Τζαμπατζήδες και τζάμπα μάγκες

Επειδή πήγα γυμνάσιο στον Πειραιά, μακριά από το σπίτι μου, κάθε μέρα έπαιρνα λεωφορείο· δεν θυμάμαι αν η τιμή του εισιτηρίου έμεινε σταθερή και τα έξι χρόνια (αμφιβάλλω), πάντως αυτό που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου είναι πως το ολόκληρο εισιτήριο έκανε δυόμιση δραχμές και το «μισό», το μαθητικό που πληρώναμε εμείς, κατά παράβαση των κανόνων της αριθμητικής έκανε μιάμιση -οι δεκάρες, βλέπετε, είχαν αρχίσει να παίρνουν την άγουσα προς το χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Είχα έναν γνωστό, ένα χρόνο μεγαλύτερο, τον Τάσο τον Δ., που έπαιρνε το ίδιο λεωφορείο, περίπου την ίδια ώρα, αν και πήγαινε σε άλλο σχολείο· τον συναντούσα σχεδόν καθημερνά στο λεωφορείο. Αυτός ο Τάσος, πέντε χρόνια που συνταξιδεύαμε, μία φορά δεν τον θυμάμαι να πλήρωσε εισιτήριο (υπόψη ότι τότε τα λεωφορεία είχαν εισπράκτορες και ότι δεν υπήρχαν κάρτες απεριορίστων διαδρομών). Είχε το ταλέντο να ξεφεύγει από το βλέμμα του εισπράκτορα· βέβαια, περίπου μια φορά το χρόνο που έμπαινε ελεγκτής, ο Τάσος αναγκαζόταν να κατέβει στη μέση της διαδρομής, πάντως ποτέ δεν έγινε τσακωτός. Δεν θυμάμαι αν τον έλεγα «τζαμπατζή».

Λίγα χρόνια αργότερα, στις τελευταίες πια τάξεις του (εξαταξίου) γυμνασίου, έγινα κι εγώ τζαμπατζής όταν με την παρέα μου πηγαίναμε για μπάνιο στην πλαζ του Μπάτη, στο Παλιό Φάληρο, που τότε είχε ακόμα είσοδο και μάζευε αρκετό κόσμο. Μπαίναμε από τα βραχάκια· φύλακας υπήρχε αλλά ίσως δεν έδειχνε τόσο ζήλο.
Μία φορά μας έκανε τσακωτούς, μια μέρα του Σεπτέμβρη της τελευταίας χρονιάς που είχαμε εκείνη την παρέα. Θαρρώ πληρώσαμε το εισιτήριο και υποσχεθήκαμε να μην το ξανακάνουμε· και επειδή την επόμενη μέρα αρχίζαν τα σχολεία, την υπόσχεσή μας την τηρήσαμε. Εφόρου ζωής μάλιστα, αφού τώρα πια η συγκεκριμένη πλαζ έχει καταργηθεί και μπαίνει κανείς ελεύθερα. Αν θυμάμαι καλά, ο φύλακας δεν μας είχε αποκαλέσει τζαμπατζήδες.

Τζαμπατζήδες αποκάλεσε ο υπουργός κ. Ρέππας όσους δεν πληρώνουν διόδια ή εισιτήρια, και δήλωσε ότι προέχει η απαξίωση των τζαμπατζήδων.

Το πρώτο βήμα για την απαξίωση ήταν ακριβώς ότι χρησιμοποίησε ακριβώς αυτή τη λέξη, τζαμπατζήδες, λαϊκή και τουρκογενή, αντί για το «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» που προτιμούν όσοι συμμετέχουν στο κίνημα αυτό. Κατά τα άλλα, το μήνυμα του κ. υπουργού ελήφθη αμέσως κι έτσι τις τελευταίες 3-4 μέρες έχει γεμίσει ο τόπος από άρθρα, έντυπα και ηλεκτρονικά, που μας εξηγούν πόσο αντικοινωνική, εγωιστική και γενικά επιζήμια είναι η συμπεριφορά των «τζαμπατζήδων».
Τηλεόραση δεν βλέπω, αλλά φαντάζομαι ότι και εκεί οι τοποθετήσεις των μεγαλοδημοσιογράφων θα είναι, πώς να το πω, εξίσου «υπεύθυνες».

