Ο επιμελητής κειμένων μετεωρίζεται ανάμεσα σ’ ένα μετά -και σ’ ένα πριν-: μετά τον συγγραφέα και πριν από τον αναγνώστη.
Μ’ άλλα λόγια μετά τον αποστολέα και πριν από τον παραλήπτη αυτής της ανεξέλεγκτης ανταλλαγής ιδεών και αισθημάτων, στρατηγικής και γύμνιας, λέξεων και σιωπής, άγχους και προσδοκίας. Κι αυτήν ακριβώς τη διαμεσολαβητική λειτουργία, αυτή τη λαθραία χειραψία, αυτή την ενίοτε αμφίθυμη σχέση, που μετεωρίζεται στην κόψη του τυπωθήτω, φιλοδοξούμε να χαρτογραφήσουμε με τη νέα θεματική στήλη μας.
Δώδεκα πρόσωπα, παλαιότερα και νεότερα, που σκύβουν με πάθος και συνέπεια πάνω σε κείμενα τα οποία καλούνται να οικειοποιηθούν με τον τρόπο του αφανούς αναγνώστη πριν παραδοθούν στην ευθύνη του συστηματικού ή του απλού αναγνώστη. Εξού και οι επιμελητές διασταυρώνουν κάτι από τη βάσανο της κριτικής και την απόλαυση της ανάγνωσης – κάτι που στη δεδομένη στιγμή της έκδοσης συνήθως λείπει από τον συγγραφέα, όταν βρίσκεται περικυκλωμένος από ανασφάλειες, κειμενικές και μη.
Στην ιστορία της γραφής περισσεύουν τα παραδείγματα, με θετικό ή αρνητικό πρόσημο, ανάμεσα σε συγγραφείς/«κρυπτοσυγγραφείς» εξάγοντας θυελλώδεις πνευματικές σχέσεις με αβέβαιη κατάληξη. Ταυτόχρονα όμως δεν έχει παρέλθει η εποχή που οι εκδότες ήταν δεινοί αναγνώστες αλλά και συγγραφείς και editors έδιναν ομηρικές μάχες για έναν χαρακτήρα, για μια παράγραφο, για μια λέξη, για μια άνω τελεία, για μια σιωπή;
Επιμελητές εκδόσεων στην Ελλάδα, έτος 2011. Μόλις πρόσφατα απέκτησαν επιτέλους το πολυπόθητο συλλογικό τους όργανο, τον σύλλογό τους. Η δική μου γενιά, η γενιά των σημερινών εξηντάρηδων, δεν είχε αξιωθεί, πριν από μία δεκαετία που το επιχείρησε, να το πραγματοποιήσει. Σήμερα τα παιδιά μας το πέτυχαν. Ας τους συνοδεύουν πάντα οι ευχές των μεγαλυτέρων και η αποφασιστικότητα των νεότερων μελών να προβάλουν και να υποστηρίξουν το επάγγελμά τους.
