Η όπερα “Μαραθών-Σαλαμίς” του ζακυνθίου συνθέτη του 19ου αιώνα Παύλου Καρρέρ, ήδη θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Λυρικής Σκηνής.
Χωρίς αμφιβολια, αν το επίσημο κράτος -εφόσον το επιθυμούσε βεβαίως- αποφάσιζε μια περιοδεία της παράστασης στα ευρωπαικά και τα αμερικανικά λυρικά θέατρα, θα μπορούσε να την κάνει να αποτελέσει στις μέρες που ζούμε ένα πολύ καλό κήρυκα της ελληνικής αξιοπρέπειας, αλλά και να θυμίσει τη συμβολή της χώρας σε ό,τι λέγεται σήμερα δυτικός πολιτισμός. Στην παράσταση της 31ης Οκτωβρίου 2010 ήταν παρών ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Δ. Δρούτσας, που ως λάτρης της όπερας από τη θητεία του στη Βιέννη ως φοιτητής, αλλά και δίπλα στον άλλοτε Καγγελάριο της Αυστρίας κ. Wolfgang Schüssel, είναι σίγουρο πως αν κάποιος του το προτείνει θα μπορέσει να εκτιμήσει αυτή την πλευρά της εμβέλειάς της.
Η όπερα είχε παραγελθεί στον Παύλο Καρρέρ για να εγκαινιάσει το Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας το 1888. Κατά τα εν Ελλάδι όμως η παραγγελία δεν παραλήφθηκε ποτέ -φαντάζομαι πως ούτε ο συνθέτης πληρώθηκε- και παρέμεινε επί 115 χρόνια ξεχασμένη. Έμελλε να ανεβεί στις 29, 30, 31 Οκτωβρίου και 2 Νοεμβρίου στην Λυρική Σκηνή για να τιμηθεί η επέτειος των 2.500 χρόνων από τη μάχη του Μαραθώνα. Όμως το πρώτο ανέβασμα αυτής της παράστασης ήταν τον Φεβρουάριο του 2003.
Ο λόγος που δεν ανέβηκε το έργο για να εγκαινιάσει το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, ήταν ότι η Εκκλησία αντέδρασε στην σκηνή με το μαντείο των Δελφών, επειδή δεν ανεχόταν να βλέπει επί σκηνής τους Έλληνες να λατρεύουν την προγονική τους θρησκεία. Στις αντιδράσεις της Εκκλησίας συντονίστηκε και ο κύκλος της Εθνικής Μουσικής Σχολής, ο οποίος στηριζόμενος στο ιδεολόγημα της «καθ’ ημάς Ανατολής», μισούσε κάθε τι επτανησιακό ως “ξενόφερτο ιταλικό μπελκάντο” και τροχοπέδησε κάθε προσπάθεια για εξέλιξη της ελληνικής έντεχνης μουσικής με τη συμβολή των επτανησίων συνθετών.
Ο Καρρέρ έγραψε την υπόθεση σκηνή προς σκηνή και ανέθεσε στον ζακυνθινό ποιητή Αγαμέμνωνα Μαρτζώκη να γράψει το λιμπρέτο. Η πλοκή του έργου έιναι η εξής: Ένας Μακεδόνας στρατηγός που έχει προσχωρήσει στους Πέρσες και πολεμά εναντίον των Ελλήνων, έρχεται στην Αθήνα ως απεσταλμένος του Ξέρξη για να πείσει τους Αθηναίους να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες, επειδή, όπως μετέφερε, ήταν άσκοπη η αντίσταση στον Ξέρξη, αφού ερχόταν με πολλαπλάσιο στρατό από εκείνον του πατέρα του Δαρείου, προκειμένου να εκδικηθεί τη συντριβή εκείνου στον Μαραθώνα. Ιστορικά πρόκειται για τον Αλέξανδρο τον Α’ τον Περδίκα. Στο σπίτι του Θεμιστοκλή στην Αθήνα