Δεν θα σταθώ και τόσο στην ουσία του θέματος, αν και μπορείτε να το συζητήσετε όσο βαστάει η καρδιά σας στα σχόλια. Θα προτιμήσω να λεξιλογήσω.
Λοιπόν, ο τζαμπατζής είναι, κατά το λεξικό, αυτός που συστηματικά προσπαθεί να αποκτήσει κάτι χωρίς να πληρώσει και ειδικότερα αυτός που παρακολουθεί μια παράσταση χωρίς εισιτήριο. Η προσθήκη αυτή είναι μάλλον εύστοχη· θυμάμαι, στα θερινά σινεμά, λέγαμε «τζαμπατζήδες» όσους έβλεπαν την ταινία από το μπαλκόνι τους, ενώ στις συναυλίες και στις παραστάσεις η παρουσία τζαμπατζήδων είναι κάτι σαν φυσικό φαινόμενο -τις προάλλες διάβαζα ένα πεζογράφημα του Στέλιου Ελληνιάδη που περιέγραφε ακριβώς πόσο δύσκολο είναι να περιορίσει κανείς τους τζαμπατζήδες χωρίς να χρησιμοποιήσει σεκιουριτάδες. Αλλά πλατειάζω.
Ο τζαμπατζής μπαίνει τζάμπα, και το τζάμπα είναι λέξη τούρκικη (caba). Και στα τούρκικα το caba σημαίνει δωρεάν, αν και βρίσκω στο λεξικό ότι αρχικά σήμαινε τον ακτήμονα εργένη, που ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει, αντί για φόρο, απλήρωτη εργασία -να δουλεύει τζάμπα (δεν είμαι απόλυτα βέβαιος γι’ αυτό, ας επιβεβαιώσουν οι οθωμανολόγοι).
Στα τούρκικα πάντως, η λέξη cabacι δεν φαίνεται να σημαίνει τον τζαμπατζή, αλλά τον παράσιτο. (Και κακώς το Ετυμολογικό Λεξικό του Μπαμπινιώτη δεν δίνει τη διαφορά της σημασίας· το ΛΚΝ τη δίνει).
Δεν είναι σίγουρο ότι τον τζαμπατζή τον δανειστήκαμε από τα τούρκικα, μπορεί να πλάστηκε και στα ελληνικά, όπως τόσοι άλλοι -τζήδες.
Να πούμε εδώ ότι, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, το ηχηρό τζ- το βρίσκει κανείς και αποηχηροποιημένο, τσ-. Ο τύπος «τσάμπα» είναι σχεδόν εξίσου συχνός με τον «τζάμπα» (εγώ πάντως «τζάμπα» λέω). Θα βρείτε και τσαμπατζή, και τσαμπατσή, αλλά είναι πολύ σπανιότεροι τύποι. Μάλλον το δεύτερο ηχηρό τραβάει και το πρώτο. Θυμάμαι ότι το τζάμπα (ή τσάμπα) το λέγαμε και «τζαμπέ», ενώ το «τζαμπαντάν» που λένε μερικοί είναι αυθεντικό τουρκικό (και δεν προέρχεται από συγχώνευση των λέξεων «τζάμπα» και «δωρεάν»)

