Για πρώτη φορά δύο πολιτικοί επιστήμονες, ένας Τούρκος και ένας Ελληνας, επιχειρούν από κοινού να αποδομήσουν τους ιδεολογικούς μύθους που διαμόρφωσαν την ταυτότητα των δύο λαών
Εχουν περάσει 25 χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το θεμελιώδες έργο περί εθνικισμού του Μπένεντικτ Αντερσον Οι φαντασιακές κοινότητες και τίποτε νέο δεν φαίνεται να έχει επί της ουσίας προστεθεί στην ανάλυσή του.
Ο Αντερσον συμπεραίνει πως ζούμε σε έναν κόσμο αφηγήσεων στον οποίο το παρελθόν λειτουργεί ως φαντασιακή δεξαμενή του παρόντος, πως οι ρίζες του εθνικισμού είναι πολιτισμικές (κατά συνέπεια και πολιτικές), πως το φαντασιακό στοιχείο λειτουργεί τόσο στις λεγόμενες αμιγείς όσο και στις υβριδικές κοινωνίες και πως η έννοια του έθνους όσο πραγματική είναι άλλο τόσο και επινοημένη.
Ο Αντερσον όμως αποφαίνεται επίσης ότι ο εθνικισμός λειτούργησε ως αντίδοτο κατά του ιμπεριαλισμού και πως διαφέρει από τον ρατσισμό αφού «ο εθνικισμός σκέφτεται με ιστορικούς όρους ενώ ο ρατσισμός ονειρεύεται αιώνιες αξίες».
Ο Ουμούτ Οζκιριμλί, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και διευθυντής του Κέντρου Ελληνοτουρκικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μπιλγκί της Κωνσταντινούπολης, και ο Σπύρος Α. Σοφός, ερευνητής Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σπουδών στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών του Πανεπιστημίου Κίνγκστον του Λονδίνου, αποφάσισαν να γράψουν από κοινού ένα βιβλίο για τον ελληνικό και τον τουρκικό εθνικισμό.
Και τους δύο συγγραφείς θα τολμούσε κανείς να τους χαρακτηρίσει μαθητές του Αντερσον αν το βιβλίο τους δεν έπασχε από εκείνο το είδος της πολιτικής ορθότητας όπου το ερμηνευτικό πλαίσιο, η άποψη και τα ιδεολογήματα της όποιας μορφής προηγούνται αξιολογικά της ιστορικότητας. Για να κριτικάρουν, να απομυθοποιήσουν ή και να διαλύσουν τις εθνικιστικές ένθεν και ένθεν αφηγήσεις οι συγγραφείς τις επανέγραψαν με κριτικό τρόπο στο δικό τους βιβλίο.
Τρεις στόχους υποστηρίζουν ότι θέλησαν να επιτύχουν: πρώτον, να προβούν σε μια συγκριτική ανάλυση της εμφάνισης και της ανάπτυξης των ελληνικών και των τουρκικών εθνικιστικών σχεδίων· δεύτερον, να ασκήσουν κριτική στους επίσημους μύθους και στις εθνικιστικές αφηγήσεις και στις δύο χώρες· και, τρίτον, να συμβάλουν στον ενδοακαδημαϊκό διάλογο περί τα θέματα που σχετίζονται με τον εθνικισμό. Η πρόθεσή τους λοιπόν είναι αναθεωρητική εξ ορισμού, αποδομητική εν πολλοίς και απομυθοποιητική ταυτοχρόνως.
Είναι άλλο πράγμα να γνωρίζεις και άλλο να πράττεις, έλεγε ο Κλαούζεβιτς. Βεβαίως δεν πράττεις όταν δεν γνωρίζεις και πολύ περισσότερο δεν αποκρύπτεις γεγονότα ούτε και τα εξωραΐζεις διότι έτσι επιβάλλει το ερμηνευτικό πρότυπο που χρησιμοποιείς. Ετσι, και μόνο το γεγονός ότι οι ανωτέρω επιστήμονες έλαβαν την απόφαση να γράψουν από κοινού ένα βιβλίο περί τον ελληνικό και τουρκικό εθνικισμό είναι πολύ ενδιαφέρον – και ριζοσπαστικό – πείραμα. Ωστόσο εδώ δεν πρόκειται περί Ιστορίας. Οι συγγραφείς το λένε καθαρά στον πρόλογο: στόχος τους είναι να απομυθοποιήσουν τις εθνικιστικές φαντασιώσεις των δύο λαών, με άλλα λόγια να ερμηνεύσουν την ιστορική πραγματικότητα φτάνοντας ως τα εντελώς πρόσφατα γεγονότα.
