Μεγάλες ορχήστρες και σημαντικοί καλλιτέχνες πάντοτε επισκέπτονταν την Αθήνα, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο τακτικά: τη δεκαετία του 1960, το Φεστιβάλ Αθηνών μετακαλούσε συχνά υπέρλαμπρους αστέρες –Κάραγιαν, Κάλλας, Νουρέγεφ και άλλους– και διαμόρφωνε προγράμματα σε απόλυτο συντονισμό με την υπόλοιπη Ευρώπη. Απουσίαζε όμως η λειτουργία αντίστοιχης τακτικής χειμερινής καλλιτεχνικής περιόδου και αυτήν προσέφερε το 1991 το Μέγαρο Μουσικής με τις αίθουσές του, κατάλληλα σχεδιασμένες για συμφωνική μουσική και μουσική δωματίου. Το κοινό άκουσε κλασική μουσική σε σωστές συνθήκες ακουστικής, απέκτησε εμπειρία φυσικού ήχου και βίωσε πόσο διαφέρει μία συναυλία από την αγαπημένη του ηχογράφηση. Τα ελληνικά σύνολα αναπτύχθηκαν σε κατάλληλες συνθήκες. Λίγα χρόνια αργότερα προστέθηκε η αίθουσα «Τριάντη», η πρώτη παγκοσμίως με σκηνικές δυνατότητες όπερας: κτισμένη με χρήματα του ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ενωσης σήμερα, σε συνθήκες κρίσης, δυσκολεύεται να δώσει προσωρινή διέξοδο στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
Ξεκινώντας φιλόδοξα και σε πολλά επίπεδα, το Μέγαρο είχε ανάγκη από γενναιόδωρους χορηγούς. Αμεσα προσείλκυσε τη μεγαλοαστική τάξη και πλήθος νεόπλουτων, προσφέροντας το ίδιο το κυριολεκτικά ανώνυμης αισθητικής κτίριο (ποιος ο αρχιτέκτονας;) ως κοινωνική πασαρέλα. Είκοσι χρόνια αργότερα, δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί από αυτό το προφίλ.
Σε ένα κράτος όπου τα σχολεία δεν κάνουν τη δουλειά τους, σπαταλήθηκαν οι ευκαιρίες ανάπτυξης νέου κοινού για την κλασική μουσική: τα εισιτήρια ακόμα και σε συναυλίες με έργα Μπετόβεν δεν ξεπουλιούνται. Απομένουν οι εξαιρετικές αίθουσες και θησαυρισμένες στη μνήμη θαυμάσιες συναυλίες και παραστάσεις: μετά από όσα έχουν δαπανηθεί, είναι άραγε αρκετό;
ΝΙΚΟΣ ΔΟΝΤΑΣ
* Ο Νίκος Α. Δοντάς είναι κριτικός μουσικής στην «Καθημερινή».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Προσθήκη σχολίου