Κλασική Μουσική: Πώς κατέστη μια βλαβερή μούμια για τις μουσικές του κόσμου στα χέρια των “Χρυσών πληβείων και μικρών μαρκησίων”

Κρήτη 1985. Μια γιαγιά κάθεται μπροστά στην τηλεόραση και παρατηρεί απορημένη συναυλία κλασικής μουσικής. Κάποια στιγμή μονολογεί: δες πόσοι βαρούν και πράμμα δε τελεύουν! Αυτό πάει να πει, πώς γίνεται να παίζουν τόσοι πολλοί για το τίποτα. Ο γιος, η νύφη και ο εγγονός της που παρακολουθούσαν κι αυτοί, ξέσπασαν σε γέλια. Όλοι τους αυτοί οι «πολιτισμένοι», έκαναν βεβαίως την ίδια σκέψη: η καημένη η γιαγιά, πόσο πίσω βρίσκεται από τον κόσμο. Πού να καταλάβει τώρα αυτή από κλασική μουσική, μια γυναίκα που δε βγήκε έξω από το χωριό της. Ένας άνθρωπος άνευ μουσικής παιδείας.
Κι όμως, η γιαγιούλα αυτή είχε μουσική παιδεία κατά πολύ ανώτερη από την δική τους! Το ξέρω πως διαφωνείτε, όμως αυτή είναι η αλήθεια. Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν αγνοεί κανείς τι σημαίνει μουσική παιδεία. Επίσης όταν κανείς έχει διαστρεβλωμένη άποψη περί μουσικής παιδείας.
Ιδού η πιο λαθεμένη άποψη περί του θέματος: μουσική παιδεία είναι η εντρύφηση του ανθρώπου στην κλασική μουσική. Και μια πιο ήπια αλλά η περισσότερο επικρατούσα: όποιος διαθέτει μουσική παιδεία κάποιου άλλου είδους, εάν δεν διαθέτει και κλασική, τότε γενικώς είναι ελλιπής η παιδεία του στη μουσική.
Ερωτήσεις:
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο οποίος δεν διέθετε κλασική μουσική παιδεία, αλλά έγραψε πολλές εκατοντάδες αθάνατα τραγούδια, άραγε είχε ελλιπή μουσική παιδεία;
Η οικογένεια των Κονιτοπουλαίων, η οποία επί σειρά γενεών πλημμύρισε την ατμόσφαιρα του Αιγαίου αλλά και όλης της Ελλάδας με τα ανυπέρβλητα αρώματα του νησιώτικου τραγουδιού, δεν διέθετε κλασική μουσική παιδεία. Άραγε η μουσική της παιδεία ήταν ελλιπής;
Ο Τάσος Χαλκιάς που με το κλαρίνο του δημιούργησε και εκτέλεσε αυτά τα απαράμιλλου κάλους ηπειρώτικα μοιρολόγια, τα οποία έχουν αφήσει άναυδους όλους τους μουσικούς της υφηλίου, και μάλιστα περισσότερο αυτούς της κλασικής μουσικής, διέθετε άραγε ελλιπή μουσική παιδεία;
Μ’ όλους αυτούς τους μουσικούς και με τους παρόμοιους υπόλοιπους, τους άμοιρους της κλασικής μουσικής παιδείας, αιώνες επί αιώνων πορεύτηκε ο ελληνικός λαός μέσα στα ατέλειωτα μουσικοχορευτικά του μονοπάτια. Ο πλούτος και η ποικιλία των μουσικοχορευτιών αυτών επιδόσεων είναι αδύνατο να εκτιμηθεί. Ολόκληρη η ανθρωπότητα μένει έκθαμβη μπροστά σ΄ αυτή την καλλιτεχνική δημιουργία.
Εσένα κύριε της κλασικής…. σου φαίνονται τα πράματα αυτά πρωτάκουστα διότι η αδικαιολόγητη έπαρσή σου σε εμπόδισε να τα δεις όταν αυτά περνούσαν από δίπλα σου. Και ποτέ δεν πρόσεξες ότι σ’ όλες τις γιορτές και τα γλέντια σου, μ’ αυτά πάντοτε, αναγκαστικά βεβαίως, κι εσύ διασκεδάζεις κι όχι με το πιάνο σου. Διότι μπορείς να φανταστείς τι θα γίνει αν κουβαλήσεις το πιάνο σου, την πρωτομαγιά στην εξοχή, για να διασκεδάσεις τους φίλους σου μ΄ αυτό.
Μπορεί να μας εξηγήσει λοιπόν κάποιος το γιατί οι χιλιάδες απόφοιτοι των ωδείων, οι οποίοι κατέβαλαν τεράστιους κόπους για να σπουδάσουν την κλασική τους μουσική, δεν χάρισαν στον ελληνικό λαό ούτε μισό τραγούδι; Δεν χόρεψαν ούτε ένα άτομο; Όλος αυτός ο κόπος τελικά πού αποσκοπεί; Θα σας το φανερώσουμε στη συνέχεια.
Από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά» εκδ. «Ίκαρος» σελ. 8 διαβάζουμε: «Όπως και να το εξετάσουμε η πολυαιώνια παρουσία του Ελληνισμού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα έφτασε να καθιερώσει μια ορθογραφία, όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου.. Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν επήγαινε ακόμα σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση και αντοχή αξιοθαύμαστη μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμ’ εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σ’ έναν ακόμα μικροαστό, που μας κυττάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω».
«…τον μεταβάλαμε σ’ έναν ακόμα μικροαστό…». Ο μικροαστός αυτός, έχει τη δική του μουσική. Η μουσική αυτή λέγεται κλασική μουσική. Η μουσική αυτή αποπειράθηκε να εκλαϊκεύσει τον εαυτό της για να εισβάλει μέσα στον λαό. Μέσα στην καθημερινή ζωή. Όμως όλος ο κόπος της απέβη μάταιος. Το λαϊκό μουσικό ένστικτο είναι αλάθητο και ανελέητο. Μετά από δυο τρεις δεκαετίες, πέταξε στο μουσικό σκουπιδότοπο όλη αυτή τη χαζοχαρούμενη υπόθεση. Ιδού το ποιόν του χαρακτήρα των πρωτεργατών της απόπειρας αυτής:
Από συνέντευξη του Θεόφραστου Σακελλαρίδη – μέγας θεωρούμενος στο είδος του – στην εφημερίδα «Αθηνά» το 1911 «… πηγαίνω μαζί με τους συγγραφείς της επιθεωρήσεως – άλλα νούμερα κι αυτοί – εις το καφέ σαντάν και κρατώ εις το μουσικό μου τετράδιο εστενογραφημένα πρακτικά… Συνήθως είναι ναπολιτάνικα τραγούδια, διότι το αυτί των Ναπολιτάνων είναι εις την αυτήν μοίραν με των Αθηναίων. Εφέτος όμως, επειδή η ναπολιτάνικη μουσική ήτο πολύ φτωχική και επειδή είναι της μόδας η των βιεννέζικων οπερεττών, επροτιμήσαμε την δευτέραν δια τα Παναθήναια… Παίρνω δεξιά αριστερά από οπερέττες, την «Πριγκήπισσα των δολλαρίων» την ετρύγησα εφέτος. Άλλα σβήνω, άλλα αφήνω. Από δυο-τρία τραγούδια παίρνω μερικές πατούτες, εις αυτάς κολλώ ξένην εισαγωγήν και κάμνω νέο τραγούδι».
