκ πεποιθήσεως μετριόφρων («ούτε η τωροφημία ούτε η υστεροφημία με γνοιάζουνε») και συνεπής στις αναρχικές θέσεις του (που τις έβλεπε κυρίως ως όργανο «υπέρτατης αριστοκρατίας» και απαλλαγής των ανθρώπων από προλήψεις και δεισιδαιμονίες), όχι όμως και στις αθεϊστικές, καθώς συχνά παλινδρομούσε μεταξύ της κλασικής αθεϊας και μιας εξιδανικευμένης εικόνας για τον Χριστό (μαρτυρείται ότι επάνω από το γραφείο του το πορτραίτο του Μπακούνιν έστεκε δίπλα στην εικόνα του Αγίου Ανδρέα).

ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Το φθινόπωρο του 1917 ασθένησε σοβαρά και, λόγω του ναυτικού αποκλεισμού που είχε επιβάλει στην Κεφαλονιά ο αγγλο-γαλλικός στόλος, κατέληξε τελικά στο νοσοκομείο του Αργοστολίου, όπου και τελικά πέθανε στις 29 Νοεμβρίου 1917, μη έχοντας προλάβει να ολοκληρώσει το τελευταίο του έργο «Η πινακοθήκη της Κολάσεως».
Τον έθαψαν στο Ληξούρι. Τα τελευταία λόγια με τα οποία αποχαιρέτησε τους φίλους του ήταν τα εξής: «μην θρηνείτε, γιατί ο Μικέλης πάει στην ζωή».

Τα ποιήματα του, τα οποία είχε διασώσει ο Μικελής Τζανάτος που του συμπαραστεκόταν τα τελευταία χρόνια του βίου του, συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν πολύ μετά τον θάνατό του, το 1959 από τον Λιναρδάτο.

Όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του, ο Παλαμάς επαίνεσε την προσωπικότητα και το έργο του Άβλιχου στο κείμενο «Οι παραγκωνισμένοι», το οποίο το 1959 παρέθεσε ως εισαγωγή ο Λιναρδάτος στην έκδοσή του.

Βλάσης Γ. Ρασσιάς

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Χαρ. Λιναρδάτος, «Μικέλη Άβλιχου Τα Ποιήματα», Αθήνα, 1959

Βαγγέλης Σακκάτος, «Ανδρέας Λασκαράτος και Μικέλης Άβλιχος. Δύο μεγάλοι Κεφαλλονίτες σατιρικοί», εκδόσεις «Εντός» Αθήνα, 2000

1 σχόλιο

  • Ο Μικέλης Άβλιχος υπήρξε μεγάλος ποιητής .Απλός ,μετριόφρρωνας, επαναστατικός ριζοσπάτης σμίλεψε τη δωρικού ρυθμού σατιρική ποίησή του ,όσο κανένας άλλος σατιρικός.Ολιγογράφος δεν τον ενδιέφερε η προβολή του ,αλλά η καυστικότητα και η ποιότητα του στίχου του , κάτι που του είχε αναγνωρίσει και ο κωστής Παλαμάς με το σονέτο που του είχε αφιερώσει.

Κλικάρετε εδώ για να σχολιάσετε