«Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα». Γιώργος Σεφέρης
Ποια Ελληνική λέξη είναι αρχαία και ποια νέα; Γιατί μια Ομηρική λέξη μας φαίνεται δύσκολη και ακαταλαβίστικη;
Οι Έλληνες σήμερα ασχέτως μορφώσεως μιλάμε ομηρικά, αλλά δεν το ξέρομε επειδή αγνοούμε την έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούμε.
Για του λόγου το αληθές θα αναφέρομε μερικά παραδείγματα για να δούμε ότι η Ομηρική γλώσσα όχι μόνο δεν είναι νεκρή, αλλά είναι ολοζώντανη.
Αυδή είναι η φωνή. Σήμερα χρησιμοποιούμε το επίθετο άναυδος.
Αλέξω στην εποχή του Ομήρου σημαίνει εμποδίζω, αποτρέπω. Τώρα χρησιμοποιούμε τις λέξεις αλεξίπτωτο, αλεξίσφαιρο, αλεξικέραυνο αλεξήλιο, Αλέξανδρος (αυτός που αποκρούει τους άνδρες) κ.τ.λ.
Με το επίρρημα τήλε στον Όμηρο εννοούσαν μακριά, εμείς χρησιμοποιούμε τις λέξεις τηλέφωνο, τηλεόραση, τηλεπικοινωνία, τηλεβόλο, τηλεπάθεια κ.τ.λ.
Λάας ή λας έλεγαν την πέτρα. Εμείς λέμε λατομείο, λαξεύω.
Πέδον στον Όμηρο σημαίνει έδαφος, τώρα λέμε στρατόπεδο, πεδινός.
Το κρεβάτι λέγεται λέχος, εμείς αποκαλούμε λεχώνα τη γυναίκα που μόλις γέννησε και μένει στο κρεβάτι.
Πόρο έλεγαν τη διάβαση, το πέρασμα, σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη πορεία. Επίσης αποκαλούμε εύπορο κάποιον που έχει χρήματα, γιατί έχει εύκολες διαβάσεις, μπορεί δηλαδή να περάσει όπου θέλει, και άπορο αυτόν που δεν έχει πόρους, το φτωχό.
Φρην είναι η λογική. Από αυτή τη λέξη προέρχονται το φρενοκομείο, ο φρενοβλαβής, ο εξωφρενικός, ο άφρων κ.τ.λ.
Δόρπος, λεγόταν το δείπνο, σήμερα η λέξη είναι επιδόρπιο.
Λώπος είναι στον Όμηρο το ένδυμα. Τώρα αυτόν που μας έκλεψε (μας έγδυσε το σπίτι) το λέμε λωποδύτη.
Ύλη ονόμαζαν ένα τόπο με δένδρα, εμείς λέμε υλοτόμος.
Άρουρα ήταν το χωράφι, όλοι ξέρουμε τον αρουραίο.
Τον θυμό τον αποκαλούσαν χόλο. Από τη λέξη αυτή πήρε το όνομα της η χολή, με την έννοια της πίκρας. Λέμε επίσης αυτός είναι χολωμένος.
Νόστος σημαίνει επιστροφή στην πατρίδα. Η λέξη παρέμεινε ως παλινόστηση, ή νοσταλγία.
Άλγος στον Όμηρο είναι ο σωματικός πόνος, από αυτό προέρχεται το αναλγητικό.
Το βάρος το αποκαλούσαν άχθος, σήμερα λέμε αχθοφόρος.
Ο ρύπος, δηλαδή η ακαθαρσία, εξακολουθεί και λέγεται έτσι – ρύπανση.
Από τη λέξη αιδώς (ντροπή) προήλθε ο αναιδής.
Πέδη, σημαίνει δέσιμο και τώρα λέμε πέδιλο. Επίσης χρησιμοποιούμε τη λέξη χειροπέδες.
Από το φάος, το φως προέρχεται η φράση φαεινές ιδέες.
Άγχω, σημαίνει σφίγγω το λαιμό, σήμερα λέμε αγχόνη. Επίσης άγχος είναι η αγωνία από κάποιο σφίξιμο, ή από πίεση.
Βρύχια στον Όμηρο είναι τα βαθιά νερά, εξ ου και τo υποβρύχιο.
Φερνή έλεγαν την προίκα. Από εκεί επικράτησε την καλά προικισμένη να τη λέμε «πολύφερνη νύφη».
Το γεύμα στο οποίο ο κάθε παρευρισκόμενος έφερνε μαζί του το φαγητό του λεγόταν έρανος. Η λέξη παρέμεινε, με τη διαφορά ότι σήμερα δεν συνεισφέρουμε φαγητό, αλλά χρήματα.
Υπάρχουν λέξεις, από τα χρόνια του Ομήρου, που ενώ η πρώτη τους μορφή μεταβλήθηκε – η χειρ έγινε χέρι, το ύδωρ νερό, η ναυς έγινε πλοίο, στη σύνθεση διατηρήθηκε η πρώτη μορφή της λέξεως.
Από τη λέξη χειρ έχομε: χειρουργός, χειριστής, χειροτονία, χειραφέτηση, χειρονομία, χειροδικώ κ.τ.λ.
Από το ύδωρ έχομε τις λέξεις: ύδρευση υδραγωγείο, υδραυλικός, υδροφόρος, υδρογόνο, υδροκέφαλος, αφυδάτωση, ενυδρείο, κ.τ.λ.
Από τη λέξη ναυς έχομε: ναυπηγός, ναύαρχος, ναυμαχία, ναυτικός, ναυαγός, ναυτιλία, ναύσταθμος, ναυτοδικείο, ναυαγοσώστης, ναυτία, κ.τ.λ.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα παραδείγματα προκύπτει ότι:
- Δεν υπάρχουν αρχαίες και νέες Ελληνικές λέξεις, αλλά μόνο Ελληνικές.
