ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΤΣΟΛΚΑ: ΜΕ ΑΝΑ ΠΛΟΙΟ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΓΑΝ Λα Λορελάι. Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Περίπλους

Πηγαίνω στον Πειραιά. Στέλνω από πριν ένα κουτί μεγάλο κόκκινο με άνθη, και μια τούρτα απ’ την Αθήνα. Φτάνω νωρίς το απόγευμα. Κοιτάζω το μεγάλο σπίτι απέξω, και κανονικό μού φαίνεται πια. Κήποι ρημαγμένοι, μάρμαρα ραγισμένα και κιτρινισμένα, τα κεραμίδια κάπου σπασμένα, σαν δόντια που λείπουνε, και στη μέση η σκεπή να κάθεται λίγο προς τα μέσα. Θα πέσει το σπίτι να τις πλακώσει, σκέφτομαι. Σαπίζει… Ένας ψωραλέος σκύλος κάνει να μου γαβγίσει αλλά βαριέται. Δεν έχει ψυχή, έχει κούραση για πολλά πολλά.
Προχωρώ προς τις σκάλες που κάποτε μου φαινόντουσαν όπως αυτές του παραδείσου. Εδώ μένανε κάποτε οι αφεντάδες. Τώρα μένουνε γυναίκες χωρίς άντρες. Χωρίς παιδιά. Ερειπωμένες σαν το σπίτι.
Βγαίνει η Μαριάνθη στο πλατύσκαλο. Γελάει και ανθίζει γύρω της. Έχει αγάπη στα μάτια της. «Ήρθες, Οδυσσέα μου, και γύρισαν τα παιδικά μας χρόνια» μου λέει. «Το πιο ωραίο καλοκαίρι της ζωής μας».
Με πιάνει απ’ τα χέρια. Και τα δυο. Μετά δεν έχει τι να τα κάνει, αλλά και εγώ δεν τα τραβώ. Κάθομαι εκεί με κάτι χέρια άψυχα μέσα στα δικά της. Κοιτάω το πρόσωπό της με τις λεπτές ρυτιδούλες. Τη φρεσκάδα της. Τα ψηλά ζυγωματικά της που είναι για δάγκωμα. Σαν κλωστή είναι! Ψηλή και αδύνατη.
«Αχ, βρε Μάργκω μου! Με την ψυχή σου λες το καλώς όρισες!» λέω τελικά.
«Μάργκω! Πόσα χρόνια έχω να το ακούσω» λέει και γέρνει το κεφάλι της στο πλάι.
Πίσω της, στο σκοτάδι του σπιτιού, μια φιγούρα σαν έντομο προσπαθεί να συρθεί. Μια γριά, παχιά, ακανόνιστη, με δυο μαγκούρες, μια σε κάθε χέρι, έρχεται προς το μέρος μας αργά αργά, σαν να κρύβει κινδύνους και τρύπες κινούμενες το μάρμαρο κάτω απ’ τα πόδια της. Η Μάρθα.
«Τι βγήκες έξω; Θα ερχόμασταν εμείς, Μάρθα μου» λέει προστατευτικά η Μαριάνθη, με ένα τόνο μαλώματος.
Η γριά γυναίκα φοράει γυαλιά σπασμένα στο ένα τους ποδαράκι και τα μάτια της είναι πάντα σαν κουτσομούρες. Μόνο αυτά τη θυμίζουν. Έχει ζαρώσει σαν το τζιτζίκι. Ανοίγει το στόμα της και είναι σπήλαιο χωρίς δόντια, χαοτικό και μαύρο.
«Καμάρι μου. Καμάρι μου» λέει και πέφτει πάνω μου, χωρίς να ’χει χέρια και αυτή να με αγκαλιάσει, γιατί κρατάει τις μαγκούρες. Τραβάω τα δικά μου απ’ της Μαριάνθης και την πιάνω. Δεν έχω πώς να την αγκαλιάσω, γιατί είναι χοντρή, και ακουμπάω απαλά τους ώμους της.
Η Μαριάνθη μάς παρασύρει στη βεράντα έξω απ’ τη μεγάλη σάλα που ’χει σκεπασμένα έπιπλα και καθρέφτες. Κρατάνε πένθος. Μας βάζει να καθίσουμε σε κάτι παλιά σιδερένια έπιπλα, άβολα. Έχει δροσιά όμως εδώ και βλέπει και κάτω μακριά τη θάλασσα και τα νησιά. Φεύγει για την κουζίνα. Μένω με τη Μάρθα. Ενοχές… Θέλω να ζητήσω συγγνώμη αλλά δεν ξέρω πώς. Η Μάρθα δε μ’ έχει ανάγκη. Μιλάει μόνη της.
