Εδώ Ισθμοί και Τράπεζαι εκεί Προνομιούχοι,
ιδού καινούρια δόκανα για την καημένη φτώχια!
εις το κυνήγι βγήκανε οι κλεφτοπαραδούχοι,
να μπλέξουν απονήρευτους στα μαγικά των βρόχια.
Κι εις όλους μας υπόσχονται χρυσούς αιώνας πάλι,
δουλειές με φούντες, πρόοδο, παρά με το τσουβάλι.
Μακριά οι απονήρευτοι από τους τραπεζίτας,
κάνουν πως τάχα μετοχές δεν θέλουν να σας δώσουν,
κι έπειτα λεν κρυφά κρυφά στους δούλους των μεσίτας
στο κλεφτο-Χαβιαρόχανο τα φόντα να υψώσουν.
Είναι τεχνίται έμπειροι εις το επάγγελμά των,
κι αν κλέβουν, μην πειράζεσθε, το έχει η δουλειά των.
Πώς θα κερδίσουν και αυτοί να περπατούν χορτάτοι,
νάχουν λακέδες, άλογα, αμάξια με κουδούνια,
να μπαίνει η κυρία των κι η κόρη στο Παλάτι;
πρέπει διπλά στα είκοσι να πάρουν μιλιούνια.
Και αν κλεψιά το κέρδος των ο άπειρος το κρίνει,
αλλά για κέρδος έντιμον το θεωρούν εκείνοι.
Μπορείς να είσαι έμπορος, χωρίς λεπτό να κλέβεις;
μπορείς να δώσεις χρήματα και τόκο να μην πάρεις;
μπορείς σε ζήτημα παρά το δίκιο να γυρεύεις;
θέλεις δεν θέλεις, γίνεσαι ολίγο κατεργάρης.
Έτσι κι αυτοί, αν κάμποσα πουγγιά δεν ελαφρύνουν,
πρέπει ν΄ αλλάξουνε δουλειά, ή ποιηταί να γίνουν.
Αμμέ αυτός ο στρατηγός, που ήλθε εδώ πέρα
για να μας κόψει τον Ισθμό, αλλά με χέρια άδεια,
και όλη μας η υψηλή τον υπεδέχθη σφαίρα
με γέλια, με συμπόσια, χορούς, προπόσεις, χάδια;
Και τούτος δεν σας φαίνεται πως ξέρει τη δουλειά του
καλύτερα και απ΄ αυτούς, που τρέχουνε κοντά του;
Ε! τι να κάμει και ο Τουρ! θέλει κι αυτός να φάγει,
κι αφού με τη στρατηγική δεν μπόρεσε να ζήσει,
μες στης Κορίνθου βούτηξε τα γαλανά πελάγη
με την ελπίδα βέβαια πως κάτι θα κολλήσει.
Και τώρα να του λύσετε, φωνάζει, τα πουγγιά σας,
αλλιώς μονάχος δεν μπορεί να σμίξει τας θαλάσσας.
Λοιπόν σφικτά κρατήσετε την έρημή σας τσέπη,
και έχετε να κάμετε μ΄ ανθρώπους ένα κι ένα,
που τη δουλειά τους έμαθαν να κάνουν όπως πρέπει,
και σαν και σας δεν παίζουνε στης τύχης τα γραμμένα.
Ας βρουν κλειστή την κλειδαριά της φτωχικής σας κάσας,
να δουν και σεις πως ξέρετε λιγάκι τη δουλειά σας.-
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ (1853-1919) [Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ]
Από το περιοδικό Μη χάνεσαι, τόμος 3, αριθμός 286 (1882), σ. 7.
Ο Γ. Σουρής ιστορεί τα οικονομικά τέλη του 19ου αιώνα. Δίνει και συμβουλές.
Όλα ίδια κι απαράλλαχτα με τα προηγούμενα. Τέλη.
Νομίζω πως το πρώτο μεγάλο κραχ “μετοχών” ήταν εκείνο της πρώτης μετοχικής εταιρείας που ιδρύθηκε με στόχο και υπόσχεση τον πλούτο της “νεοαποκτηθείσας” αποικίας της Λουϊζιάνας. Μάλλον γάλλος ήταν ο λεβέντης ιδρυτής της εταιρείας πωλήσεως αέρα -τέλη του 16ου αιώνα, ίσως και αρχές 17ου, και μπορεί και να μην θυμούμαι και καλά- στους ευρωπαίους “επενδυτές”.
Τα παλαβά χρέη του γαλλικού θρόνου ήταν επείγοντα. Οι δανειστές με κοντά χέρια. Και τί να κάνει κι ο Louis με τις περούκες της Marie; Πιάστηκε απ’ την δική του κοτσίδα. Και μετά ήρθε, ως ήταν φυσικόν, η καταβαράθρωση της “αξίας” των μετοχών. Κι ήταν η θρυαλλίδα που άναψε την γαλλική επανάσταση κι “έσβυσε” στο αίμα της.
Αν έσβυσε…
Κι ήταν τότες που έπαιρνε τα πάνω της η δημιουργία της γαλλικής μεσαίας τάξης…
Τρομάρα της.
Ο ευφάνταστος ιδρυτής της εταιρείας πέθανε πάμπτωχος και κυνηγημένος.
Νομίζω εις Αλβιόνα.
Αργότερα ο Louis, και η Marie του, έμειναν χωρίς κεφάλι…
Και τί το χρειάζονταν το ρημάδι;
Άδειο από περιεχόμενο;;
Γιατί οι άνθρωποι δεν διδάσκονται. Εις τους αιώνας των αιώνων αμήν…
Η διαφορά -στα τώρα- είναι πως οι σχεδιάσαντες την οικονομική φούσκα καθαρίζουν απλώς με ένα “λυπούμαι δεν το ‘χα φανταστεί”. Τάδε έφη Άλλαν Γκρήνσπαν.
Μετά που τα καλά παιδιά έχουν σιγουρέψει την λεία που μάζεψαν όλα τα χρόνια των παχειών αγελάδων.
Και οι ταϊσαντες τις αγελάδες πνίγονται στο δάκρυ τους…
Κι ούτε μαντήλια δεν έχουν ν’ αγοράσουν…
Έχουν κι οι κοκκαλιάρες αγελάδες ανάγκες επιβίωσης…