- Η Ελληνική γλώσσα είναι ενιαία και ουσιαστικά αδιαίρετη χρονικά.
- Από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα προστέθηκαν στην Ελληνική γλώσσα μόνο ελάχιστες λέξεις.
- Η γνώση των εννοιών των λέξεων θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι μιλάμε τη γλώσσα της ομηρικής ποίησης, μια γλώσσα που δεν ανακάλυψε ο Όμηρος αλλά προϋπήρχε πολλές χιλιετίες πριν από αυτόν.
@Συντάκτη του ως ανώ: Με αυτό το πλευρό κοιμόμαστε … Σε πείσμα του πνεύματος του παραπάνω και των ομοϊδεατών του, η γλώσσα είναι πολύ πιο πλούσια απ’ ότι θά ‘θελε.
Πολλές λέξεις που μεταχειριζόμαστε σήμερα, απλά εισήχθησαν στο λεξιλόγιο κατά τον 19ο και κυρίως τον 20ο αι. όταν χρειάστηκε να περιγραφούν πράξεις και πράγματα που μέχρι τότε απλά δεν υπήρχαν, ως νεολογισμοί και αντιδάνεια. Κι όταν γενιόταν αυτό που κατανοούμε ως Νέα Ελληνικά -καλά δεν έχετε διαβάσει τη ‘Βαβυλωνία’;
Λ.χ. το ομηρικό τηλε- σύμφωνα με τον συντάκτη:
“Με το επίρρημα τήλε στον Όμηρο εννοούσαν μακριά, εμείς χρησιμοποιούμε τις λέξεις τηλέφωνο, τηλεόραση, τηλεπικοινωνία, τηλεβόλο, τηλεπάθεια κ.τ.λ.”
Βέβαια, ούτε ο Οδυσσέας είχε πάρει 20 τόσα χρόνια την Πηνελόπη του ένα τηλέφωνο, ούτε η τηλεόραση αναμετέδιδε κάθε βράδυ αποκλειστικά από την Τροία και άλλα τινα.
Όταν ο Galileo Galileo τρόχιζε τα γιαλιά του και χρειάστηκε να δωθεί όνομα στην εφεύρεση, αρχικά προτάθηκε το μακροπτικόν. Αυτό μετασκευάστηκε σε τηλεσκόπειο για να είναι πιο κοντά στην γλώσσα του Ομήρου -αλλά από Ουμανιστές της Αναγγέννησης.
Τώρα χρειάζεται να παραθέσω πότε εφευρέθηκε, ονομάστηκε, και από ποιόν το τηλέφωνο;
Το τηλέφωνο και η τηλεπάθεια είναι κουβέντες του 19ου αι. Όπως και το υποβρύχιο, που πρωτοβρέθηκε στον πάτο της θάλασσας -που αν τον έλεγες σε θαλασσινό ‘βρύχια’ θα σε κοίταζε σαν … χάνος- ως submarine στον Εμφύλιο Βόρειοι – Νότιοι.
Ο χολωμένος δεν έχει να κάνει με τον χόλο, παρά με τη θεωρία των τεσσάρων χυμών του Γαληνού. Σύμφωνα με αυτή, η συμπεριφορά του ανθρώπου επιρρεάζεται από το ποσοστό των τεσσάρων χυμών -αίμα από την καρδιά, φλέγμα από τον εγκέφαλο, μαύρη χολή (παγκρεατικό υγρό) και κίτρινη χολή. Ο χολερικός είναι ο χολωμένος. Αν έχουν απώτερη κοινή ρίζα, κάθου γύρευε και πέσ’τα και του … κατά Σουσού ‘λαουτζίκου’.
Η αγχόνη για τους αρχαίους ήταν άγνωστη. Αλλά και για τους νεότερους, μόνον η καρμανιόλα ήταν γνωστή, μέχρι που να χρειαστεί λέξη ‘καθαρά’ ελληνική. Και η κρεμάλα παραήταν λαϊκή για δαύτους, οπότε βάρει τη λόγια αγχόνη για να σπαζοκεφαλιάζονται οι μαθητές για το πως γράφεται. Μία συγγένισά της λέξη, παλιότερη, η αγκούσα, που δηλώνει τους πόνους της ετοιμόγεννης είχε άλλη εξέλειξη.
Στην επιχειρηματολογία την προβληματική η επιλογή των καλών και συμφερόντων είναι συχνή:
η ναυς που μας είχε αφήκει χρόνους από το μεσαίωνα εγίνηκε πλοίο αλλά και πλεούμενο, καράβι, κάτεργο και ων ουκ έστι.
η χειρ εγίνηκε χέρι και μπράτσο.
Λέξεις όπως αναλγητικό ή χειραφέτηση < emancipation : γυναικεία χειραφέτηση με αναφορά στην τελετουργικη emancipatio των Ρωμαίων δούλων της αρχαιότητας, είναι νεολογισμοί.
Και φυσικά επιλέγονται λέξεις που δεν παράλλαξαν το νόημα. Εκείνες όμως που παράλλαξαν; Ο Όμηρος όταν λέει αξίνη δεν εννοεί τη δική μας αξίνα, παρά μάλλον δίκοπο πελέκι.
Η διάκριση μεταξύ αρχαίας και νέας σε μία γλώσσα είναι δεδομένη. Ακόμα και σε γλώσσες με πολύ πιο περιορισμένη (καταγεγραμμένη) εξέλιξη, όπως τα Αγγλικά, τα Γαλλικά ή τα Ολλανδικά γίνεται λόγος για Old English, Old French και Οld Dutch, αντίστοιχα.
