“Συνονθύλευμα ερυθρών φλυαριών”. Χολερικό κείμενο κατά του Καζαντζάκη

Συμπληρώνονται σήμερα 51 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957), ενός από τους μεγαλύτερους έλληνες συγγραφείς και διεθνώς αναγνωρισμένου και πολυδιαβασμένου. Δεν ήταν όμως τα πράγματα πάντα έτσι. Η ζωή του κάθε άλλο παρά ευτυχισμένη υπήρξε. Δημοσιεύουμε σχετικό άρθρο του Δημήτρη Γκιώνη στην “Ελευθεροτυπία” (25.10.08):
“Πολλά έχουν γραφτεί για την εχθρική, παράλληλα με την ενθουσιώδη, υποδοχή που απολάμβανε τα χρόνια εκείνα (δεκαετία του ’50) το έργο του μεγάλου Κρητικού.
«Ο Καζαντζάκης το Νόμπελ θα το έπαιρνε», υποστήριζε ο συγγραφέας και φίλος τού Καζαντζάκη, Γιάννης Μαγκλής (1910-2006), σε συνέντευξή του που είχε δημοσιευθεί στο περσινό αφιέρωμα της «Βιβλιοθήκης» της «Ε» (7/7/07). Και πιο κάτω: «Η Ακαδημία των Ελλήνων έστειλε τον εταίρο της, τον Σπύρο Μελά, που κάθισε δύο μήνες στη Σουηδία να πείσει τους ακαδημαϊκούς να μη δώσουν το Νόμπελ στον Καζαντζάκη».

Το Νόμπελ του 1957 δόθηκε τελικά στον Αλμπέρ Καμί (1913-1960), ο οποίος σε επιστολή του προς τη σύζυγο του συγγραφέα Ελένη Καζαντζάκη (1903-2004), μετά το θάνατό του, ανέφερε: «Το άξιζε (ο Καζαντζάκης) εκατό φορές περισσότερο» (στο βιβλίο της – βιογραφία του Καζαντζάκη «Ο ασυμβίβαστος»).
Ο παντοδύναμος την εποχή εκείνη Σπύρος Μελάς (1883-1966) ήταν από τους σφοδρότερους πολέμιους του Καζαντζάκη και σ’ αυτόν αποδίδεται το εκτενές πρωτοσέλιδο άρθρο κατά του «Καπετάν Μιχάλη», που δημοσιεύθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1954 στην εφημερίδα «Εστία» με την ψευδώνυμη υπογραφή Κρητικός. Τίτλος «Ενα έργο διασύρει την Κρήτην και την θρησκείαν», και υπέρτιτλος: ΄Εργον «φουμιστού αντρούς».

Ο Μελάς ήταν βασικός συνεργάτης της «Εστίας», η οποία τακτικότατα στιγμάτιζε τον Καζαντζάκη αποκαλώντας τον ρωσιστί Νικολάι Καζάν.
Μερικά αποσπάσματα από το άρθρο αυτό, αρχής γενομένης από την εισαγωγή:
«Η “Εστία” αφιέρωσε, προ μηνός, μερικά εύθυμα σχόλια, εις απάντησιν των υμνητών του ερυθρού συγγραφέως Ν. Καζαντζάκη και του νέου μυθιστορήματός του “Καπετάν Μιχάλης”. Αλλά ειρωνείαι, επί τοιούτου θέματος, δεν είναι, δυστυχώς, αρκεταί εις την Ελλάδα, όπου πολύς κόσμος έχει παύσει να διαβάζη τα έργα των συγχρόνων ψευδολογοτεχνών και, επομένως, αδυνατεί να κρίνει επί των εγκωμίων της αλληλοθαυμαζόμενης κλίκας.
Ακόμη και ο υποφαινόμενος δεν θα εδιάβαζε το 500σέλιδον συνονθύλευμα των ερυθρών φλυαριών του Καζαντζάκη, εάν δεν του επροκάλει την περιέργειαν ο ύμνος μιας εθνικόφρονος εφημερίδος [σ.σ. εννοεί την «Καθημερινή» και τον Αιμίλιο Χουρμούζιο (1904-1973), ένθερμο υποστηριχτή του Καζαντζάκη], που ετόλμησε να ισχυριστεί, εις δύο ενθουσιώδεις επιφυλλίδας, ότι ο “Καπετάν Μιχάλης” είναι έργον εθνικόν και πρέπει να εισαχθή εις… τα σχολεία! Ηδη, όμως, μετά την ανάγνωσίν του, είμαι υποχρεωμένος να διαμαρτυρηθώ, ως Κρητικός, αφ’ ενός, ως Ελλην ορθόδοξος αφ’ ετέρου, διότι το Κράτος και η Εκκλησία επιτρέπουν ατιμωρητί την κυκλοφορίαν του εθνικοθρησκευτικού αυτού αίσχους.

