Μάουρερ: “Ο ελληνικός λαός”, 1835

Από το βιβλίο του Βαυαρού νομομαθούς και μέλους της τριμελούς Αντιβασιλείας του Όθωνα, του Γεωργίου Λουδοβίκου Μάουρερ «Ο ελληνικός λαός» που γράφτηκε το 1835:

«Εφόσον πριν από τον Απελευθερωτικό Αγώνα δεν υπήρχε ελληνικό κράτος, ήταν πολύ φυσικό να μην υπάρχουν και ελληνικά οικονομικά, ούτε και ελληνική οικονομική διοίκηση. Κάθε κοινότητα αντιμετώπιζε τις ανάγκες της με φόρους που επέβαλε η ίδια στους κατοίκους, και χρησιμοποιούσε και την κοινοτική τους περιουσία. Ο κάθε έλληνας όμως, εκτός από αυτούς τους κοινοτικούς φόρους, πλήρωνε στην τουρκική κυβέρνηση και κεφαλικό φόρο –το χαράτσι- καθώς και άλλους ακόμη έκτακτους φόρους.
Αλλά και σε αυτή την τελευταία περίπτωση, πάλι οι Έλληνες προύχοντες αναλάμβαναν να καταμερίσουν, κατά την κρίση τους το ποσό και να το εισπράξουν από τον κάθε έλληνα φορολογούμενο. Μόλις όμως άρχισαν να απελευθερώνονται οι επαρχίες, σταμάτησε αυτόματα και η καταβολή φόρων προς την τουρκική κυβέρνηση, και έπρεπε τώρα να δημιουργηθεί νέο δημόσιο ταμείο για την ελληνική κυβέρνηση.
Η πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το 1822, καταπιάστηκε αμέσως με αυτό το θέμα. Ψηφίστηκε η φορολογική ισότητα όλων των πολιτών.

Αποφασίστηκε ότι τα κτήματα του Δημοσίου δεν θα μπορούσαν απαλλοτριωθούν, παρά μόνον με την συγκατάθεση του Νομοθετικού Σώματος.
Η κυβέρνηση όφειλε να διαπραγματευτεί δάνεια, αλλά δεν θα είχε το δικαίωμα να επιβάλλει κανέναν φόρο, αν δεν ψηφιζόταν σχετικός νόμος.
Όλες γενικά οι Εθνοσυνελεύσεις -και ιδιαίτερα του Άργους το 1829- ασχολήθηκαν με το ζωτικό αυτό πρόβλημα της αντιμετώπισης των οικονομικών, αλλά τα ταμεία του κράτους παρέμεναν άδεια.
Τα μόνα εισοδήματα στα οποία μπορούσε να υπολογίζει το νεοδημιούργητο κράτος ήταν τα εθνικά κτήματα, οι δημόσιοι φόροι, τα δάνεια και ακόμη οι εισφορές και δωρεές. Όλη η εδαφική επιφάνεια της Ελλάδας ανήκε, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, στον σουλτάνο. Μόλις όμως απελευθερώθηκε η χώρα, όλη αυτή η απέραντη ιδιοκτησία ήρθε στα χέρια του ελληνικού κράτους.
Δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια πόση ήταν ακριβώς η έκτασή της, πάντως θα πρέπει να ήταν οπωσδήποτε πάνω από το μισό της εδαφικής επιφάνειας. Μερικοί μάλιστα την υπολογίζουν, μαζί με τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα, στα δεκαοχτώ ή δεκαεννιά εικοστά της εδαφικής έκτασης, και ότι μόνο το ένα εικοστό θα ανήκε σε ιδιώτες.
Όλα αυτά τα εθνικά κτήματα χωρίστηκαν –κατά έναν πολύ παράξενο τρόπο- σε δύο κατηγορίες, σε φθαρτά ελληνικά κτήματα και σε άφθαρτα. Στα φθαρτά υπολογίστηκαν οι μύλοι, διάφορα οικήματα και άλλα χτίρια, που η Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου του 1826 τα παραχώρησε στην κυβέρνηση και της έδωσε το δικαίωμα να τα πουλήσει.
Έτσι, πολύ γρήγορα, το ένα πίσω από το άλλο, πουλήθηκαν όλα σε ιδιώτες, αλλά η αξία τους δεν πληρώθηκε ποτέ.
Επανειλημμένα σχηματίστηκαν διάφορες επιτροπές για να ελέγξουν αυτούς τους τίτλους ιδιοκτησίας και να βεβαιώσουν αν τελικά πληρώθηκαν. Αλλά, μολονότι οι καταστάσεις γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν πολλές φορές, μολονότι οι επιτροπές αυτές κόστισαν αρκετά στο Δημόσιο, το μόνο αποτέλεσμα ήταν να εξακριβωθεί ότι πολλά εκατομμύρια οφείλονταν ακόμη, από τα οποία ούτε δραχμή δεν εισέπραξε ποτέ το κράτος.