Και μπήκαν -και βγήκαν- άπειρες λέξεις. Ένθεν κακείθεν. Όσο για τα χιλιάδες χρόνια … αυτά θα μας φάνε.
Ετυμολογείστε πρώτα τις άπειρες μη ελληνικές λέξεις της Αρχαίας που δηλώνουν πως οι αρχαίοι ημών και υμών δεν είχαν τα συμπλέγματα των νεοτέρων, και μετά μιλάμε …
Γλωσσολόγος δεν είμαι, αλλά με τα φτωχά μου … ελληνικά.
@ Αυτό που μου αρέσει τα μάλα (όχι, ο μαλάκας δεν έχει ρίζες εδώ), είναι το να συμφωνούν διαφωνούσες ή να διαφωνούν συμφωνούσες δύο απόψεις. Διότι αυτό συμβαίνει, εν πολλοίς, μεταξύ Don Basilio και αρθρογράφου.
Ποια η διαφωνία ως προς την επιβίωση του «τήλε» στις νεοπαγείς τηλέφωνο (τήλε+φωνή), τηλεόραση (τήλε+ορώ, όρασις) κ.λπ.; Καμμία.
Φυσικά, φυσικώτατα, η γλώσσα, ως ζωντανός οργανισμός που είναι, ουδ’ επί στιγμήν έπαυσε να εξελίσσεται. Το ίδιο φυσικά, όσο μάλιστα η διά ζώσης –και όχι μόνον– επικοινωνία μεταξύ αλλογλώσσων λαών με τον καιρό κατέστη εύκολη υπόθεσις, οι γλωσσικές επιρροές, τα δάνεια (αλλά και τα αντιδάνεια) πολλαπλασιάστηκαν. Στον βαθμό μάλιστα που, ιδιαιτέρως σήμερα και προκειμένου να ελεγχθή και διαπιστωθή η καταγωγή μιας λέξεως, πρέπει κανείς να έχη σπουδάσει την Γλωσσολογία, χωρίς αυτό να ορίζη το αλάνθαστο.
Και θα συμφωνήσω με τον Don Basilio στο ότι «Η διάκριση μεταξύ αρχαίας και νέας σε μία γλώσσα είναι δεδομένη». Πλην, η διάκρισις αυτή δεν ορίζει δύο γλώσσες, αλλά δύο ιδιώματα της αυτής γλώσσας. Δεδομένη λοιπόν είναι και η ιστορική τους συνέχεια, δηλαδή το «εν και ταυτόν» τους.
Ώστε θα μπορούσαμε λοιπόν σήμερα να μιλήσουμε την «γλώσσα» του Ομήρου; Όχι, βεβαίως – ούτε καν αυτήν του Πλάτωνος, του Επικούρου, του Κέλσου.
Θα μας βοηθούσε αν τις διδασκόμεθα, ακόμη και με όποιαν επιδερμικότητα; Βεβαίως και, μάλιστα, τα μάλιστα!
Τώρα, φίλε Don Basilio, μπορεί η «ναυς» να μας άφησε χρόνους, αλλά ο ναύκληρος; το ναυπηγείο; η ναυτιλία;
Θα συμφωνήσω άραγε με τον τελευταίο αφορισμό του Don Basilio: «Ετυμολογείστε πρώτα τις άπειρες μη ελληνικές λέξεις της Αρχαίας που δηλώνουν πως οι αρχαίοι ημών και υμών δεν είχαν τα συμπλέγματα των νεοτέρων, και μετά μιλάμε»;
Ναι, αν δεν υπήρχε αυτό το «άπειρες». Διότι ο «πόλεμος» μεταξύ σανσκριτιστών, φοινικιστών, σουμεριστών (ακόμα: ινδοευρωπαϊστών!!!) και ελληνιστών αφορά στο ποια γλώσσα υπήρξε η μήτρα των γλωσσών. Και επειδή περί το ζήτημα αποδείξεις δεν υφίστανται παρά μόνον αποχρώσες ενδείξεις, πάει κι έρχεται το «γιατί δύο;», «αμ’ πόσα;». Και θα μπορούσα να επικαλεσθώ μία πλειάδα Ευρωπαίων σε συνηγορία υπέρ της Ελληνικής, αλλά έχει αυτό κάποια αξία; Το οποίον ορίζει το «άπειρες» τουλάχιστον ως υπερβολή. Ας είναι ό,τι είναι, πέραν του ότι αυτό είναι άλλο θέμα.
Σήμερα ο αφορισμός αυτός στέκει, διότι στην παραγωγή πολιτισμού (όχι μόνο στην μουσική και λογοτεχνία, αλλά κατά βάσιν στις επιστήμες, την έρευνα δηλαδή) είμαστε ουραγοί. Και αυτό έχει τις συνέπειές του και στην καθημερινή Ελληνική, η οποία με τα «players», τα «brake», τα «hello», τα «super», τα «like» και όσα άλλα οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στον αφανισμό. [Άλλο τεράστιο θέμα αυτό.]
Το ότι όμως η Νεοελληνική συνιστά την αδιάσπαστη συνέχεια της Αρχαίας, ως εξελιγμένης και πολύ περισσότερο επηρεασμένης, με δάνεια και αντιδάνεια, γλώσσας (ιδιώματος), δεν αμφισβητείται.
