Δύο χρόνια ακριβώς καλύπτουν τα χρονογραφήματα του ποιητή, πεζογράφου, κριτικού, μεταφραστή, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Κώστα Βάρναλη στην εφημερίδα «Πρωία». Αρχίζουν το καλοκαίρι του 1941, μετά την εισβολή των ναζιστών στην Ελλάδα και σταματούν στα μέσα του Δεκέμβρη του 1943.
Οπως γράφει ο επιμελητής του τόμου Γιώργος Ζεβελάκης, χρησιμοποιώντας «απόχη με πυκνό δικτυωτό», ο Βάρναλης μάζευε για το «καθημερινό» του μικρά, πρόχειρα, ελαφρά, σκόρπια, ασύνδετα γεγονότα, που δημιουργούσαν το μικροκλίμα της εποχής και αποκάλυπταν τάσεις και συμπεριφορές. Να πώς τον περιγράφει ένας νεότερός του δημοσιογράφος, την ώρα που φιλοτεχνούσε τον πρωινό χαιρετισμό του στους αναγνώστες:
«Στρώνεται στο γράψιμο σαν να αρχίζει μια χειρωνακτική εργασία. Βγάζει το σακάκι, ανασηκώνει τα μανίκια, απλώνει στο στήθος και στη μέση μια ποδιά, σαν τους καλφάδες στα τσαγκαράδικα, και πέφτει κυριολεκτικά με τα μούτρα στα χαρτιά του. Εχει αραδιάσει μια ντουζίνα καλοξυσμένα μολύβια στο τραπέζι, σε όλα τα σχέδια και τα μεγέθη. Αν τον ρωτήσετε τι τα θέλει τόσα μολύβια έτοιμα προς… δράσιν, θα σας απαντήσει πως δεν μπορεί αλλιώς να δουλέψει. Μόλις σπάσει ή λιώσει του ενός η μύτη, αρπάζει τ’ άλλο. Δεν μπορεί να σταματήσει».
«Με το ψέμα νικούνται»
Στα κείμενά του κυριαρχεί το θέμα της εξεύρεσης τροφής – γεγονός που ταλανίζει τους ανθρώπους των πόλεων αυτά τα σκληρά χρόνια. Ομως, ο μπαρμπα-Κώστας, όπως από τότε τον έλεγαν χαϊδευτικά οι συνάδελφοί του, δεν χάνει το κέφι, το χιούμορ και την όρεξή του για… κρασί ούτε τη φοβερή εκείνη εποχή. Μας μεταφέρει πότε στη «σπιτικιά» ταβέρνα του Μήτσου, που «το κρασί του ήταν το μόνο ανέρωτο σε όλη την Αθήνα» και πότε στο κουτούκι του Μπάμπη, πότε σε λαϊκούς καφενέδες και πότε σε καταγώγια όπου οι μόνοι που συναντά κανείς είναι κάτι κρασοπατέρες της κακιάς συμφοράς. Σε ένα από αυτά, περασμένες δέκα, ο παντρεμένος της παρέας αρχίζει να φυσομανά:
– Θ’ ανησυχεί πάλι η γυναίκα μου.
– Στάσου πρώτα να βγει το φεγγάρι. Να βλέπεις πού πατάς…
– Το δρόμο τον ξέρουνε τα πόδια μου, μα η γλώσσα μου δεν έμαθε ακόμα να… περπατάει σαν της γυναίκας μου.
Πιες ένα κατοσταράκι
– Πιες ένα κατοσταράκι ακόμα και δε θα φοβάσαι ούτε τη Λερναία Υδρα.
Κι έτσι έγινε. Οταν κατά τις εντεκάμισι τους έδιωξε ο ταβερνιάρης, ο τρομοκρατημένος της συζυγικής γλώσσας πήγαινε μέσα στη νύχτα μονολογώντας:
– Θα με περιμένει στο σκαλοκέφαλο με τις γροθιές σφιγμένες στους γοφούς:
«- Πού ήσουνα τέτοια ώρα;».
– Τι ώρα! Είναι εννιάμισι… Να και τ’ ωρολόγι! (Τ’ ωρολόγι το είχε βάλει να δείχνει εννιάμισι).
Μ’ αυτό το ψέμα θα τη σκάσω. Οι γυναίκες που νικάνε πάντα τους με το ψέμα, με το ψέμα νικούνται…
Αλλά η γυναίκα του δεν τον περίμενε. Είχε κοιμηθεί. Κι αντίς να τη σκάσει, έσκασε ο ίδιος από το κακό του…
– Μια φορά είπα κ’ εγώ να πω ένα ψέμα κ’ έτυχε Σάββατο! Αλλά πού θα μου πάει… Αύριο…
Σε έναν από τους «αττικούς περιπάτους» του, στο – τρόπος του λέγειν – δάσος του Περάματος, ο Βάρναλης πέφτει πάνω σε έναν κυριακάτικο «εκδρομέα» που αγορεύει μπροστά σε ένα κορδόνι από κάμπιες. Τον πλησιάζει με τρόπο και τονε ρωτά:
– Γιατί δεν τις πατάτε, παρά τους βγάζετε… λόγο και τις κανακεύετε, όπως οι Αραπάδες της Αφρικής πιάνουνε τα ζωύφια στον κόρφο τους και δεν τα τσακίζουνε, παρά τ’ αφήνουνε χάμου με τη δικαιολογία πως είναι «πλάσματα του θεού»; Γύρισε και με κοίταξε με οίκτο.