βρίσκεται προς αναζήτηση του Αλέξανδρου η περσίδα Φεντίμα, η οποία είχε δεσμό με τον Αλέξανδρο από τον οποίο απέκτησε ένα παιδί. Στο μεταξύ η κόρη του Θεμιστοκλή, η Μύρτη, βλέπει τον Αλέξανδρο και τον ερωτεύεται. Όταν βρεθούν ο Αλέξανδρος με την Φεντίμα, εκείνος απορρίπτει την πρότασή της να αναγνωρίσει το παιδί και εκείνη αποπειράται να το σκοτώσει μπροστά του. Εκείνος θα το σώσει και θα δικαιολογήσει με ψέμματα της συμπεριφορά της στον Θεμιστοκλή, ο οποίος θα την θέσει υπό την προστασία του και θα τη φιλοξενήσει στο σπίτι του μαζί με το παιδί της. Ο Θεμιστοκλής στέλνει απεσταλμένο στο μαντείο των Δελφών και η Πυθία του δίνει το γνωστό χρησμό για τα ξύλινα τείχη. Τότε ζητά από την Φεντίμα να πάει, ως περσίδα αιχμάλωτη που διέφυγε, να πείσει τον Ξέρξη πως οι έλληνες είναι αδύναμοι πολεμικά ώστε να τους επιτεθεί για να τον νικήσουν. Εκείνη δέχεται και παρουσιάζεται μπροστά στον Ξέρξη στο όρος Αιγάλεω. Δίπλα παρακολουθεί ο Αλέξανδρος, την θεωρεί αχάριστη απέναντι στον Θεμιστοκλή και την σκοτώνει. Λίγο πριν ξεψυχήσει εκείνη του ομολογεί πως βρίσκεται σε αποστολή από τον Θεμιστοκλή, αυτός καταλαβαίνει το λάθος του και αυτοκτονεί. Ακολουθεί η νικηφόρα ναυμαχία με τους Έλληνες να πανηγυρίζουν την νίκη τους.
Ο ίδιος ο Παύλος Καρρέρ γράφει στα απομνημονεύματά του: «Αναγιγνώσκων και μελετών πολλάς ημέρας την Αρχαίαν Ιστορίαν των Ελλήνων ενόμισα κατάλληλον δια μελόδραμα την εποχή την εγκλείουσα δύο εκ των περηφανεστάτων κατορθωμάτων και δη τας δύο ιστορικοτάτας νίκας των Ελλήνων εν Μαραθώνι και εν Σαλαμίνι».
Η όπερα, που χαρακτηρίστηκε ως «κράμα επικής και λυρικής μουσικής», θεωρείται ως το αριστούργημα του συνθέτη και στέκεται δίπλα στις σημαντικότερες ξένες όπερες. Έχει έντονο τον επτανησιακό χαρακτήρα τόσο στα χορωδιακά όσο και στις άριες, το δε λιμπρέτο της δεν είναι ούτε γλυκερό, ούτε πομπώδες, όπως συνήθως συμβαίνει, αφού ο Αγαμέμνων Μαρτζώκης, μια μεγάλη ποιητική μορφή της εποχής του στην Αθήνα, όπως άλλωστε και οι δύο αδελφοί του, αισθάνεται και γράφει στον απόηχο της Σολωμικής Σχολής.
Τόσο η σκηνοθεσία του Ισίδωρου Σιδέρη και όσο και τα σκηνικά/κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ μόνο ως εξαίρετα μπορεί να χαρακτηρισθούν.
Ο Παύλος Καρρέρ γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1829 και ήταν γόνος οικογένειας γαιοκτημόνων του νησιού. Σπούδασε μουσική στη γενέτειρά του (1846-1847), την Κέρκυρα με τον Νικόλαο Μάντζαρο (1848) και στο Μιλάνο (1850). Το 1852 παρουσίασε την πρώτη του όπερα με τίτλο «Δάντης και Βεατρίκη» στο θέατρο του Μιλάνου «Καρκάνο». Ακολούθησαν στο ίδιο θέατρο τα έργα «Ισαβέλλα Ασπένα» (1855) και «Λα Ρεντιβίβα» (1856).