Καλές και ευγενείς οι προθέσεις, όμως από το σημείο αυτό κι έπειτα αρχίζουν τα προβλήματα. Είναι ασφαλώς απαίτηση των σημερινών ανεκτικών κοινωνιών να απαλλαγούμε από τα πάσης φύσεως εθνικιστικά ιδεολογήματα ή τις φαντασιώσεις, αλλά τι είναι εθνικό και τι εθνικιστικό δεν ξεκαθαρίζεται στο βιβλίο, έχεις μάλιστα την εντύπωση πως δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ τους. Γι’ αυτό και η όποια αντεθνικιστική στάση, όταν παρουσιάζεται ερήμην των ιστορικών δεδομένων (όταν δηλαδή δεν καταγράφονται όλες οι πλευρές τους), μπορεί εύκολα να λειτουργήσει παραπειστικά.
Θα μείνω μόνο σε κάποια παραδείγματα που αφορούν την ελληνική κυρίως πλευρά. Λ.χ. όταν οι συγγραφείς αναφέρονται στο ζήτημα των Τσάμηδων, γράφουν τη μισή αλήθεια. Λένε πως οι Τσάμηδες εξολοθρεύτηκαν συστηματικά από τον ΕΔΕΣ κατά τη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής και ότι θεωρήθηκαν «πιθανοί προδότες». Η εξολόθρευση των Τσάμηδων από τον ΕΔΕΣ είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, αλλά οι συγγραφείς παραλείπουν να πουν ότι οι Τσάμηδες υπήρξαν δωσίλογοι, ότι υποδέχθηκαν τους Ιταλούς ως ελευθερωτές.
Κι ενώ έχουν απολύτως δίκιο όταν γράφουν για την καταπίεση των μειονοτήτων κατά την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, για τα σχετικά με τη μειονότητα της Δυτικής Θράκης οι απόψεις τους είναι σχηματικές δεδομένου μάλιστα ότι τις συσχετίζουν με τα όσα υποστηρίζουν περί το λεγόμενο «μακεδονικό», το οποίο ανεξαρτήτως της εθνικιστικής υστερίας όσον αφορά την ονομασία έχει πολύ περισσότερες – και ουσιαστικότερες – πτυχές από την απλή και εύλογη διαπίστωση ότι ο κάθε λαός δικαιούται να αυτοπροσδιορίζεται και να αυτοαποκαλείται όπως ο ίδιος επιθυμεί.
Ο έλληνας αναγνώστης θα ενοχληθεί από ποικίλους χαρακτηρισμούς των συγγραφέων, όπως λ.χ. ότι ο Ρήγας ήταν «διφορούμενη προσωπικότητα», ότι η Μαρία Νεφέλη του Ελύτη «εδραίωσε το κύρος του ως “εθνικού ποιητή”» ή ότι ο Κοραής ήταν ένας από τους «κυριότερους υπέρμαχους του ελληνικού εθνικισμού και του πνευματικού ομολόγου του, του Νεοελληνικού Διαφωτισμού».
Ενοχλητικοί φαντάζουν και οι ιδεολογικοί εξωραϊσμοί του τύπου «ο καταλυτικός ρόλος που είχε η ουτοπία της κλασικής Ελλάδας στον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας απεικονίζεται χαρακτηριστικά στην παρατεινόμενη πολιορκία του μικρού οικισμού της Αθήνας από τις δυνάμεις των στασιαστών».