Για να καταστή πιο αντιληπτή η θέσις μου, επειδή ο χώρος δεν επιτρέπει κι άλλη επέκταση, ορίστε το κλείσιμο του αρθοργράφου:
«Η γνώση των εννοιών των λέξεων θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι μιλάμε τη γλώσσα της ομηρικής ποίησης, μια γλώσσα που δεν ανακάλυψε ο Όμηρος αλλά ΠΡΟΫΠΗΡΧΕ πολλές χιλιετίες ΠΡΙΝ από αυτόν».
Λες και η γλώσσα του Ομήρου είναι δυνατόν να ΠΡΟΫΠΗΡΧΕ πολλές χιλιετίες ΜΕΤΑ από αυτόν. Αρκούσε βέβαια το «προϋπήρχε αυτού». Αλλά το να ασχολήται κανείς με την γλώσσα, προϋποθέτει γνώση των βασικών, τουλάχιστον, κανόνων συντάξεως και εκφράσεως. Τα άλλα έπονται. Ο δε μη κατέχων αυτήν «παίζει εν ου παικτοίς».
Εν τέλει: Ναι, χιλιάδες «ομηρικές γλώσσες» (λέξεις) επιβιώνουν στην Νεοελληνική. Το χειρότερο είναι πως ΜΟΝΟΝ αυτές επιβιώνουν και ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ. Δυστυχώς.
@nicolaos demonicos: Σας χαιρετώ, κι ας με βάζετε στο ίδιο σακί με τον αρθογράφο, τον κατ` εμέ συντάκτη. Και κατά το δημώδες, γουρούνι και γουρούνι από το ίδιο σακί δεν είναι ίδια.
Θα προτιμούσα να διαφωνώ συμφωνώντας μαζί σας.
Ως προς το `εν και ταυτόν` θα μπορούσα να το δεχθώ, αν δεχόμουν ότι οι Αρχαίοι Έλληνες είναι `εν και ταυτόν` με τους Νέους Έλληνες. Αλλά εδώ μπαίνουμε σε κουβέντες πιο μπλεγμένες -κι επικύνδινες- από της μουρλής τα μαλλιά.
Οι `επιρροές` πάλι, είναι όρος που τελευταία αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα και σκεπτικισμό από την έρευνα. Το πέρασμα πολιτιστικών και πολιτισμικών -ανάμεσα στα οποία και γλωσσικών- στοιχείων από λαό σε λαό έγινε, και γίνεται με τρόπους πιο περίπλοκους.
Μήτρες και `μητέρες γλώσσες` έχουμε αφήσει πίσω από καιρό. (Νοερές) οικογένειες γλωσσών ακόμα ξεχωρίζουμε, για τις ανάγκες τις έρευνας. Ότι η Καδμεία της Θήβας μαρτυρά εγκατάση ανατολικών που -τι να κάνουμε- θα τους πούμε Σημίτες, με αυτό το εξόφθαλμο qedem (ανατολή), για τους γνώστες είναι σχεδόν αυταπόδεικτο. Όπως και ο κάδος με αντίστοιχη λέξη σε σημιτικές γλώσσες qad κλπ.
Το πως έγιναν οι επαφές αυτές, αφού εγκαταστάσεις ανατολικών στον Ελλαδικό χώρο είχαμε πριν την εποχή που περιγράφουν τα Έπη, αλλά και εμπόρια και μισθοφόρων από τις πόλεις της Ελλάδας στην Ανατολή αντίστοιχα, είναι ζητούμενο της έρευνας.
Εξ ου και συγχωρείστε μου το άπειρες, γιατί ακόμα δεν είμαστε βέβαιοι για το ποιες από τις λέξεις αυτές έχουν ρίζα ελληνική, και ποιες όχι. Προς το παρόν δεν μπορούμε να τις μετρήσουμε.
ΥΓ
Σχετικά με το ναυπηγείο, κι αυτό νεκραναστήθηκε μετά το 1832 όταν χρειάστηκε μια γλώσσα να μιλιέται στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Αλλού το έλεγαν αρσανά, αλλού ταρσανά, αλλού νταρσανά, αλλού αρσενάλε, αλλού … Το ναύκληρο μάλλον τον λέγαν παντού στα νησιά μούτσο, που είναι βενετσιάνικο. Οι Τουρκόφωνοι δεν ξέρω πως τον λένε. Ναυτιλία -μου βάζετε δύσκολα, αλλά χρειαζόταν άραγε ο όρος;
Μάλλον θα ξέρετε το γνωστό ιστορικό ανέκδοτο με τον λόγο κατά τον ερχομό του Όθωνα, που τελειώνοντας, ο αρχαϊστής έδωκε το πρόσταγμα: `Πυρ κροτοβόλε`. Αν δεν βροντοφώναζε ο Θοδωράκης: ΄Φωτιά, μωρέ`, τα κανόνια ακόμα άκαπνα θα ήταν.
