Ο Ελληνοαυστραλός Χ. Τσιόλκας στην κούρσα τού «Μπούκερ»
Χρώμα αυστραλιανής ερήμου, όχι μόνον λόγω του δύο φορές νικητή, του 67χρονου Πίτερ Κάρεϊ, ο οποίος βρίσκεται στη μεγάλη λίστα για το φετινό Βραβείο Μπούκερ.
Αλλά γιατί στα ονόματα των υποψηφίων για το μεγάλο βρετανικό βραβείο ξεχωρίζει και ένας δικός μας, ο ταλαντούχος 45χρονος Χρήστος Τσιόλκας, παιδί Ελλήνων μεταναστών της εργατικής τάξης. Ο πρώτος στο μυθιστόρημά του «Parrot and Olivier in America», ακολουθώντας τα ίχνη του Αλέξις ντε Τοκβίλ, μιλάει για τον αγώνα της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας. Το «Slap» -που σημαίνει χαστούκι- του δεύτερου είναι ένα μακρύ σχόλιο για τα δεινά της οικογενειακής ζωής στον εικοστό αιώνα.
Ο Χρήστος Τσιόλκας, γεννημένος στη Μελβούρνη, αριστερός και δηλωμένος ομοφυλόφιλος, έχει χαρακτηριστεί από την κριτική ως ένας από τους κορυφαίους μυθιστοριογράφους της Αυστραλίας. Η έγκυρη εφημερίδα «Age» τού χάρισε το βραβείο για την αριστουργηματική «Νεκρή Ευρώπη» -που κυκλοφορεί στα ελληνικά από την «Printa»-, ένα πήγαιν’-έλα του συγγραφέα μεταξύ του γενέθλιου τόπου του και της ελλαδικής γεωγραφίας, όπου γεννήθηκαν οι γονείς του (Θεσσαλονίκη και Αγρίνιο).
Οι άλλοι ένδεκα συγγραφείς, οι οποίοι διεκδικούν το βραβείο, είναι οι ακόλουθοι: Εμα Ντόναχιου «Room», Χέλεν Ντάνμορ «The Betrayal», Ντέιμον Γκάλγκουτ «In a Strange Room», Χάουαρντ Γιάκομπσον «The Finkler Question», Αντρέα Λεβί «The Long Song», Τομ ΜακΚάρθι «C», Ντέιβιντ Μίτσελ «The Thousand Autumns of Jacob de Zoet», Λίζα Μουρ «February», Πολ Μάρεϊ «Skippy Dies», Ρόουζ Τρέμεν «Trespass», Αλαν Γουόρνερ «The Stars in the Bright Sky».
Η μικρή λίστα θα ανακοινωθεί στις 7 Σεπτεμβρίου, ενώ η επίσημη τελετή θα γίνει, στις 12 Οκτωβρίου, στο Λονδίνο. Το βραβείο συνοδεύεται από το ποσόν των 50.000 λιρών.
ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
EΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Ο Χρήστος Τσιόλκας, Αυστραλός με ελληνικές ρίζες, γνωστός από τη βραβευμένη ταινία της Άνα Κόκκινος Head On, η οποία βασίστηκε στο βιβλίο του Loaded, μιλάει για το καινούριο του βιβλίο, Dead Europe (Νεκρή Ευρώπη), τους «Μακεδόνες» γείτονές του, την αριστερά και την ιστορία που δεν τελειώνει ποτέ στα Βαλκάνια.
