Αν λάβει κανείς υπόψιν του ότι το Θέατρο Badminton διαθέτει χωρητικότητα 2.300 ατόμων και το γεγονός ότι ελάχιστες θέσεις ήταν κενές, σίγουρα 2200 Επτανήσιοι έδωσαν χθες 2 Απριλίου το “παρών” στη Συναυλία-αφιέρωμα στην επτανησιακή μουσική, που οργανώθηκε στο πλαίσιο του κύκλου συναυλιών «Θέματα της ελληνικής μουσικής και του ελληνικού τραγουδιού», που διευθύνει εκεί ο συνθέτης Μιχάλης Κουμπιός, υπό την αιγίδα της Ένωσης Επτανησίων Ελλάδος και την σύμπραξη επτανησιακών πολιτιστικών συλλόγων.
Ασφαλώς η αναγγελία του προγράμματος ως “Απ’ τούς κλασσικούς συνθέτες και ποιητές της ως το λαϊκό τραγούδι της Καντάδας και της αριέττας” διέθετε κάτι από την …επτανησιακή υπερβολή, αφού μια στοιχειώδης και μόνο περιδιάβαση του τεράστιου αυτού χώρου δεν θα μπορούσε να χωρέσει σε μια συναυλία, ακόμη και διάρκειας τριών ωρών, όπως η χθεσινή. Πιο πολύ ήταν εκείνο που δήλωνε ο υπότιτλος της διοργάνωσης. Δηλαδή ένα πολύ ωραίο πρόγραμμα με δημοφιλή “σερενάτες, βαρκαρόλες, λεμβωδίες, άριες, ντουέτι, καντάδες και αρέκιες” του Ιονίου.
Εννοείται πως αυτό δεν είναι κάτι που μείωσε τη σημασία ή την καλλιτεχνική αξία της. Αντιθέτως, την έκανε εξαιρετικά ευχάριστη και διασκεδαστική, πόσο μάλλον που ο επαγγελματισμός που τη διέκρινε της προσέδωσε υψηλή καλλιτεχνική αξία, συγκίνηση, αλλά και μια διάσταση καινοτομίας σε σχέση με προηγούμενες ανάλογες διοργανώσεις.
Ο επαγγελματισμός οφειλόταν πρωτίστως στην πείρα, την ευαισθησία και την ικανότητα του κεφαλονίτη μαέστρου Παναγή Μπαρμπάτη. Ο τελευταίος έχει κάνει μια εξαίρετη επιλογή επαγγελματιών καλλιτεχνών και έχει διαμορφώσει τη “Χορωδία Λυρικών καλλιτεχνών και Μαντολινάτα Παναγή Μπαρμπάτη”. Φροντίζει δε να μετακαλεί εξαιρετικούς σολίστ, όπως στην προκειμένη περίπτωση τον Αντώνη Κορωναίο και τον Διονύση Σούρμπη, αλλά και τους Νίκο Μηνιάτη, Λεωνίδα Αντύπα και Χρήστο Αμβράζη.
Είναι εμφανές πως τον μαέστρο τον απασχολεί η “αναπαλαίωση” των μουσικών ακουσμάτων της Επτανήσου. Κάτι το εύλογο και χρήσιμο, αφού ο σημερινός ακροατής έχει πολύ διαφορετικό ρυθμό ζωής, αλλά και πολύ πιο “βίαια” ακούσματα, από εκείνον της εποχής που αυτά τα μουσικά έργα συντέθηκαν και πρωτοτραγουδήθηκαν. Η αναπαλαίωση όμως είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Προυποθέτει ικανότητα και γνώσεις τέτοιες που δεν θα θίξουν τον δημιουργό κάθε κομματιού, την παράδοση που κουβαλάει το κομμάτι , τις αρχές του μουσικού είδους κάθε φορά, αλλά και την εικόνα για το κάθε άκουσμα που έχει ήδη διαμορφωμένη στο υποσυνείδητό του ο σημερινός ακροατής. Είναι όντως αξιοθαύμαστη η δεξιοτεχνία με την οποία πραγματοποιεί ο Παναγής Μπαρμπάτης αυτήν την “αναπαλαίωση” και το πόσο καταφέρνει να αυξήσει την προσληψιμότητα της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής από τον σημερινό ακροατή, ιδίως τον νεώτερης ηλικίας.
Βέβαια, η “αρέκια”, είναι “αλ ορέκκιο”, δηλαδή με το αυτί, με άλλα λόγια χωρίς μουσικά όργανα και καλό είναι να διατηρηθεί έτσι, έστω κι αν ο μαέστρος έβαλε να τη συνοδεύουν απλώς και μόνο τα ακομπανιαμέντα από δυο κιθάρες. Κάτι ήξεραν οι γεννήτορες που την ήθελαν “ακαπέλα”. Και να μην ήξεραν, έτσι τους άρεσε και πρέπει να το σεβαστούμε.
