Η Παλατινή Ανθολογία ή Ανθολογία Ελληνική ονομάζεται η συλλογή ελληνικών επιγραμμάτων πολλών ποιητών από τον 5ο π.Χ. αιώνα έως το Μεσαίωνα, η οποία σώζεται σ’ ένα χειρόγραφο της Bibliotheka Palatina στη Χαϊδελβέργη (οι εκατό τελευταίες σελίδες βρίσκονται από το 1797 στην Παρισινή Εθνική Βιβλιοθήκη). Καταρτίστηκε περί τα τέλη του 10ου μ.Χ. αιώνα στην Κωνσταντινούπολη από τη μη σωθείσα Ανθολογία του Κεφαλά (λίγο πριν από το 900 μ.Χ.). Ο Κεφαλάς είχε καταρτίσει την Ανθολογία του με βάση παλαιότερες συλλογές, όπως τη συλλογή Στέφανος του Μελεάγρου, τη συλλογή Στέφανος του Φιλίππου από τη Θεσσαλονίκη και τη συλλογή του Αγαθία.
Πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο Ενδυμίων κυκλοφόρησε μια πολύ ενδιαφέρουσα μετάφρασή της που έχει γίνει από τον Ι.Ν.Κυριαζή. Μετάφραση δημιουργική, πιστή στο αρχαίο κείμενο, αλλά και ιδιαίτερα σημερινή. Παραθέτουμε αποσπάσματα:
V.329. ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ
Ἄλλος μὲν κρύσταλλον, ὁ δ’ ἄργυρον, οἱ δὲ τοπάζους
πέμψουσιν, πλούτου δῶρα γενεθλίδια·
ἀλλ’ ἲδ’ Ἀγρειππίνη δύο δίστιχα μοῦνον ἰσώσας,
ἀρκοῦμαι δώροις, ἃ φθόνος οὐ δαμάσει.Κρύσταλλο, άργυρο, τοπάζι
σου φέρνουν, Αγριππίνα, δώρα.
Δυο δίστιχα από μένα θώρα –
δώρα που ο φθόνος δε δαμάζει.
VII 80. ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ
Εἶπέ τις, Ἡράκλειτε, τεὸν μόρον, ἐς δὲ με δάκρυ
ἤγαγεν· ἐμνήσθην δ’, ὁσσάκις ἀμφότεροι
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν· ἀλλὰ σὺ μέν που,
ξεῖν’ Ἁλικαρνησεῦ, τετράπαλαι σποδιή·
αἱ δὲ τεαὶ ζώουσιν ἀηδόνες, ᾗσιν ὁ πάντων
ἁρπακτὴς Ἀϊδης οὐκ ἐπὶ χεῖρα βαλεῖ.Σαν μου ’πανε, Ηράκλειτε, πως τέλειωσες το βίο
θυμήθηκα με δάκρυα που από εμάς τους δύο
ο ήλιος άπειρες φορές στη δύση του επετάχτη.
Μα εσύ ’σαι, Αλικαρνασεύ, από καιρό πια στάχτη.
Όμως τ’ «Αηδόνια» σου που ζουν, τ’ άλλα κι αν καταβάλλει,
στο χέρι του ο άρπαγας ο Άδης δε θα βάλει.
VII 128. ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ
Ἡράκλειτος ἐγώ· τὶ μ’ ἄνω κάτω ἔλκετ’, ἄμουσοι;
οὐχ ὑμῖν ἐπόνουν,τοῖς δὲ μ’ ἐπισταμένοις.
εἷς ἐμοὶ ἄνθρωπος τρισμύριοι, οἱ δ’ ἀνάριθμοι
οὐδείς. ταύτ’ αὐδῶ καὶ παρὰ Φερσεφόνη.Εμένα, τον Ηράκλειτο, στην ησυχία μου αφήστε…
Για όσους γνωρίζαν κόπιαζα, μα εσείς αγράμματοι είστε.
Χίλιους ανθρώπους έβρισκα στον άνθρωπο τον ένα,
αλλ’ αν στους χίλιους έψαχνα, δε θα ’βρισκα κανένα.
Κι η Περσεφόνη αυτά εδώ θ’ ακούσει από μένα.
VII 134. ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ
Ἐνθάδε Γοργίεω κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαι
οὐκέτι χρεμπτομένη οὔτ’ ἀπομυσσομένη.Η κεφαλή του κυνικού Γοργία εδώ κείται –
να βγάζει μύξες, φλέγματα, δε θα την ξαναδείτε.
VII 217.ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ
Ἀρχεάνασσαν ἔχω, τάν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίραν,
ἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετ’ Ἔρως.
ἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶ
πρωτοβόλου, δι’ ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς.Την Αρχεάνασσα κρατώ, εταίρα εκ Κολοφώνος,
που στις ρυτίδες της πατά του Έρωτα ο θρόνος.
Εσείς που δρέψατε, εραστές, της νιότης τον ανθό της
ποια πυρκαγιά περάσατε, από ανάμεσό της;..
VII 285. ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ
Οὐ κόνις οὐδ’ ὀλίγον πέτρης βάρος, ἀλλ’ Ἐρασίππου
ἥν ἐσορᾷς, αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος·
ὤλετο γὰρ σὺν νηί· τὰ δ’ ὀστέα ποῦ ποτ’ ἐκείνου
πύθεται, αἰθυίαις γνωστὰ μόναις ἐνέπειν.Δεν είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο τάφος
μα όλη η θάλασσα – σ’ αυτήν εχάθη με το σκάφος.
