Το Μέγαρο δημιούργησε νέο κοινό

Δεν έκανε τη μεγάλη τομή και, σχεδόν 20 χρόνια από την ίδρυσή του, η κλασική μουσική συνεχίζει να μη γοητεύει τους ‘Ελληνες.

Το 1991, όταν το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ) εγκαινίασε τις πολυποίκιλες δραστηριότητές του, είναι έτος ορόσημο: ειδικά στην κλασική μουσική, μπορούμε να μιλάμε για «πριν» και «μετά» το Μέγαρο. Οι πολιτιστικές δράσεις του Μεγάρου δεν περιορίζονται όμως στις συναυλίες κλασικής μουσικής και στην όπερα, αλλά επεκτείνονται στην τζαζ, τον κλασικό και τον μοντέρνο χορό, τα εικαστικά δρώμενα, τους κύκλους διαλέξεων, τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τα ανοίγματα στο έντεχνο και λαϊκό τραγούδι.

Του χρόνου, το Μέγαρο θα κλείσει τα είκοσι χρόνια λειτουργίας του, αλλά ήδη από φέτος, μετά τον θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη, του οραματιστή και δημιουργού του οργανισμού, βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής και, ταυτόχρονα, στην έναρξη μιας άλλης. Με αυτήν την αφορμή, διάφορα ερωτήματα μπορούν να τεθούν, όπως αν η μεγάλη ποικιλία εκδηλώσεων και δράσεων του Μεγάρου συνιστά ταυτόχρονα και μια πολιτισμική τομή στην Ελλάδα.

Το Μέγαρο δεν είναι μόνον κλασική μουσική – είναι όμως ταυτισμένο με αυτήν. Και οι Ελληνες «φοβούνται» την κλασική μουσική. Από αυτήν τη σκοπιά, το ΜΜΑ είχε από την αρχή πολύ πιο δύσκολο έργο να επιτελέσει συγκριτικά με ανάλογους οργανισμούς του εξωτερικού. Ο Νίκος Τσούχλος, καλλιτεχνικός σύμβουλος της Καμεράτα και καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής, μιλώντας για τις εκπαιδευτικές δράσεις της Καμεράτας, μας έλεγε: «Επρεπε πριν από 15 χρόνια να έχουμε προσεγγίσει τους τότε πεντάχρονους, ώστε σήμερα να έχουμε κοντά μας κάποιους εικοσάχρονους – παιδιά που έχουν την ίδια ηλικία με το Μέγαρο!».

«Η αλήθεια είναι ότι τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μεγάρου ήταν πάντα λίγο περιστασιακά και χωρίς βάθος», μας λέει η Γιούλη Παπαθεοδώρου, η οποία υπήρξε υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου του ΜΜΑ από το 1991 έως το 2006. «Δεν γινόταν κάποια ουσιαστική προεργασία, ούτε από το Μέγαρο αλλά ούτε και από τα σχολεία που συμμετείχαν. Δεν υπήρχε συνέχεια. Αλλά δεν ευθύνεται μόνο το Μέγαρο. Στο εξωτερικό, είναι υποχρεωτικό τα ωδεία να παρακολουθούν τρεις συναυλίες τον χρόνο. Εδώ υπάρχουν παιδιά που τελειώνουν ωδείο και δεν έχουν πάει στο Μέγαρο».

Για την κ. Παπαθεοδώρου, το 1991 το ΜΜΑ έφερε μια μεγάλη αλλαγή στη χώρα. «Μέχρι να εμφανιστεί το Μέγαρο, τον χειμώνα μια φορά την εβδομάδα έπαιζε στο Παλλάς η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και το καλοκαίρι ό, τι συνέβαινε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το Μέγαρο έφερε μεγάλα ονόματα της μουσικής και τον χειμώνα, δημιούργησε τον θεσμό της αγοράς εισιτηρίου τρεις εβδομάδες πριν, κινήθηκε πάνω σε έναν μεσοπρόθεσμο προγραμματισμό: ξέραμε τι θα γίνει μέσα σε μία σεζόν, όχι παραπέρα. Το μεγάλο ατού όμως ήταν αυτό της αίθουσας. Οταν το 1994 ήρθε να παίξει εδώ η Φιλαρμονική του Βερολίνου, τόσο οι μουσικοί όσο και ο ίδιος ο Κλαούντιο Αμπαντο εντυπωσιάστηκαν από την ακουστική της τότε Αίθουσας Φίλων της Μουσικής, σήμερα Χρήστου Λαμπράκη. Το ΜΜΑ έβαλε την Ελλάδα λίγο πιο βόρεια στον χάρτη».