Ποια είναι η πραγματικότητα η οποία διέπει το καθεστώς των κλασικών μουσικών σπουδών στην χώρα της Ελλάδος; Μπορεί να περιγραφεί με δυο λόγια. Χιλιάδες νέοι κατασπαταλούν τεράστιους κόπους στην σπουδή αυτής της μουσικής, μαθαίνοντας ταυτοχρόνως και τα ανάλογα όργανα, για να αντιληφθούν στο τέλος ότι αυτό που έμαθαν τους είναι εντελώς άχρηστο. Ότι αυτό που έμαθαν δεν μπορούν να του κάνουν καμιά απολύτως χρήση, σε κάποια γιορτή ή σε κάποια σχόλη ή σε κάποιο γλέντι. Από την άλλη βλέπουν κάποιους συνομήλικούς τους, να διασκεδάζουν τις παρέες με το μπουζουκάκι, τη κιθάρα ή το βιολάκι τους και καίγεται η ψυχή τους για τον χαμένο κόπο που κατέβαλαν τόσα χρόνια στις μουσικές τους σπουδές. Κι όταν τους αναφέρει κανείς, στην φάση αυτή, για πιάνα και βιολοντσέλα, τους πιάνουν οι διαβόλοι και οι αναθεματισμοί. Διότι στον ελληνικό μουσικό πολιτισμό η μουσική παιδεία λέγεται μουσικοχορευτική και ποτέ σκέτη μουσική.
Από την αρχαιότητα τέθηκε το ερώτημα: τα τραγούδια έγιναν για τον χορό ή ο χορός για τα τραγούδια; Είναι σαν να θέτει κανείς το ερώτημα: η κότα έκανε τ’ αυγό ή το αυγό την κότα; Γιατί η κλασική μουσική απεχθάνεται τον χορό; Γιατί στήνει τον ακροατή στην καρέκλα ακίνητο σαν την μούμια; Κι όμως την διαστροφή της δεν μπορεί να την κρύψει εντελώς. Ιδού από πού μπορεί κανείς να την διακρίνει: λέει ορχήστρα κλασική μουσικής. Μα, καλέ μου άνθρωπε, ορχήστρα στην ελληνική γλώσσα θα πει το μέρος όπου χορεύουν οι άνθρωποι. Ορχήστρα, κατά συνέπεια, θα πει αυτό το σύνολο των μουσικών που παίζουν για να χορέψουν κάποιοι. Γιατί δεν το λες καρεκλήστρα, αν θέλεις να είσαι τίμιος με τον εαυτό σου;
Μήπως είναι ψέμα ότι όταν πηγαίνεις στο μέγαρο μουσικής κάθεσαι στην καρέκλα σου ακίνητος σαν τη μούμια, για να την ακούσεις. Ή μήπως κύριε μικροαστέ είναι ψέμα ότι από την στιγμή που καθίσεις στην καρέκλα σου, το μόνο που επιθυμείς είναι το πότε θα τελειώσει η μουσική αυτή για να σηκωθείς να φύγεις. Μήπως δεν ψεύδεσαι ασύστολα όταν δηλώνεις ανερυθρίαστα ότι ξετρελαίνεσαι με τη μουσική του Ραχμάνινωφ.
Η υποκρισία πλανάτε μέσα στους χώρους των θαυμαστών της κλασικής μουσικής στην χώρα της Ελλάδος. Πρόκειται για το κόμπλεξ των πρώην επαρχιωτών οι οποίοι επιθυμούν να αποτινάξουν από πάνω τους την οσμή της χωριατίλας. Δικαιούται κανείς να περιφρονεί τέτοιες συμπεριφορές. Είναι ελεεινή η συμπεριφορά του ανθρώπου που αδιαφορεί και περιφρονεί τον μουσικοχορευτικό πολιτισμό του τόπου του. Μάλιστα ακόμα περισσότερο όταν τυγχάνει ο πολιτισμός αυτός να είναι ο πλουσιότερος τη υφηλίου και με αδιάσπαστη συνέχεια στη δημιουργία. Οι διαπιστώσεις που αναφέρονται εδώ δεν ξεστομίζονται από ελληνικά στόματα. Εξέρχονται από το στόμα του κόσμου. Γιατί όμως συμβαίνει να ισχύει αυτό; Θα βρείτε ικανές αποδείξεις στο άρθρο «Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» που βρίσκεται στην παρούσα ιστοσελίδα στην κατηγορία «Μουσικά».
Από το βιβλίο του Αλαίν ντε Μπενουά «Οι ιδέες στα ορθά» εκδ. «Ελεύθερη Σκέψις» σελ. 37 διαβάζουμε: «Και να μη μιλήσει ιδίως κανείς για ταξικούς τρόπους ή για ηθική των σαλονιών! Εκεί είναι ακριβώς που γίνονται τα αηδιαστικά. Δεν είναι ποτέ ο λαός που έδωσε το παράδειγμα του δε βαριέσαι, αλλά οι χρυσοί πληβείοι των μικρών μαρκησίων, για τους οποίους το λαϊκό είναι το βολικό άλλοθι για να εγκαταλείπονται στον καλά σαπουνισμένο κατήφορο των ενστίκτων τους. Άλλωστε μιά τάξη υπερπηδάται με δυό τρόπους: από πάνω ή από κάτω. Από τον αριστοκρατισμό ή από την προστυχιά».
Η κλασική μουσική είναι θρησκευτικής πάστας και μάλιστα χριστιανικής. Υποκινεί το δέος προς τον θεό. Δεν είναι σε θέση να συνέχει έναν οποιοδήποτε λαό. Δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις μουσικοχορευτικές ανάγκες κανενός λαού. Έγινε για τα σαλόνια και την ηθική των σαλονιών. Την ενστερνίστηκαν στη συνέχεια και οι κομπλεξικοί μικροαστοί για να ξεχωρίσουν από τον «απλό λαό». Αυτόν τον λαό από τις τάξεις του οποίου θέλησαν να αποδράσουν αντί να προσπαθήσουν να τον ανεβάσουν. Που θέλησαν να τον ξεκόψουν από τον μακροχρόνιο και πανέμορφο μουσικοχορευτικό του πολιτισμό, περιφρονώντας την λαϊκή και δημοτική μουσική παράδοση. Ιδίως μάλιστα την αστική λαϊκή μουσική παράδοση η οποία συνέχει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το ελληνικό έθνος.
Μπορεί να φανταστεί κανείς άνετα πώς θα ήταν σήμερα τα μουσικοχορευτικά πράγματα στην χώρα εάν όλοι αυτοί οι μαθητές των ωδείων, αντί να καταναλώνουν το μουσικό τους δυναμικό στα πιάνα και στις κλασικές κιθάρες, εντρυφούσαν στην εκμάθηση της ελληνικής μουσικής. Δεν θα υπήρχε παρέα δίχως την προσωπική της ορχήστρα. Δεν θα υπήρχε γλέντι δίχως ζωντανή μουσική. Και το κυριότερο θα έθαλλε σταθερά η μουσική δημιουργία, η οποία είναι τόσο απαραίτητη για την ψυχική υγεία ενός λαού.
Γνωρίσαμε από κοντά το δράμα, σε πάμπολλες περιπτώσεις, γονιών και παράλληλα των άμοιρων παιδιών τους, που ξέπεσαν σε μεγάλη αμηχανία όταν διαπίστωσαν ότι πήγαν στο βρόντο ένα σωρό χρήματα και ατέλειωτες ώρες μελέτης, για ένα αποτέλεσμα εντελώς στείρο. Σε ποιόν να παίξει κανείς το πιάνο του ή την κλασική κιθάρα του και με ποια αφορμή! Ακούσαμε πτυχιούχους του πιάνου να καταριούνται την ώρα και την στιγμή που τους ώθησαν στις μουσικές αυτές σπουδές. Βέβαια υπάρχουν και οι άλλοι, που είναι και οι περισσότεροι, και που δεν διαθέτουν το ανάλογο θάρρος για να προβούν σε τέτοιου είδους εξομολογήσεις.