Όμως, όταν η Σκάλα του Μιλάνο αρνήθηκε να ανεβάσει μία του όπερα, αποφασίζει να επιστρέψει το 1857 στη Ζάκυνθο.Το 1858 πάει στην Αθήνα και ξεκινάει να γράφει μελοδράματα πατριωτικού περιεχομένου. Το πρώτο έργο του ήταν ο «Μάρκος Μπότσαρης», το οποίο παρουσίασε στον Όθωνα. Το έργο του θα παρουσιαστεί το 1864 στη Ζάκυνθο, όπου ξεσηκώνει πατριωτικό ενθουσιασμό και οι αγγλικές αρχές του απαγορεύουν την παρουσία του συνθέτη το νησί. Παράλληλα, ο δήμαρχος της Πάτρας θα το απαγορεύσει, με το ραγιαδίστικο σκεπτικό του τι θα πουν οι Μεγάλες Δυνάμεις και η Τουρκία. Στον Καρρέρ ανήκει το κλασικό και θεωρούμενο ως δημώδες «Ο Γέρος Δήμος», σε στίχους Βαλαωρίτη, από την όπερα “Μάρκος Μπότσαρης”. Όπως γράφει ο Κώστας Μυλωνάς στην «Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού», αυτό το τραγούδι «φανερώνει πως οι “ιταλότροποι” συνθέτες κατάφεραν σε αρκετές περιπτώσεις να δώσουν σπάνια δείγματα αυθεντικής μουσικής, αυτόχρημα ελληνικής».
Άλλα έργα του Καρρέρ είναι η «Κυρά Φροσύνη» και η «Δέσπω». Όπως γράφει ο μουσικολόγος Γ. Λεωτσάκος για τις όπερες του Παύλου Καρρέρ, «οι περισσότερες θαρρείς και είναι έτοιμες να αρχίσουν πρόβες την ίδια στιγμή. Ύστερα τα λιμπρέτα του: είναι σύντομα, καλογραμμένα, από ανθρώπους που ξέρουν τη σκηνή και τα μυστικά της. Το μουσικό του ύφος: εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι κινείται μεταξύ του Ντονιτσέτι και πρώιμου Βέρντι. Όσο όμως κανείς εξοικοιώνεται μαζί του, αποκομίζει την αίσθηση ενός γνώριμου ιδιώματος που ο Καρρέρ χρησιμοποιεί για να αρθρώσει τη δική του σκέψη, το δικό του λόγο».Πέθανε στη Ζάκυνθο στις 7 Ιουνίου 1896
Η όπερα «Μαραθών -Σαλαμίς» ανεβαίνει σε μουσική διεύθυνση Βύρωνα Φιδετζή, σκηνοθεσία Ισίδωρου Σιδέρη και σκηνικά Γιάννη Μετζικώφ. Στο ρόλο της Φεντίμα η Τσέλια Κοστέα (29 & 31/10) και η Σοφία Κυανίδου (30/10). Στο ρόλο του Θεμιστοκλή ο Τάσος Χριστογιαννόπουλος (29, 31/10) και ο Κύρος Πατσαλίδης. Στο ρόλο του Αλέξανδρου ο Γιάννης Χριστόπουλος (29 και 31/10) και ο Αντώνης Κορωναίος. Στο ρόλο της Μυρτούς η Μαρίτα Παπαρίζου (21 και 31/10) και η Μαρισία Παπαλεξίου. Στο ρόλο του Ποιητή, η Μαργαρίτα Βαρλάμου. Στον ρόλο του Ξέρξη, ο Δημήτρης Κασιούμης. Στο ρόλο της Πυθίας η Άρτεμις Μπόγρη (29 &31/10) και η Ρόζα Πουλημένου.
Συμμετέχουν η Ορχήστρα και η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, καθώς και οι χορευτές του Μπαλέτου και της Σχολής Χορού της ΕΛΣ. Η χορογραφία είναι του Κυριάκου Κοσμίδη. Η διεύθυνση Μπάντας του Γιώργου Αραβίδη.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΒΙΤΣΟΣ
@ ΔΙΟΝΥΣΗ ΒΙΤΣΟ: Δεν ξέρω γιατί, αλλά η πρώτη αποστροφή του κειμένου σας μου έφερε στον νου την προτροπή ενός φίλου μου στην γάτα του να βουτήξη στα νερά του ποταμού όπου μικροί κολυμπούσαμε. Γνωρίζω βεβαίως ότι καλλίτερα θα ακουγόταν η προτροπή προς τον διάβολο να βουτήξη στο λιβάνι, αλλά τι να γίνη; Δεν μπορεί να τα θέλουμε όλα δικά μας…