Τζάμπα όμως δεν θα πει μόνο «δωρεάν», θα πει επίσης «άδικα, χωρίς λόγο», π.χ. Τζάμπα έδινα τόσα λεφτά για ιδιαίτερα, ο κανακάρης μου πάτωσε ή τζάμπα πήγε η μεταγραφή του Παλτόεφ, πάλι πέντε γκολ φάγαμε. (Όμως και το αρχαίο «δωρεάν» έχει επίσης τη σημασία «χωρίς λόγο, άσκοπα», π.χ. «άρα Χριστός δωρεάν απέθανεν» στις επιστολές του Παύλου).
Για να το τονίσουμε ακόμα περισσότερο, συνδυάζουμε το “τζάμπα” με μιαν άλλη παρεμφερή λέξη: τζάμπα και βερεσέ, παναπεί εντελώς άδικα, χωρίς καμιάν αιτία. Δυο μέτρα παλικάρι, πήγε τζάμπα και βερεσέ σε τροχαίο.
Το σχήμα αυτό της λαϊκής γλώσσας είναι πολύ συχνό (φωτιά και λαύρα, στάχτη και μπούρμπερη, κτλ.) Ωστόσο, γκουγκλίζοντας παρατηρώ ότι κάποιοι χρησιμοποιούν το «τζάμπα και βερεσέ» σαν να σημαίνει «πάμφθηνα, εντελώς δωρεάν». Εσείς; Και, απροπό, υπάρχουν κάποιοι που να λένε άλλοτε ‘τζάμπα’ και άλλοτε ‘τσάμπα’;
Πέρα από το «τζάμπα και βερεσέ», υπάρχει επίσης η παροιμία «τζάμπα ξίδι γλυκό σαν μέλι», καθώς και η έκφραση «τζάμπα καίει η λάμπα» για κάτι που γίνεται μάταια, έκφραση που πρέπει να είναι σχετικά καινούργια και δεν αποκλείω να βγήκε από το τραγούδι της Πίτσας Παπαδοπούλου.

Υπάρχει επίσης ο τζάμπα μάγκας, αυτός που κάνει τον μάγκα εκ του ασφαλούς, στα λόγια και όχι στην πράξη. Την έκφραση αυτή, θυμάμαι, την είχε χρησιμοποιήσει κάποτε, σε μια σημαντική ομιλία του που έτυχε να τη δω στην τηλεόραση, και ο Κ. Σημίτης, και ήταν έκδηλη η απέχθειά του την ώρα που έλεγε δυο λαϊκές λέξεις στη σειρά, σαν να καταπίνει πικρό γιατρικό έκανε -παρόμοια έκφραση είχε κι ο Γ. Παπανδρέου πριν από καμιά εικοσπενταριά χρόνια όταν τον έβαλαν να χορέψει με το ζόρι εκείνον τον φριχτό ποντιακό χορό, το κότσαρι ή όπως αλλιώς λέγεται. (Με τον καιρό πάντως, έμαθε και υπομένει αυτά τα μαρτύρια των πολιτικών με χαμόγελο).
Η έκφραση αυτή πρέπει να είναι παλιότερη, αλλά δεν μπορώ να τη χρονολογήσω με ασφάλεια· εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω αν είναι γνήσια λαϊκή έκφραση ή απλώς λαϊκοφανής. Πάντως, στην πρόσφατη διατεταγμένη αρθρογραφία, ο όρος έχει επιστρατευτεί και πάλι, π.χ. τις προάλλες ο κ. Θεοδωράκης χαρακτήρισε «τζάμπα μάγκες» το κίνημα «δεν πληρώνω». (Το άρθρο αυτό το βρίσκω εντελώς άστοχο και όχι επειδή ξεχνάει να βάλει τόνο στο πού και κόμμα στο ό,τι).

Πότε μπήκε στη γλώσσα μας ο τζαμπατζής και το τζάμπα; Για τις λαϊκές λέξεις τα γλωσσικά ληξιαρχεία δεν λειτουργούν καλά, οπότε ό,τι και να πούμε θα είναι εικασία. Πάντως, τη λέξη «τζάμπα» τη βρίσκω στο λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου (περί το 1850) αλλά θα υπάρχει από πολύ παλιότερα. Όποιος έχει παλιότερη εμφάνιση, ας το πει.
Η παλιότερη ανεύρεση της λ. τζαμπατζής που βρήκα στα σώματα εφημερίδων είναι από το 1896· η λέξη είναι συχνή από το 1900 και μετά: μεταξύ άλλων, τη βρήκα να χρησιμοποιείται για όσους πήγαιναν τάχα επίσκεψη σε κάποιο από τα ελάχιστα γραφεία που διέθεταν τηλέφωνο και έκαναν από εκεί κλήσεις. (Ίσως η χρέωση του νοικοκύρη να μη γινόταν με την κλήση, αλλά με το μήνα).