Αλλού λέγονται πράγματα ανυπόστατα, όπως: «Στην ουσία, η Μακεδονία παρείχε το μοντέλο για την εφαρμογή μιας αντίστοιχης πολιτικής στη Θράκη μετά την ήττα στη Μικρά Ασία, όπου πολλά χωριά μετονομάστηκαν και αρκετοί δημόσιοι χώροι, όπως τα νεκροταφεία, μετατράπηκαν με τρόπο που έθετε σοβαρά εμπόδια στην επιβίωση των μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Ελλάδα εξωθώντας τες σε εσωτερική μετακίνηση ή ακόμη και σε μετανάστευση στην Τουρκία».
Ασφαλώς και πολλά χωριά μετονομάστηκαν – όμως αυτό δεν ήταν ελληνική ευρεσιτεχνία και συνέβη σε όλες ανεξαιρέτως τις βαλκανικές χώρες – και αρκετοί μουσουλμάνοι τουρκικής καταγωγής της Δυτικής Θράκης «μετανάστευσαν» στην Τουρκία μετά το 1922, αλλά πού την είδαν οι συγγραφείς την εσωτερική μετανάστευση;
Αν, όπως γράφουν, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέπτυξε την «εθνικιστική φαντασίωση», δεν απορεί κανείς και με τα παρακάτω: «Στον απόηχο της αποτυχίας της ελληνικής εκστρατείας στη Μικρά Ασία η υπογραφή της Συνθήκης Ανταλλαγής Πληθυσμών (30 Ιανουαρίου 1923) εκτιμήθηκε ως μια ευκαιρία να αλλάξει ο χάρτης της Μακεδονίας μέσω δημογραφικών τεχνασμάτων.
Η συνθήκη όχι μόνο πρόσφερε τη δυνατότητα απομάκρυνσης σημαντικού μουσουλμανικού πληθυσμού της επαρχίας, αλλά προκάλεσε και την εισροή Οθωμανών χριστιανών – πολλοί εκ των οποίων ήταν ελληνόφωνοι – από τη Μικρά Ασία».
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ -(Φωτογραφία: «Η μάχη του Σαρανταπόρου και η καταπληκτική ανδρεία των Ευζώνων μας». Αφίσα του Σωτήριου Χρηστίδη από το λεύκωμα του Απόστολου Δούρβαρη «Σωτήριος Χρηστίδης (1858-1940)», έκδοση του Ε.Λ.Ι.Α. )
Το ΒΗΜΑ, 16/11/2008
Τελικά τόσο καυτό θέμα είναι αυτός ο εθνικισμός. Ολόκληρη διατριβή έγραψε ο άνθρωπος κι εμείς χρονιάρα μέρα ασχολούμαστε με εναπομείναντα ζόμπι! Είμαι καχύποπτος;
“Για πρώτη φορά δύο πολιτικοί επιστήμονες, ένας Τούρκος και ένας Ελληνας, επιχειρούν από κοινού να αποδομήσουν τους ιδεολογικούς μύθους που διαμόρφωσαν την ταυτότητα των δύο λαών”.
Όπως ξέρετε από τα posts μου Εθνικιστής δεν είμαι!
Γιατί όμως αυτό το βιβλίο μου μυρίζει Ιστορία Στ Δημοτικού, Μαρία Ρεπούση και καθ. Λιάκο;
@ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ: «Γιατί όμως αυτό το βιβλίο μου μυρίζει Ιστορία Στ Δημοτικού, Μαρία Ρεπούση και καθ. Λιάκο;».
Γιατί το ψάρι μυρίζει ψαρίλα;
Είμαι βέβαιος ότι δεν σας μύρισε κανέλλα ή τριαντάφυλλο.
Και έχω την αίσθηση πως λείπει κάτι, ως επιθετικός προσδιορισμός του, από εκείνο το «επιστήμονες».
Α, και τα σκατά σκατίλα μυρίζουν, φίλε κ. Καραβία – είστε μάλλον ευγενικός και δεν το είπατε. Εγώ δεν θέλω να είμαι ευγενής εκεί όπου δεν αξίξει ή και δεν ΠΡΕΠΕΙ, κατά την άποψή μου, να είναι κανείς ευγενής.
Έχω πια σιχαθή το στρογγύλεμα των γωνιών, τους ιστορικούς -τάχα- συμβιβασμούς και τις μποχοφόρες σκιές περδομένων επιστημόνων.