Το πρώτο του βιβλίο, το Loaded, κυκλοφόρησε το 1995. Κέρδισε τους κριτικούς και το ενδιαφέρον της Άνα Κόκκινος που το μετέφερε στον κινηματογράφο με τον τίτλο Head On. Το δεύτερο, το Jesus Man, «βούλιαξε» και κάποιοι βιάστηκαν να μιλήσουν για «αστέρι του ενός βιβλίου». Το πρόσφατο τρίτο του βιβλίο, η «Νεκρή Ευρώπη» (Dead Europe), του χάρισε συγγραφικό στάτους και χαρακτηρισμούς όπως «κλασσικός» και «ελπίδα ενός νόμπελ για την Αυστραλία», πριν καλά καλά κλείσει τα 40. Ο Χρήστος Τσιόλκας δεν φαίνεται να νοιάζεται για όλα αυτά. Συνεχίζει να εργάζεται ως νοσοκόμος κτηνιατρείου, κι αρνείται να παίξει τον διανοούμενο εσωτερικών χώρων. Οι γονείς του ήταν βιομηχανικοί εργάτες, αυτός ένα παιδί μεγαλωμένο στην ελληνική καρδιά της Μελβούρνης που από τα φοιτητικά του χρόνια έδινε το παρόν στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι της πατρίδας του. Αριστερός, ομοφυλόφιλος, με τον ίδιο σύντροφο από τα 80ς, με ερωτική με τη γραφή, ο Χρήστος Τσιόλκας δεν δηλώνει Έλληνας και δεν επιθυμεί να συγκινήσει καταφεύγοντας σε κλισέ. Γι’ αυτό και συγκινεί ουσιαστικά, ακόμη κι αν διαφωνείς μαζί του.
Κάποιοι κριτικοί είχαν βιαστεί να σας χαρακτηρίσουν «συγγραφέα του ενός βιβλίου». Τώρα, μετά τη «Νεκρή Ευρώπη», πολλοί σας χαρακτηρίζουν ως «επόμενο αυστραλό κλασσικό». Σέβεστε την κριτική, σας επηρεάζει;
Είναι ο χρόνος κι όχι η κριτική που σηματοδοτεί την πραγματική αξία ενός έργου. Αν εμπιστεύεσαι τα καλά λόγια των κριτικών θα πρέπει να εμπιστευτείς και τα κακά. Η κατάσταση της δημοσιογραφίας στην Αυστραλία είναι φρικτή. Τα πρότυπά μας είναι όλο και περισσότερο εμπορικά και «αμερικάνικα» και με ανησυχεί η έλλειψη κριτικού χώρου για την αληθινή διανοητική αντιπαράθεση. Δεν είναι θέμα αν εμπιστεύομαι τους κριτικούς. Είναι θέμα αν εμπιστεύομαι τη δημοσιογραφία. Ωστόσο θα επιθυμούσα να ακούσω ευρωπαϊκές κριτικές στο «Νεκρή Ευρώπη». Καλές και κακές.
Ο πρώτος, κι ως τώρα μόνος, νομπελίστας της Αυστραλίας, ο Πάτρικ Γουάιτ, ήταν επίσης ομοφυλόφιλος. Και, διάβαζα για σας σε μια κριτική, σε φόρουμ του ίντερνετ ότι, αν συνεχίσετε έτσι, και το δεύτερο νόμπελ της Αυστραλίας θα δοθεί σε ομοφυλόφιλο. Υπάρχει σχέση στη δουλειά σας και σ αυτή του Γουάιτ;
Ο Πάτρικ Γουάιτ έγραψε στην παράδοση του μοντερνισμού του τελευταίου αιώνα και σε μια Αυστραλία που κατανοούσε τον εαυτό της ως μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Δεν αισθάνομαι μέρος αυτής της παράδοσης. Ήταν σημαντικό για μένα να δω τον εαυτό μου ως μέρος μιας υβριδικής πολυπολιτισμικής κουλτούρας που οι επιρροές της έρχονται από παντού. Την ίδια στιγμή, αναγνωρίζω ότι γράφω στα αγγλικά κι ότι το γραμμένο στα αγγλικά μυθιστόρημα έχει τεράστια επιρροή στη δουλειά μου. Αυτή η επιρροή, πάντως, είναι κυρίως από τις ΗΠΑ. Ένας από τους λόγους που ήθελα να ερευνήσω το θέμα του αντισημιτισμού στην Νεκρή Ευρώπη, ήταν πως, η πρώτη λογοτεχνία που μου μίλησε, ως παιδιού μεταναστών, ήταν τα γραπτά εβραιοαμερικάνων του 20ου αιώνα, όπως ο Μέηλερ, ο Ροθ. Γράφουν για την μεταβατική κουλτούρα των μεταναστών όπως οι βρετανοί κι οι αυστραλοί δεν έγραψαν ποτέ.