Ως Κρητικός, ιδία, φρονώ ότι θα έπρεπεν όλοι οι Κρήτες πατριώται, οι σεβόμενοι τους αγώνας των και τους αγώνας των πατέρων των, να αποκηρύξουν το κακοηθέστατον αυτό βιβλίον, που εμφανίζει τους ηγέτας του Κρητικού αγώνος, ως ένα είδος αλητών του ΕΛΑΣ – κοινών σφαγέων και τραμπούκων, με αιμοβόρα ένστικτα, που τρώγουν, πίνουν και μεθούν και, διά τους οποίους, ο εθνικός αγών είναι απλώς ένα καθημερινόν “νταηλίκι”!»

Δεν είναι μόνο το περιεχόμενο, είναι και η γλώσσα που ενοχλούν τον συντάκτη του άρθρου:
«Από απόψεως γραμματικής και γλωσσικής έχει όλα τα γνωρίσματα των προηγουμένων έργων του Καζαντζάκη, ο οποίος μεταβάλλη την Ελληνικήν γλώσσαν εις ένα ιδίωμα, που δεν ομιλείται πουθενά – ούτε βεβαίως εις την Κρήτην. Γράφει λ.χ. “μεσοκαιρίτισες” μαλτέζες [σ. μεσόκοπες, άραγε;], “να φραθούν [σ. ευρανθούν;] τα μεριά του…”, “ο πέτρινος λιόντας [ λέων δηλ.], που έσφιγγε στ’ ακρίφια [νύχια;] το βαγγέλιο…”, “η γενιά του Τουρκοφά [σ. Τουρκοφάγου] Ντελή Μιχάλη”, “του άρεσαν οι πεταχτές γυναίκες, οι κωλοτριβίδες…”, “οι γειτόνισες συρομαδιούνταν [;]…”, “η Κερκέζα αποταβρίζουνταν…”, “θα καταντήση δάσκαλος, ψαλιδόκωλος [;], μπουμπουνοκέφαλος με γιαλάκια…”, “ο Νουρήμπεης ήταν διωματάρης, παχουλός, ανοιχτοκουταλάτος…”, “οι Κρητικοί αναζέβλιζαν…”, “η Κερκέζα ένιωσε την ανάσα του αντρούς” [σ. ο άντρας του… αντρούς], “πήρε αξαμάρι…”, “σκουταλοβαρίσκει…” και άλλα».

Και η κατακλείδα του άρθρου:
«Απομένει, όμως, τώρα, εν ερώτημα διά το Κράτος και την Εκκλησίαν: Οι συμπατριώται μου Κρήτες δεν διαβάζουν Καζαντζάκην, διά να σηκωθούν ως εις άνθρωπος και να θραύσουν όλας τας προθήκας, όπου πωλείται το βιβλίον, που υβρίζει την πατρίδα μας και τους αγωνιστάς της. Ο κ. Εισαγγελεύς, όμως, που προβαίνει εις κατάσχεσιν των ασέμνων περιοδικών, διατί δεν ρίπτει ένα βλέμμα εις το βιβλίον αυτό, όπου εν μέσω των αισχροτάτων σκηνών, διασύρεται και η επίσημος θρησκεία του Κράτους;… Η δε Αρχιεπισκοπή και η Ιερά Σύνοδος; Νομίζουν ότι εκπληρώνουν το καθήκον των, αφήνουσαι ακαθοδηγήτους τους πιστούς, έναντι των ερυθρών υβριστών της Εκκλησίας;» ”

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΙΩΝΗΣ -(Φωτογραφία: Ο Νίκος Καζαντζάκης το 1931 στην Αίγινα, αρχείο φουστανΕΛΛΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣmos)

