Π. ΛΑΘΟΥΡΗ: Αιχμάλωτοι στην Τουρκία, Εκδόσεις Περίπλους

[…] «Άλλη μια φουρνιά ξεβράκωτοι μας έρχεται παιδιά!», ακούστηκε η φωνή του Λεωνίδα που είχε ξεμακρύνει μερικά μέτρα από το φυλάκιο. Οι άλλοι δύο σκοποί στάθηκαν έξω από το φυλάκιο. Κάμποσοι μετανάστες ξετρύπωσαν μέσα από την αντάρα και από το δάσος στα αριστερά του φυλακίου και κατευθύνθηκαν προς αυτούς. Άλλοι προσπέρασαν το φυλάκιο από δεξιά και αριστερά. Ήταν άνδρες και γυναίκες και είχαν το συνηθισμένο παρουσιαστικό που οι στρατιώτες είχαν συνηθίσει τόσους μήνες τώρα βλέποντας εκατοντάδες και χιλιάδες μετανάστες να περνούν τα σύνορα. Οι άντρες φτωχικά ντυμένοι, κάποιοι απ’ αυτούς φορούσαν εκείνα τα φαρδιά παντελόνια που φορούν σ’ όλη την Ανατολή από το Κουρδιστάν ως το Αφγανιστάν. Οι γυναίκες φορούσαν πολύχρωμες μακριές φούστες και είχαν καλυμμένο το κεφάλι τους όπως συνηθίζεται σ’ αυτές. Τίποτα δεν ενέπνεε ανησυχία. Οι στρατιώτες απλά τους κοιτούσαν με περιέργεια χωρίς να κάνουν καμιά κίνηση αποτροπής τους. Δεν είχαν τέτοιες διαταγές άλλωστε.
Του Ορέστη όμως κάτι δεν του πήγαινε καλά. Κάτι έλλειπε από το σκηνικό, τι όμως; Ξαφνικά κατάλαβε τι ήταν αυτό που έλλειπε, δεν υπήρχαν παιδιά! Πολλές φορές οι μετανάστες κουβαλούν και τα παιδιά τους μαζί. Δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει τη βαρύτητα της ανακάλυψής του και ξαφνικά ένιωσε το κρύο μέταλλο της κάνης ενός περίστροφου να πιέζει τον κρόταφό του. Στη στιγμή οι άλλοι μετανάστες έβγαλαν όπλα κάτω από τα ρούχα τους και τα έστρεψαν στους φρουρούς. Οι γυναίκες δεν ήταν γυναίκες και μέσα από τις δίπλες των φορεμάτων τους ξεπρόβαλαν απειλητικά όπλα.
Οι τρείς νέοι δεν πρόλαβαν να κουνηθούν. Σε δευτερόλεπτα ήταν αφοπλισμένοι, με τα χέρια δεμένα πίσω και φιμωμένοι. Ένας ψηλός κάτι είπε σ’ ένα CB που κουβαλούσε μαζί του. Σε λίγο ακούστηκε ο θόρυβος της μηχανής ενός κλειστού ημιφορτηγού που σε λίγα δευτερόλεπτα είχε φτάσει κοντά τους. Οι απαγωγείς έβαλαν τους τρείς φρουρούς στην καρότσα του ημιφορτηγού σπρώχνοντάς τους. Μιλούσαν μεταξύ τους κοφτά και σιγανά. Δύο απ’ τους δράστες ανέβηκαν στο ημιφορτηγό και οι άλλοι που παρίσταναν τους μετανάστες, προχώρησαν μπαίνοντας βαθύτερα στο ελληνικό έδαφος. Το αυτοκίνητο ανέπτυξε ταχύτητα και εξαφανίστηκε προς τη γέφυρα της Αδριανούπολης. Οι τρείς στρατιώτες του Τουρκικού φυλακίου κοίταζαν σαστισμένοι τα συμβαίνοντα. Έδειχναν να τα έχουν χαμένα. Ο ψηλός με τις φαρδιές πλάτες κάτι τους φώναξε στα Τούρκικα και αυτοί εξαφανίστηκαν στο εσωτερικό του φυλακίου τους. Όλα αυτά δεν κράτησαν πάνω από πέντε λεπτά. Η απαγωγή των τριών φρουρών ήταν απόλυτα επιτυχημένη.