Και όταν, μετά την παραίτηση του κόμητα Αυγουστίνου [αναφέρεται στον αδελφό του Ιωάννη Καποδίστρια, τον Αυγουστίνο Καποδίστρια] ανέλαβε η Διοικητική Επιτροπή, ακόμα πουλιόντουσαν τέτοια κτήματα, αλλά τα χρήματα πήγαιναν, λέει, σε διάφορες απαιτήσεις κατά του Δημοσίου. Εν πάση περιπτώσει, και μέχρι σήμερα ακόμη [δηλ. το 1835] , το θέμα παραμένει σε εκκρεμότητα.
Ας έρθουμε τώρα στα λεγόμενα άφθαρτα εθνικά κτήματα. Τα περισσότερα από αυτά ήταν έρημες και ακαλλιέργητες εκτάσεις, γι’αυτό και η πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου αποφάσισε ότι αυτά πρέπει να πουληθούν, αλλά πάντα με την έγκριση του Νομοθετικού Σώματος [9].
Αλλά, παρά τις ξεκάθαρες αυτές διατάξεις, πολλά από αυτά τα κτήματα βρέθηκαν σε χέρια ιδιωτών, χωρίς να εκδοθούν επίσημοι τίτλοι.
Επιπλέον, έμειναν και ακαλλιέργητα, γιατί όσοι τα πήραν, είχαν τόσα πολλά, που δεν προλάβαιναν να τα καλλιεργήσουν όλα μαζί. Έσπερναν λοιπόν πότε εδώ και πότε εκεί και τα υπόλοιπα τα χρησιμοποιούσαν για βοσκοτόπια. Η δεύτερη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου του 1826 για να ξαναπάρει πίσω αυτά τα κτήματα που είχαν πουληθεί παράνομα, ακύρωσε όλες αυτές τις αγοραπωλησίες, αλλά παρ’όλα αυτά, τα κτήματα παρέμειναν στους νέους κατόχους τους.
Επί Καποδίστρια έγινε νέα απόπειρα να τακτοποιηθεί το θέμα και συνάμα να εξασφαλιστούν από δω και πέρα οι νόμιμοι κάτοχοι. Με μια απόφαση της Εθνοσυνέλευσης του Άργους, το 1829, σχηματίστηκαν δύο επιτροπές, η μια για να ελέγξει τους τίτλους και να τακτοποιήσει συμβιβαστικά το πράγμα, και η άλλη για να κρίνει οριστικά τις περιπτώσεις που δεν μπορούσε να λύσει η πρώτη επιτροπή. Οι επιτροπές πράγματι συγκροτήθηκαν, αλλά παρέμειναν όπως ήταν.
Η ίδια Εθνοσυνέλευση πήρε και άλλες δύο αποφάσεις σχετικά με τα έσοδα από την πώληση των εθνικών κτημάτων.
Η μια, για να δοθεί μια ενίσχυση στους στρατιώτες και τους ναύτες και η άλλη για να βοηθηθούν οι κοινότητες και να καθορισθούν τα όρια της καθεμιάς.
Δεν εκτελέστηκε όμως ούτε η μία, ούτε η άλλη. Και ένα άλλο ακόμη ψήφισμα για διανομή γης στους κατοίκους των κοινοτήτων, έμεινε κι αυτό ανεκτέλεστο.
Τέλος, και μια άλλη απόφαση της ίδιας Εθνοσυνέλευσης σχετικά με την καταγραφή των εθνικών κτημάτων, ώστε να καταρτισθεί ένα γενικό κτηματολόγιο [ από τότε είναι στο πρόγραμμα χωρίς να έχει υλοποιηθεί ακόμη!!!] είχε την ίδια τύχη με τις προηγούμενες. Γιατί, ναι μεν ιδρύθηκε η επιτροπή, αλλά σύμφωνα με το πόρισμά της, η Πελοπόννησος και μόνο είχε χάσει τουλάχιστον τα 9/10 από την παλιά εδαφική της έκταση! Η δουλειά ξανάρχισε από την αρχή, αλλά κι εδώ δεν έγινε τίποτα».