4 σχόλια

  • Βεβαίως και ο Καζαντζάκης δεν υπήρξε κομμουνιστής. Κομμουνιστή τον ήθελαν και τον θέλουν εκείνοι οι οποίοι βλέπουν τα πάντα άσπρο-μαύρο. Μάλιστα ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο οποίος έγραψε αυτό που ο Μελάς περιγράφει εδώ ως “ύμνο μιας εθνικόφρονης εφημερίδος”, υπήρξε δεδηλωμένος αντίθετος με τον κομμουνισμό, έχοντας μάλιστα δημοσιεύσει πολλά σχετικά άρθρα και βιβλία.
    Η αδελφή της γυναίκας του Καζαντζάκη, η Έλλη Αλεξίου γράφει, πως ενώ εμαίνονταν οι μάχες στην Αθήνα μεταξύ αριστερών κι δεξιών πήγε ανήσυχη να επισκεφτεί τους Καζαντζάκηδες και βρήκε τον συγγραφέα να κοιμάται του καλού καιρού. Όταν τον σκούντησε, αυτός ανασκήκωσε τα σκεπάσματα και απλώς τη ρώτησε “ποιός νικάει”; Και αμέσως ξανακοιμήθηκε!
    Βεβαίως το μεγάλο πνεύμα ενός τέτοιου συγγραφέα δεν μπορούσε να περιορισθεί σε ό,τι όριζαν τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια ως “εθνικοφροσύνη” οι χωροφυλάκοι. Ούτε να περιορισθεί, ούτε να αυτολογοκριθεί για να είναι αρεστός.
    Αρεστοί προσπαθούσαν να γίνουν -όπως και σήμερα συμβαίνει- κάτι τύποι σαν τον Σπύρο Μελά, ελλείψει ταλέντου. Με το αζημίωτο ασφαλώς. Παρότι ο Μελάς ως δημοσιογράφος κάθε άλλο παρά αμελητέος ήταν. Δικό του άλλωστε και το “ο λαός πάντα θα ενδιαφέρεται για το τρίπτυχο “αίμα-στέμμα- σπέρμα”, που επιβεβαιώνεται ακόμα και από τη σημερινή …θεωρία του life style.
    Ήταν όμως εμπαθής, φθονερός και μικροπρεπής. Εκείνη την εποχή όταν κάποιον φθονούσαν τον συκοφαντούσαν ή για κομμουνιστή ή για ομοφυλόφιλο. Από φθόνο π.χ. διέδιδε ότι ο συνάδελφός του και στη λογοτεχνια και στη δημοσιογραφία Μ. Καραγάτσης, εστερείτο …ανδρισμού! Μέχρι που τον συνάντησε μια μέρα ο Καραγάτσης στη Λυρική Σκηνή και του έριξε ένα χαστούκι που είδε τον ουρανό σφοντύλι!

  • Τι βόμβες είναι αυτές που αμολύσατε κύριε Κωτούλα, παραμονές 28ης Οκτωβρίου;
    Καλά οι άλλοι, που ήταν υποστηρικτές των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών, αλλά και ο αδελφός του πατέρα της Μελίνας; Και Μανώλης Καλομοίρης; Και ο κομμουνιστής διανοούμενος από ό,τι ήξερα μέχρι σήμερα, Φώτος Γιοφύλλης; Και ο Πλαστήρας;

  • ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ
    (Του Σπύρου Μελά, «Καθημερινή» 31/5/1941. Κάθε ομοιότης με σημερινά πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις, είναι απολύτως συμπτωματική…)

    “Η ευμένεια των νικητών εφανερώθη σε πλήθος πράγματα, τα κυριώτερα από τα οποία κατωνόμασε χθες ο κ. Πρωθυπουργός στην απάντησή του προς τους δημάρχους: Είναι η χωρίς καμμίαν υποχρέωσιν και από καθαράν γενναιοφροσύνην του Φύρερ απόλυσις των αιχμαλώτων αξιωματικών και οπλιτών΄ η αναγνώρισις της γενναιότητος, με την οποίαν επολέμησεν ο ελληνικός στρατός΄ η διαστολή, η οποία έγινε, προκειμένου περί υπευθύνων, μεταξύ ελληνικού λαού και της διευθυνούσης κλίκας΄ η υπόσχεσις για την βελτίωσι της ζωής του λαού μας΄ ο θαυμασμός τέλος προς την αξίαν του ελληνικού πολιτισμού. Απέναντι αυτών των ευμενών εκδηλώσεων ποία πρέπει να είναι η δική μας στάσις; Ρωτώ γιατί, ως την ώρα, η εκδήλωσίς μας είναι μάλλον παθητική. Επομένως άγονος. Ο κ. Πρωθυπουργός εκάλεσε τους δημάρχους να εργασθούν «όπως αποκατασταθή, παρά τω λαώ, η ειλικρινής και ανυπόκριτος συνεργασία μετά της Γερμανίας». Θα τολμούσα να προσθέσω μία λέξι ακόμα: Και ενεργητική. Ο μόνος τρόπος ν’ αντικρύσωμεν «την άνευ ορίων» καταστροφήν, όπως την εχαρακτήρισεν εις τον ιστορικόν του λόγον ο Χίτλερ, ο μόνος δρόμος για να περισώσουμε ό,τι είναι δυνατόν να περισωθή ακόμη, είναι αυτός. Ειλικρινής κι ενεργητική συνεργασία με τον νικητή.