Η χθεσινή συναυλία δεν ήταν σαν τις άλλες που έχουμε στο παρελθόν παρακολουθήσει ως εμιγκρέ της Αθήνας, σπρωγμένοι στην ξενητειά κυρίως από την καταστροφή των σεισμών του 1953. Δεν προκαλούσε απλώς αναμνήσεις και νοσταλγίες , αλλά και γνήσια καλλιτεχνική συγκίνηση. Και ο κύριος συντελεστής αυτής της συγκίνησης ήταν ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης.
Είναι μόλις 33 ετών, ξεκίνησε να τραγουδά στην ταβέρνα του πατέρα του στην Ζάκυνθο -μεγάλο σχολείο αυτό και σπουδαίος φορέας της παράδοσης- πρόλαβε να περάσει από λαμπρές σπουδές, μεγάλες υποτροφίες, σπουδαία βραβεία και εμφανίσεις και μεγάλα θέατρα, και ο επόμενος σημαντικός καλλιτεχνικός σταθμός του θα είναι το Covent Garden του Λονδίνου, που τον κάλεσε να εμφανισθεί για δύο σαιζόν, θέατρο που το παλιό αναγεννιέται και το καινούριο γεννιέται.
Ο Διονύσης Σούρμπης είναι βαρύτονος, επειδή τραγουδιστικώς κάτι πρέπει να είναι. Στην ουσία είναι πρωταγωνιστής. Όταν τον βλέπεις και τον ακούς σύντομα παύεις να αξιολογείς τη φωνή του, επειδή σε κατακλύζει η ψυχή του. Οι φωνητικές του ικανότητες είναι όντως μοναδικές. Κι άλλοι, πάρα πολλοί όμως είχαν εντυπωσιακές φωνές. Ελάχιστοι από αυτούς , όπως η Μαρία Κάλλας, μπόρεσαν να συνδυάσουν τις φωνές τους με υψηλή υποκριτική, με θεατρική ερμηνεία. Όσοι διέθεταν παράλληλα με την ωραία φωνή και το σχετικό ταλέντο ηθοποιού. Πολλοί το προσπάθησαν, αλλά δεν το πέτυχαν. Δεν μπορείς να υποκριθείς την υποκριτική. Το συναίσθημα, η ψυχή περνά στο κοινό, μόνο αν υπάρχει, δηλ. μόνο αν πάσχει ο καλλιτέχνης. Και τότε και μόνο τότε προκαλείται στον θεατή η συγκίνιση. Όταν απλώς προσποιείται πάθος και δράμα ο λυρικός καλλιτέχνης το μόνο που καταφέρνει είναι να γίνεται καρικατούρα, πρόσφορη πολλές φορές για υπομειδίαμα.
Δίπλα μου στη χθεσινή παράσταση ένας επτανήσιος έκανε χαμηλόφωνα ένα σχόλιο που έδωσε την σαφέστερη περιγραφή της καλλιτεχνικής υπόστασης του Διονύση Σούρμπη: “Καλοί είναι ούλοι, αλλά άμα τραγουδάει ο Σούρμπης η τρίχα μου σηκώνεται, χωρίς να το θέλω”.
Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται για τους μεγάλους ρόλους. Αλλοι δεν γίνονται καν καλλιτέχνες, άλλοι στηρίζονται μόνο σε όσα ο θεός τους προίκισε. Τους μεγάλους ρόλους θα τους παίξουν όσοι αξιοποιούν εκείνο για το οποίο γεννήθηκαν με γνώση, άσκηση, διαρκή προσπάθεια και καλλιτεχνικό ήθος. Όλα δείχνουν πως ο Διονύσης Σούρμπης θα είναι το αμέσως επόμενο καύχημα της Ελλάδας στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα, επειδή με προσήλωση και σεμνότητα κάνει αυτό ακριβώς.
Με την ευκαιρία της συναυλίας και στον πρόλογο της προέδρου της Ένωσης Επτανησίων Ελλάδος κ. Ελένης Κονοφάου τονίστηκαν για άλλη μια φορά η ιδιαιτερότητα της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής, το θετικό του ότι δεν γνώρισαν τα νησιά αυτά οθωμανική κατοχή και οι επιδράσεις της Βενετίας και της Ευρώπης στον επτανησιακό πολιτισμό.
Καιρός είναι να ξεπεραστούν κάποιες αναστολές και να αρχίσει να διεκτραγωδείται και η τεράστια πολιτιστική πτώση των Επτανήσων μετά την Ένωσή τους με την Ελλάδα. Επειδή, καλές μεν οι θετικές επιδράσεις των ξένων κατακτητών, που καταφέρνουν μέχρι και σήμερα να γεννιούνται στα Επτάνησα σπουδαία ταλέντα, ας δούμε όμως τι μπορούμε να κάνουμε και οι Έλληνες για την αξιοποίηση όσων πολιτιστικών στοιχείων έχουν απομείνει από αυτά που μας άφησαν οι ξένοι.
Κατανοητά μεν τα ταμπού, φιλτάτη δε και χρησιμότατη η αλήθεια.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΒΙΤΣΟΣ
γεια μουσικη και γεια δουλεια