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΦΟΝ ΜΑΟΥΡΕΡ

Ο Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ, (γερμ. Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ, 1790 – 1872 ), ήταν επιφανής Βαυαρός νομομαθής, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου , μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας, ισόβιος σύμβουλος του Κράτους της Βαυαρίας και μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας του Όθωνα στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδος .

Γεννήθηκε στο Ερποτζχάιμ, παρά το Ντυρκεχάιμ στις 2 Νοεμβρίου του 1790 , ο πατέρας του ήταν προτεστάντης κληρικός (πάστορας). Τελειώνοντας το Γυμνάσιο της Χαϊδελβέργης , όπου είχαν καταφύγει οι γονείς του μετά την εισβολή του γαλλικού στρατού, σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης όπου και αναγορεύτηκε διδάκτωρ. όπου και αναγορεύτηκε διδάκτωρ. Αρχικά ασχολήθηκε  με τη δικηγορία και στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι , (1812), για συνέχιση σπουδών. Μελετώντας εκεί επί διετία το γαλλικό Δίκαιο , επέστρεψε στη Βαυαρία όπου και εισήλθε στο δικαστικό κλάδο.

Το 1814 διορίστηκε δικαστικός αντεπίτροπος του κράτους, (σημερινός αντιεισαγγελέας πρωτοδικών), το 1816 γενικός αντεπίτροπος του κράτους (αντιεισαγγελέας εφετών), και τον επόμενο χρόνο μέλος του εφετείου του αναθεωρητικού δικαστηρίου όπου και ανέλαβε δικαστικός επίτροπος του κράτους.

Ο Φον Μάουρερ παράλληλα με τα δικαστικά του καθήκοντα ασχολήθηκε και με τη συγγραφή ακαδημαϊκών μελετών εκδίδοντας το 1824 το περίφημο έργο του « Geschichte des altgermanischen, namentlich altbayrischen öffentlich-mündlichen Gerichtsverfahrens » με το οποίο άρχισε και η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία με την ανακήρυξή του ως μέλους της Ακαδημίας των Επιστημών και τον διορισμό του ως καθηγητής της Ιστορίας του γερμανικού και γαλλικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.

Το 1829 ο Βασιλεύς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α΄ τον ανακήρυξε μυστικοσύμβουλο της Πολιτείας (Geheimer Hofrat und Staatsrat) και το 1831 του απένειμε τον τίτλο του Ιππότη ισόβιου συμβούλου.

Την τελευταία θέση αυτή κατείχε ο φον Μάουρερ όταν ο Βασιλεύς τον κάλεσε να συμμετάσχει στην τριμελή επιτροπή αντιβασιλείας της Ελλάδος που θα συνόδευε τον νεαρό Βασιλέα Όθωνα στην Ελλάδα.

Ο Μάουρερ αποδέχθηκε τον διορισμό και ήλθε στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα, όπου από την πρώτη στιγμή, κατά την κατανομή των αρμοδιοτήτων διοίκησης της νέας χώρας, ανέλαβε με ιδιαίτερο ζήλο το πλέον δυσχερέστερο έργο, όπως ομολογήθηκε αργότερα, που ήταν η οργάνωση της Δικαιοσύνης, της Εκκλησίας και της Εκπαίδευσης.