Σε πρόσφατη συνάντηση του νέου προέδρου του οργανισμού, Ιωάννη Μάνου, με τους δημοσιογράφους, φάνηκε πάντως η διάθεση το «Μέγαρο να βγει στην πόλη». Αυτό σημαίνει εκδηλώσεις και εκτός του χώρου του Μεγάρου, το περιεχόμενο των οποίων θα ανακοινωθεί τον Μάιο. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ο Ι. Μάνος και οι συνεργάτες του στοχεύουν σε έναν τριετή προγραμματισμό. Αυτό δεν μπορούσε να συμβεί την εποχή του Χρήστου Λαμπράκη, λόγω του συγκεντρωτικού χαρακτήρα της διεύθυνσής του. Είναι κοινό μυστικό ότι το πρόγραμμα του Μεγάρου αποτελούνταν από προσωπικές επιλογές του προέδρου Γι’ αυτό και η μουσική μπαρόκ έλειπε έως τώρα από το Μέγαρο, μολονότι στο εξωτερικό έχει πέραση τα τελευταία χρόνια. Αν είχε γίνει νωρίτερα μια κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση, ίσως το Μέγαρο να είχε καλύτερη επαφή με το εξωτερικό. «Ναι, μόνο που αν ο Χρήστος Λαμπράκης δεν ήταν τόσο συγκεντρωτικός, δεν θα υπήρχε Μέγαρο», τονίζει η κ. Παπαθεοδώρου. Προσθέτει: «Η ειρωνεία είναι ότι τότε που είχαμε χρήματα και χορηγούς δεν πήγαν καλά οι πρωτογενείς παραγωγές του ΜΜΑ, κυρίως διότι χρειάζονταν καλύτερη δικτύωση, π. χ. με φεστιβάλ του εξωτερικού. Το Μέγαρο σήμερα είναι 19 χρόνων αλλά σε αυτόν τον τομέα δεν ξεκίνησε με σωστές βάσεις. Ο κόσμος το ξέρει το Μέγαρο, για παράδειγμα ο κύκλος Rising Stars είναι εκπληκτικός, όμως οι αίθουσες είναι άδειες. Σε αυτό ευθύνεται και ο Τύπος. Στήριξε μεν πολύ το Μέγαρο, αλλά κυρίως όταν έφερνε μεγάλα ονόματα. Ετσι, σημαντικές συναυλίες πέρασαν απαρατήρητες».

Τελικά, το Μέγαρο δημιούργησε ένα νέο κοινό; «Για να γίνει αυτό, πρέπει το Μέγαρο να κάνει ένα μεγάλο κοινωνικό άνοιγμα. Τομή έγινε μόνο με το Megaron Plus», σχολιάζει η Γιούλη Παπαθεοδώρου.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ (Φωτογράφία: Π.Φειδάκη, Μέγαρο Μουσικής)
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

1 σχόλιο

  • Σωστό το άρθρο για την σημασία που έπρεπε να δώσει το Μέγαρο Μουσικής στα νιάτα με δωρεάν εισητήρια κτλ.
    Αλλά σε μια χώρα των 10 εκατ. ένα κτήριο που κόστισε πάνω από 2 δις ευρώ είναι μια πρωτοφανής σπατάλη.
    Δεν έχει σημασία αν τα περισσότερα χρήματα ήταν δωρεές και μάλιστα από τις μετοχές μιας μεγάλης εφημερίδας που ούτε καν ανήκε στον οργανισμό Λαμπράκη.
    Η ουσία είναι ότι με τα ίδια χρήματα εκατοντάδες υποτροφίες μαθητών και φοιτητών της μουσικής, εκδηλώσεις κλασικής μουσικής ακόμα και άλλες κοινωφελείς δραστηριότητες που δεν είχαν σχέση μόνο με την κλασική μουσική θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν.

    Ωραία, δεν έγινε η μέγιστη ωφέλεια με τα λιγότερα χρήματα λόγω της φιλοδοξίας ενός ατόμου που κατάφερε να κτίσει ένα πολυτελέστατο Μέγαρο Μουσικής με εξαιρετική ακουστική αλλά με άδειες αίθουσες από ακροατές.
    Τώρα τι γίνεται που με την πάροδο του χρόνου το Μέγαρο θα χρειάζεται όλο και περισσότερα χρήματα για την διατήρησή του σε μια χώρα που είναι στα πρόθυρα της πτώχευσης.
    Φυτέψαμε ένα δένδρο που γερνάει κάθε χρόνο αντί για ένα φυτώριο δάσος.

Κλικάρετε εδώ για να σχολιάσετε