Η εποχή που οι συγγραφείς δούλευαν πέντε κι έξι χρόνια σε ένα βιβλίο μοιάζαν να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Εσείς όμως «ομολογείτε» ότι σας πήρε χρόνια η «Νεκρή Ευρώπη» (Dead Europe).
Μου πήρε πολύ καιρό να γράψω την «Νεκρή Ευρώπη» γιατί πιστεύω ότι το μυθιστόρημα χρειάζεται αυτή την δέσμευση και την πειθαρχία. Το βιβλίο ξεκίνησε ως μη λογοτεχνικό – αυτή ήταν η αρχική μου πρόθεση. Ήθελα να γράψω έναν απολογισμό από την πλευρά ενός αυστραλού που οι ρίζες του βρίσκονται στην Ευρώπη, που ταξιδεύει στη σύγχρονη Ευρώπη και προσπαθεί να αντιληφθεί τι βλέπει εκεί. Πολύ σύντομα ήταν προφανές ότι αυτή η προσέγγιση ήταν ανεπαρκής, από την άποψη ότι η τεράστια ιστορία και πολιτική του εικοστού αιώνα φτηναίνει όταν γίνεται ταξιδιωτικό ημερολόγιο. Ακόμη, στην έρευνά μου, ανακάλυψα την εβραϊκή ιστορία των Βαλκανίων και μου θύμισε τις ιστορίες φαντασμάτων που ο πατέρας μου μου έλεγε όταν ήμουν μικρός. Όταν άρχισα να σκέφτομαι το βιβλίο σα μυθιστόρημα και μια ιστορία φαντασμάτων, άρχισα να ενθουσιάζομαι μ’ αυτό και με τη μεταφορά του αίματος και της βαμπιρικής κυριότητας ως μιας μεθόδου να εξετάσω την πολύπλοκη ιστορία της Ευρώπης του 20ου αιώνα, και της διασποράς των λαών της, και μαζί να εξετάσω την πραγματικότητα της σύγχρονης μετακομμουνιστικής Ευρώπης.
Όπως καταλαβαίνετε, είχα να κάνω με πολύπλοκα, αμφιλεγόμενα και τεράστια θέματα. Δεν ήθελα να βιαστώ ή να δώσω το βιβλίο στον εκδότη πριν με ικανοποιήσει το αποτέλεσμα. Βλέπω την συγγραφή σαν λειτούργημα και σαν τεχνουργία. Είναι μια επιλογή ζωής κι είναι ένα τεχνούργημα προς το οποίο εργάζεσαι όλη τη ζωή σου. Νομίζω ότι υπάρχει ένας κίνδυνος στην «λατρεία της διασημότητας» που σήμερα συνοδεύει το συγγραφέα κι ένας κίνδυνος να μετατραπείς σε παραγωγική μηχανή. Γι αυτό κι είναι σημαντικό για μένα να εργάζομαι, πέρα από τη συγγραφή βιβλίων, θεατρικών, ταινιών, και σε δουλειές που δεν έχει καμμία σχέση με τον κόσμο της λογοτεχνίας. Ξέρω πως οι απόψεις που για την συγγραφή θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ρομαντικές ή μοναστικές. Ας είναι. Επιμένω στη θέση μου ότι η «χολλυγουντοποίηση» της γραφής παράγει προϊόντα κι όχι βιβλία.