Όμως ότι σπουδαίο παραμελήθηκε αργά ή γρήγορα παίρνει την εκδίκησή του. Είναι αλήθεια ότι, παρ’ όλα αυτά, τις τελευταίες δυο δεκαετίες, υφίσταται μια σοβαρή στροφή των νέων προς την ελληνική μουσική. Το γεγονός είναι εμφανές. Ακόμα και τα ωδεία, τα οποία μέχρι προχθές ωχριούσαν και μόνο στο άκουσμα των λέξεων λαϊκή και δημοτική μουσική, αναγκάστηκαν, λόγω της ζήτησης, να δημιουργήσουν τμήματα για τις μουσικές αυτές. Κάτι θετικότερο προέκυψε, προς την κατεύθυνση αυτή, και στα μουσικά σχολεία της χώρας.
Όταν κατά την δεκαετία του 70 η κρατική τηλεόραση μετά βίας μπορούσε να παρουσιάσει όλο κι όλο πεντέξι συγκροτήματα ελληνικής μουσικής με δεξιοτέχνες μουσικούς, σήμερα υπάρχουν αρκετές δεκάδες, που απαρτίζονται από άτομα νεαρής κατά το πλείστον ηλικίας. Οι δεξιοτέχνες του μπουζουκιού (βδέλυγμα και αποτροπιασμός για τους λόρδους λάτρες της κλασικής μουσικής) και του κλαρίνου ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, απ’ άκρου εις άκρον της χώρας. Η γκάιντα και το καβάλι, όργανα υπό εξαφάνιση μέχρι προχθές, διαθέτουν πλέον αξιόλογο δυναμικό από νεαρούς μουσικούς.
Συχνό είναι τώρα και το φαινόμενο πιτσιρικάδες μουσικοί να διασκεδάζουν παρέες, με τα όργανα και τα τραγούδια τους. Κοντά σ’ αυτούς τους νεαρούς ξανάπιασε το μεράκι και πολλούς ηλικιωμένους οι οποίοι άρχισαν να «σκαλίζουν» κι αυτοί τα λαϊκά όργανα.
Άλλο σημάδι της άνθησης της μουσικής των Ελλήνων αποτελεί και η αύξηση των οργανοποιείων σ’ όλα τα διαμερίσματα της χώρας. Βέβαια η στροφή αυτή φαντάζει ως οπισθοδρόμηση στους κλασικόπληκτους κύκλους αλλά αυτό αφορά μόνο την υποκριτική νοοτροπία τους. Έτσι κι αλλιώς τις πορείες των πολιτισμών, των μουσικών στην περίπτωσή μας, δεν τις κανονίζουν κάποιες οποιεσδήποτε ομάδες αλλοτριόπληκτων ατόμων αλλά το ακλόνητο έρμα που είναι η ψυχή του λαού. Το είπε προηγουμένως ο ελληνιστής φιλόσοφος: «. Δεν είναι ποτέ ο λαός που έδωσε το παράδειγμα του δε βαριέσαι, αλλά οι χρυσοί πληβείοι των μικρών μαρκησίων, για τους οποίους το λαϊκό είναι το βολικό άλλοθι για να εγκαταλείπονται στον καλά σαπουνισμένο κατήφορο των ενστίκτων τους».
Δεν είναι ανάγκη να περιφρονεί κανείς τους πληβείους αυτούς. Αυτό που είναι άξιο περιφρόνησης είναι η νοοτροπία τους. Διότι η νοοτροπία αυτή δεν είναι επικίνδυνη μόνο για την μουσική ενός λαού, αλλά είναι επίσης επικίνδυνη για όλες τις πτυχές πολιτισμού του. Το δόγμα «το ξένο είναι καλύτερο» ξεπήδησε μέσα απ’ αυτή την νοοτροπία. Το τσίπουρο αντικαταστάθηκε από το ουίσκυ. Δηλαδή το κριθάρι είναι καταλληλότερη πρώτη ύλη για την κατασκευή ποτού, απ’ ότι το σταφύλι! Το στοίβαγμα στα διαμερίσματα, σαν τα ποντίκια, είναι προτιμότερο από την άνεση και την υγιεινή διαβίωση στην μονοκατοικία! Η βρομιά και η μόλυνση του άστεως είναι η σωτηρία του ανθρώπου από την κοπριά της επαρχίας! Η κλασική μουσική λυτρώνει τον Έλληνα από την βλαχιά των κλαρίνων και τη χασικλίδικη ατμόσφαιρα των μπουζουκιών. Η καρικατούρα του κομπλεξικού μικροαστού ομορφότερη από την γνησιότητα του καθυστερημένου χωρικού. Η κλασική μουσική αποκαθαίρει μια δια παντός τη βρώμα του πρώην άπλυτου χωριάτη.
«Οι πληβείοι των μικρών μαρκησίων», αυτοί «οι σπουδασμένοι που αφάνισαν τη γραμματική του λαϊκού πολιτισμού», όπως δηλώνει ο Ελύτης (και να μη διαμαρτυρηθεί κανείς προς τον γράφοντα το παρόν, αλλά προς τον δικηγόρο του που είναι ο ποιητής αυτός), όλοι αυτοί που κορδώνονται στο μέγαρο μουσικής, έχουν υποχρέωση να απολογηθούν απέναντι στον ελληνικό λαό για τον «αφανισμό» αυτόν που τους καταλογίζει ο νομπελίστας ποιητής κι εμείς οι υπόλοιποι που συμφωνούμε μαζί του. Διότι δεν νομίζουμε ότι μπορεί να διαπραχθεί ειδεχθέστερο έγκλημα απ’ αυτό, έναντι ενός λαού. Ένα έγκλημα που αφανίζει ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει ένας λαός, δηλαδή την ψυχή του.
Πρώτος ο χριστιανισμός αφάνισε και αλλοτρίωσε την ψυχή της ελληνικής θρησκευτικότητας των Ελλήνων, δια πυρός και μαχαίρας. Ο ίδιος πολέμησε λυσσαλέα την μουσικοχορευτική παράδοση των Ελλήνων. Ιδού τα ντοκουμέντα:
Στο βιβλίο του Αλέξη Σολωμού με τον τίτλο «Ο Άγιος Βάκχος» διαβάζουμε, μεταξύ των άλλων σχετικών, για τον αρχιπατέρα της χριστιανικής εκκλησίας Χρυσόστομο: «δεν τον ενοχλούσαν μονάχα οι παραστάσεις των χορευτών και των μίμων. Ζητούσε από τους χριστιανούς να ξεγράψουν οριστικά κάθε λαϊκό τους τραγούδι. Οι αγωγιάτες να μην τραγουδάνε πάνω στο κάρο τους ούτε οι κοπέλες στον αργαλειό τους ούτε οι μανάδες νανουρίζοντας τα μωρά τους. Τα λείψανα αυτά της αρχαίας Ελληνικής ζωής έπρεπε να τα αντικαταστήσουν με ψαλμούς του Δαβίδ».
Χίλια χρόνια αργότερα οι μαθητές του μισέλληνα και ανώμαλου αυτού ανθρώπου έψελναν τα εξής: «Σίγησον Ορφεύ, ρίψον Ερμή την λύραν, τρίπους ο Δελφοίς δύνον εις λήθην έτι. Δαβίδ γαρ ημίν πνεύματος κρούων λύραν…».
Ας δούμε όμως τι έψελνε ο Δαβίδ με την λύρα του αλλά και οι συνάδελφοί του μεταξύ των άλλων: «και επεγερώ τα τέκνα σου, Σιών, επί τα τέκνα των Ελλήνων και ψηλαφήσω ρομφαίαν μαχητού. Και κύριος έσται επ’ αυτούς και εξελεύσεται ως αστραπή βολής» (Ζαχαρίας Θ, 13-15).
Στο «ΠΗΔΑΛΙΟ» (εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσς/νίκη) κατά τον χριστιανικό κόσμο «είναι η Διαθήκη μετά την καινή και την παλαιά, η μετά τας αγίας γραφάς αγία Γραφή») διαβάζουμε από την εν Λαοδικεία τοπική σύνοδο εν έτει 364, κανών 53ος : «ότι ου δει χριστιανούς εις γάμους απερχομένους βαλλίζειν ή ορχήσθαι αλλά σεμνώς δειπνείν ή αιριστείν ως πρέπει Χριστιανοίς». Κατηγορηματική δηλαδή απαγόρευση του τραγουδιού και του χορού, των κατ’ εξοχήν Ελληνικών αυτών στοιχείων.