Χρειάζεται άραγε προβολή και υποστήριξη ένα επάγγελμα τουλάχιστον τόσο παλιό όσο η τυπογραφία; Ας δούμε μερικά στιγμιότυπα της τελευταίας εικοσαετίας. Κατά καιρούς υψώθηκαν φωνές, έγκυρες φωνές, σεβαστές φωνές, για να κατακεραυνώσουν δημοσίως τους επιμελητές, προσάπτοντάς τους ότι, με τη μεζούρα μιας χωλής γραμματικής κι ενός αναιμικού συντακτικού, θέλουν να φέρουν όλα τα κείμενα «στα μέτρα τους» (διάβαζε «στη μετριότητά τους»), ισοπεδώνοντάς τα, στραγγίζοντάς τα από κάθε ζωή και ικμάδα, αφαιρώντας τους τη σφραγίδα, την προσωπικότητα του γράφοντος. Δίπλα σ’ αυτές τις φωνές βέβαια υπήρχαν άλλες τόσες, πιο διακριτικές, που σε προλόγους βιβλίων ή άρθρων εξέφραζαν ευγνωμοσύνη στον επιμελητή τους με όρους που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις αναμενόμενες τυπικότητες. Τον τελευταίο καιρό πάλι, οι επιμελητές γνωρίζουν μια παράδοξη προβολή. Ο τάδε βραβευμένος συγγραφέας αποκαλύπτεται μετά θάνατον ότι όφειλε, υποτίθεται, τις δάφνες του στον επιμελητή του. Τρανταχτά ονόματα της λογοτεχνίας είχαν, λέει, δράσει και ως επιμελητές εκδόσεων. Ελληνες λογοτέχνες δηλώνουν μετά παρρησίας ότι χωρίς τον προσωπικό τους επιμελητή, της απολύτου εμπιστοσύνης και επιλογής τους, δεν γράφουν λέξη. Σαν να γίνεται ενορχηστρωμένη προσπάθεια να ανασυρθεί επιτέλους από την αφάνεια μια αναξιοπαθούσα συντεχνία και να πάρει το αίμα της πίσω για όσα της έχουν σούρει στο παρελθόν. Για να πάρει το αίμα της πίσω; Ή για να αποτελέσει τον τόσο βολικό αποδιοπομπαίο τράγο; Γιατί το είδαμε κι αυτό, να επιρρίπτεται δηλαδή η ευθύνη για όλα τα στραβά μιας έκδοσης στον επιμελητή της, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει.
Ας θυμηθούμε τον ορισμό: επιμελητής εκδόσεων είναι ο επαγγελματίας με την κατάλληλη τεχνογνωσία, ώστε να δώσει σε οποιοδήποτε αδιαμόρφωτο υλικό την έντυπη μορφή του και να το παρουσιάσει στο κοινό κατά τρόπο ταιριαστό με το θέμα και απαλλαγμένο από γλωσσικά και τυπογραφικά λάθη. Αυτό είναι ο επιμελητής εκδόσεων. Απλό; Λίγο; Καθόλου. Αλλά κι αν ακόμα το κρίνει κανείς απλό ή λίγο, αυτό είναι. Και επειδή αυτές οι, έστω απλές και λίγες, γνώσεις δεν είναι κτήμα καθενός, υπάρχει, πρέπει να υπάρχει, ο επιμελητής, ο οποίος μεσολαβεί ακριβώς εδώ, μεταξύ γράφοντος και αναγνώστη, με την τυπογραφική και γλωσσική του κατάρτιση.
Η σύγχυση αρχίζει αφ’ ης στιγμής στο «αδιαμόρφωτο υλικό» κατατάσσεται και το περιεχόμενο του κειμένου και στα «γλωσσικά και τυπογραφικά λάθη» τα κάθε λογής λάθη. Δεν ανήκουν όμως στην αρμοδιότητα του επιμελητή όλα τα λάθη. Ο επιμελητής δεν μεταμορφώνει σε καλό ένα κακό κείμενο, πρωτότυπο ή μεταφρασμένο. Κανένας δεν αντιλέγει ότι, αν, κατά καλή τύχη, είναι σε θέση να επισημάνει τα τρωτά, είτε του συγγραφέα είτε του μεταφραστή, αυτό αποβαίνει ευεργετικό για όλους, κυρίως για τον αναγνώστη. Είναι όμως αδιανόητο να έχει κανείς από τον επιμελητή περισσότερες απαιτήσεις από όσες έχει από τον συγγραφέα ή τον μεταφραστή ενός κειμένου.
Υπάρχει μεγάλη αοριστία και ασάφεια γύρω από τις αρμοδιότητες του επιμελητή εκδόσεων, γιατί η τέχνη δεν διδάσκεται στην Ελλάδα στο πανεπιστήμιο ή έστω σε σχολές τεχνικής κατάρτισης. Μπορεί όμως, και πρέπει, να μεταδίδεται από τους πεπειραμένους στις νεότερες γενιές με τον πατροπαράδοτο τρόπο της μαθητείας: όπως γινόταν δηλαδή παλαιότερα με τους μαστόρους και τα μαστορόπουλα. Η καθημερινή πρακτική αποδεικνύει ότι το να κινηθεί κανείς στο επάγγελμα αυτοσχεδιάζοντας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αλυσιτελές και στη χειρότερη, επιζήμιο. Διότι, αν είναι άδικο να επωμίζεται ο επιμελητής τις αμαρτίες κάθε έκδοσης, άλλο τόσο ανεπίτρεπτο είναι να κάνει ζημιά στα κείμενα που πέφτουν στα χέρια του επειδή δεν ξέρει τον ρόλο και τη θέση του.