Τα βιβλία για τα «φαντάσματα πάνω από την Ευρώπη», τη θρησκεία, την πολιτική έμοιαζαν επίσης ν ανήκουν στο παρελθόν. Φέρνετε πίσω το είδος ολοζώντανο. Ήταν θέμα έρευνας ή ο τρόπος που αντιμετωπίζετε τη λογοτεχνία που σας οδήγησε;
Η ιστορία κι η επιστροφή της… Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ πριν από 15 χρόνια, συνοδεύτηκε από μία ευφορική πρόσκληση για το «τέλος της ιστορίας». Φυσικά, αυτή η ευφορία, η καπιταλιστική και δυτική, αγνόησε το γεγονός ότι για την πλειονότητα του κόσμου, η ιστορία συνέχιζε να είναι λόγος αγώνων, διεκδικήσεων και ζωής. Φυσικά και η ιστορία δεν «τελείωσε» στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, δεν τελείωσε στην Αφρική, την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, την Ασία, την Νότιο Αμερική ή τη Μέση Ανατολή. Ο δυτικός κόσμος υποχρεώθηκε βίαια να θυμηθεί την επιστροφή της ιστορίας στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Aυτό ήταν το χαστούκι που μας θύμισε ότι όχι μόνο η ιστορία αλλά και η θρησκεία είναι ολοζώντανες και γεμάτες δύναμη κι ότι τα φαντάσματα του ιμπεριαλισμού και του πολέμου δεν έχουν αναπαυτεί. Η «Νεκρή Ευρώπη» άρχισε να γράφεται πριν κηρυχθεί ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», κι άρχισε να γράφεται γιατί κάποιοι από μας είχαμε αρχίσει να βλέπουμε αυτή την Νέα Εποχή να έρχεται.
Δεν ξέρω πώς να εργαστώ ως συγγραφέας σήμερα, χωρίς να αρχίσω να παλεύω με αυτά τα ερωτήματα. Περικλείουν την αντιπαράθεση μεταξύ των κοσμικών φιλοσοφιών και της θρησκευτικής πίστης, της φύσης της δημοκρατίας και του κεφαλαίου, τα αποτελέσματα της νέο-αποικιοκρατίας, τη φύση της εξορίας, της προσφυγιάς και της διασποράς. Είναι μια από τις ευθύνες μας, ως διανοούμενοι, να καταπιαστούμε με αυτά τα ερωτήματα και παρότι είναι πειρασμός για μένα η επιστροφή στην ομορφιά, δηλαδή σε μια δουλειά καθαρά ελιτιστική κι αισθητική, αυτό αποτελεί πολυτέλεια την παρούσα στιγμή. Η αποτυχία του κομμουνισμού ως πολιτικού συστήματος απαιτεί από τους διανοούμενους να κατανοήσουν ότι όποιες απαντήσεις δόθηκαν ήταν συγκυριακές. Μπορεί η λογοτεχνία να μην προσφέρει «λύσεις» ή «τελείες». Κι αυτή είναι όντως η περίπτωση της «Νεκρής Ευρώπης». Αλλά αν θεωρήσει κανείς ότι η λογοτεχνία δεν έχει το δικαίωμα να θέτει ερωτήματα για την ιστορία και τον πολιτισμό, κάνει ένα πολύ επικίνδυνο βήμα. Πιστεύω ότι η τέχνη κι η λογοτεχνία πρέπει να συνεχίσουν να θέτουν ερωτήματα. Επιβάλλεται.
Γιατί η Ευρώπη «πεθαίνει» στα Βαλκάνια;
Η Ευρώπη δεν πεθαίνει στα Βαλκάνια αλλά αυτό που μου φαίνεται ότι συμβαίνει στα Βαλκάνια είναι πως, εκεί η Ευρώπη αναγνωρίζει την ίδια της την κατασκευή, τα όριά της και τις δυνατότητές της. Πρέπει να καταλάβετε ότι, ως Αυστραλού, η Ευρώπη που μας παρουσιάζεται σαν ρομάντζο είναι η Ευρώπη της Δύσης. Τα Βαλκάνια, όντας η ιστορική γεωγραφική περιοχή όπου οι αυτοκρατορίες πολεμούσαν για γη και οριοθέτηση συνόρων είναι και ο τόπος όπου η Ευρώπη τελειώνει γεωγραφικά αλλά επίσης και το σημείο όπου η Ευρώπη επεκτείνεται, όπως με την ένταξη της Ανατολικής Ευρώπης στην ΕΕ. Δεν μπορώ να προβλέψω τι θα βγει από αυτό, αλλά θεωρώ ότι το πρώτο τεστ αυτής της ευρωπαϊκής επέκτασης έγινε στη Γιουγκοσλαυία, κι η δυτική Ευρώπη απέτυχε στις πρώτες εξετάσεις.