Εκείνο το σούρουπο κι άλλο ημιφορτηγό απήγαγε τους φρουρούς του άλλου φυλακίου, ενώ συνολικά καμιά κατοστή οπλισμένοι άντρες είχαν εισβάλει στα ελληνικά εδάφη αποκόπτοντας την περίπολο από το στρατόπεδο συλλαμβάνοντας τους άνδρες της και κυκλώνοντας το στρατόπεδο. Συνολικά συνέλαβαν 23 άνδρες.

Το ημιφορτηγό κλυδωνίστηκε για λίγη ώρα πάνω σε χωματόδρομο και μετά, η πορεία του έγινε πιο ομαλή πατώντας σε άσφαλτο. Ταξίδεψαν έτσι για περίπου 20 λεπτά. Μετά, το αμάξι σταμάτησε. Η πίσω πόρτα του ημιφορτηγού άνοιξε και δύο τύποι οπλισμένοι με αυτόματα τους έβγαλαν έξω και με κοφτές και αθόρυβες κινήσεις, τους έσπρωξαν στην κλειστή καρότσα ενός μεγάλου τριαξονικού φορτηγού. Η καρότσα είχε κατά μήκος και των δύο πλευρών της δύο μεταλλικές μπάρες. Οι άνθρωποι που τους έσπρωξαν μέσα, τους έλυσαν τα χέρια και τους πέρασαν στο ένα χέρι χειροπέδες δένοντάς τους με τη μπάρα. Οι μπάρες απείχαν περίπου 60 πόντους από το πάτωμα της καρότσας και έτσι υποχρεώθηκαν να καθίσουν στο πάτωμα. Οι φρουροί τους, έστρεψαν τα όπλα καταπάνω τους και τους έκαναν νόημα με το δάχτυλο στα χείλη να μη βγάλουν άχνα. Μετά βγήκαν έξω και έκλεισαν την πόρτα.
Σχεδόν απόλυτο σκοτάδι έπεσε μέσα στον κλειστό χώρο της καρότσας. Ο Ορέστης, ο Λεωνίδας και ο Φίλιππος τα είχαν χαμένα. Ήταν τρομαγμένοι και δεν ήξεραν με ποιους έχουν να κάνουν. Απανωτοί πυροβολισμοί ακούστηκαν.
«Γίνεται μάχη!» φώναξε ο Φίλιππος, «οι δικοί μας αντέδρασαν!».
Βήματα και πνιχτές κραυγές σε τούρκικη γλώσσα ακούστηκαν απέξω. Η πόρτα άνοιξε και άλλοι τρείς Έλληνες στρατιώτες σπρώχτηκαν βίαια στο εσωτερικό του φορτηγού.
«Ποιος φώναξε;», μούγκρισε άγρια σε σπαστά ελληνικά ένας θηριώδης τύπος που φορούσε στολή παραλλαγής, «δε σας είπα να μη βγάλετε άχνα ρε γαμημένοι;».
Άρχισε να χτυπάει τους δεμένους στρατιώτες με τη βαριά στρατιωτική του μπότα «Κωλόπαιδα, θα πεθάνετε έτσι και ξαναβγάλετε τσιμουδιά».
Σε λίγο άνοιξε ξανά η πόρτα και άλλοι 17 στρατιώτες σπρώχτηκαν μέσα σε μικρές ομάδες η μία μετά την άλλη. Μετά ακούστηκε μια φωνή στα τουρκικά: «Gidiyoruz», (πάμε). Οι πυροβολισμοί ακούγονταν τώρα πιο πυκνοί.
Το φορτηγό ξεκίνησε απότομα. Ο Ορέστης ένοιωσε υγρή την άκρη του χείλους του εκεί που τον είχε πάρει η κλωτσιά. Σκούπισε με το μανίκι του το αίμα. Κατάλαβε ότι ήταν αίμα, τι άλλο θα ’τανε; Από την ώρα που συνελήφθη, είχε δεν είχε περάσει μισή ώρα. Οι στρατιώτες σαστισμένοι κάθονταν άφωνοι μη πιστεύοντας αυτά που τους συνέβαιναν, δεν μπορούσε κανένας να εξηγήσει τα γεγονότα. Όλοι ήταν δεμένοι από το ένα χέρι στις μπάρες του φορτηγού.