Σε πείσμα όμως της χριστιανικής καταστροφικής μανίας ο μουσικοχορευτικός πολιτισμός των Ελλήνων συνέχισε την πορεία του. Κι ότι απόμεινε απ’ αυτόν ήρθαν οι «οι πληβείοι των μικρών μαρκησίων», και «οι σπουδασμένοι» για να το «αφανίσουν» κι αυτό. Οι σχέσεις τους με το παπαδαριό πάντοτε υπήρξαν άριστες. Η εκκλησία συμπαθεί την κλασική μουσική. Της ταιριάζει όσο τίποτα άλλο από την κοσμική καλλιτεχνία. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί των μητροπόλεων, ανά την χώρα, πάντοτε τιμούν δεόντως την μουσική αυτή. Επί πλέον την χρησιμοποιούν πάντοτε ως μουσική υπόκρουση, στις διάφορες θρησκευτικές εκπομπές. Η ομοφυλοφιλική σχέση της κλασικής και της βυζαντινής μουσικής είναι πασίδηλη. Τις ενώνουν ισχυρότατοι δεσμοί: και οι δυο καθηλώνουν τον ακροατή σε πλήρη ακινησία, και οι δυο οδηγούν την ψυχή σε υπερουράνιους τόπους. Η περιφρόνηση του σώματος αποτελεί γι’ αυτές κοινό γούστο. Ο Χατζιδάκις γίνονταν θηρίο μαινόμενο κάθε φορά που κάποιος ακροατής αποτολμούσε να χορέψει τη μουσική του. Μια καθαρά καλογερίστικη διαστροφή, εξ ης και η πλαδαρότης των σωμάτων των αχόρευτων ανθρώπων.
Πλάτων (Νόμοι Β΄, 670 Α): «… η αύληση και η κιθάριση (χωρίς όρχηση και τραγούδι) δείχνει έλλειψη μουσικής καλλιέργειας και θαυματοποιία»! Αλλά και (Νόμοι Β΄, 654 Α-Β): «ουκούν ο μεν απαίδευτος αχόρευτος έσται, τον δε πεπαιδευμένον κεχορευκότα θετέον;» (να δεχτούμε πως ο απαίδευτος άνθρωπος είναι χωρίς εξάσκηση στο χορό και ο μορφωμένος με εξάσκηση;)!
Αυτά είναι ψιλά γράμματα για αμόρφωτους ανθρώπους. Εννοείται αμόρφωτους σύμφωνα με τα κριτήρια του ελληνικού πολιτισμού. Διότι ανάλογα με τα κριτήρια του χριστιανικού γούστου, αυτά όχι μόνο δεν σχετίζονται με τον πολιτισμό, αλλά επιπλέον αποτελούν ανοησίες ελληνικής κακογουστιάς.
Θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τον επίλογο του άρθρου με τίτλο «Η Ελληνική μουσική υπό την καταδυνάστευση του ράσου» του Γιώργου Λεωτσάκου («Ημερησία» 18-19/ 9/1999).
Στο άρθρο αυτό ο Λεωτσάκος παρουσιάζει ντοκουμέντα για την άλωση της ελληνικής μουσικής παιδείας από τους ρασοφόρους και τους υποτακτικούς τους μουσικούς και βιασμένους μουσικολόγους της δεκάρας. Γράφει λοιπόν:
«Το οποίο ράσο, αιώνες τώρα, φαρμακώνει το χωράφι της μουσικής μας, τρέμει τη Δύση ως φυσικό κληρονόμο του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού που αφάνισαν τα χριστεπώνυμα στίφη του Αλάριχου, οι φονιάδες του Ιλαρίου και της Υπατίας, ο Θεοδόσιος και ο Ιουστινιανός, οι εκτροπές της Δ΄ Σταυροφορίας στην Κωνσταντινούπολη το 1204, οι Νοταράδες και Σχολάριοι που μετά τη σύνοδο της Φλωρεντίας και της Φεράρας το 1438, άνοιξαν Κερκόπορτες και προσκύνησαν τον Πορθητή. Φοβάται, μέσα από την μουσική, τη νεκρανάσταση του ελληνισμού, από τον τάφο που αιώνες τώρα του σκάβει».
Θα έκανε κανείς εντελώς λαθεμένη εκτίμηση εάν νομίζει ότι τρέφουμε κάποια εμπάθεια προς την κλασική μουσική. Έχουμε όμως το δικαίωμα να την χαρακτηρίσουμε – και μόνο όταν την βρίσκομαι μπροστά στα πόδια μας – σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια. Αυτή καθ’ αυτή δεν ευθύνεται για τίποτε απολύτως. Είναι αλήθεια ότι αντιπαθούμε τα ιερά απολιθωμένα τέρατα, διότι αποτρέπουν την δημιουργία. Και αποβαίνουν επιζήμια όταν η ανοησία των ανθρώπων τα εγκαθιστά ως τέτοια σε άλλους τόπους από εκείνους που γεννήθηκαν. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και με την περίπτωση των αγυρτών θεών, όπως του Γιαχβέ του θεού του Ισραήλ.
Ο κομπλεξικός μικροαστός ποτέ δεν θα είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη ή «Φραγκοσυριανή» του Βαμβακάρη είναι σπουδαιότερες μουσικές δημιουργίες απ’ ότι η 5η συμφωνία του Μπετόβεν. Με μια διαφορά: σπουδαιότερες για τον ελληνικό λαό και για κανέναν άλλον. Ή μήπως δεν είναι; Κι αν γουστάρει κάποιος αλλοδαπός την ελληνική μουσική ουδέν πρόβλημα. Χαλάλι του. Όμως αυτός το κάνει από μόνος του και κανείς δεν του το επέβαλε. «Οι πληβείοι των μικρών μαρκησίων», και «οι σπουδασμένοι» όμως της χώρας μας, οι οποίοι αποτελούν και την άρχουσα τάξη της, όπως και «οι υποτακτικοί μουσικοί των ρασοφόρων και οι βιασμένοι μουσικολόγοι της δεκάρας», κατά Λεωτσάκο, επέβαλαν τις κλασικές μουσικές σπουδές, εις βάρος των σπουδών της ελληνικής μουσικής.
Δεν θα πάψουμε να το λέμε πως είναι αίσχος και ντροπή να μη διαθέτει η χώρα ανωτάτη ακαδημία ελληνικής μουσικής, κάτι που διαθέτει η Τουρκία, εδώ και δεκαετίες. Στις ανώτατες σχολές μουσικής των πανεπιστημίων η ελληνική μουσική αντιμετωπίζεται σαν αποπαίδι, από τους αρμόδιους τζιτζιφιόγκους καθηγητές και μουσικολόγους της δεκάρας, με τους οποίους είναι επανδρωμένες.
Σε γλέντι όπου έπαιζε δημοτική ορχήστρα, στην πόλη των Σερρών, κάποιος απ’ αυτούς τους μουσικολόγους , ο οποίος μάλιστα δήλωνε εξειδίκευση στην παραδοσιακή ελληνική μουσική και επώνυμος παρακαλώ, έβγαλε το τουμπελέκι του για να συνοδεύσει την ορχήστρα. Το αποτέλεσμα ήταν να αποδοκιμαστεί από πολλούς παρευρισκόμενους, διότι κτύπαγε «στου κουτρούλι το γάμο» αντί τον καλαματιανό ρυθμό που απαιτούσε το τραγούδι. Άλλος κορυφαίος, τρομάρα του, μουσικολόγος, ο οποίος κατέστη τοιούτος από κάποια εργασία του στη νησιώτική λύρα, δίχως ποτέ να την πιάσει στα χέρια του, σε συνέντευξή του δήλωσε ότι το όνειρό του ήταν να ασχοληθεί με το κλασικό μπαλέτο.