Το καλοκαίρι του 1978, στο ξενοδοχείο Zante Beach στο Λαγανά, έμεινε για δύο βδομάδες ένας γερμανός, (νομίζω αξιωματικός του γερμανικού στρατού), που μίλαγε καλά ελληνικά. Την εποχή εκείνη, οι ξαπλώστρες δεν ήταν μόνιμες στην αμμουδιά, κι ούτε αποτελούσαν σετ με τις ομπρέλες. Τις μάζευαν κάθε σούρουπο από την παραλία και τις άφηναν δίπλα από το αναψυκτήριο. Τη δεύτερη μέρα της διαμονής του, έγινα μάρτυρας του πάρα κάτω διαλόγου, μεταξύ του γερμανού, που ζητούσε μιά ξαπλώστρα και μιάς (ελληνίδας) καμαριέρας:
Γερμανός: Καλημέρα σας. Πού μπορώ να βρώ ένα ανάκλιντρο;
Ελληνίδα: Τί είναι αυτό;
Γ: Χμμ, ένα… κρεββάτι για θάλασσα… για άμμο…
Ε: Ένα φουσκωτό στρώμα για τη θάλασσα;
Γ: Όχι, όχι, ένα… σαίζ-λόνγκ…
Ε: Εμ, πες το ελληνικά να καταλάβουμε…
@ Ούτε κατ’ ιδέαν, που λένε, φίλτατε Don Basilio, σε βάζω στο ίδιο σακί με τον συντάκτη. Αλλοίμονο! Κατ’ ουσίαν διαφώνησα με το «άπειρες», ακριβώς για τον λόγο που και συ επικαλείσαι: Την αδυναμία ελέγχου καταγωγής των ριζών. Διότι η περαιτέρω μορφοποίησις εξ αυτών λέξεων ήταν αντικείμενο των λεξιπλαστών κάθε εποχής, είτε αυτή ανάγεται στην εποχή του Κάδμου, είτε στην ομηρική, την προομηρική και πάει λέγοντας. Ούτε ο Ηρόδοτος με τα «δοκέει» του μπορεί να εκληφθή κατά γράμμα. Ή θα ξεχάσουμε τον Δούρειο Ίππο του Παλαιφάτου;
Βεβαίως η αναφορά στο «εν και ταυτόν» περιορίζεται, όπως βλέπεις, στην γλώσσα ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ, διότι κατά τα λοιπά… «θου, Κύριε» και βάλε να πάνε, πήγανε!
Βεβαίως οι «επιρροές» συνιστούν απλουστευμένο όρο συνεννοήσεως, διότι άλλοιώς τα κατεβατά επεξηγήσεων τελειωμό δεν θα είχαν.
Βεβαίως τα δάνεια είναι ιστορία πιο παλιά κι από την χρήση του πηλού, αλλά άντε να βρης πότε, ποιος, από ποιον – τρεχαγύρευε δηλαδή. Αργότερα μπήκαν στην μέση και τα αντιδάνεια κι η σούπα έγινε τουρλού του κερατά.
Και μία παρατήρηση: Δεν έχει σημασία το πότε και για ποιους λόγους οι «καθαροί» θέλησαν τον ταρσανά «ναυπηγείο» και τον μούτσο «ναύκληρο, σημασία έχει ότι η λέξεις αυτές κατάγονται από καθαρά -μέχρι σήμερα αυτό πιστεύεται- ελληνικές λέξεις. Εξ άλλου ουδείς σήμερα θα πη «τρέξτε, έπιασε πυρ ένα σπίτι» τηλεφωνώντας στην πυροσβεστική. Όπως και δεν θα ρωτήση τον φίλο του ιδιοκτήτη του καιόμενου: «έχεις κάνει φωτιασφάλεια;».
Τέλος, δεν με απασχολεί το «ντουβάρι» όσο γίνεται «του ντουβαριού». Κι άσε τους λάτρεις της κατασκευασμένης «Καθαρής» να το στέλνουν στο πυρ το εξώτερον. Αλλά «πάμε σ’ ένα brake και επιστρέφουμε σε λίγο» με εκνευρίζει. Το δε «της συμπαγής μάζας» και τα παρεμφερή με βγάζουν απ’ τα ρούχα μου.
Ναι, το του Γέρου και το του Ζακύνθιου ΚΑΣ σηματοδοτούν το πρώτο την αρτηριοσκλήρωση εκείνων οι οποίοι δεν θεωρούν την γλώσσα ζώντα οργανισμό, το δεύτερο αφ’ ενός την παθογένεια της Παιδείας μας (η οποία προκάλεσε την απέχθεια γενεών επί γενεών προς την Αρχαία – έγκλημα με ανυπολόγιστες συνέπειες) και αφ’ ετέρου τον άκρατο μιμητισμό του Ελλαδίτη – πες το ξενομανία.
Όπως και να ‘ναι, βράσ’ τα, φίλε μου… βράσ’ τα!
@nicolaos demonicos: Καλημέρα σας και καλή σας εβδομάδα -ολοψύχως και χωρίς επιφύλαξη (όχι ότι το άνευ επιφυλάξεως θα με πείραζε, αν ήταν ανεπιτήδευτο, κι όχι ντε και καλά γιατί έτσι το επιτάσσει γύρευε τι …).
Αλίμονο, με παραπέμπετε στο ‘Μάθε παιδί μου γράμματα’ του Πτωχοπρόδρομου. Μ’ άλλα λόγια όσοι με κάτι ‘ελληνικούλια’ εξασφάλισαν μια ‘θεσούλα’ (ή και ‘θεσάρα’ -τόμου διαμορφώνουν και την κοινή λεγομένη άποψη, αλλά και τον τρόπο που μιλάμε), υπήρξαν ευτυχέστεροι όσων καθόμασταν να … παραμορφωθούμε.
Όσο για την ξενομανία, από τότε που μήδιζαν οι κατά τ’ άλλα νικητές των Περσικών πολέμων -στο ντύσιμο εννοώ- το έχουμε στο αίμα μας … Αλλά ας απάγω εαυτός της βλασφημίας, αφού νοιώθω συγγενέστερος του Καστριώτου παρά του Περικλέους.
Δεν θυμάμαι ποιος χρονικογράφος της Επτανησιακής σχολής (δεν πιστεύω ο Ξενόπουλος) περιγράφει μια σκηνή από Ιόνιο δικαστήριο που ένας μάρτυρας τολμάει να χρησιμοποιήσει τη λέξη λυχνάρι κι αφού ο κριτής προς στιγμήν … μπλοκάρει, όταν καταλάβει περί τίνος πρόκειται τον ΄λούζει’ και του λέει πως δεν μπορούσε να βρει άλλη, πιο κατάλληλη, όπως λούμινο, λάμπα και τα τοιαύτα (!).