Τις μέρες αυτές κοιτάζω κάτι κείμενα του Θ. Λασκαρίδη, που είναι βέβαια μεταγενέστερα (1921) και βρίσκω ένα απόσπασμα στο οποίο γκρινιάζει επειδή μια ποιοτική θεατρική παράσταση προσέλκυσε στην πρεμιέρα της ελάχιστους θεατές, και λέει: Εις το θέατρον των Διονυσίων ενώπιον ογδόντα μόνον θεατών (τους εμετρήσαμεν) και εκ τούτων φυσικά οι ημίσεις τζαμπατζήδες δημοσιογράφοι, επαίχθη έν από τα καλύτερα τελευταία έργα. Βέβαια, οι δημοσιογράφοι της παράστασης του Λασκαρίδη δεν ήταν τζαμπατζήδες με την έννοια που χρησιμοποιούμε σήμερα, προφανώς είχαν μπει με προσκλήσεις στην πρεμιέρα, πάντως δεν είχαν πληρώσει εισιτήριο.

Και με την έννοια του Λασκαρίδη, τζαμπατζήδες θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει όχι μόνο τους δημοσιογράφους, αλλά και τους βουλευτές ή τους υπουργούς, που βέβαια μετακινούνται με κάθε μαζικό μέσο μεταφοράς τζάμπα, όπως επίσης έχουν τζάμπα τηλέφωνα, υπολογιστές, υπαλλήλους και μια σειρά από άλλα προνόμια.
Καλά κάνουν και τα έχουν, δεν λέω, αλλά ίσως είναι άκομψο κάποιος που δεν πληρώνει τίποτε από αυτά να αποκαλεί τζαμπατζήδες όσους μετράνε και το δεκάλεπτο του ευρώ.
Αφήνω ότι κανείς υπουργός δεν σκέφτηκε να αποκαλέσει “τζαμπατζήδες” όλους εκείνους τους ισχυρούς που ενθυλακώνουν θηριώδη ποσά σε επιχορηγήσεις, φοροαπαλλαγές, εισφοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις.
Υπάρχει βέβαια και η άποψη ότι αυτοί που επωφελούνται κυρίως από την. άρση μπαρών και από το κίνημα «δεν πληρώνω» είναι οι πλούσιοι (για πεντακοσάρες μερσεντές έγραφε προχτές ο Στ. Μάνος στην Καθημερινή) ή οι μεγάλες εταιρείες μεταφορών. Παράλογο; Έτσι είπε ο κ. Γκατσώνης, εκπρόσωπος της κοινοπραξίας του Αιγαίου, και αφού το λέει ο κ. Γκατσώνης ένας επιφανής δημοσιογράφος σαν τον κ. Τέλλογλου το θεώρησε θέσφατο και πάνω σ’ αυτό βάσισε το χτεσινό του άρθρο, χωρίς να διασταυρώσει την αλήθεια του ισχυρισμού, λες και ο κ. Γκατσώνης είναι κάποιος ουδέτερος φορέας.

Αυτό είναι άραγε αντικειμενική και ερευνητική δημοσιογραφία; Ή μήπως τζάμπα καίει η λάμπα;

ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ

http://sarantakos.wordpress.com/

1 σχόλιο

  • Προτιμότερο να λέγεται κίνημα τζαμπατζήδων παρά να το αφήσουμε να γίνει ένα ακόμα κίνημα πολιτικού καπελώματος από κάθε μασκαρά μικροπολιτικό.
    Αλλά στην Ελλάδα του σήμερα όταν οι πρώην ευρωλιγούρηδες της εξουσίας γίνονται ευρωπολέμιοι για χάρη της συνδικαλιστικής “εργατιάς”, τότε και “λογοτέχνες” θα αξιώσουν τα δέκα λεπτά φήμης στο κανάλι των οδοαρχόντων τραυλίζοντας για τα κακά του αλλότριου ΔΝΤ και για τα καλά της πατριωτικής πτώχευσης.

Κλικάρετε εδώ για να σχολιάσετε