Με την ανάληψη της Αντιβασιλείας η οργάνωση της Δικαιοσύνης και ειδικά η σύσταση δικαστηρίων ήταν η πλέον αναγκαία όταν μάλιστα μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια η κυβέρνηση που ακολούθησε στις 20 Οκτωβρίου του 1832 με διάταγμά της είχε καταργήσει όλα τα δικαστήρια εκτός από τα ειρηνοδικεία !

Έτσι με το από 22 Φεβρουαρίου 1833 βασιλικό διάταγμα της Αντιβασιλείας Ο φον Μάουρερ προέβη στη σύσταση των πρώτων τριμελών δικαστηρίων στο Ναύπλιο (πρωτεύουσα), Μεσολόγγι , και Θήβα .

Το τελευταίο στις 8 Δεκεμβρίου 1833 μεταφέρθηκε στη Χαλκίδα.  Παράλληλα όμως έπρεπε και να εκδοθεί ένα πλήθος διαταγμάτων προκειμένου να υφίσταται ομοιόμορφη οργάνωση των παραπάνω, καθώς και μια σαφέστερη νομοθεσία περί των αδικημάτων, την απόδοση της δικαιοσύνης, κ.λπ.  Την οργάνωση αυτή ανέλαβε προσωπικά ο φον Μάουρερ ο οποίος και πέτυχε σε διάστημα μόλις δύο ετών να τη φέρει σε πέρας αφενός με την εκπόνηση του ποινικού νόμου και αφετέρου με την οργάνωση των δικαστηρίων

1.Ο “Ποινικός Νόμος του φον Μάουρερ” συντάχθηκε αρχικά κατά τον περίφημο βαυαρικό αντίστοιχο νόμο του 1813, που ήταν έργο του Φέρμπαχ, γνωστότερος ως γερμανικός ποινικός νόμος με όλες τις βελτιώσεις που είχε στο μεταξύ υποστεί (1822, 1827, και 1831). ” Ο νόμος αυτός δημοσιεύτηκε στις 10 Ιανουαρίου του 1834 και τέθηκε σε ισχύ στις 19 Απριλίου του 1834 κατά μετάφραση στην ελληνική υπό των Σχοινά και Πολυζωίδη.
2.Η δε “Πολιτική Δικονομία” συντάχθηκε με βάση τόσο το γαλλικό όσο και το γερμανικό πρότυπο με περιέχουσα αρκετή ύλη του σήμερα αποκαλούμενου αστικού δικαίου, η οποία και δημοσιεύτηκε στις 2 / 14 Απριλίου του 1834.
3.Η “Ποινική Δικονομία” που συντάχθηκε με πρότυπα τη γαλλική και περισσότερο τη βαυαρική δημοσιεύτηκε στις 10 / 22 Μαρτίου 1834 με την οποία και καθορίστηκε και ο θεσμός των ορκωτών δικαστηρίων που υπεραμύνονταν ο Μάουρερ.
4.Ενώ ο νέος «Οργανισμός Δικαστηρίων και Συμβολαιογράφων» ακολούθησε το γαλλικό σχετικό νόμο ως πρότυπο θέτοντας το θεσμό των Ειρηνοδικείων, Πρωτοδικείων, Εφετείων και του Ακυρωτικού που ονομάστηκε Άρειος Πάγος. Το διάταγμα αυτού δημοσιεύτηκε στις 21 Ιανουαρίου / 2 Φεβρουαρίου του 1834 (ν.ημ.).
Με νεότερα σχετικά διατάγματα που εκδόθηκαν τον Ιανουάριο του 1835 διορίστηκε και το πρώτο προσωπικό των νέων δικαστηρίων, ενώ ορίσθηκε η 25 Ιανουαρίου του 1835 ως ημέρα πλήρους εφαρμογής όλων των παραπάνω νέων νομοθετημάτων, εκτός του πρώτου που είχε ήδη τεθεί σε ισχύ.
Και όμως για το ηράκλειο αυτό νομοθετικό έργο, αν ληφθεί υπόψη η υπάρχουσα τότε υποδομή και τα μέσα της εποχής με τις πρώτες αδυναμίες συνεννόησης προκειμένου το νεοσύστατο Βασίλειο να συνταχθεί με τα ευρωπαϊκά της εποχής πρότυπα, ο φον Μάουρερ κατακρίθηκε.