Επιμένω για τον μούτσο και τον ταρσανά. Άλλωστε ex oriente lux, ex occiedente lex …
@ Don Basilio: Εγώ να καλησπερίσω και να ανακράξω στεντορεία τη φωνή «ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΙΟ!». Τα «ελληνικούλια» -και όχι μόνον από απόψεως γλώσσης- καθοδηγούσαν και διαμόρφωναν την «κοινή» (γνώμη, πές την, γλώσσα πες την, αλλά κι αλλιώς να την πης, και σκέτη να την αφήσης, δεν πέφτεις έξω).
Γιατί όμως επιμένεις στον μούτσο και τον ταρσανά; Αφού γίνεται «του μούτσου» και «του ταρσανά», είναι απολύτως αποδεκτές από μένα.
Μήπως, βλέποντας τις καταλήξεις των τριτοκλίτων αλλά και των ρημάτων, σου πέρασε η ιδέα ότι θα μπορούσα να είμαι φίλος της «Καθαρής»; Μακριά από μένα! Η γλώσσα δεν προσφέρεται σε συσκευασίες ούτε επιβάλλεται με έμμεσα ή άμεσα (διδασκαλία της Καθαρευούσης τότε) διατάγματα.
Γεννιέται, αναπνέει, ζη, αρρωσταίνει (π.χ. η δικιά μας) και, ενίοτε, πεθαίνει. Αυτό φοβούμαι και για την βαρέως ασθενούσα Ελληνική. Διότι αν ένας λαός θα αντιμετωπίση σοβαρό υπαρκτικό πρόβλημα χωρίς γλώσσα (συγχώρα το άτοπο χάριν του παραδείγματος), μία γλώσσα χωρίς λαό όχι απλώς δεν μπορεί να επιβιώση – είναι νεκρή ήδη.
Καταλαβαίνεις τι εννοώ και γιατί φοβούμαι – δεν χρειάζεται κάτι περαιτέρω.
@nicolaos demonicos: Μακρία κουβέντα ανοίγουμε. Καταλαβαίνω τους φόβους σου – κι εγώ έχω που έχω αρκετούς από φυσικούς μου, έχω κι αυτούς που κυκλοφορούν εσχάτως ανάμεσά μας και δεν μπορώ να ξεδιαλύνω ποίοι είναι της κατηγορίας ‘θα πέσει ο ουρανός στα κεφάλια μας’ και ποίοι έχουν υπόσταση πιο απτή.
Τραβάω πολύ την κορδέλα αν επικαλεστώ παραδείγματα των λεγόμενων ΄Τουρκόφωνων (Χριστιανών) Ποντίων’, των Ελληνόφωνων Μουσουλμάνων ομοφύλων τους, ή και των Καραμανλήδων;
Προς το παρόν κατ’ εμέ, τον ’76 λίγο πριν να φέξει, ο ασθενής δεν είναι και του θανατά.
Ίσως να χρειαστεί η εφαρφμογή της συμβουλής εκείνου του Σκώτου γιατρού προς τον Δούκα της Υόρκης που με έκανε σήμερα να ματαύρω -προς στιγμή- το γέλιο μου: “Κάνε ό,τι κι ο Δούκας του Ουέλιγκτον: κόψε τις προμήθειες και η ακρόπολη θα πέσει από μόνη της”.
Μ’ άλλα λόγια, τι γυρεύουμε από μια Παιδεία που πρέπει να βομβαρδίζει τον έφηβο με πληροφορίες ουσιαστικά μάθε τέχνη κι άστηνε, να τον ξεστραβώνει να μιλεί δύο παραλλαγές μιας γλώσσας και άλλες δύο -!- και ταυτόχρονα οι ορμόνες του να μοιάζουν Ναπάλμ …
Και το έρμο αυτό πλάσμα να μην έχει την τύχη να γεννηθεί στον … Νίγηρα.
Μεταξύ μας και τα έκγονα των Βρετανών διαπιστώθηκε πως από τα δημόσια σχολεία ψιλοσκράπες βγαίνουν στα βασικά αγγλικά. Αλλά τουλάχιστον δεν τραβούν του λιναριού τα πάθη να μάθουν κονσέρβα γνώσεις που ο Τζόναθαν Σουϊφτ καφτιρίαζε στα ‘Ταξείδια του Γκιούλιβερ’ τον 17ο αι.! Και βρίσκουν και αντίκρισμα τα πτυχία τους που πάλι μεταξύ μας δεν είναι και τόσο της χρήσης.
Αλλά εκτρέπω την ήδη μεγάλη κουβέντα αλλού γι’ αλλού …
@ Don Basilio: Πράγματι, μακριά κουβέντα ανοίξαμε, αλλά και η πρόκλησις μεγάλη. Και, το χερότερο, φοβούμαι αδιέξοδη. Απαισιόδοξος; Είθε να διαψευστώ – ουδέποτε θα έχω αισθανθή μεγαλύτερη χαρά διαψευδόμενος.
Όσον αφορά στους Τουρκόφωνους Ποντίους και λοιπούς, ναι, ανοίγεις άλλο μεγάλο θέμα, που όμως έχει τον ίδιο παρανομαστή: Την κυβερνητική, άρα τους πολιτικούς (κάνε πωλητικούς;).