Ο θάνατος στην «Νεκρή Ευρώπη» είναι τριπλός. Είναι ο θάνατος του κομμουνισμού, ο θάνατος της αγροτικής τάξης, μιας τάξης που ήταν κρίσιμα χριστιανική, μουσουλμανική και εβραϊκή, μία ακόμη υπενθύμιση για τη Δυτική Ευρώπη ότι τα σημερινά της «προβλήματα» με μη-χριστιανούς δεν είναι νέο φαινόμενο αλλά ένα δεδομένο της ευρωπαϊκής δομής για πάνω από χίλια χρόνια. Ο τελικός θάνατος είναι ένας θάνατος που έρχεται από τον πόλεμο και το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Γενικά, αυτός ο «θάνατος» συμβολίζεται πιο σκληρά και σκανδαλιστικά στο Ολοκαύτωμα του Β παγκοσμίου πολέμου. Αλλά, κάθε χώρα και κάθε τόπος έχει τη δική του εκδοχή αυτού του «θανάτου». Στην Ελλάδα, μετά τον πόλεμο ήρθε ο εμφύλιος.
Είναι τα Βαλκάνια «Ευρώπη» με τον τρόπο που οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες είναι «Ευρώπη»;
Διστάζω να απαντήσω αυτή την ερώτηση καθώς δεν είμαι ευρωπαίος αλλά αυστραλός – έστω κι αν η κληρονομιά μου είναι ελληνική. Ο ήρωας του βιβλίου μου, ο Ισαάκ, καταλήγει πως αυτό το ερώτημα πρέπει να το απαντήσουν οι ευρωπαίοι και πως σήμερα η Ευρώπη αποπειράται ακριβώς να δώσει μιαν απάντηση. Ως αυστραλός με ρίζες σε μετανάστες, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι αυτό που με έσπρωξε να γράψω το βιβλίο ήταν ο ρατσισμός κατά των μεταναστών και των προσφύγων, που είδα τη δεκαετία του 90 στην Ευρώπη. Ρατσισμός που κατευθύνονταν κατά αράβων κι αφρικανών αλλά και κατά σλάβων, ρώσων, αλβανών και σέρβων. Ρατσισμός που μου θύμισε το ρατσισμό που οι γονείς μου αντιμετώπισαν στην Αυστραλία. Παραδόξως, όταν εγκατέλειψα την Ελλάδα την τελευταία φορά που ήρθα, το 2000, ένοιωθα πιο κοντά στους αλβανούς μετανάστες παρά στους «Έλληνες». Και τα εισαγωγικά χρειάζονται γιατί για μένα οι αλβανοί, οι ρώσοι, οι πακιστανοί στην Ελλάδα είναι έλληνες. Αυτό μου δίδαξε η ζωή μου ως γιού μεταναστών στην Αυστραλία.
Η Ευρώπη λέει ότι θέλει να δεχθεί την Ανατολή και τα Βαλκάνια στην κοινότητά της. Αλλά αυτά είναι ρητορική της κοινότητας. Την ίδια ώρα όλα τα ευρωπαϊκά κράτη που επισκέφθηκα επιδεικνύουν άγχη και ρατσισμό σχετικά με τη θέση του «μετανάστη» ή του «εξόριστου». Μου φαίνεται προβληματικό ότι το ζήτημα της Ευρώπης και ποια έθνη δομούν την «αυθεντική» Ευρώπη καθορίζεται από τα έθνη-κλειδιά της δυτικής Ευρώπης, από την ΕΕ. Ως κάποιος που βρίσκεται έξω από όλα αυτά, θα ήθελα να δω την ΕΕ, τη «Δυτική Ευρώπη» να κατανοεί τι χρειάζεται να κάνει για να συμφιλιωθεί με την Ανατολή. Ή, για να βάλω κι εγώ ένα ερώτημα, πρέπει η ιστορία κι ο πολιτισμός της Ανατολικής Ευρώπης να εκμηδενιστεί ή να περιοριστεί σε θεματικά πάρκα για τους ανατολικοευρωπαίους και τους βαλκάνιους ώστε να επιτραπεί σε αυτούς τους λαούς να αξιώσουν την «ευρωπαϊκότητά» τους;
Από ότι φαίνεται έπαιξε σημαντικό ρόλο στο έργο σας και το Μακεδονικό Ζήτημα.
