Χριστούγεννα 2

Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται
χωρίς της Επιστήμης συνδρομή
η θεία Φύσις κάνει για μαμμή
κι ο δράκος, σαν αρνί, θεός κοιμάται.

Αύριον, άντρας, σα ληστής κρεμάται-
­νέα του κόσμου θέλει οικοδομή,
Σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή -,
πλήν άγιο φως στον τάφο του πλανάται.

Διάκοι του Βάαλ, δεν είν’  δικός σας
αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός,
που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη.

Εσάς τιμή σας μόνη το στιχάρι.
Πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,
κι ειν’ ο θεός σας, σαν κι εσάς, μικρός!

ΜΙΚΕΛΗΣ ΑΒΛΙΧΟΣ

Ο Μικέλης Γ. Άβλιχος (Μιχαήλ) γεννήθηκε από εύπορους γονείς στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς το 1844 και σπούδασε στο εκεί Πετρίτσειο Γυμνάσιο και μετά στην Ελβετία στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης, όπου και ήλθε σε επαφή με τον Αναρχισμό και τις ιδέες του Μιχαήλ Μπακούνιν. Έζησε κάποια χρόνια στο Παρίσι, την Ζυρίχη και την Βενετία. Όταν το 1872 επέστρεψε στην πατρίδα του, συνέχισε και συμπλήρωσε την ποίηση του συμπατριώτη του Λασκαράτου, εστιάζοντας την λεπτή ειρωνεία του στον αγώνα κατά της κοινωνικής αδικίας, της θρησκοληψίας, της πλουτοκρατίας και του πολέμου.

Για ένα μικρό διάστημα συνεργάσθηκε λογοτεχνικά με τους Παναγιώτη Πανά και Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, υπήρξε ωστόσο πολύ φειδωλός στις δημοσιεύσεις και γι’ αυτό το σύνολο της δημοσιευμένης ποιητικής του παραγωγής δεν ξεπερνά τις 100 σελίδες. Κατά την περίοδο 1912 – 1913 πάντως, έκανε τις τακτικότερες δημοσιεύσεις του στο περιοδικό «Ζιζάνιο».

Παρά την ευψυχία και την ισχυρή του προσωπικότητα, ο Άβλιχος δεν κατόρθωσε να επηρεάσει αποτελεσματικά την επτανησιακή διανόηση της εποχής του, και ενώ, όπως γράφει ο Κορδάτος, στην Αθήνα η ποίησή του εκτιμήθηκε πολύ, η ασφυκτικά ελεγχόμενη από τους πλούσιους και τους παπάδες τοπική κοινωνία τον οδήγησε γρήγορα στην απομόνωση. Πέθανε στο Ληξούρι στις 29 Νοεμβρίου 1917 και ετάφη εκεί. Έμεινε μέχρι τον θάνατό του συνεπής στις αθεϊστικές και αναρχικές θέσεις του και αποχαιρέτησε τους φίλους του με τα εξής τελευταία του λόγια: «Μην θρηνείτε, γιατί ο Μικέλης πάει στην ζωή».