Έπειτα, εκείνος ο γιατρός καλά το είπε, αλλά αν στα καθ’ ημάς εφαρμοστή τέτοιο μέτρο, παναπή κόψιμο των προμηθειών, φαντάζεσαι κάποιον πολιτικάντη, όποιον, να αποδεχθή υπουργοποίησή του; Παρεκτός και με πείσης ότι οι επιδιώκοντες την εκλογή τους στο βουλευτικό (κάνε βολευτικό;) αξίωμα προβάλλοντες την «εκ των έσων τους πηγάζουσα ανάγκη προσφοράς εις την πατρίδα», τούτο έχουν σκοπό της ζωής τους και όχι (επ’ ευκαιρία, διότι χιλιάδες θα μπορούσαν να είναι τα κατηγορούμενα) την τσοχατζοπούλειο άσκηση φιλοπατρίας.
Ξέρεις, τώρα που το σκέφτομαι, και με δεδομένο ότι στην Αρχαία πολίτης=οπλίτης (και πέραν του ισοδυνάμου), μήπως στην Νεοελληνική πατρίδα=παρτίδα, ένεκα και του ισοδυνάμου;
Ως προς την Παιδεία, γνωρίζουμε και οι δύο πως Εκπαίδευσις είναι (ή έχει καταντήσει) πλέον. Βουνό το δίκιο σου στις σχετικές παραγράφους και φυσική η κατάληξις των εντός συνόρων, αφού οι κονσέρβες που σερβίρονται ενταύθα ληγμένες είναι και, ως εκ τούτου, ή δηλητηριώδεις, ή απλώς επικίνδυνες, ή, κατ’ ελάχιστον, μηδέ εν χρήσιμον συστατικόν δια τον πνευματικόν οργανισμόν περιέχουσες.
Υπερβολικός; Πιθανώτατα. Πόσο μακριά όμως από την εντός συνόρων πραγματικότητα;
@nicolaos demonicos: Κυριακή κοντή γιορτή … Για να δούμε η κάλπη τι θα πει. Και αν οι επερχόμενοι -εάν επέλθουν- δεν καταντήσουν σαν τους απερχόμενους -εάν απέλθουν.
Επιμένω να πιστεύω πως σε αρκετούς τα κίνητρα είναι αγαθά, αλλά είναι νόμος να εκφυλίζονται σε φαύλα. Πάνω – κάτω στο πνεύμα της ταινίας ΤΗΕ DEVIL’S ADVOCATE.
Το ταυτόσιμο του πολίτη σε οπλίτη δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ο θείος -όλων μας κατά την Σουσού του κάθε άλλο παρά καλοκάγαθου ‘δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη’- Πλάτων θεωρεί πως άλλοι ορίζουν το πολίτευμα κι άλλοι το φυλάνε. Οπόταν ανέλαβαν οι κύνες από φρουροί να είναι και ποιμένες εγίνηκε … της Χάιδως ή της Κούβας (και όχι, δεν θέλω να θεωρώ τη δραμαμίνη ή παρακεταμόλη είδος πολυτελείας και να μου στέλνει χαιρετισμούς ο σύντροφος Κου-Τσάβες).
Βέβαια ο Πλάτων δεν θα μπορούσε να φιγουράρει και στους πρωτοστάτες της τόσο χιλιομασημένης μείτε ‘chewing gum’ (η μαστίχα δεν είναι τόσο εύπλαστη) Δημοκρατίας (έχει γράψει ωραιότατα ο Διονυσάκης ο Ρώμας που χρημάτισε και βουλευτής. Το κείμενο είναι εκτενές. Δεν έχω OCR. Αν δεν το έχετε διαβάσει, αξίζει αυτόν τον καιρό μια ανάρτηση).
Και πολλοί μας.
Ο αφορισμός του δευτερότοκου γιου του Δούκα του Marlboro πιστεύω πως μας καλύπτε: “It has been said that democracy is the worst form of government except all the others that have been tried”. Αλλά μηγάρις κι ο Περικλής ήταν σπουδαίος Δημοκράτης; Ένας δημοκόπος ήταν που είδε πως δεν είχε μέλλον στην δική του παράταξη, έκανε μια ωραία ‘κωλοτούμπα’, πλάκωσε την Αθήνα σε έργα πνοής με λεφτά των συμμάχων και πιθανότατα των Περσών, την έκανε αξιοζήλευτη και από αυτή τη ζήλεια την έριξε στο φθόνο των μελανόζουμων και στη καταστροφή. Τοσαύτα για τον Χρυσούν Αιώνα που κράτησε δεν κράτησε 50 χρόνια …
Ως προς τις κονσέρβες, αλί, έτσι όπως το πάνε θα επιστρέψουμε στην εποχή του ‘ότι δεν βρωμάει, κι ότι δεν έχει αλλάξει χρώμα καταναλώνεται’ (εγώ το τηρώ βασικά, η ημερομηνία λείξης είναι ενδεικτική). Μόλις χθες βράδυ έβλεπα με φρίκη για τα αδιάθετα στρεβλά αγγούρια που οι μεταπτράτες δεν καταδέχονται από τους αγρότες γιατί, λέει, δεν συσκευάζονται εύκολα (ή μήπως για άλλο λόγο;). Προσωπικά δεν με θίγει, γιατί δεν τρώω αγγούρι, αλλά όσο νά ‘ναι. Και καλά οι κονσέρβες, τα σκουπίδια από τους κάδους; Αυτά είναι χειρότερα της περίφημης ‘Αθηναϊκής μαγιονέζας’ που το ψάρι ήταν φαγωμένο ήδη και σερβιριζόταν σε δεύτερη φάση -ή του κιμά σε τουριστικά θέρετρα για το Greek musaka που ήταν αλεσμένα αποφάγια.