Η Νεκρή Ευρώπη ξεκίνησε, κατά κάποιο τρόπο, με το Μακεδονικό Ζήτημα. Θυμάμαι τους Έλληνες Αυστραλούς και τους Μακεδόνες Αυστραλούς να συζητούν για το νόημα της λέξης «Μακεδονία» τις αρχές της δεκαετίας του 90, κι ήθελα να ερευνήσω το ερώτημα έξω από τους εθνικισμούς και των δύο. Έτσι, ξεκίνησα να ερευνώ την ιστορία της περιοχής κι ανακάλυψα μια εβραϊκή σεφαραδίτικη ιστορία που ούτε οι Έλληνες ούτε οι Μακεδόνες παραδέχονταν. Τότε συνειδητοποίησα ότι τα Βαλκάνια είναι ένας τόπος πολυεθνικός και πολυθρησκευτικός.
Σε προσωπικό επίπεδο, μεγάλωσα με Μακεδόνες. Στην αυστραλιανή ρατσιστική αργκό, τους αποκαλούμε Μάκος (Macos). Ήξερα ότι τα μακεδονίτικα είναι μια γλώσσα διαφορετική από τα ελληνικά. Κι αυτό συνεπάγεται την αναγνώριση μιας πολιτιστικής, γλωσσικής και γεωγραφικής κληρονομιάς και πραγματικότητας για τους Μακεδόνες. Ωστόσο, παρότι αυτά είναι ξεκάθαρα για μένα, θέλω να εκφράσω και την αηδία μου και τη θλίψη μου για τον τρόπο που ενθαρρύνθηκε και πραγματοποιήθηκε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Μια ελπίδα για μιαν πολυπολυτισμική εθνότητα καταστράφηκε από τη βία του πολέμου και από την ξεκάθαρη καπιταλιστική έγκριση σε αυτή τη διάλυση.
Περιγράφετε το βιβλίο σας σαν «διάλογο με το Θεό». Προέρχεστε από θρησκευόμενο περιβάλλον;
Οι γονείς μου ήταν θρήσκοι αλλά ευτυχώς με ισχυρές αντικληρικές θέσεις. Έτσι, διδάχθηκα και την ορθόδοξη πίστη και την καχυποψία προς τον κλήρο. Ρωτήσατε γιατί το βιβλίο πήρε επτά χρόνια να γραφτεί. Ένας από τους λόγους είναι ότι δεν ήξερα ότι θα γινόταν ένας διάλογος με το Θεό. Πίστευα ότι είχα εγκαταλείψει τη θρησκεία πίσω μου από τον καιρό της εφηβείας, όταν δεν μπορούσα να συμφιλιώσω την ορθόδοξη πίστη με τη σεξουαλικότητά μου. Όμως, επειδή ένα από τα θέματα του βιβλίου είναι ο αντισημιτισμός, για να προχωρήσω χρειάστηκε να διαβάσω το Κοράνι και να ξαναδιαβάσω τη Βίβλο. Βρέθηκα ακόμη μια φορά να ασχολούμαι με το Λόγο του Θεού. Είναι κρίσιμο να θυμόμαστε ότι ένα από τα πράγματα που δένουν τις μονοθεϊστικές πίστεις του Αβραάμ είναι η σημασία του Λόγου. Πως γνωρίζουμε το Θεό ως εβραίοι, μουσουλμάνοι ή χριστιανοί; Ένας από τους τρόπους είναι μέσα από το Λόγο Του. Έτσι επέλεξε ο Θεός να μας αποκαλυφθεί. Αυτό εξηγεί τον κεντρικό ρόλο της Τοράχ στον Ιουδαϊσμό, του Κορανίου στο Ισλάμ και των Γραφών στη Χριστιανοσύνη. Διαβάζοντας το Λόγο του Θεού ξανάπεσα στον αγώνα για λύτρωση, μετάνοια, που ήταν αυτό που ζητούσα από την θρησκεία όταν ήμουν μικρός. Αλλά τώρα, είμαι ευτυχώς ενήλικας. Ήθελα να απαντήσω στους φονταμενταλιστές με τους δικούς τους όρους. Αν αυτά λένε για τη σεξουαλικότητα και το σώμα μου, αν αυτός είναι ο Λόγος του Θεού, πού στέκομαι, πού στέκεται ο Ισαάκ στη Νεκρή Ευρώπη; Με το διάβολο; Και τότε, ποιες είναι οι συνέπειες;