Με κίνητρο την πίστη ότι η σωστή καθοδήγηση των επίδοξων επιμελητών είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος, γεννήθηκε το 2003 στους κόλπους του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, όπου υπηρετώ από το 1979, ένα εργαστήρι για επιμελητές εκδόσεων. Φιλοδοξία του είναι να μεταδώσει στους νέους που επιθυμούν να αφοσιωθούν στο επάγγελμα αυτό την πολύτιμη πείρα που έχει συγκεντρωθεί στο ΜΙΕΤ στον τομέα της παραγωγής εκδόσεων από την ουσιαστική έναρξη της λειτουργίας του το 1974 (με διευθυντή και πρωτομάστορα τον εκλιπόντα το 1998 Ε.Χ. Κάσδαγλη) μέχρι σήμερα (με τον Διονύση Καψάλη στο πηδάλιο από το 1999). Στο εργαστήρι αυτό οι νέοι επιμελητές διδάσκονται τη μεθοδολογία και τη δεοντολογία της εκδοτικής επιμέλειας. Επί δύο ακαδημαϊκά έτη, σε δύο δίωρες συναντήσεις την εβδομάδα, τα μέλη του εργαστηρίου εξοικειώνονται με όλα τα στάδια της παραγωγής του βιβλίου (σχεδιασμός της έκδοσης, γλωσσική επιμέλεια κειμένων, στοιχειοθεσία, τυπογραφικές διορθώσεις, σύνταξη σημειώσεων και βιβλιογραφίας επιστημονικών βιβλίων, εκτύπωση, βιβλιοδεσία), δουλεύοντας πάνω στο υλικό των υπό έκδοση βιβλίων του ΜΙΕΤ. Επιπλέον, οργανώνονται επισκέψεις στους χώρους όπου εκτελούνται οι εργασίες (παλιά τυπογραφεία -όσα απέμειναν-, ατελιέ ηλεκτρονικής στοιχειοθεσίας, μονάδες εκτύπωσης, βιβλιοδετεία) και γίνονται συζητήσεις με τους τεχνίτες που τις εκτελούν. Εκτός από τις τακτικές διδάσκουσες, δύο επιμελήτριες του ΜΙΕΤ, έρχονται στο εργαστήρι κατά καιρούς και άλλοι άνθρωποι του βιβλίου (φιλόλογοι, ερευνητές, συγγραφείς, μεταφραστές, φιλολογικοί επιμελητές, βιβλιογράφοι, λεξικογράφοι), που αναπτύσσουν θέματα της αρμοδιότητάς τους. Ολοκληρώνοντας τον διετή κύκλο, έχει γνωρίσει ο νέος επιμελητής όλες τις εργασίες της εκδοτικής παραγωγής. Κυρίως όμως έχει διδαχτεί και εμπεδώσει ότι το εκ των ων ουκ άνευ στη δουλειά μας είναι οι σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης και εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπουν τη συνεργασία του επιμελητή με τους άλλους συντελεστές της έκδοσης. Ο επιμελητής δεν είναι αυτόνομος και δεν δρα αυθαίρετα. Ο ρόλος του είναι σαν του καλού μαέστρου: το έργο που διευθύνει είναι κάποιου άλλου, δικό του όμως καθήκον είναι να συντονίσει όλα τα όργανα ώστε να δώσουν το καλύτερο αποτέλεσμα. Οπότε, στην εξάσκηση του επαγγέλματός του, πέρα από την καλλιέργεια, τις γνώσεις και την ειδική του κατάρτιση, θα έχει πάντα σύμμαχο, ή εχθρό του, την προσωπικότητά του.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΦΙΛΙΠΠΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Προσθήκη σχολίου