    Αλλά τι εννοώ ενεργητική; Απλούστατα: Ότι εμείς, μόνοι μας, με την εργασία μας, με την μόνιμη προσπάθειά μας, πρέπει να πάρουμε τη θέσι μας στην νέαν οργάνωσι, στην οποίαν μας έταξαν τα πράγματα: Πρέπει να προσανατολιστούμε, το γρηγορότερο, στα κύρια χαρακτηριστικά του κόσμου που ανήκουμε. Είναι ανάγκη να χαράξουμε μια γραμμή κατευθύνσεως, σ’ όλη την εθνική μας ενέργεια – μια γραμμή τόσης διαυγείας και συνεπείας, ώστε να μην χωρή η παραμικρά σύγχυσις ή παρεξήγησις. Κι αυτή τη γραμμή πρέπει να την ακολουθήσουμε, να την υπηρετήσουμε με όλα μας τα μέσα, να την κάμουμε με όλους τους τρόπους αισθητή. Και πρέπει να πάρουμε αυτή την ενεργητική θέσι, γιατί κάθε παθητική στάσις είναι χάσιμο καιρού και δίνει την εντύπωση, ότι κάτι περιμένουμε. Τι περιμένουμε; Και από ποιους; Η περίοδος των ολεθρίων παραισθήσεων έληξε. Μπροστά στα μάτια του καθενός πρόκειται η σκληρά πραγματικότης, η οποία θα ήτο ακόμη σκληροτέρα, αν δεν υπήρχε η ευμένεια του νικητού.

    Η αφετηρία της γραμμής που πρέπει να χαράξουμε είναι ακριβώς η διάλυσις όλων αυτών των παραισθήσεων που μας έφεραν εις το σημερινόν κατάντημα. Το σύμβολον της εγκαταλείψεως κάθε τέτοιας παραισθήσεως θα είναι η κατηγορηματική άρνησις της υπάρξεως δύο Ελλάδων. Για όλους εμάς, οι οποίοι δεν ελιποτακτήσαμε για λόγους καθαρώς τομαρικούς, αλλά μείναμε εδώ για να πιούμε μέχρι τρυγός το πικρόν ποτήριον της δυστυχίας μαζί με τον ελληνικό λαό, ένα μ’ αυτόν όπως είχαμε γίνει ένα με τον φαντάρο στο μέτωπο, δεν μπορεί να υπάρχη, ούτε υπάρχει, άλλη Ελλάς απ’ αυτή, όπου μένει ο αποστρατευθείς και καταματωμένος πολεμιστής μας, αυτός που μας γέμισε δόξα και σήμερα μας εξασφαλίζει το σέβας των νικητών. Για μας δεν υπάρχει νησιωτικό κράτος. Ποιο νησιωτικό κράτος, άλλωστε, όταν οι Γερμανοί καταλαμβάνουν δυό-δυό και τρία-τρία τα νησιά μας; Την Κρήτη την έχουμε κι αυτή, εδώ μαζί μας. Η Ελλάς, όλη η Ελλάς, ζη σήμερα εδώ, για να υποστή όλο το βάρος του εθνικού δράματος και να κυττάξη να συμμαζέψη τα αιματόβρεκτα ράκη της. Αυτό είναι μια πρώτη πραγματικότης που πρέπει να αναγνωρισθή και να ρυθμίζη τις ενέργειές μας”.

  • Δεν γνωρίζω εάν ο Καζαντζάκης ήταν κομμουνιστής.
    Μου έκανε όμως πολύ άσχημη εντύπωση όταν διάβασα στο ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ-ΡΟΥΣΙΑ επαίνους για τα παιδιά που κατήγγειλαν τους γονείς τους σαν εχθρούς του κόμματος.
    Δεν μπορούσα να φαντασθώ πως ένας υμνητής της ελευθερίας μπορεί να είναι ταυτόχρονα υμνητής της ΡΟΥΦΙΑΝΙΑΣ. Και μάλιστα τα παιδιά να καρφώνουν τους γονείς τους.

Κλικάρετε εδώ για να σχολιάσετε