Ο κλασικός τρόπος διδασκαλίας της μουσικής, ο οποίος αρχίζει με το πεντάγραμμο και ο οποίος εφαρμόζεται σ’ όλα τα σχολεία και της σχολές της χώρας, είναι αντιπαιδαγωγικός. Όχι μόνο δεν είναι καρποφόρος αλλά αντιθέτως δημιουργεί αντιπάθεια προς την μουσική, στην μεγαλύτερη μερίδα των νέων. Δεν έχει κανείς παρά να προσέξει τα στατιστικά δεδομένα και μόνο στο στενό του περιβάλλον. Από τα χιλιάδες παιδιά που φοιτούν στα ωδεία, και μάλιστα για αρκετά χρόνια, ελάχιστα μπορούν να εκτελέσουν την μουσική που υποτίθεται ότι μάθανε. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα παιδιά, μόλις τελειώσουν τις μουσικές σπουδές τους, δεν ξαναπιάνουν ποτέ το όργανό τους στα χέρια τους.
Μαθαίνει κάποιο παιδί, ας πούμε, κλασική κιθάρα. Και μετά; Πού, σε ποιους και με ποια αφορμή να παίξει το κλασικό κομμάτι του, μέσα σ’ αυτή την «χωριάτικη» ελληνική κοινωνία; Είναι συχνό το φαινόμενο να παρατούν μαθητές τις εξετάσεις για την απόκτηση κάποιου πτυχίου μουσικής, την τελευταία στιγμή. Για ένα δυο μαθήματα. Γιατί; Διότι μεγαλώνοντας και συνειδητοποιώντας το άχρηστο του αποτελέσματος, τα τινάζουν στον αέρα, έστω και στο παρά πέντε.
Στην παρούσα ιστοσελίδα αναφερόμαστε στον τρόπο εκμάθησης τη μουσικής που θεωρούμε ως ορθό, στο άρθρο «Πεντάγραμμο – ο μύθος και το επιμύθιό του», το οποίο είναι στην κατηγορία «Μουσικά». Θα ήταν χρήσιμο να γίνουν σχόλια από τους ενδιαφερόμενους, ώστε να καταρριφθούν ή να ενισχυθούν τα επιχειρήματα και των δύο απόψεων.
Κυρίως όμως παρακαλούμε τους μουσικούς αλλά και οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, αφού βεβαίως πρώτα δείξουν κάποια ανεκτικότητα στην επαρχιώτική νοοτροπία μας, να μας εξηγήσουν την χρησιμότητα και το μεγαλείο αυτής της κλασικής μουσικής, την οποία χρησιμότητα εμείς δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε, τουλάχιστον στα πλαίσια της χώρας της Ελλάδος αλλά και οποιασδήποτε άλλης.
Κι αν η επιθυμία μας αυτή φαντάζει αρκετά απαιτητική, πράγμα που το παραδεχόμαστε, ομολογούμε ότι θα αρκούμασταν ευχαρίστως και με κάτι απλούστερο. ας πούμε μια απάντηση στο ερώτημα γιατί «Ο Μεσσίας» του Χαίντελ είναι πιο αξιόλογο μουσικό έργο απ’ ότι το «Σαν χριστιανός κι ορθόδοξος» του Τσιτσάνη ή το «Ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά» του Απόστολου Χατζηχρήστου.
Βεβαίως εμείς οι θέτοντες το ερώτημα αυτό δεν θεωρούμε σε καμιά περίπτωση ότι το έργο «Ο Μεσσίας» του Χαίντελ είναι κατώτερο από τ’ άλλα δυο. Μη γένοιτο. Επίσης δεν το θεωρούμε ούτε και ανώτερο. Διότι μόνο ηλίθιοι θα μπορούσαν να συγκρίνουν μεταξύ τους έργα διαφορετικών πολιτισμών. Εμείς τα θεωρούμε αμφότερα πανέμορφα. Θέτουμε όμως το ερώτημα για τον εξής απλούστατο λόγο: διότι το μεν έργο αυτό του Χαίντελ αναφέρεται και διδάσκεται στα ωδεία της χώρας της Ελλάδος, ενώ τα έργα των δυο άλλων συνθετών όχι μόνον δεν διδάσκονται, αλλ’ αντιθέτως θεωρούνται ως παραδείγματα προς μουσικήν αποστροφήν. Εκτός κι αν τυγχάνουμε κακώς πληροφορημένοι. Πάντως αδυνατούμε να φανταστούμε συναυλία στο μουσικό μέγαρο, προεδρεύοντος του κυρίου Λαμπράκη, η οποία να περιλαμβάνει το άσμα του Τσιτσάνη με τον προαναφερθέντα τίτλο.
Επίσης οφείλουμε άπαντες μια εξήγηση στην σεβάσμια γιαγιά μας. Δηλαδή – να της δώσουμε να καταλάβει, απέναντι στο «δες πόσοι βαρούν και πράμμα δε τελεύουν» που την απόρησε – ποιο «πράμμα τελεύει» από την ακρόαση μιας ορχήστρας κλασικής μουσικής. Ας προσέξουμε όμως ότι δεν είναι σωστό κι αντρίκειο να της εξηγήσουμε τι «τελεύει» για μας αλλά τι θα έπρεπε να «τελεύει» γι’ αυτή την ίδια και το οποίο δεν μπόρεσε νααντιληφθεί. Άλλωστε η ευγένεια απαιτεί να μη θεωρούμε το δικό μας γούστο, σώνει και καλά, ανώτερο απ’ αυτό των άλλων. Έπειτα ας μη ξεχνάμε ότι η γιαγιά αυτή ανήκει στην κατηγορία αυτή των ανθρώπων, η οποία «…έφτασε να καθιερώσει μια ορθογραφία, όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου.. Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν επήγαινε ακόμα σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση και αντοχή αξιοθαύμαστη μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες…». Όλ’ αυτά όμως, όπως τα περιγράφει ο Ελύτης, εσείς τι λέτε, δεν απαιτούν εξαιρετικό γούστο; Ξαναβάλτε και το «από την εποχή που δεν επήγαινε ακόμα σχολείο». Προσθέστε και το «Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση και αντοχή αξιοθαύμαστη μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες».
Τέλος λάβετε οπωσδήποτε υπ’ όψιν σας και το «Ώσπου ήρθαμ’ εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε».
Η γιαγιά αυτή η «ορθογραφημένη» ήξερε να τραγουδά 250 διαλεχτά τραγούδια, από τον μουσικό κήπο της Κρήτης και του Αιγαίου. Ο εγγονός της, ο μαθητής σου «διπλωματούχε» ξέρει άραγε έστω κι ένα; Η φρικτή αλήθεια – ο καθένας μπορεί να την διαπιστώσει – είναι ότι οι περισσότεροι νέοι δεν είναι σε θέση να τραγουδήσουν, όχι μόνο ένα ελληνικό τραγούδι αλλά ούτε και κανένα άλλο. Εκτός κι αν θεωρούνται τραγούδια αυτά τα όποία προβάλλονται σήμερα και απευθύνονται σε κωφάλαλους. Αυτά είναι τ’ αποτελέσματα της σημερινής μουσικής παιδείας των Ελλήνων, η οποία είναι προσανατολισμένη στην κλασική μουσική. Στο πιάνο και στην κλασική κιθάρα. Οι σπουδές αυτές ωθούν την νεολαία στους Λεπάδες και στους Ρουβάδες.
Όμως ο ελληνικός μουσικός πολιτισμός είναι αθάνατος. Η ατμομηχανή του σέρνει πίσω της ατέλειωτα βαγόνια μουσικής δημιουργίας. Οι Μούσες δεν εγκατέλειψαν ποτέ την χώρα αυτή.
Σε μια τέτοια Μούσα της εποχής μας αφιερώνεται το παρών άρθρο, στην Δόμνα Σαμίου.

