Ποιος είδε πλούσιον σεβνταλή, ποιoς κρεπερί με ουζάκια
ποιος είδε σε δεξίωση τζέπωμα πανακότας
να δει και τον υπάλληλο να κόβγουν τα μιστά του!
Κατηγορούνε τον λουφέ, γκουβέρνα επιτιμούνε
και παραβλέπουν νομικούς, Οργανισμούς που στήνουν
παράλογους, παράταιρους, τίγκα στους νοματαίους.
Τώρα θε νά ’ρθει ρέμπελο και γεμιτζήδων φάραις
να βάζουν τα πετρέλαια στα μαύρα χαλκοπούλια
και νά ’χουν τσιγαρόβηχα εννιάχρονα γυφτσέλια.
Αντί να δίνουν φιπϊά, θα δίνουν για λαθραία
ντονακαράν και λάμπερτζακ, τα ντόκστεπς στα καλάθια
πίσω από τους Γκανέζηδες, με τσάντες των Κινέζων.
Κοντραμπατζήδες ήμασθεν ότε οι θρασείς ναπαίοι
κωλετικοί τραμπάκουλες και ο Μαυρογορδάτος
φέρανε δάνειο σαν τσιβί και σαν ξεδοντιασμένο.
Πάλι θε να ορμήσωμεν σε λαθρεμπόρου μοίρα
ευτύς να δυστυχήσωσι τελώναι τμηματάρχαι
και της Αβρούπας μπιστικοί, θα χάφτωσιν τας μύγας.
Στο τέλος θα μπατάρωμεν και θα μπατιρευθώμεν
εύμορφα πάντως κλέπτοντες αντίδωρον γερόντων
καθότι ακμήν του Δουνουτού, ο μπατακτσής προσμένει.
ΠΕΤΕΦΡΗΣ / ΠΑΝΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ
Ίσως ξεκίνησες, έτσι, στ’ αστεία,
“τέσσερις γάμοι και μία …νηστεία”,
ήταν η πρώτη σου καταγραφή.
Τέσσερα χρόνια και μία ημέρα,
έχουν περάσει από ‘κείνη τη μέρα,
έδωσες “τόπους για ανασκαφή”.
Χίλια τα χρόνια σου “ΠΟΛ-ΠΟΛ” να είναι,
φρέσκος, με όνειρα, για πάντα μείνε,
να μη σου καίγεται ούτε καρφί.
Και αυτοδύναμος νά ‘σαι “Πολίτη”,
δίχως κανένανε συγκυβερνήτη,
κάθε σου χρέος να παραγραφεί.
Δύ-στιχος
Σε ευχαριστώ πολύ Δύ-στιχε! Είναι συγκινητικό το ποίημά σου, μα πιο πολύ που θυμήθηκες την επέτειο μου, που δεν …θυμήθηκα εγώ.
Σου εύχομαι ευ-τυχία και ευ-στιχία, όπως πάντα.