Και πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε,
μονάχα οι γλάροι ξέρουνε, εκείνοι θα στο πούνε.
VII 314. ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ
Μὴ πόθεν εἰμὶ μάθῃς μηδ’ οὔνομα · πλὴν ὅτι θνῄσκειν
τοὺς παρ’ ἐμὴν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω.Τον τόπο μου και τ’ όνομα μη θες να μάθεις, ξένε·
όσους στον τάφο μου θα ’ρθούν, νεκρούς τους θέλω, ξέρε.
VΙΙ 320. ΗΓΗΣΙΠΠΟΥ
Ὀξεῖαι πάντῃ περὶ τὸν τάφον εἰσὶν ἄκανθαι
καὶ σκόλοπες· βλάψεις τοὺς πόδας, ἢν προσίῃς.
Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω. Ἀλλά πάρελθε
οἰμώζειν εἶπας πολλά, πάρελθε μόνον.Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουν
και πιο κοντά αν θες να ’ρθείς, τα πόδια σου ματώνουν.
Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσει.
Και τώρα δρόμο, αρκετά, μ’ όσα μ’ έχεις στολίσει.
VII 349. ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ
Βαιὰ φαγών καὶ βαιὰ πιὼν καὶ πολλὰ νοσήσας
ὀψὲ μέν, ἀλλ’ ἔθανον. ἔρρετε πάντες ὁμοῦ.Φαΐ, ποτό έλεγα λίγο να βάλω
πολύ αρρώστησα – δεν έζησα άλλο.
Να πάτε όλοι σας μαζί στο διάλο…
VII 452. ΛΕΩΝΙΔΟΥ
Μνήμης Εὐβούλοιο σαόφρονος, ὦ παριόντες,
πίνωμεν· κοινὸς πᾶσι λιμὴν Ἀΐδης.Φίλοι, στη μνήμη του Εύβουλου που έχει πια πεθάνει
ας πιούμε – είναι ολονών ο Άδης κοινό λιμάνι.
VΙΙ 456. ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ
Τὴν τίτθην Ἱέρων Σειληνίδα, τήν, ὅτε πίνοι
ζωρόν, ὑπ’ οὐδεμιῆς θλιβομένην κύλικος,
ἀγρῶν ἐντὸς ἔθηκεν, ἵν’ ἡ φιλάκρητος ἐκείνη
καὶ φθιμένη ληνῶν γείτονα τύμβον ἔχοι.Τη Σειληνίδα την τροφό του ο Ιέρωνας τη θάβει
-αυτήν που δεν την πείραζαν τα ξέχειλα ποτήρια-
μες στους αγρούς να κείτεται, η μπεκρού σ’ ένα χωράφι
έτσι που ο τάφος της κοντά να ’ναι στα πατητήρια.
VII 461. ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ
Παμμῆτορ γῆ, χαῖρε· σύ τὸν πάρος οὐ βαρὺν εἰς σὲ
Αἰσιγένην καὐτή νῦν ἐπέχοις ἀβαρής.Μητέρα Γη, σε χαιρετώ – σαν ζούσε ο Αισιγένης
βάρος δε σου ’δινε. Γι’ αυτόν, κι εσύ ελαφριά να γένης.
VII 538. ΑΝΥΤΟΥ
Μάνης οὗτος ἀνὴρ ἦν ζῶν πότε· νῦν δὲ τεθνηκὼς
ἶσον Δαρείῳ τῷ μεγάλῳ δύναται.Ο Μάνης δούλος ήτανε σε όλον του το βίο.
Τώρα που πέθανε έγινε ίσος με τον Δαρείο.
VII 546. ΑΝΩΝΥΜΟΥ
Εἶχε κορωνοβόλον πενίης λιμηρὸν Ἀρίστων
ὄργανον, ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας
ἦκα παραστείχων δολίην ὁδόν,οἷος ἐκείνας
ψεύσασαθαι λοξοῖς ὄμμασι φερβομένας.
νῦν δ’ ὁ μὲν εἰν Ἀΐδῃ· τὸ δὲ οἱ βέλος ὀρφανὸν ἤχου
καὶ χερός· ἡ δ’ ἄγρη τύμβον ὑπερπέταται.Χήνες με τη σφεντόνα του ο Αρίστωνας χτυπούσε
αφού σε δρόμο δολερό περίμενε για εκείνες.
Στον Άδη αφότου έφτασε βέλος του δεν ηχούσε.
Τώρα πάνω απ’ τον τάφο του πετούν ψηλά οι χήνες.
VII 608. ΕΥΤΟΛΜΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΙΛΛΟΥΣΤΡΙΟΥ
Υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππη
κωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν·
οὐδ’ ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαι,
ἀλλ’ ἅμα καὶ θρήνου παύσατο καὶ βιότου.Τον πρόωρο θάνατο του γιου πενθώντας η Μενίππη
μαζί με δυνατή κραυγή άφησε την πνοή της.
Και δεν ανάπνευσε ξανά, δεν την ξανάβρε η λύπη –
παρέα με το θρήνο της έφυγε κι η ζωή της.
ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, Μτφ I.N.Κυριαζή
Εκδόσεις Ενδυμίων 2009,
Αποκλειστική διάθεση:Βιβλιοπωλείο Ναυτίλος, Χαριλάου Τρικούπη 28, Αθήνα
http://palatini.blogspot.com/
[Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΓΑΡΗΣ]
TO “META PNEUMATWN DIKAIWN” DEN TO IDES SE KAMIA ANTHOLOGIA? ASE TO IDE O AGIOS….