– Γιατί, κύριέ μου, η κάμπια, σε σχέση με τον άνθρωπο, δεν κάνει κανένα κακό στο δάσος. Τρώγει μερικά φύλλα ή και γυμνώνει ολότελα ένα ή δύο δέντρα, αλλά τα φύλλα ξαναβγαίνουν αργότερα πολύ πιο φρέσκα και ζωηρά και το δάσος μένει πάντα δάσος. Ενώ ο άνθρωπος κόβει σύρριζα όχι ένα δέντρο μονάχα, παρά όλα – και πια δε θα ξαναγίνει. Για να έχουμε δάση δεν είναι ανάγκη να πατάμε τις κάμπιες· πρέπει να πατάμε τους ανθρώπους. Μπορείτε; Οχι! Αφήστε λοιπόν τις κάμπιες ήσυχες, για να μας δώσουνε το αίσθημα πως βρισκόμαστε σε δάσος, ενώ βρισκόμαστε μέσα σ’ αυτό το απέραντο πένθος.
Και μου έδειξε, καταλήγει ο Βάρναλης, όσο έφτανε το μάτι μου, τις κομμένες ρίζες, που μοιάζανε με σταυρούς νεκροταφείου.
Το σάλι του Μαριανθούση
Ο ποιητής περιγράφει εκτός από τον απλό κοσμάκη και πολλούς γραφικούς τύπους της τότε Αθήνας με τα καμώματά τους, όπως τον μοναδικό Αρμάνδο Δελαπατρίδη, που υπέγραφε ως «Ποιητής, Συγγραφεύς, Ηγέτης». Πηγαίνοντας δε πίσω καμιά σαρανταριά ακόμη χρόνια, φέρνει στο μυαλό «τις μπαρμπέτες του Ειρηναίου Ασωπίου, την ομπρέλα και το κλακ του Μιστριώτη με το ιαμβικό περπάτημα, το σάλι του Μαριανθούση, τη μύτη του Αποστόλη, το μαντιλοδεμένο κεφάλι του Σακουλέ, τη χρυσή φουστανέλα του Στριφτόμπολα και τη βαφή Μποτσαράκου». Ομως διασώζει και μορφές του καιρού του που με τα χρόνια άδικα ξεχάστηκαν. Οπως εκείνη του σκιτσογράφου, ποιητή, συνθέτη, κιθαριστή, τραγουδιστή, ηθοποιού, επιθεωρησιογράφου, πεζογράφου Κώστα Μπέζου, του «χαριτωμένου, πνευματώδη και ανεξάντλητου», που «τον έφαγε η μποέμικη αταξία της ζωής του». Χτυπημένος από τη φυματίωση τον καιρό της Κατοχής «διαρκώς αδυνάτιζε. Εβηχε. Και πριν από ένα χρόνο και πλέον τονε δέχτηκε η “Σωτηρία”. Οι φίλοι, που τον αγαπούσαν, κι οι γνωστοί, που τον εχτιμούσαν, λυπηθήκανε πολύ. Γιατί η κατάστασή του δε σήκωνε διόρθωση. Εφυγε κι από κει, γιατί η μοίρα του το είχε να μη ριζώνει πουθενά. Πήγε στην Αγία Παρασκευή. Εκεί σ’ ένα δωμάτιο ακατάσταστο και υγρό έρεβε τελειωτικά και καμιά βοήθεια δεν μπορούσε πια να τον σώσει. Ο γιατρός τελευταία, αφού απελπίστηκε, του κατάργησε κάθε δίαιτα και του επέτρεψε να τρώγει ό,τι ήθελε. Γιατί να τον βασανίζει άδικα;
– Γιατρέ, του είπε μπροστά σε κάτι φίλους που πήγανε να τον ιδούνε, σου χρωστώ μεγάλη χάρη για όσα μού έκανες. Αλλά σε παρακαλώ να μη μου αρνηθείς μια τελευταία χάρη.
– Ποιαν;
– Δώσε μου ένα φάρμακο να πεθάνω απόψε. Γιατί να βασανίζομαι άδικα;
– Δεν ντρέπεσαι; του απάντησε ο γιατρός. Θα γίνεις καλά μέχρι την άνοιξη.
Και πραγματικά μέσα σε μια βδομάδα έγινε απολύτως καλά. Πέθανε.
Μια ζωή, ένα παραμύθι, ένας τάφος. Τι άδικα που χάθηκε μια εξαιρετική καλλιτεχνική ψυχή, ένας θαυμάσιος άνθρωπος – ο τελευταίος της γενεάς των βοημών!».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Προσθήκη σχολίου