Εντάξει, τώρα το ΤΙ ΠΡΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΝ μπορεί να ακουστεί. Αφού από τίτλο ενότητας ΠΑΡΕΞ ΓΛΩΣΣΑ κατάφερα να φτάσω στα … αγγούρια.
@ Don Basilio: Κατεβαίνω επειγόντως Αθήνα -δυστυχώς- για το πολύ δύο εβδομάδες – ευτυχώς. Ο χρόνος πιεστικός και θα περιοριστώ στον Πλάτωνα. Του οποίου η «Πολιτεία» αλλά και η πολιτεία λίγα έχουν να πουν σε ελευθέρως σκεπτόμενο, και ο οποίος γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν ήθελε τον πολίτη-οπλίτη, ώστε οι λιγώτεροι και ωρκισμένοι και εγκεφαλοπλυμένοι φύλακες να φυλάσσουν φυλακήν κατά τας Κριτίου και όποιου άλλου ομοίου του υποδείξεις/εντολές.
Ας μη το ανοίξουμε τώρα, στην επιστροφή μου οίκαδε θα έχω πιότερο χρόνο στη διάθεσή μου.
Άλλο «ψαχνό» κι ο άντρας της Ασπάσως. Αργότερα όμως.
Και για σκέψη – όχι ότι δεν έχει ήδη γεννοβολήσει: Αυτός ο Σωκράτης, τι μέρος του λόγου ήταν άραγε; Όχι τι ο Πλάτων μας λέγει εμμέσως και αμέσως, αλλά τι στην ευχή ήταν;
Σε χαιρετώ και εις το -επανιδείν δεν το λες- επανεπικοινωνείν.
@nicolaos demonicos: Με το καλό να ‘ρθεις και με το καλό να επανέλθεις -σε δύο βδομάδες δεν προλαβαίνεις να πάθεις και πολλά.
Για την ‘Πολιτεία’ λίγα μπορώ να πω και πολλά -δεν έχω εντρυφίσει τόσο, ούτε καν στις παραλλαγές της του Αυγουστίνου ή εκείνη της Ουτοπίας.
Μπορώ να πω πάντως πως τον Σωκράτη μόνο μέσω του Πλάτωνα τον προσεγγίζουμε. Αυτό είναι αναπόφευκτο, καθότι ο ίδιος ο super star παρέμεινε διδάσκαλος αλλά όχι και συγγραφέας. Η πρόσφατη (μάλλον παρωδία) της δίκης του, όπου ακούστηκαν, αν διάβασα καλά και ιαχές όπως Vive la France, και τα τοιαύτα, δεν ξέρω αν συμβάλλουν στον ‘μύθο’ του άντρα της Ξανθίππης.
Ποιος μπορεί να μου πει αρχαίες λέξεις που χρησιμοποιούμε σήμερα??
@ Μελάκι: Σε ένα ετυμολογικό λεξικό, αλλά και σε ένα λεξικό της ελληνικής γλώσσας θα βρείτε άπειρες τέτοιες λέξεις.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟΙΧΟΥΣ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ ΠΑΡΕ ΝΑ ΕΧΕΙΣ
ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν:
πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
5ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ:
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον: αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
10τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν.
ἔνθ᾽ ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον,
οἴκοι ἔσαν, πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν:
τὸν δ᾽ οἶον νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικὸς
νύμφη πότνι᾽ ἔρυκε Καλυψὼ δῖα θεάων
15ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν,
τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι
εἰς Ἰθάκην, οὐδ᾽ ἔνθα πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων
καὶ μετὰ οἷσι φίλοισι. θεοὶ δ᾽ ἐλέαιρον ἅπαντες
20νόσφι Ποσειδάωνος: ὁ δ᾽ ἀσπερχὲς μενέαινεν
ἀντιθέῳ Ὀδυσῆι πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν Αἰθίοπας μετεκίαθε τηλόθ᾽ ἐόντας,
Αἰθίοπας τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν,
οἱ μὲν δυσομένου Ὑπερίονος οἱ δ᾽ ἀνιόντος,
25ἀντιόων ταύρων τε καὶ ἀρνειῶν ἑκατόμβης.
ἔνθ᾽ ὅ γ᾽ ἐτέρπετο δαιτὶ παρήμενος: οἱ δὲ δὴ ἄλλοι
Ζηνὸς ἐνὶ μεγάροισιν Ὀλυμπίου ἁθρόοι ἦσαν.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε:
μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Αἰγίσθοιο,
30τόν ῥ᾽ Ἀγαμεμνονίδης τηλεκλυτὸς ἔκταν᾽ Ὀρέστης:
τοῦ ὅ γ᾽ ἐπιμνησθεὶς ἔπε᾽ ἀθανάτοισι μετηύδα:
‘
ὢ πόποι, οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται:
ἐξ ἡμέων γάρ φασι κάκ᾽ ἔμμεναι, οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ
σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ὑπὲρ μόρον ἄλγε᾽ ἔχουσιν,
35ὡς καὶ νῦν Αἴγισθος ὑπὲρ μόρον Ἀτρεΐδαο
γῆμ᾽ ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ᾽ ἔκτανε νοστήσαντα,
εἰδὼς αἰπὺν ὄλεθρον, ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς,
Ἑρμείαν πέμψαντες, ἐύσκοπον ἀργεϊφόντην,
μήτ᾽ αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν:
40ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρεΐδαο,
ὁππότ᾽ ἂν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης.
ὣς ἔφαθ᾽ Ἑρμείας, ἀλλ᾽ οὐ φρένας Αἰγίσθοιο
πεῖθ᾽ ἀγαθὰ φρονέων: νῦν δ᾽ ἁθρόα πάντ᾽ ἀπέτισεν.