Πιστεύω πως μια από τις ειρωνείες της σύγχρονης ιστορίας είναι ότι ξεχνώντας την σημασία της θρησκείας και της πίστης στην ανθρώπινη εμπειρία, η κοσμική Δύση βρίσκεται τώρα στην αναζήτηση τρόπου με τον οποίο θα ζήσει με κουλτούρες και ταυτότητες που αρνούνται το κοσμικό κράτος, τον υλισμό. Ένας από τους κινδύνους της δυτικής απάντησης είναι να αντιμετωπίσει τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό με τον φονταμενταλισμό της κοσμικής δημοκρατίας. Θέλησα να ασχοληθώ σοβαρά με το θέμα της θρησκευτικής πίστης και εμπειρίας, παρ ότι ο ίδιος δεν θρησκεύω πια. Η θρησκεία δεν είναι το παρελθόν. Δεν είναι ένα φάντασμα. Ακόμη διαμορφώνει το παρόν μας.
Έχετε γράψει: «δημιουργούμε πνευματικότητες που δεν ζητούν πειθαρχία ή θυσία. Πέστε το Νέα Εποχή (New Age), και πάλι θα βρωμά παρακμή».
Ως κάποιος που βίωσε την θρησκευτική πίστη, γνωρίζω ότι η πίστη απαιτεί από τον πιστό ήθος και ηθική. Όλες οι μεγάλες θρησκείες αναγνωρίζουν την αλήθεια του ανθρώπινου πόνου, που δεν είναι απλώς πόνος του ατόμου. Οι μεγάλες θρησκείες, σε δύση κι ανατολή, μας υποδεικνύουν πώς να μετέχουμε στη ζωή, την κοινωνία και την οικογένεια. Οι ηθικοί κώδικες της θρησκείας μας προκαλούν να είμαστε καχύποπτοι στην ίδια μας την απληστία, την λαγνεία, τη ζήλια. Είναι καχύποπτος προς τη θρησκευτικότητα που είναι ατομοκεντρική κι ένα είδος ψυχοθεραπείας αντί να είναι μια πρακτική πίστης και «καλών έργων» – αυτή η φράση έχει νόημα και στην Ιουδαιοχριστιανοϊσλαμική παράδοση και στη βουδιστική. Τα καλά έργα είναι κοινωνική αντίληψη και είναι αναγκαία. Ακόμη και στα πιο υπαρξιακά τους, οι μεγάλες θρησκείες δεν το ξεχνούν αυτό. Η θρησκεία, η πνευματικότητα, η πίστη δεν είναι προϊόντα σούπερ μάρκετ, να τα αγοράζεις για μια δύο σαιζόν και μετά να τα πετάς. Και μ’ αυτό το διττό τρόπο βρίσκω την παρακμή στη νέα εποχή: στον ατομοκεντρισμό της και στο μάρκετινγκ της θρησκευτικής εμπειρίας. Η πνευματικότητα παίρνει διαζύγιο από την πίστη και μετατρέπεται σε μία ακόμη επιθυμία.
Όπως βλέπετε δεν υπήρξα ικανός να αποβάλλω πλήρως το χριστιανικό μου χιτώνα – κι ούτε είναι κάτι που το θέλω. Αν κι είμαι έτοιμος να σταθώ απέναντι στην Ιουδαιοχριστιανοϊσλαμική παράδοση κι εξουσία κι είμαι έτοιμος να πολεμήσω τους κώδικες και τις εξουσίες, ακόμη σέβομαι το Λόγο.
ΛΑΜΠΡΙΝΗ Χ. ΘΩΜΑ
Προσθήκη σχολίου