«Τι έγινε ρε; κηρύχτηκε πόλεμος και δεν το ξέρουμε;», είπε ένας στρατιώτης.
Ένας άλλος του απάντησε.
«Αυτοί που μας πιάσανε ήταν ντυμένοι λαθρομετανάστες. Για Αφγανοί φαίνονταν».
«Εμάς μας έπιασαν άντρες που φορούσαν στολές παραλλαγής», είπε ένας άλλος απ’ αυτούς που έφεραν τελευταίους στο φορτηγό.
Μετά από συζήτηση, διαπιστώθηκε ότι από τους αιχμαλώτους οι έξη πιάστηκαν στα δύο συνοριακά φυλάκια, άλλοι τρείς αποτελούσαν την ομάδα περιπολίας και πιάστηκαν στο συνοριακό χωματόδρομο. Αυτοί οι 9 πιάστηκαν από ανθρώπους ντυμένους λαθρομετανάστες. Οι υπόλοιποι 14 πιάστηκαν στο στρατόπεδο που κυκλώθηκε από Τούρκους ντυμένους άλλους με στολές παραλλαγής και άλλους με ρούχα μεταναστών. Αιφνιδίασαν τους στρατιώτες της πύλης του στρατοπέδου και όσους περιφέρονταν εκεί κοντά. Ένας Έλληνας στρατιώτης πρόλαβε και σήμανε συναγερμό και οι υπόλοιποι στρατιώτες οχυρώθηκαν στα κτίρια του στρατοπέδου. Ακολούθησε μάχη. Πριν δοθεί ο συναγερμός όμως είχαν πιαστεί συνολικά 14 άντρες. Ο ένας ήταν υπολοχαγός.
Το φορτηγό έτρεχε μέσα από κακοτράχαλους δρόμους. Τούτο το καταλάβαιναν οι αιχμάλωτοι από το σκαμπανέβασμα και τα απότομα τραντάγματά του. Από τη γρίλια της πίσω πόρτας έβλεπαν τα φώτα ενός αυτοκινήτου να τους ακολουθεί.
Ο Ορέστης είχε γείρει το σώμα του προσπαθώντας να ηρεμήσει και να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Του φαινόταν ακατανόητο αυτό που γινόταν. Τι ήταν αυτοί που τους συνέλαβαν; Άλλοι είχαν στρατιωτικές στολές άλλοι όχι. Η πράξη αυτή είναι πράξη κήρυξης πολέμου. Έτσι ξαφνικά; Αυτοί που το έκαναν δεν ήξεραν ότι ο ελληνικός στρατός θα αντιδράσει και το φυσικό επακόλουθο θα ήταν να υπάρξει γενίκευση της σύγκρουσης; Μπορεί η Ελλάδα να έχει τα χάλια της αλλά όσο να ’ναι, αν αποφασίσει να πολεμήσει μπορεί να τους κάνει μεγάλη ζημιά. Θα πολεμήσει όμως; Και αυτοί είναι διατεθειμένοι να το διακινδυνεύσουν; Αλλά γιατί φορούσαν ρούχα μεταναστών; Και γιατί ο Ισμέτ, ο Μεμέτ και ο Αμπντουλάχ φάνηκαν τόσο έκπληκτοι και δεν έλαβαν μέρος στα γεγονότα; Το κεφάλι του πάει να σπάσει. Δεν μπορεί να χωνέψει έτσι στα καλά καθούμενα να ξεκινήσει ένας πόλεμος χωρίς λόγο. Δεν μπορεί να χωνέψει ότι εκεί που περίμενε να τελειώσει η βάρδια του βρέθηκε κρατούμενος μέσα σε ένα φορτηγό που ταξιδεύει ποιος ξέρει για πού. Πού τους πήγαιναν, τι θα τους έκαναν; Μια τρομερή σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Κι αν τους σκότωναν; Έτσι δεν έκαναν με τους Κύπριους αιχμαλώτους το 1974; Κανένας δεν γύρισε πίσω. Ή τους σκότωσαν ή πέθαναν όλοι σε κάποια τουρκική φυλακή χωρίς να τους ξαναδεί κανένας και χωρίς κανένας απ’ αυτούς να ξαναδεί τους δικούς του. […]