«Το ’ξερα πως θα γυρίσεις, αγόρι μου, κοκοράκι μου, περιφρονημένο μου. Να! Άντρας! Κύριος! Με παλάτια! Έχω κάτι χρόνια τώρα που παίρνω λεφτά απ’ την Αμερική, χωρίς όνομα. Εσύ είσαι, ε; Εσύ τα στέλνεις. Τι να τα κάνω εγώ, καμάρι μου, τα λεφτά; Τα παιδιά μου τα πήρε η πατρίδα, ανάγκες δεν έχω, σπίτι δεν έχω. Τα ’χω φυλάξει να σ’ τα δώσω πίσω. Άμα δε θες τώρα, όταν πεθάνω θα τα κληρονομήσεις. Κράτησα για τον τάφο μου, να μη σε επιβαρύνω, απ’ τους μισθούς μου εδώ, και τα δικά σου δεν τα ’χω ακουμπήσει. Μαζεμένα σ’ τα έχω. Σαν τράπεζα. Τι να ’κανες, ψυχούλα μου κι εσύ; Πήρανε το αγρίμι απ’ το βουνό και το κλείσανε σε σπίτι, και λαχταράγανε με τις φωνές του. Και πέσανε και χτύπαγαν τενεκέδες να βγάλουν την ψυχή σου απ’ το λαγούμι της. Φοβισμένο, μόνο του, έρημο ήσουνα, και δε χώραγες εδώ μέσα. Να ζεις απ’ την καλοσύνη τους. Να αισθάνονται αυτοί καλοί χριστιανοί και κανείς να μη νοιάζεται αν έφαγες, αν ήπιες, αν πονάει η ψυχή σου. Αρρώστησες, καμάρι μου, και έπεσα πάνω σου να ρίξω το πυρετό. Σαν να ’χα τους γιους μου πίσω ένιωθα. Να σε κρατήσω στη ζωή. Να μη μου πάρει άλλον ο χάρος. Καμάρι μου, καμάρι μου, γύρισες…»
Έλεγε τρυφερόλογα και της έφευγαν σάλια. Σαν μάνα μου ήταν, αλλά δεν ήταν. Και εγώ γι’ αυτήν σαν γιος ήμουν, αλλά δεν ήμουν. Κάτι μέρες σχέση είχαμε, ένα καλοκαίρι μόλις. Και βλέπαμε και οι δυο, ο ένας στον άλλον, ό,τι θέλαμε.
«Εγώ μόνο που δε σε σκότωσα» της λέω.
Παίρνει αφορμή και συνεχίζει. «Τι να ’κανες; Τι να ’κανες; Να σε προλάβω ήθελα. Να μη γίνεις κλέφτης. Να σε προλάβω και να σου δώσω όλους μου τους μισθούς να φύγεις. Στην τσέπη μου τους είχα. Μόνο μην κλέψεις και μετά νιώθεις βάρος και σκέφτεσαι τον εαυτό σου κλέφτη. Φοβήθηκες. Νόμιζες πως θα σε πιάσω και θα σε δώσω στον αφέντη. Αλλά εγώ ήμουν με το μέρος σου. Θα τυραννιέται, έλεγα μετά. Θα νομίζει πως κάτι έπαθα. Πως μου ’κανε κακό. Θα τυραννιέται και θα βασανίζεται. Κι όμως, το ’νιωθα πως δε θα αφεθείς στο κακό. Πως έχεις Θεό μέσα σου. Ήξερα πως θα γίνεις κύριος, αφέντης ο ίδιος, μεγάλος και τρανός μια μέρα. Μου ’πε η Μαριάνθη που σε είδε και πόσο σπουδαίος είσαι. Χάρηκε και αυτή! Άσ’ τα! Το καλύτερο παιδί, μόνο και έρημο και χωρίς στον ήλιο μοίρα. Τα ’χασε όλα ο χριστιανός, και έμεινε η μια ανύπαντρη και η άλλη κακοπαντρεύτηκε. Σσσ…»
Έρχεται η Μαριάνθη με ένα δίσκο παλιό ασημένιο, με ωραία ποτήρια και πιατάκια. Φέρνει λεμονάδα φρεσκοστυμμένη και γλυκά απ’ αυτά που τους έστειλα. Κάθεται και αυτή μαζί μας και λέει στη Μάρθα να μη με κουράζει.
«Όχι, όχι, αυτή κουράζεται» λέω δυνατά.