Μετά από μια σειρά φαινομένων εχθρικής στάσης του προέδρου της Αντιβασιλείας Κόμη Άρμανσμπεργκ προς το πρόσωπο του Μάουρερ, που ήταν προϊόν των έντονων διαφωνιών του δεύτερου ως προς την άσκηση εξουσίας του πρώτου, ο Μάουρερ με διαταγή του Βασιλέως της Βαυαρίας ανακλήθηκε τον Ιούλιο του 1834 , ενώ στις 21 Ιουλίου του ίδιου έτους δημοσιεύτηκε και το σχετικό βασιλικό διάταγμα της διακοπής του ως μέλος της Αντιβασιλείας.

Επιστρέφοντας ο Μάουρερ στη Βαυαρία ανέλαβε τα προηγούμενα καθήκοντά του και το 1847 ανέλαβε υπουργός στη κυβέρνηση του Άμπελ για λίγο όμως χρονικό διάστημα, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης.

Όταν επισκέφθηκε αργότερα την Ελλάδα, το 1858 , στις εορτές της 25ετηρίδας της βασιλείας του Όθωνα, σύσσωμοι οι Έλληνες δικαστές τον τίμησαν με ειδικό χρυσό μετάλλιο που έφερε την προτομή του και ειδικό επίγραμμα σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.

Ο φον Μάουρερ πέθανε στο Μόναχο στις 9 Μαΐου του 1872 . Γιος του ήταν ο Κόνραντ φον Μάουρερ , επίσης καθηγητής πανεπιστημίου. Γιος του ήταν Ο Κόνραντ φον Μάουρερ , επίσης καθηγητής πανεπιστημίου.

Συγγραφικό έργο
Geschichte des altgermanischen, namentlich altbayrischen öffentlich-mündlichen Gerichtsverfahrens. Geschichte des altgermanischen, namentlich altbayrischen Gerichtsverfahrens öffentlich-mündlichen. Heidelberg 1824 Χαϊδελβέργη 1824
Einleitung zur Geschichte der Mark-, Hof-, Dorf- und Stadt-Verfaßung und der öffentlichen Gewalt. Einleitung zur Geschichte der Μαρκ-, Hof-, Dorf-und Stadt-Verfassung und der öffentlichen Gewalt. München: Kaiser 1854 München: Kaiser 1854
Geschichte der Markenverfassung in Deutschland. Geschichte der Markenverfassung in Deutschland. Erlangen 1856 Erlangen 1856
Geschichte der Fronhöfe, der Bauernhöfe und der Hofverfassung in Deutschland. Geschichte der Fronhöfe, der Bauernhöfe und der Hofverfassung in Deutschland. 4. 4. Bd. Bd. Erlangen 1862-63 Erlangen 1862-63
Geschichte der Dorfverfassung in Deutschland. Geschichte der Dorfverfassung in Deutschland. 2. 2. Bd. Bd. Erlangen 1865-66 Erlangen 1865-66
Geschichte der Städteverfassung in Deutschland. Geschichte der Städteverfassung in Deutschland. 4. 4. Bd. Bd. Erlangen 1869-71 Erlangen 1869-71

2 σχόλια

  • «Τι έχεις, Γιάννη μ’;»
    «Τι ‘χα πάντα».

    Τι κόλπο είναι αυτό, να επαναλαμβάνεται κάθε πρόταση μετά την τελεία; Πώς το κάνετε; Με copy/paste;
    Σας πειράζω, κ. Βίτσο, μη μου θυμώσετε.

  • @nicolaos demonicos: Ευχαριστούμε πολύ για την επισήμανση. Προφανώς έτσι αντιλαμβάνεται η τεχνολογία το “η επανάληψις εστί η μήτηρ της μαθήσεως”. Την επαναφέραμε στην τάξη!

Κλικάρετε εδώ για να σχολιάσετε