ΣΤΑΥΡΟΣ Ν. ΒΑΣΔΕΚΗΣ

http://athriskos.gr/

7 σχόλια

  • Συγγνώμη αλλά δεν γίνεται να μείνει απαρατήρητο το άρθρο του κ. Βασδέκη.
    Τρικυμία στον κρανίο.
    Αρχίζει μ’ ένα τσουνάμι μίσος προς την κλασική μουσική.
    Με λίγα λόγια την χαρακτηρίζει άχρηστη, καταπιεστική, ότι οι φίλοι της κλασικής μουσικής όλοι προσποιούνται, οι μαθητές των ωδείων την μισούν και με το ζόρι μαθαίνουν άχρηστα μουσικά όργανα και παρτιτούρες.
    Πως είναι δυνατόν τα Μέγαρα Μουσικής σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα δεν είχαν αντί για ορχήστρα, πίστα χορού όπως έπρεπε για να εγείρονται οι “φτιαγμένοι” από τα κλασικά άσματα και να ρίχνουν ένα φιδολύγισμα, ένα τσιφτετέλι ή ένα συρτάκι ρε παιδιά στο άκουσμα του τρομπονιού να τα δίνει όλα ή της άρπας ή του πιάνου.

    Την σκέφτηκαν κι άλλοι την χορευτική πίστα στο Μουσικό Μέγαρο, αλλά να όμως που οι περισσότεροι θαυμαστές της κλασικής προτιμούν να βυθίζονται στα αναπαυτικότατα καθίσματα, να κλείνουν τα μάτια και να απολαμβάνουν τις κλασικές πληκτροπενιές μέχρι σημείου ροχαλητού και αναγκαστικής αγκωνιάς από τον διπλανό θαυμαστή της μουσικής, εκείνον που κατορθώνει και μένει ξύπνιος.

    Μετά από αυτή την αρχιτεκτονική και ρυμοτομική παρατήρηση προχωράμε σε μια ταξική πάλη μεταξύ φτωχολογικής διπλοπενιάς και μεγαλοαστικής παρτιτούρας.

    Μα για να δέσει καλά το παρασκεύασμα και να γίνει πιο ελκυστικό στον διαδικτυακό τυχαίο αναγνώστη γιατί να μην ρίξουμε και μερικές φτυαριές λάσπη στην εκκλησία και μάλιστα την βυζαντινή μουσική της που τίποτα δεν πρόσφερε στην νεοελληνική μουσική μια και ήταν αντιγραφή (ακριβέστερα για τον αρθογράφο μας ομοφιλοφυλική σχέση) της κλασικής μουσικής.
    Δηλαδή με λίγα λόγια πιστεύει ο κ. Βασδέκης ότι η Βυζαντινή μουσική και η κλασική είναι το ένα και το ίδιο πράγμα.

    Η βασική αιτία αυτής της σχέσης βέβαια είναι σύμφωνα με τον κ. Βασδέκη ότι η κλασική μουσική όπως και η βυζαντινή μουσική είχαν μοναδικό σκοπό την εξόντωση της σαρκικής επιθυμίας του χορού και προσπαθώντας να εξαλείψουν την Ελληνικότητα του κόσμου συνεργάστηκαν ο άγιος Χρυσόστομος με τον πορνόβιο Μότσαρτ να στήσουν παγίδα στους Έλληνες να ξεχάσουν τους ειδωλολατρικούς χορούς με παράδοση στο μεθύσι, στα Διονύσια όργια και στην κατακρεούργηση ζώων και γονέων όπως οι Μαινάδες και ο κακός βασιλιάς Κρέων.
    Η άλωση της Πόλης από τους Φράγκους βέβαια έδεσε τα πόδια των Ελλήνων και εκβίασε πάνω τους Φραγκικές συνήθειες και κλασικές μουσικές.

    Όπα, το παρατραβήξαμε με τόσο παραδοσιακό σωβινισμό και κλείνουμε την πολύτιμη ιστορική παραμόρφωση με την διαπίστωση τελικά ότι “η Φραγκοσυριανή” είναι σπουδαιότερη από οποιοδήποτε μουσικό επίτευγμα της κλασικής για εμάς τον Ελληνικό λαό.
    Εκείνοι έχουν την δικιά τους μουσική και εμείς έχουμε την δικιά μας και
    καλύτερη.

    Άντε τώρα να εξηγήσει κάποιος μ’ ένα μήνυμα στην γιαγιά της Μινωικής εποχής του ’85 όπως και στον σημερινό οπαδό του πρωτόγονου δωδεκαθεϊσμού ότι η καλή μουσική από όπου κι αν προέρχεται δεν χρειάζεται καλό αυτί για να εκτιμηθεί αλλά καλή θέληση και βέβαια όχι μουλαρίσια αδιαλλαξία.

    Συμφωνώ πάντως για τις περισπωμένες, δασείες και την αρχαϊζουσα νεοελληνική.
    Έπρεπε να διασωθεί και να χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα όπως προσπαθεί να συνεχίσει την χρήση της η Εκκλησία της Ελλάδος.
    Αυτοί οι ρασοφόροι απόγονοι της Χρυστοστομιακής θρησκευτικής παραδοσιακής γλώσσας!
    Δεν τους έφτανε η μάθηση και η μίμηση της κλασικής μουσικής στους ψαλμούς τους αλλά ήθελαν να μάθουν και να διατηρήσουν και την αρχαία Ελληνική γλώσσα στην ρητορική τους και στα ευαγγέλια τους.

    Πολλές οι αντιφάσεις!
    Δυστυχώς κάπου ανάμεσα στα άκρα του άρθρου μπορεί να βρεθεί η αλήθεια αλλά μόνο ο κ. Βασδέκης μπορεί να το ξαναγράψει μεταβάλλοντας τις κωμικές ακρότητες σε σοβαρή και γόνιμη αρθογραφία.

  • Άκη, πρώτα σε παρακαλώ να μου επιτρέψεις να σε αποκαλώ Ακούλι. Μου φαίνεται και μου ακούγεται πιο λεπτεπίλεπτο.
    Ακούλι λοιπόν αγαπητέ μου, ποτέ δεν θα έβαζα στοίχημα ότι την υποκρισία των θαυμαστών της κλασικής και βυζαντινής μουσικής (η τελευταία μάλιστα επιδίδεται, ανάμεσα στα άλλα σπουδαία θέματά της, και μεταξύ του «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» και των χλευασμών κατά της σοφίας των Ελλήνων, με μόνιμη επωδό το κυριελέησον, ήτοι μουσική ζητιάνων) θα υπήρχε και κάποιος άλλος άνθρωπος που θα μπορούσε να την περιγράψει ακριβώς όπως κι εγώ, για να μην πω και καλύτερα. Μάλιστα και με τόσο ακλόνητα επιχειρήματα!
    Δηλαδή μένω ενεός αγαπητέ μου και αποσύρομαι.
    Μόνο για τις αντιφάσεις να πω, ότι μόνο οι δούλοι του θεού τις αποστρέφονται, επειδή αποτελούν την κινητήρια δύναμη του σύμπαντος κόσμου, εν αντιθέσει με την μονοφασικότητα του θεού του μονοθεϊσμού Γιαχβέ, ο οποίος είναι και ο θεός της κλασικής μουσικής.

  • Δεν υπήρχε πρόθεση για προσωπική επίθεση μια και δεν σας γνωρίζω προσωπικά.
    Σάτιρα σε μια ανόητη προπαγάνδα έκανα σε ένα άρθρο που στερείται κάθε λογικής και είναι γεμάτο δογματικό αντιχριστιανικό και εναντίον της κλασικής μουσικής μένος.

    Θα ήθελα να μας είχατε εξηγήσει τουλάχιστον την μουσική σχέση μεταξύ κλασικής μουσικής και Ορθόδοξης εκκλησιαστικής.
    Για την σχέση της Βυζαντινής μουσικής με τους προγόνους μας και τα διδάγματά της στην νεοελληνική μουσική που επιφανειακά ασπάζεστε υπάρχει ένα τεράστιο έργο από μουσικολόγους πολύ πιο ειδικευμένους στο θέμα από εμένα.

    Οι διαφορές της Βυζαντινής μουσικής με την κλασική είναι αρκετά μεγάλες ώστε να διαλύσουμε τις αυταπάτες σας εν συντομία.
    Θα ήταν πολύ σοβινιστικό να πιστέψουμε ότι η κλασική μουσική έχει Ελληνικές ή Βυζαντινές ρίζες αλλά δυστυχώς αγαπητέ μου κ. Βασδέκη δεν υπάρχουν τέτοιες.

    Υπάρχουν τεράστιες ποσοτικές, ποιοτικές και πνευματικές-λατρευτικές διαφορές.
    Τα μέτρα και οι έλξεις της Βυζαντινής δεν είναι γραμμένα για όργανα με πλήκτρα όπως είναι βασικά της κλασικής αλλά για την ανθρώπινη φωνή μια και τα μουσικά όργανα δεν είχαν και δεν έχουν θέση στην Ορθοδοξία, αν το γνωρίζετε.