Η Μάρθα κάθεται κόντρα στο αεράκι, που φέρνει μια μυρωδιά σκόρδου. Δεν αγγίζω το γλυκό. Θέλω να ρωτήσω για την Κατερίνα και κυρίως για τη Βιργινία. Ρωτάω μόνο για την Κατερίνα. Απαντάει η Μάρθα, πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα της η Μαριάνθη.
«Αχ! Κάποια μέρα, μετά το θάνατο του κυρίου, της είπανε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό στα τελωνεία. Είχε καταλάβει πως δεν είχαμε πεντάρα. Ούτε για να ζεστάνουμε το σπίτι το χειμώνα. Και όπως διάβασε το ποσό, στράβωσε το στόμα της και έκατσε το χέρι που κρατούσε το λογαριασμό σαν κούτσουρο. Τώρα δεν καταλαβαίνει τίποτα. Τη λούζει η Μαριάνθη, τη χτενίζει, την ταΐζει στο στόμα, και αυτή κοιτάζει με μάτι αγριεμένο, σαν γεράκι. Απ’ το κρεβάτι δε σηκώνεται εύκολα, και ευτυχώς, γιατί κάνα δυο φορές που σηκώθηκε βγήκε στον κήπο και άνοιξε την πόρτα για να πάει κατά το λιμάνι. Ο γιατρός λέει να τη δένουμε, αλλά η Μαριάνθη ούτε να το ακούσει».
Η Μαριάνθη την κόβει ευγενικά. «Μια άλλη φορά θα σε πάμε να τη δεις» μου λέει «αλλά τώρα να μην την ανησυχήσουμε. Και εσύ αρκετές συγκινήσεις είχες. Θα στρώσω σε λίγο το τραπέζι».
Προσπαθεί να το κάνει αρχοντικό. Βγάζει τις πορσελάνες, που είναι λίγο κιτρινισμένες και κάποιες σπασμένες στις άκρες. Στρώνει λευκό τραπεζομάντηλο στη βεράντα. Ανάβει κεριά. Κοκκινιστό με μελιτζάνες και πατάτες τηγανητές τρώμε. Έχει φτιάξει και μια τυρόπιτα.
Όλα μόνη της τα κάνει. Φροντίζει την Κατερίνα, τη Μάρθα, μαγειρεύει, καθαρίζει, πληρώνει τους λογαριασμούς, πηγαίνει για ψώνια. Η αρχοντοπούλα! Το μισό σπίτι το έχει κλείσει και ούτε ξέρει τι γίνεται μέσα. Σώζει τα προσχήματα. Δε μιλάει για χρήματα και έχει τρόπους αριστοκράτισσας στο τραπέζι, κι ας σερβίρει μόνη της. Η Μάρθα κάποια στιγμή φεύγει για να ξεκουραστεί. Πιάνει το βράδυ.
Η Μαριάνθη μαζεύει το τραπέζι και καθόμαστε για να καπνίσω το πούρο μου, κοιτάζοντας τη σκοτεινή θάλασσα. Μου ζητάει κάποια στιγμή συγγνώμη.
«Πού πας; Μπορώ να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω;»
«Όχι! Όχι!»
Πετάγομαι όρθιος, όπως αρμόζει αφού σηκώνεται μια κυρία, και επιμένω να μάθω τι ανάγκη έχει.
«Θα πάω ένα δίσκο με φαγητό στη Βιργινία».
«Εδώ μένει;»
«Εδώ».
«Και γιατί δεν έφαγε μαζί μας;»
Η Μαριάνθη διστάζει να μου πει. Επιμένω. Με τα μάτια κάτω, στα λεκιασμένα μάρμαρα, απαντά αργά.
«Δεν ήθελε να σε δει. Με συγχωρείς, αλλά δεν ήθελε. Αυτή δε σε συγχωρεί. Λέει ότι κάνουμε παρέες με τους κλεφτές και τους εγκληματίες. Με συγχωρείς…»
«Και εσύ; Εσύ ήθελες να με δεις; Για σένα δεν είμαι κλέφτης και εγκληματίας;»
«Για μένα είσαι πάντα ό,τι καλύτερο μου συνέβηκε. Μετά από κείνο το καλοκαίρι τελείωσε η ομορφιά. Αρχίσανε προβλήματα και θάνατοι. Ξεπέσαμε. Είσαι ό,τι καλύτερο είχα να θυμάμαι» λέει και σηκώνει αργά τα υγρά της μάτια.
Κάνει κρύο. Νύχτωσε πολύ…