    Η Δυτική μουσική είναι πολυφωνική ενώ η Βυζαντινή μονοφωνική.
    Ακόμα κι αν είναι πολλοί ψάλτες ακούγονται σαν ένα άτομο.
    Η πολυφωνία εισάχθηκε αργότερα στις μοντερνίζουσες εκτελέσεις αλλά η πραγματική Βυζαντινή μουσική είναι μονοφωνική.

    Επειδή η πολυφωνική είναι πιο δύσκολη και χρειάζεται συγκέντρωση στην μουσική και όχι στην προσευχή δεν θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε σαν λατρευτικά πνευματική για τους εκτελεστές.
    Μπορεί να προκαλεί θρησκευτικό δέος στους ακροατές αλλά η Δυτική μουσική δεν έμεινε στις θρησκευτικές ρίζες της αλλά διαμορφώθηκε σε μουσική διασκέδασης όπως και η λαϊκή Ελληνική βέβαια που προήρθε από την Βυζαντινή μουσική.

    Απεχθάνομαι τον δογματικό φανατισμό όπου κι αν προέρχεται γιατί είναι αιτία κακών και άχρηστων αποτελεσμάτων.

    Μια ακόμη ερώτηση κ. Βασδέκη, μια και παρουσιάζεστε τόσο φανατικά προδιατεθειμένος εναντίον της Ελληνικής Ορθοδοξίας, θρησκείας των προγόνων σας, για ποιο λόγο διατηρείται την ταυτότητα σας σαν Σταύρος και όχι το πιο ειδωλολατρικό Σάτυρος ας πούμε;

    Καλά κάνετε όμως και κρατάτε το Χριστιανικότατο όνομά σας γιατί ίσως και ελπίζουμε να υπάρχει ακόμη η πραγματική Ελλάδα μέσα σας.

  • Κύριε Άκη, αρχίζοντας από το τέλος σε πληροφορώ ότι σταύρος στην ελληνική σημαίνει όρθιο στύλος, ο οποίος χρησιμοποιείται σε οχυρωματικά έργα, μεταξύ των άλλων. Από τι ίστημι.
    Παρ’ όλ’ αυτά έκανα αλλαγή ονόματος στο ληξιαρχείο του χωριού μου. Απόρησε λοιπόν ο ληξίαρχος όταν είδε την αίτησή μου, και μου είπε: μα αφού Σταύρο σε λένε, και τώρα πάλι Σταύρο θα σε λένε! Μάλιστα κύριε ληξίαρχε, αλλά τώρα για άλλους λόγους.
    Έπειτα Άκη, βλέπω ότι είσαι συνεπής στην εξάσκηση της αγένειας και της ειρωνικής αντιμετώπισης των αδελφών σου, όπως κάθε σωστός χριστιανός άνθρωπος του θεού. Διότι, οποιοσδήποτε γνωρίζει ν χρησιμοποιεί τα εργαλεία της σημειολογίας, ξέρει να διακρίνει ότι το «Τρικυμία στον κρανίο» σημαίνει πως ο άνθρωπος δεν στέκεται καλά στο μυαλό του. Δηλαδή είναι τρελός.
    Πράγματι εδώ έπεσες μέσα. Διότι μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να διδάξει αμισθί, επί τριακονταετία, σε χιλιάδες μαθητές όλα τα είδη και τα όργανα της μουσικής του ελληνικού λαού, όπως χιλιάδες μάρτυρες μπορούν να ομολογήσουν. Βλέπεις στον χριστιανικό πολιτισμό η αρετή είναι το πάρε κι όχι το δώσε.

    Η γνώμη των πολλών.
    Μέχρι την εποχή του Γαλιλαίου, οι άνθρωποι πίστευαν ότι η ήλιος γυρίζει γύρω από την γη. Επομένως, αφού το πίστευαν όλοι, η ήλιος γύριζε γύρω από την γη. Βρέθηκε λοιπόν ένας τρελός και είπε το αντίθετο. Και τότε οι συμπονετικοί χριστιανοί, παρά τρίχα, βάλθηκαν να τον κάψουν ζωντανό. Οι άνθρωποι της θρησκείας της αγάπης!
    Τέλος πάντων κάποια στιγμή άρχισαν οι άνθρωποι να πιστεύουν στο δίκιο του. Και μόλις οι περισσότεροι πίστεψαν ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο, τότε, ω του θαύματος, άρχισε το τεμπελίκι του ήλιου, το οποίο έφτασε μέχρι την πλήρη ακινησία του, και κόλλησε ο οίστρος στη γη, η οποία έκτοτε περιφέρεται με θαυμαστό ζήλο γύρω του! Ένας τρελός λοιπόν έφερε τα πάνω κάτω!

    Τον καιρό αυτόν η κλασική μουσική χρησιμοποιείται αποκλειστικά σχεδόν ως μουσική επένδυση σε εκπομπές χριστιανικών, ραδιοφωνικών κυρίως, προγραμμάτων. Κανείς σχεδόν δεν τολμά να παίξει εκπομπή κλασικής μουσικής. Γιατί συμβαίνει αυτό;
    Όλοι οι αλλοδαποί μαθητές που είχα κατά καιρούς στα όργανα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, ήταν πτυχιούχοι της κλασικής τοιούτης, την οποία είχαν εγκαταλείψει οριστικά και αμετάκλητα. Αυτοί λοιπόν μου εξήγησαν το πώς η μούμια η κλασική μουσική κατέστρεψε τις λαϊκές τους μουσικές. Και τρέχανε οι νέοι αυτοί άνθρωποι, σαν τις μέλισσες, στα μουσικά λουλούδια της χερσονήσου του Αίμου (Βαλκάνια), όπου εκεί φύτρωναν και φυτρώνουν ακόμα, για να παράξουν το δικό τους μουσικό μέλι.
    Τέλος για τον χριστιανισμό, έχω καταθέσει στην ιστοσελίδα μου, όλα τα αναγκαία και ικανά ντοκουμέντα, για την δολοφονία του ελληνικού πολιτισμού που διέπραξε και εξακολουθεί να διαπράττει.

  • Ευχαριστoύμε για την επεξήγηση του ονόματός σας κ. Σταύροκαι αλλά δεν χρειαζόταν.
    Μια και το αναφέρατε όμως δίκιο είχε ο ληξίαρχος να απορήσει όπως απορεί και η κοινή λογική.
    Επήγατε να “αλλάξετε” το Σταύρος σε Σταύρος;
    Πως;
    Με υποσημείωση;
    Το βαπτιστικό σας Σταύρος προς τιμήν του “Τίμιου Σταυρού” στο “ειδωλολατρικό” σταυρός, δηλαδή “παλούκι”;

    Καταλαβαίνετε ότι δεν υπάρχει ειδωλολατρικό όνομα Σταύρος ούτε και Σταυρός.
    Στην αρχαιότητα η ονομασία είχε καθαρά προσβλητικό χαρακτήρα μια και το αντικείμενο χρησιμοποιούταν όχι μόνο για οχυρωματικά έργα αλλά για ανασκολοπισμό σε ατομικές ή ομαδικές εκτελέσεις, σαν προσβλητικό μέσο τρομοκρατίας.
    Η απεχθέστατη εφεύρεση ήταν ένα από τα “δώρα” των Ασσυρίων στον ανθρώπινο πολιτισμό αλλά χρησιμοποιήθηκε εκτενέστατα από τους Πέρσες και έγινε γνωστό στους Έλληνες από τις εκστρατείες/επιδρομές των Περσών.
    Είναι μέρος των λόγων απέχθειας που είχαν οι Έλληνες για τους βάρβαρους Πέρσες.
    Αν και δεν ήταν δημοφιλές το όνομα στους ανθρωπιστές Έλληνες, η σταύρωση ανθρώπων χρησιμοποιήθηκε από τους βαρβάρους που ακολούθησαν, τους Ρωμαίους που χρησιμοποίησαν τον σταυρό με καρφιά σαν θανατική τιμωρία και τους Τούρκους που έφεραν πίσω με μανία το ανθρώπινο παλούκωμα, την χειρότερη μορφή της σταύρωσης, λόγω της μεγάλη χαράς που τους πρόσφερε το “θέαμα”.
    Όπως καταλαβαίνετε κ. Βασδέκη το Σταύρος σαν ειδωλολατρικό όνομα είναι τρομερά προσβλητικό ενώ σαν Χριστιανικό είναι αρκετά τιμητικό μια και έχει μεταμορφωθεί μέσω της θυσίας του Θεανθρώπου επάνω στον Σταυρό σαν σύμβολο του Χριστιανισμού
    μαζί με το σύμβολο του ΙΧΘΥΣ.

    Πολλά Χριστιανικά ονόματα έχουν προέλθει από τα αρχαία Ελληνικά μια και οι περισσότεροι Άγιοι και Αγίες που μαρτύρησαν για τον Χριστιανισμό είχαν Ελληνική καταγωγή ή μόρφωση.
    Το “Χρυσόστομος” δεν είναι κατ’ ανάγκη ειδωλολατρικό επειδή είναι λέξη της Ελληνικής γλώσσας.
    Οι παγανιστές κατηγορούν τον Χρυσόστομο για ανθελληνισμό.
    Τι γελοία κατηγορία για κάποιον που ήταν Έλληνας με την σημερινή έννοια της λέξης και αγαπούσε τόσο τον ελληνικό πολιτισμό ώστε να έχει καλύτερη Ελληνική παιδεία από οποιονδήποτε ειδωλολάτρη κατήγορο του.
    Ναι πολέμησε από τον άμβωνα με όλη του την ψυχή την ειδωλολατρία, την αρχαία Ελληνική θρησκεία με την ίδια δύναμη που πολέμησε τις Χριστιανικές αιρέσεις και τον υπέρμετρο φανατισμό των αιρετικών (Αλάριχος).
    Η αρχαία Ελληνική θρησκεία άλλωστε είχε εκφυλιστεί πριν πολλούς αιώνες και η ίδια η μεγάλη ιέρεια του μαντείου των Δελφών το ομολόγησε εκείνη την εποχή.
    Αυτή είναι η θρησκεία που θανάτωσε τον Σωκράτη μέσα στην πιο πολιτισμένη πόλη της Αρχαίας Ελλάδας γιατί μίλησε δημόσια για τον εκφυλισμό του δωδεκαθεϊσμού. Αυτή την θρησκεία ασπάζεστε κ. Βασδέκη;

    Τώρα για το θέμα αν ένας τρελός μπορεί να αλλάξει την ανθρωπότητα το παράδειγμα του Γαλιλαίου είναι ατυχέστατο μια και απ’ ότι θυμάμαι δεν κατέληξε σε φρενοκομείο αλλά ούτε κανένας τον κατηγόρησε για τρέλα.
    Είχε σοβαρότατες επιστημονικές διαφορές με την ακαδημαϊκή ιεραρχία της εποχής του που ως γνωστό ξέρετε ήταν παπική μια και τα πανεπιστήμια της εποχής εκείνης ήταν επέκταση της κυριαρχίας και του “αλάθητου” ενός ανθρώπου, του πάπα της Καθολικής εκκλησίας.
    Η Ορθοδοξία καμία σχέση δεν έχει με την Ιερά Εξέταση και με τον παπισμό, ούτε και με το τι υπόφερε ο Γαλιλαίος από τους επιστημονικούς και εκκλησιαστικούς του αντιπάλους.

    Αυτή η ιστορική πραγματικότητα θα έπρεπε να σας είχε βοηθήσει να καταλάβετε πόσο υιοθέτησε και διάσωσε η Ορθοδοξία και το Βυζάντιο την Ελληνική Σκέψη και Παιδεία, μια που αυτή με δυσκολία επέζησε του Μεσαίωνα και τον Παπισμό και σίγουρα καταστράφηκε από την Μωαμεθανική λαίλαπα και επέζησε μόνο στα σημεία που η Ορθοδοξία κατόρθωσε να την διασώσει μέσω της εκκλησιαστικής παιδείας και των σχολείων της.

    Αν μπορείτε να μας πείσετε το αντίθετο δηλαδή ότι οι Οθωμανοί ήταν οι σωτήρες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και ότι το Βυζάντιο και η Ορθοδοξία ήταν οι καταστροφείς του τότε τι να πω θα έχετε επιδείξει Ιστορική ιδιοφυία και όχι “τρικυμία στο κρανίο”.

    Ίσως το “τρικυμία στο κρανίο” ήταν σκληρός χαρακτηρισμός για το άρθρο σας.
    Δεν υποδηλώνει όμως τρέλα όπως νομίζετε αλλά ακατάστατη και τρικυμιώδης σκέψη, που στην δική σας περίπτωση οφείλεται στον δογματικό φανατισμό σας εναντίον της κλασικής μουσικής και εναντίον της Ορθοδοξίας.

    Ωραίος λογοτεχνικά ο επίλογός σας αλλά στερείται ηρεμίας στην σκέψη.
    Τα χριστιανικά ραδιοφωνικά προγράμματα φταίνε γιατί “Κανείς σχεδόν δεν τολμά να παίξει εκπομπή κλασικής μουσικής;”
    Λέτε ό λόγος να είναι αυτός ή γιατί δεν υπάρχει παιδεία κλασικής μουσικής μια και ούτε οι λάτρεις της προσπαθούν να την κάνουν γνωστή στην νεολαία, τα περισσότερα παιδιά δεν είχαν ποτέ τους την ευκαιρία να είναι ακροατές μιας συμφωνικής ορχήστρας.

    Δεν καταλαβαίνουμε τελικά σας αρέσει κ. Σταύρο η κλασική μουσική ή την μισείτε;

  • Αγαπητέ κύριε Βασδέκη. Πώς είστε τόσο βέβαιος ότι η κλασική μουσική δεν έχει σχέση με τον χορό; Αρκεί να ακούσετε τη μουσική του μπαρόκ, τα μενουέτα της κλασικής περιόδου, τα φινάλε των συμφωνιών του Χάυδν, τις άπειρες μεταμφιέσεις του βαλς στην περίοδο του ρομαντισμού, ακόμη και τον Πετρούσκα και την Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Στραβίνσκι. Όλα αυτά δεν είναι περιστασιακά στοιχεία, αλλά ανήκουν στον πυρήνα αυτής της μεγάλης μουσικής παράδοσης.
    Ασφαλώς υπάρχουν στην κλασική μουσική και στοιχεία ξένα προς τον χορό, αλλά αυτή η πολυμορφία είναι ο πλούτος της. Σας δίνω ένα δίκιο αν εξετάσετε την κλασική μουσική ως τρόπο πρόσληψης και αναπαραγωγής σήμερα. Αν αυτό συμβαίνει, το πρόβλημα είναι η έλλειψη μουσικής παιδείας και όχι η ίδια η κλασική μουσική.

  • Νομιζω οτι ο κος Βασδεκης εχει τρομακτικη προκαταληψη εναντιων και της βυζαντινης και της κλασικης μουσικης. Ως προς τον Χρυσοστομο εαν ηταν σοβαρα μελετημενος θα γνωριζε οτι ο Χρυσοστομος δεν ηταν εναντιον της μουσικης, αλλα των ασεβων λογων που ο κοσμος τραγουδουσε. Πραγματι για εναν αγιο το να ακουει λογια οπως “απο καναρα σε καναρα θα πεταω” η “μεινε μαζι μου εγκυος ειμαι πολυ φερεγυος” αποτελουν προσβολη για τους χριστιανους που ενωθηκαν με τα δεσμα του γαμου. Ως προς την βυζαντινη μουσικη ο διαβασμενος γνωριζει οτι αλλο η εκκλησιαστικη μουσικη και αλλο η λαικη μουσικη της βυζαντινης περιοδου. Ενω εχουμε την ιδια μουσικη θεωρια και σημειολογια στο πρωτο ειδος εχουμε μονο ψαλμους ενω στο δευτερο ρυθμικη μουσικη σταθερη διοτι ηταν και χορευτικη. Τα δημοτικα τραγουδια ενω ειναι χορευτικα χρησιμοποιουν το ιδιο ηχητικο μοτιβο με την εκκλησιαστικη μουσικη

Κλικάρετε εδώ για να σχολιάσετε